Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Μέρες Νοεμβρίου που είναι, πλησιάζοντας 17η, ο νους πολλών γυρίζει στα γεγονότα του 1973 στο Πολυτεχνείο. Ειδικά όσων είναι από τη μέση ηλικία και πάνω, και κυρίως όσων έζησαν από κοντά ή από μακρύτερα όσα έγιναν εκεί, όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν. Γιατί οι στιγμές εκείνες ήταν από αυτές που χαράσσονται ανεξίτηλα στη μνήμη, κατασταλάζουν ως βιώματα με ιδεολογικό και ηθικό αντίχτυπο και επιδρούν στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής συνειδητοποίησης του ανθρώπου. Ως αναμνήσεις ανακαλούνται, όταν κανείς αναλογίζεται τις περιστάσεις της ζωής του τις οποίες αξίζει πιο πολύ να θυμάται, αυτές που τον πλούτισαν με λογιών έντονες εμπειρίες, που μετρούν πολύ περισσότερο από τα κοινά της καθημερινότητας.
Ένα βιβλίο, λοιπόν, πρόσφατης έκδοσης, που ο κεντρικός του πυρήνας περιστρέφεται γύρω από τα γεγονότα αυτά και τα συνεπακόλουθά τους, που αναλύει την ιστορική εκείνη συγκυρία, που αναπτύσσει κρίσεις και προβληματισμούς σχετικά με το τότε φοιτητικό κίνημα, τη δράση, τις αντιφάσεις, την κορύφωσή και τις επιπτώσεις του, γενικότερες και ειδικότερες, είναι επίκαιρο και ενδιαφέρον. Ειδικά αν ο συγγραφέας του υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές της φοιτητικής εξέγερσης του 1972-1973, από εκείνους που πραγματικά «μπήκαν στη φωτιά», αγωνίστηκαν, καθοδήγησαν και…υπέστησαν. Από εκείνους που, εκτός από την αντιδικτατορική δράση, συνέχισαν κατά τη Μεταπολίτευση να εμπνέονται από τις ίδιες ιδέες που τους ενέπνεαν και πριν, συνέχισαν να έχουν τα ίδια κίνητρα, να συμμετέχουν στον πολιτικοκοινωνικό στίβο αγωνιζόμενοι γι’ αυτά που πίστευαν, χωρίς να επιδιώκουν την προσωπική προβολή, χωρίς να έχουν οποιουδήποτε είδους ιδιοτελείς στόχους.
Συγγραφέας του είναι ο συντοπίτης μας Ολύμπιος Δαφέρμος, γνωστός στην κοινωνία της πόλης, εκτός των άλλων, από τη θητεία του σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και από την όλη παρουσία του στα εδώ δρώμενα κατά τη δεκαετία του 1980.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Εντός-Εκτός» (εκδόσεις Τόπος, 2022), με αναφορά, υποθέτω, του «Εντός» σε εκείνα που κατά την πορεία της ζωής του τον ενέπνεαν ιδεολογικά και τον κινητοποιούσαν συναισθηματικά και του «Εκτός» στα αντίθετα.
Πρόκειται για μια συγγραφή αυτοβιογραφική που ξεκίνησε υποκινημένη από εξωγενείς αλλά και εσωγενείς παράγοντες, όπως λέει ο συγγραφέας στον πρόλογο: «…Ασυναίσθητα άρχισα τις βουτιές στο παρελθόν μου. Κυρίως στην παιδική μου ηλικία.Περιστατικά ασήμαντα έπαιρναν τώρα άλλη διάσταση. Μια απέραντη νοσταλγία με κατέκλυσε για την εποχή εκείνη…Ήταν καταφύγιο από την πολιτική καταχνιά; Ήταν η απογοήτευση; Φταίει και η τρίτη ηλικία, που έτσι η αλλιώς δεν έχει μέλλον; Ήταν που ήθελα να καταλάβω τις ριζικές αλλαγές των παλαιών συναγωνιστών μου, όπως αναδείχθηκαν στην μνημονιακή εποχή; Είναι μια εσωτερική μου ανάγκη που δεν ξέρω πού οφείλεται; Είναι που θέλω να πω κάποια πράγματα και να τα ξεφορτωθώ; Ίσως όλα αυτά μαζί. Δεν έχω πειστική απάντηση».
