Aπό την περίοδο της Βενετοκρατίας, τις πιστωτικές ανάγκες των κατοίκων της Κρήτης κάλυπταν ιδιώτες δανειστές (έμποροι, μεγαλοκτηματίες) αλλά και τοκογλύφοι τοκιστές, οι τραπεζιτομεσιτοσαράφηδες.
Ένας ιδιόρρυθμος θεσμός που επιχείρησε να καλύψει το κενό θεσμικής εμπορικής πίστης στο νησί, ήταν οι λεγόμενες Ορφανικές Τράπεζες, χωριστές για χριστιανούς και μουσουλμάνους, που άρχισαν να ιδρύονται από το 1858 σε κάθε νομό, για να διαχειρίζονται κυρίως την περιουσία των ορφανών.
Προεπαναστατικά, η κρητική ύπαιθρος ήταν άμεσα εξαρτημένη από το χρηματικό κεφάλαιο των τριών μεγάλων πόλεων, που αποτελούσαν το επίκεντρο της οικονομικής δύναμης. Την απουσία τραπεζικών καταστημάτων αναπλήρωναν οι εγκατεστημένοι στα αστικά κέντρα μεγαλέμποροι, λαδέμποροι κυρίως.
Τέλη φθινοπώρου-αρχές χειμώνα, οι αγρότες, στην πλειονότητά τους χριστιανοί και ασθενέστερα στρώματα της μουσουλμανικής κοινότητα, μετέφεραν το λάδι τους στο κοντινότερο λιμάνι και το άφηναν παρακαταθήκη στους εκεί εμπόρους (μαγατζετζήδες). Ο έμπορος προκατέβαλε χρήματα έναντι μιας ποσότητας που αγόραζε στην τρέχουσα τιμή, και άνοιγε λογαριασμό με αντίκρυσμα την «άκοπη» ποσότητα λαδιού, δηλ. την ποσοτητα εκείνη που είχε παραμείνει σε παρακαταθήκη, χωρίς να οριστεί η τιμή της.
Με βάση τον λογαριασμό, ο χωρικός δανειζόταν από τον έμπορο, με το νόμιμο επιτόκιο του 12% το χρόνο, τα χρήματα που θα χρειαζόταν για να καλύψει τις ανάγκες του, υπογράφοντας γραμμάτια. Με αυτά αναλάμβανε την υποχρέωση να πληρώσει σε τακτή ημερομηνία κεφάλαιο και τόκο. Το εθιμικό αυτό σύστημα πίστωσης, παρουσίαζε πλεονεκτήματα και για τα δύο μέρη και ήταν καλά προσαρμοσμένο στον τρόπο που λειτουργούσε η κρητική οικονομία.
Η πρώτη κρατική τράπεζα, το Κοινωφελές Ταμείο Κρήτης, συστάθηκε το 1868.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας συνέχισε να υφίσταται, αλλά συγχρόνως δημιουργήθηκε και η Τράπεζα Κρήτης, που είχε και δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομισμάτων. Την ίδια εποχή εγκαταστάθηκαν στο νησί και τα πρώτα υποκαταστήματα τραπεζών από τη μητροπολιτική Ελλάδα (Εθνικής Τράπεζας και Τράπεζας Αθηνών).
Η σύσταση των Δημογεροντιών και οι Ορφανικές Τράπεζες
Δύο κανονισμοί-σταθμοί στη συνταγματική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το Χάττι Σερίφ του Γκιούλ Χανέ του 1839 και το Χάττι Χουμαγιούν του 1856, προνομιακοί ορισμοί για τους μη Μουσουλμάνους κατοίκους της Αυτοκρατορίας, επηρέασαν την κρητική ζωή της περιόδου.
Με τον τελευταίο ιδιαίτερα χάρτη, θεωρητικά επιδιώχτηκε να κατοχυρωθούν τα στοιχειωδέστερα φυσικά και πολιτικά δικαιώματα των μη μουσουλμάνων υπηκόων του Σουλτάνου, να εξασφαλιστεί η τιμή, η ζωή και η ιδιοκτησία τους, να καθιερωθεί η ανεξιθρησκεία και να περιοριστούν οι καταχρήσεις του κυρίαρχου στοιχείου. Αν και στην πράξη τα δικαιώματα παραβιάζονταν συχνά, η σημασία της θεσμοθέτησης παραμένει, αφού οι μειονότητες μπορούσαν τουλάχιστον να επικαλούνται παραβίαση αναγνωρισμένων δικαιωμάτων.
