Στο γενικότερο πλαίσιο βελτιωτικών παρεμβάσεων που σχεδιάζονται από το Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Ρεθύμνης, από το ενετικό λιμάνι έως και την περιοχή Κιουλούμπαση, και υπό τη χρηματοδότηση του προγράμματος Φιλόδημος ΙΙ, ανατέθηκαν πέντε μελέτες, μία εκ των οποίων είναι και η μελέτη αποκατάστασης αιγυπτιακού φάρου Ενετικού Λιμανιού. Η σύνθετη αυτή μελέτη προϋπολογισμού 140.000,00€ περιλαμβάνει μελέτη αποτύπωσης υφιστάμενης κατάστασης και πρόταση αποκατάστασης αρχιτεκτονικών, στατικών και ανάδειξης φωτισμού του αιγυπτιακού φάρου.
Σε εφαρμογή της μελέτης και κατόπιν της υπογραφής της σχετικής σύμβασης, έχει υποβληθεί στο Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Ρεθύμνης το πρώτο τμήμα του μελετητικού έργου, δηλαδή οι αποτυπώσεις της υφιστάμενης κατάστασης και οι μελετητές βρίσκονται σε διαβούλευση με την Αρχαιολογική Υπηρεσία προς ενημέρωση των ενεργειών τους, ώστε να προχωρήσουν στο δεύτερο στάδιο εργασίας τους. To δεύτερο στάδιο που περιλαμβάνει μελέτες διερευνητικών εργασιών, μελέτη αποτίμησης και επεμβάσεων και στατική μελέτη εφαρμογής, αναμένεται να παραδοθεί σύντομα, ενώ το τρίτο στάδιο και καταληκτικό θα περιλαμβάνει μελέτες εγκατάστασης ισχυρών ρευμάτων, μελέτες συστημάτων ασφαλείας, μελέτη ενεργητικής πυροπροστασίας, μελέτες γειώσεων και αλεξικέραυνης προστασίας και μελέτη φωτισμού και περιβάλλοντος χώρου.
Όπως αναφέρει σε γραπτή ανακοίνωση της η πρόεδρος του ΔΛΤΡ κυρία Ειρήνη Κουτσαλεδάκη: «Η περιοχή έδρασης του φάρου, βρίσκεται πάνω σε βράχο όπου υφίσταντο πολλές σπηλαιώσεις οι οποίες αποκαταστάθηκαν κατόπιν χρηματοδότησης από το ΠΕΠ ΚΡΗΤΗΣ του ΕΣΠΑ συνολικού προϋπολογισμού 337.000,00€ προς το Λιμενικό Ταμείο Ρεθύμνης και εφαρμόσθηκαν παρεμβάσεις με ειδικά ενέματα και σάκους πλήρωσης. Το έργο έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Η δε διάβρωση των μεταλλικών συνδέσμων που είχε διαπιστωθεί επουλώθηκε με εφαρμογή τσιμεντοκονιάματος.
Η έως τώρα καταγραφή του μελετητικού σχήματος της μελέτης «Αποκατάσταση αιγυπτιακού φάρου στο ενετικό λιμάνι» δεικνύει ότι η φθορά του λίθινου στοιχείου εντοπίζεται στην περιοχή της βάσης, καθώς και στα δυο μέτρα του οκταγωνικού κορμού. Το παραπάνω φαινόμενο συμβαίνει λόγω της έκθεσης του σε μηχανική φθορά των κυματισμών, όσο και του γεγονότος ότι το μέρος αυτό δεν επισκευάστηκε κατά την δεκαετία του 1970, που επιχειρήθηκε επισκευή του μνημείου. Πολλά κομμάτια λίθων λείπουν στην εξωτερική πλευρά του προβόλου αλλά και στην κορνίζα της βάσης. Οι λίθοι παρουσιάζουν απομείωση της διατομής τους λόγω απότριψης και άλλων φυσικοχημικών δράσεων. Αναφέρεται επίσης ότι οι παραμορφώσεις του φάρου καθ’ ύψος, στη μεν εξωτερική πλευρά εμφανίζεται συμμετρική ως προς το κέντρο του προβόλου, ενώ στην εσωτερική αποκλίνει ως προς το πάνω μέρος. Τα αναφερόμενα γίνονται αισθητά στη δυτική όψη όπου στο άνω μέρος η μεν νοτική πλευρά φαίνεται κεκλιμένη, ενώ η βόρεια κατακόρυφη. Συμπερασματικά καταλήγει ότι οι παρατηρούμενες αποκλίσεις είναι κατασκευαστικές αστοχίες και δεν υποδηλώνουν βλάβη.
Προς υπενθύμιση της ιστορίας, αναφέρουμε ότι το 1708 στο Ρέθυμνο αντί για φάρο χρησιμοποιούνταν κάποιο ψηλό κτίριο, πιθανότατα ο Πύργος του Ρολογιού. Φάρος κατασκευάζεται το 1838 όπως και εκείνος των Χανίων, με τον οποίο έχει προφανή μορφολογική συγγένεια. Φωτιζόταν αρχικά με τη χρήση λαδιού μέχρι το 1864 που τοποθετήθηκε μηχανισμός με πετρέλαιο από τη Γαλλική Εταιρεία Εκμετάλλευσης Οθωμανικών Φάρων. Το 1930 στην προσπάθεια να στερεωθεί, τοποθετείται εξωτερικός μανδύας από οπλισμένο σκυρόδεμα. Το 1962 σταματά η λειτουργία του σαν φάρος, αφού τοποθετείται φανός στον προσήνεμο μόλο του νέου λιμανιού. Τον ίδιο χρόνο και κατά τη διάρκεια κατασκευής του νέου λιμανιού παρατηρείται μείωση της στατικής του αντοχής και απόκλισή του προς Νότο. Το 1973 η μελέτη Λαμπάκη εκπονείται για να εκτελεστούν από την τότε Αρχαιολογική Υπηρεσία εργασίες αναστύλωσης μέχρι το 1980. Στα πλαίσια των εργασιών αυτών ανακατασκευάστηκε από ένα ύψος περίπου δυο μέτρων από την είσοδο του. Κατά την ανακατασκευή χρησιμοποιήθηκε για τα διακοσμητικά στοιχεία μαλακή πέτρα Αλφάς σε δυσαρμονία με το αρχικό σκληρό υλικό και με εμφανή ήδη φθορά.
Όπως είναι δεδομένο για κάθε ενέργεια, η συνεργασία των φορέων είναι απαραίτητη και καθοριστική για την αποκατάσταση του φάρου, ώστε να συνεχίσει να υφίσταται όχι σαν ένα ακόμα μνημείο, αλλά σαν φωτεινό μνημεία πολιτιστικής κληρονομίας. Στόχος μας είναι η διασφάλιση χρηματοδοτικών μέσων για την υλοποίηση των εργασιών που θα αναδειχθούν με τη μελέτη αυτή».