Δεν είναι μια αφήγηση με την κλασική έννοια της λεπτομερούς και κατά χρονολογική τάξη παράθεσης γεγονότων, περιστατικών ή εντυπώσεων, για να προβληθεί η πορεία και οι διακυμάνσεις της ζωής του αφηγούμενου. Περισσότερο είναι ένα κείμενο προβληματισμού, σχολιασμού και κριτικής αποτίμησης γεγονότων και καταστάσεων, καθώς και της στάσης ή του ήθους προσώπων – χωρίς ονομαστικές αναφορές – που συνδέονται με τις συνθήκες και τα κοινωνικά δεδομένα στα οποία αναφέρεται. Είναι ταυτόχρονα και ένα κείμενο εξομολογητικό, αυτοαναλυτικό, αυτοκριτικό, με εμφανή σε πολλές περιπτώσεις τη συναισθηματική χροιά. Μπορεί να πει κανείς ότι τα αφηγούμενα γεγονότα δεν είναι το κύριο συγγραφικό κίνητρο, αλλά η αφορμή, το έναυσμα για να προκύψει ο προβληματισμός, η διανοητική και κάποτε η ψυχολογική διεργασία που θα οδηγήσει στο πολιτικό, κοινωνικό ή και στο ψυχαναλυτικό συμπέρασμα.
Προαναφέρθηκε ότι κεντρικός πυρήνας του βιβλίου είναι η αντιδικτατορική εξέγερση του 1972-1973, στην οποία ο Ολύμπιος Δαφέρμος είχε προέχοντα ρόλο. Είναι, όπως λέει ο ίδιος, η σημαντική περίοδος της ζωής του, τότε που οι εξεγερτικές περιστάσεις, οι υψηλές ιδέες που τις υποκινούσαν, η αγωνιστική ατμόσφαιρα και ο παλμός της, ένιωσε ότι συμπίπτουν με τον δικό του ιδεολογικό και ψυχικό καταρτισμό και τον έκαναν να αισθάνεται δυνατός και εσωτερικά πλήρης, ακόμη και σε συνθήκες καταπίεσης, διώξεων και βασανισμών.
Να σημειωθεί ότι το κείμενό του δεν εξιστορεί με λεπτομέρειες συμβάντα ατομικών ή συλλογικών δράσεων της περιόδου πριν τον νοεμβριανό φοιτητικό ξεσηκωμό ή μετά από αυτόν, ούτε καν αυτά των δραματικών ημερών της κατάληψης του Πολυτεχνείου, όπου ο ίδιος ήταν μέλος της Συντονιστικής επιτροπής, αλλά περισσότερο, με βάση την περιπετειώδη και ενίοτε οδυνηρή απήχηση που είχαν σε αυτόν, στοχάζεται, προβληματίζεται, κρίνει και εκθέτει απόψεις.
Για να φτάσει στην περίοδο αυτή και στη μεταπολιτευτική συνέχειά της, ξεκινά αυτοβιογραφικά από τα μικρά του χρόνια. Από την Αξό και τον Άγιο Κωνσταντίνο των οικογενειακών καταβολών, από το ξεκίνημα της ζωής του στο Γαράζο Μυλοποτάμου, από τις παιδικές αναμνήσεις και τις δύσκολες συνθήκες της δεκαετίας του 1950 στην κρητική ορεινή ύπαιθρο με το συντηρητικό κοινωνικό περιβάλλον και τη λιτότητα της διαβίωσης. Οι πληροφορίες για την τότε καθημερινότητα, η ανάπλαση της τοπικής ατμόσφαιρας με αναφορές στις επαγγελματικές ασχολίες, στις εορταστικές συνήθειες, στις ψυχαγωγικές ευκαιρίες, στα παιδικά παιχνίδια, στην ανατροφή των παιδιών, στις λαϊκές αντιλήψεις, στο πολιτικό κλίμα, στα εκλογικά ήθη και σε όλα μικρά ή μεγαλύτερα που συνέβαιναν, πλέκουν τον ιστό του κοινωνικού γίγνεσθαι εκεί, σε έναν αναλογικό αντικατοπτρισμό της ζωής στην ελληνική επαρχία.