Η αθέτηση όρων του Χάττι Χουμαγιούν συντέλεσε στο ξέσπασμα πολιτικού κινήματος στο νησί, το 1858 (κίνημα του Μαυρογένη), το οποίο και οδήγησε στην αναγνώριση ορισμένων δικαιωμάτων στους Χριστιανούς, ένα από τα οποία ήταν η επίσημη σύσταση των Δημογεροντιών.
Οι Χριστιανικές Δημογεροντίες, αποκτώντας εξουσίες που ως τότε ασκούσε το μουσουλμανικό Ιεροδικείο, ανέλαβαν πλέον αυτές να διευθετούν τις κληρονομικές υποθέσεις των Χριστιανών σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Δίκαιο και να διαχειρίζονται την περιουσία των ανηλίκων ορφανών.
Τα αντίστοιχα, προκειμένου για τους μουσουλμάνους, καθήκοντα ανέλαβαν οι Μουσουλμανικές Δημογεροντίες, που συγκροτήθηκαν τον ίδιο χρόνο.
Για τη διαχείριση των ορφανικών περιουσιών, τόσο οι Χριστιανικές όσο και οι Μουσουλμανικές Δημογεροντίες των πόλεων ίδρυσαν τις Ορφανικές Τράπεζες, τον πρώτο οργανισμό που ανταγωνίστηκε τους μεγαλεμπόρους, οι οποίοι μονοπωλούσαν ως τότε την εμπορική πίστη.
Τα κεφάλαια των Ορφανικών Τραπεζών προέκυπταν από την εκποίηση κινητών και την εκμίσθωση ακίνητων περιουσιακών στοιχείων των ανήλικων ορφανών. Τα κεφάλαια αυτά οι τράπεζες δάνειζαν, αρχικά προς 15% και αργότερα προς 12%, κρατώντας 3% για τα έξοδά τους. Όταν τα ορφανά ενηλικιώνονταν, οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να τους αποδώσουν τα κεφάλαια που τους ανήκαν, μαζί και τους αναλογούντες τόκους για τα έτη που είχαν μεσολαβήσει.



Οικονομική κατάσταση στην Κρήτη, πριν και μετά την επανάσταση του 1866-1869
Στις παραμονές της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, η πλειονότητα των αγροτών βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση, λόγω χαμηλής ελαιοεσοδείας επί σειρά ετών και υπερχρέωσή της σε μεγαλεμπόρους και στις Ορφανικές Τράπεζες. Έτσι, δεν είχε τίποτα να χάσει από ενδεχόμενη εξέγερσή της. Αντίθετα, ίσως και να κέρδιζε την απαλλαγή της από τα χρέη.
Την υπερχρέωση του αγροτικού πληθυσμού ως ένα από τα κυριότερα αίτια της επανάστασης του 1866 είχε εντοπίσει και ο ίδιος ο τότε Μεγάλος Βεζίρης Αλή πασά, «αρχιτέκτονας» του Οργανικού Νόμου του 1868.

Την επαύριο της επανάστασης, η οικονομία του νησιού είχε παραλύσει. Η γεωργία είχε καταστραφεί, το εμπόριο είχε ατονήσει. Μετανάστευση στην Ελλάδα, λεηλασίες αποθηκών και καταστημάτων και δήμευση εμπορευμάτων από την ίδια τη Διοίκηση, είχαν προστεθεί στις αιτίες της οικονομικής αιμορραγίας.
Η τακτική της Πύλη για την αντιμετώπιση της μετεπαναστατικής οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με την κακή διαχείριση των ορφανικών περιουσιών και των κεφαλαίων του Κοινωφελούς Ταμείου, συντέλεσαν στην ολοκληρωτική σχεδόν εξαφάνιση της εμπορικής πίστης, (αφού το ιδιωτικό πιστωτικό και τραπεζικό κεφάλαιο είχε κατά μέγα μέρος διοχετευτεί σε οφειλέτες που αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν) και στη συνεχή επιδείνωση του ζητήματος των χρεών.
Στους οφειλέτες συγκαταλέγονταν τα μοναστήρια, οι ενοικιαστές των φόρων, κτηματίες Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, καθώς και χωρικοί που είχαν δανειστεί για να αγοράσουν γη. Αδυνατώντας να εξοφλήσουν τα χρέη τους, οι οφειλέτες ζήτησαν να απαλλαγούν τουλάχιστον από την υποχρέωση της καταβολής τόκων για το διάστημα 1866-68, επικαλούμενοι τη διάρκεια της επανάστασης και την έκταση των καταστροφών ως ικανούς λόγους παραγραφής ενός μέρους τουλάχιστον των υποχρεώσεών τους.
Η Πύλη, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει Χριστιανούς και Μουσουλμάνους αγρότες να προμηθευτούν κεφάλαια με χαμηλό επιτόκιο, ίδρυσε στα 1869 το Κοινωφελές Ταμείον, που παρείχε δανεισμό προς 8%. Αργότερα, και το ταμείο αυτό ξέφυγε από τους ιδρυτικούς του στόχους, διοχετεύοντας τα κεφάλαια και τα κέρδη του κυρίως σε μουσουλμάνους εμπόρους.
Η επανάσταση του 1878 και το τέλος των Ορφανικών Τραπεζών
Η παράλληλη ίδρυση του Κοινωφελούς Ταμείου αποσυμφόρησε μεν από το βάρος των συναλλαγών και των εργασιών τις Ορφανικές Τράπεζες. Ουσιαστικά όμως απέκλινε από τον σκοπό του, εξυπηρετώντας κυρίως τους μουσουλμάνους εμπόρους, με αποτέλεσμα να επέλθει πιστωτικό αδιέξοδο. Τελικά, δεν ζημιώθηκαν οι Ορφανικές Τράπεζες μόνο, την κατάργηση των οποίων πρότειναν οι πληρεξούσιοι στην κρητική Βουλή, αλλά και τα κεφάλαια του Κοινωφελούς Ταμείου, το οποίο αδυνατούσε να τα συγκεντρώσει ξανά.
Το 1876, το ζήτημα των παλαιών χρεών, άμεσα συνδεδεμένο με την αποδιοργάνωση των δικαστηρίων και με τη λαϊκή δυσαρέσκεια προς τους εμπόρους και τις ορφανικές τράπεζες, επανέρχεται στο προσκήνιο. Στο Ηράκλειο οι αγρότες είχαν κατορθώσει να βελτιώσουν την οικονομική τους θέση. Τα χρέη όμως προς τις ορφανικές τράπεζες έμεναν ανεξόφλητα. Τα προβλήματα ήταν οξύτερα στο Ρέθυμνο και στα Χανιά.
Το 1876, το ζήτημα των παλαιών χρεών προς τους εμπόρους και τις Ορφανικές Τράπεζες, άμεσα συνδεδεμένο με την αποδιοργάνωση των δικαστηρίων και τη λαϊκή δυσαρέσκεια, επανέρχεται στο προσκήνιο. Στο Ηράκλειο, οι αγρότες βελτιώσει την οικονομική τους θέση, τα χρέη τους όμως προς τις ορφανικές τράπεζες έμεναν ανεξόφλητα. Στο Ρέθυμνο και στα Χανιά η κατάσταση ήταν οξύτερη.
Ο τότε Διοικητής Κρήτης Ρεούφ πασάς, επιχειρώντας μια συμφιλίωση του αγροτικού πληθυσμού, εισηγήθηκε στην Πύλη τη μείωση του επιτοκίου. Αποτέλεσμα της παρέμβασής του υπήρξε η παραγραφή, στις αρχές Δεκεμβρίου 1876, των χρεών των ενοικιαστών των φόρων του δημοσίου και η έγκριση μείωσης του επιτοκίου για τα ιδιωτικά και τα ορφανικά χρέη. Οι οφειλέτες ανακουφίστηκαν, όμως οι πιστωτές παρέμειναν σε αδιέξοδο. Τα προβλήματα κράτησαν τον πληθυσμό σε αναβρασμό και υπήρξαν βασική αιτία της νέας εξέγερσης των Χριστιανών το 1878.