Ο εξομολογητικός τόνος είναι ιδιαίτερα εμφανής και εντυπωσιάζει με την ειλικρίνεια της εκδήλωσής του, όταν αναφέρεται στα οικογενειακά δεδομένα του πατρικού σπιτιού, με εκτεταμένη ανάλυση των αντιλήψεων και της στάσης των γονέων απέναντί του και γενικότερα. Διαπιστώνεται εδώ η διαφορετικότητα σε σχέση με αυτό που ίσχυε ως κανόνας στην παραδοσιακή ελληνική οικογένεια του χωριού. Δηλαδή, η ηπιότητα, η διαλλακτικότητα, η συγκαταβατικότητα και το ευρύ κοινωνικό πνεύμα του πατέρα από τη μια και η αυστηρότητα, η τυπικότητα, η εξουσιαστική επιβολή της μητέρας από την άλλη. Ο συγγραφέας αναλύει σε πολλά διαφορετικά σημεία της αφήγησης, συχνά με ψυχαναλυτικά «εργαλεία» την περίπτωση αυτή, αποσκοπώντας να δείξει πόσο επίδρασαν πάνω του αυτές οι συμπεριφορές, πόσο επηρέασαν τις δικές του επιλογές και πόσο συνέβαλαν στη δική του αρνητική θέση απέναντι σε κάθε εξουσία.
Η βαθύτερη έννοια της Αριστεράς ως ιδεολογικής αντίληψης, ως πολιτικής συμπεριφοράς και ως εφαρμοσμένης πράξης είναι ένας από τους εντονότερους προβληματισμούς του συγγραφέα, που διαπιστώνει συχνά μεγάλες αντιφάσεις ανάμεσα σε εκείνο που αυτός εννοεί και οραματίζεται και στην πρακτική των κομματικών μηχανισμών, που πολλές φορές υιοθετούν το «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Αμφισβητεί τον κομματικό επαγγελματισμό και τις παρενέργειες που προκαλεί, εναντιώνεται στην επαναστατική βία, είτε ως αντιβία είτε σε οποιαδήποτε έκφρασή της, ενώ δηλώνει την αποστροφή του για την τρομοκρατία. Ασκεί αυστηρή κριτική συνολικά στη μεταπολιτευτική Αριστερά για οργανωτική ακαμψία, συγκεντρωτισμό, αυταρχισμό και τελικά για παράκαμψη του αξιακού συστήματος που θεωρητικά υπερασπίζεται. Είναι ένα θέμα στο οποίο επανέρχεται πολλές φορές εκφράζοντας, ανάλογα με την αφορμή, αμφιβολία, δυσπιστία ή απογοήτευση.
Στην πορεία της αφήγησης γίνεται συχνά λόγος για τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες κατά τόπο ή κατά χρονική περίοδο, παράλληλα με την ηλικιακή, την εκπαιδευτική ή την επαγγελματική διαδρομή του Ο.Δ., με σταθερή την προσωπική του οπτική αξιολόγησης των πραγμάτων και τη συναισθηματική απήχηση που προέκυπτε σε αυτόν. Μεταξύ άλλων, περιγράφει και σχολιάζει το περίπου «πρωτόγονο» πολιτικό κλίμα και την παραδοσιακή κοινωνική οργάνωση στον ορεινό Μυλοπόταμο της δεκαετίας του 1950, τις εμπειρίες του ως εκπαιδευτικός στο Ρέθυμνο και μετά στην Αθήνα, τη φοιτητική αντιδικτατορική του δράση, με τον αγωνιστικό παλμό, τον ενθουσιασμό, τις αντιθέσεις και τους κινδύνους, την ένταξη σε κομματικές οργανώσεις και την απομάκρυνση από αυτές λόγω «ασύμπτωτων» αντιλήψεων. Συνεχίζει για τη Μεταπολίτευση, με τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις της και για την παρούσα πραγματικότητα, με την έκπτωση των κάθε είδους αξιών και την επικράτηση της ιδιοτέλειας, του ατομοκεντρισμού, του ευδαιμονιστικού καταναλωτισμού, ακόμη και από εκεί που «η νιότη άλλα έδειχνε».