O Ιωάννης Φωτιάδης πασάς που ανέλαβε κατόπιν Γενικός Διοικητής Κρήτης, ο πρώτος χριστιανός σε αυτή τη θέση, στο πνεύμα ισότιμης αντιμετώπισης των δύο κοινοτήτων του νησιού, διαμεσολάβησε φορτικά στην Πύλη ν’ αποδεχθεί τις ελαφρύνσεις και τις βελτιώσεις υπέρ των Χριστιανών. Κατά τη διάρκεια της θητείας του (1878-1882), και συγκεκριμένα τον Ιούνιο του 1881, οι πληρεξούσιοι στην Κρητική Βουλή ψήφισαν τον Κανονισμό «περί διαλύσεως των εν Κρήτη Ορφανικών Τραπεζών».

Τα έγγραφα που παρατίθενται στη συνέχεια, τεκμηριώνουν διάφορες όψεις των διαδικασιών διαχείρισης των ορφανικών περιουσιών.
α. Επιστολή της Χριστιανικής Δημογεροντίας Ρεθύμνης προς τον Οθωμανό Διοικητή Ρεθύμνου, 1875: περί πώλησης κτημάτων ορφανών
Χριστιανική Δημογεροντία Ρεθύμνης
Αρ. Π. 1471
Προς την Αυτού Εξοχώτητα τον Διοικητήν του Τμήματος Ρεθύμνης Εδεχέμ Πασσά
Εν Ρεθύμνη τη 4 Οκτωβρίου 1875
Εξοχώτατε
Διαχειριζόμενοι την περιουσίαν του ποτέ Ηλ. Λαχνιδάκη εκ του χωρίου Γάλλου δια λογαριασμόν των ανηλίκων τέκνων του Μαρία και Ελένη, επωλήσαμεν εις τον Χαραλ. Δασκαλάκην το μερίδιον της Μαρίας συνιστάμενον από τα εξής κτήματα, κείμενα εις την περιφέρειαν του χωρίου, ήτοι: εις θέσιν Χαλέπα αγρόν ενός κοιλού με 16 ελαιόδεντρα, (;)βελανιδιές, 16 χαρουπιές, συνορευόμενον από (αναφέρονται οι συνοράτορες).
Εις θέσιν (;) ρημάμπελον ενός εργάτου με ένα ελαιόδεντρον συνορευόμενον από (αναφέρονται οι συνοράτορες). προς (;) γρόσια, ά και ελάβομεν.
β. Έγγραφο της Ορφανικής Τράπεζας Ρεθύμνης, 1877: ανάληψη από λογαριασμό Ορφανικής Τραπέζης

Η Μεϊρέ, μητέρα της ορφανής Ουμού Γκιουλσούμ, κόρης του αείμνηστου Ζικίρ αγά, έλαβε 270 γρόσια από τον λογαριασμό της στην Ορφανική Τράπεζα Ρεθύμνης για να καλύψει έξοδα διατροφής της (13 Απριλίου 1293/ 15-4-1877).
γ. Λογαριασμός περιουσίας ορφανού, 1900

δ. Απόφαση Μουσουλμανικής Δημογεροντίας, 1901: έγκριση χειραφέτησης ορφανού (ενηλικίωση)
Αρ. Συνεδρίας 6
Αρ. αποφ. 329
Η Μουσουλμανική Δημογεροντία Ρεθύμνης συνελθούσα σήμερον 27 Νοεμβρίου 1901, ημέραν Τρίτην και ώραν 7 μ.μ. εν τη αιθούση των συνεδριάσεων εις την 6ην αυτής Συνεδρίαν και ευρεθείσα εν απαρτία διά της παρουσίας τεσσάρων μελών, [αναφέρονται τα ονόματα], παρόντος και του γραμματέως Ιβραήμ Περισάκη.
Λαβούσα υπ’ όψει την από 26 τρέχοντος αίτησιν του Αλή, του θανόντος Μεχμέτ Τζελημάκι, δι’ ής ζητεί την χειραφέτησίν του και το ελεύθερον να διαχειρίζεται την περιουσίαν του ως βούλεται, αφού ήδη συνεπλήρωσε το 21ον έτος κατά το άρθρο 101 του υπ’ αριθ. 434 νόμου.
Σκεφθείσα και ιδούσα το ορθόν και νόμιμον της ως άνω αιτήσεως
Αποφασίζει και αναγνωρίζει
τον Αλή, υιό του θανόντος Μεχμέτ Τζελημάκι αυτοδικαίως ενήλικον ως συμπληρώσαντα ήδη το 21ον έτος της ηλικίας του, και θεωρεί αυτόν ελεύθερον να διαχειρίζεται την περιουσίαν του ως βούλεται.
δ. Πρακτικό Συνεδρίας της Μουσουλμανικής Δημογεροντίας Ρεθύμνης, 1903: έγκριση διορισμού επόπτη ανηλίκων
Η Μουσουλμανική Δημογεροντία Ρεθύμνης συνελθούσα σήμερον 5 Απριλίου 1903, ημέραν Σάββατον και ώραν 10 π.μ. εν τη αιθούση των Συνεδριάσεων εις την 75ην αυτής Συνεδρίαν και ευρεθείσα εν απαρτία διά της παρουσίας πέντε μελών [αναφέρονται τα ονόματα] […].
Λαβούσα υπ’ όψει το υπ’ αριθ. 258 της 3 τρέχοντος βούλευμα του Συγγενικού Συμβουλίου προεδρευομένου υπό του επόπτου των ορφανικών περιουσιών Χαϊδέρ Χατζή Μπεκυράκη (Haydar Haci Bekirzade), δι’ ού γνωμοδοτείται όπως διορισθή ο Αλή Κουδουμνάκης επίτροπος των ανηλίκων ορφανών Μουσταφά και Αντιλές του θανόντος Χουσνή Βολανάκη εκ του χωρίου Σαϊτούρες.
Σκεφθείσα
Επειδή η εκλογή εγένετο νομίμως
Επειδή κέκτηται πάντα τα υπο του νόμου οριζόμενα προσόντα και εις ουδεμίαν υπάγεται ανικανότητα υπό τούτου προβλεπομένην
Αποφασίζει και εγκρίνει την γνωμοδότησιν του Συγγενικού Συμβουλίου και διορίζει τον Αλήν Κουδουμνάκην επίτροπον των ανηλίκων ορφανών [αναφέρονται τα ονόματα], απαλλάσσουσα αυτόν πάσης ασφαλείας.

ε. Πρακτικό παραλαβής της εποπτείας ορφανικών περιουσιών, 1909
Έγγραφο της 19ης Δεκεμβρίου 1909, αναφέρει ότι ο Κιαμή Βεϊσαγαδάκης παραλαμβάνει την εποπτεία των ορφανικών περιουσιών από τον τέως επόπτη Αλή Αλιγιατζιδάκη.
Καταγράφονται τα παραληφθέντα έγγραφα, βιβλία δικογραφίας κλπ:
1. 289 δικογραφίες των ορφανών, από τις οποίες 242 περιέχουν βουλεύματα, σχετικά έγγραφα και αποδείξεις πληρωμών και δανείου και δείκνυνται εις το βιβλίον των μερίδων, αι δε λοιπαί 47 λευκαί..
2. Επτά βιβλία, ήτοι: α) παρακαταθηκών, β) μερίδων, γ ) πρωτοκόλλου προτάσεων, δ) σχετικόν του βιβλίου παρακαταθηκών, ε) βιβλίον καταχωρήσεως της απογραφής των ορφανικών περιουσιών, στ) πρωτοκόλλου των βουλευμάτων, ζ) ευρετήριον.
Στο τέλος διευκρινίζεται ότι:
Του παρόντος εγένοντο τρία όμοια, εξ ών έν κατετέθη εις το αρχείον της εποπτείας και ανά έν έλαβον εκάτερος των ενδιαφερομένων.