Σχετικά με το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα αναφέρεται στη φυσιογνωμία του, στους λόγους ανάπτυξής του, στον ακηδεμόνευτο χαρακτήρα του, στην ιστορική σημασία του και, σε αυτοαναλυτικό εξομολογητικό τόνο, στην ψυχοσυναισθηματική επίδραση που άσκησε πάνω του. Λέει: «H συμμετοχή στο κίνημα σε έβγαζε έξω από την καθημερινή σου μηδαμινότητα, η οποία κάτω από συνθήκες δικτατορίας γινόταν ακόμη πιο οδυνηρή. Ζήσαμε με ένταση το αίσθημα της ελευθερίας και την ευθύνη του δημιουργού. Κάτω από συνθήκες απειλών και τρόμου ένιωθες ελεύθερος. Αναλάβαμε τις ευθύνες μας διακινδυνεύοντας και ταυτόχρονα αρνηθήκαμε έμπρακτα να ελέγχουν τη ζωή μας και να γράφουν την ιστορία μας δίχως εμάς… ποτέ δεν αισθάνθηκα τόσο ελεύθερος όσο κατά τη διάρκεια του κινήματος, στο οποίο μέτρησα τον εαυτό μου και μετρήθηκα. Θα μπορούσα να πω και πιο ευτυχής, μιας και η ευτυχία, κατά τη γνώμη μου, έχει απόλυτη προϋπόθεση την ελευθερία».
Εκφράζει, επίσης, τον σκεπτικισμό του για μεταπολιτευτική συνέχεια του ανεξάρτητου φοιτητικού κινήματος και την προβληματική σχέση του με την κομματική Αριστερά, λέγοντας:«Όμως ήμασταν ιδεολογικά δέσμιοι, αν και πολιτικά αυτόνομοι, της παλιάς και ξεπερασμένης Αριστεράς. Μεταξύ της φυσιογνωμίας του κινήματος – αυτόνομο, αντιαυταρχικό, αντιιεραρχικό και αμεσοδημοκρατικό – και του νεφελώδους αριστερού προσανατολισμού του υπήρχε αντίφαση. Το κίνημα δεν ασχολήθηκε ποτέ με αυτή του την αντίφαση και πολύ περισσότερο δεν την έλυσε».
Οι προσωπικές του περιπέτειες λόγω της συμμετοχής του εκθέτονται κατά το λιγότερο δυνατόν – προφανώς για να μη θεωρηθούν λόγος αυτοπροβολής – και περισσότερο ως αφορμή σχολιασμού και προβληματισμού.
Συμπερασματικά και επαναληπτικά, το «Εντός Εκτός» του Ολύμπιου Δαφέρμου είναι ένα κείμενο αυτοβιογραφικής κατάθεσης εμπειριών, όπου σε πολλά σημεία η ειλικρίνεια και αμεσότητά του αγγίζουν ευαίσθητες πτυχές της οικογενειακής και προσωπικής ζωής, όταν αναφέρεται στην ευτυχή σχέση με τη Χαρά, στην αλληλοϋποστηρικτική με τον πατέρα, στη δύσκολη με τη μητέρα και στην αυτοκριτική με τον εαυτό του. Αυτοπεριγράφεται ως ένα από τα μικρά του χρόνια άτομο μη συμβατικό με κατεστημένες αρχές και συνήθειες, με τάσεις απελευθερωτικές από επιβαλλόμενα δεσμά και προκαταλήψεις. Ένα άτομο που αισθάνεται έντονη την ανάγκη της κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής, εμφορούμενο από ιδέες και αξίες υψηλού ανθρωπιστικού περιεχομένου, οι οποίες πραγματώνονται κυρίως μέσα από την αντιδικτατορική αντίσταση , με τον χωρίς ιδιοτελείς σκοπιμότητες αγώνα, με την ατομική αλλά και τη συλλογική αυτόνομη δράση, σε μία ιδεατή αναζήτηση της ελευθερίας και κοινωνικών αγαθών όπως η ισότητα, η ισονομία, η συναδέλφωση και η αλληλεγγύη. Εννοιών που οδηγούν στην κοινωνική συνύπαρξη, όπως την οραματίστηκε η αυθεντική Αριστερά, κι ας ήταν ουτοπία.
Διαπιστώνεται τελικά από το κείμενο η ιδεολογική και ηθική αντίσταση απέναντι στη νοσηρή, ανάλγητη, μη αποδεκτή πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα, με όπλα την ακέραια πίστη στις αξίες που έθρεψαν τα νεανικά του όνειρα και το ακμαίο αγωνιστικό ήθος που του επέτρεψε να τις υπερασπίζεται.
Λέει σε ένα σημείο: «Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί θέλω να τα πω; Δεν έχω απάντηση. Πόσο είμαστε υπεύθυνοι για όσα λένε και κάνουμε; Πόσο γνωρίζουμε για ποιο λόγο κάνουμε ό,τι κάνουμε; Πόσο τελικά είμαστε ελεύθεροι;».
Ας το κρίνει από τη συνολική μελέτη του βιβλίου ο αναγνώστης. Αξίζει.
*Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος