Άρχισαν να τιμώνται από την ίδια μέρα του μαρτυρίου τους – Ιστορική συγκυρία να κηρυχθεί ο πόλεμος ανήμερα της γιορτής τους
Τώρα που η πρωτοβουλία του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Προδρόμου να τιμηθεί το 2024, με 200 εκδηλώσεις, όσα και τα χρόνια από τη θυσία τους, η μνήμη των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων έχει δημιουργήσει μια ευχάριστη αναταραχή στους κόλπους των δημιουργών του Ρεθύμνου, έρχονται στο νου γραφές και γεγονότα που από τα δημοσιεύματα που διαβάζουμε τελευταία φαίνεται πως τα αγνοεί αρκετός κόσμος.
Είναι σπουδαίο ότι οι Άγιοι αυτοί άρχισαν να τιμώνται από την ίδια μέρα της ηρωικής τους άθλησης. Λέγεται ότι πολλοί Χριστιανοί πλησίασαν τα σκηνώματα που έμεναν άταφα για να πάρουν κομμάτια από τα ιμάτιά τους, τα οποία αργότερα θαυματούργησαν.
Ήταν πολύ φυσικό το θέμα να απασχολήσει τον Μιχαήλ Μυρωνος Παπαδάκη, που το προσέγγισε με το ενδιαφέρον και ενός συνεπαρχιώτη τους. Από τις Μέλαμπες ήταν οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες, από τον Βάτο Αγίου Βασιλείου ο Παπαδάκης.
Και μας έδωσε πλήθος στοιχείων για τους Μελαμπιανούς Αγίους ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος.
Για τον τόπο φυλάκισής τους αναφέρει σχετικά:
«Στο μέρος που είναι κτισμένο σήμερα το Τελωνείο Ρεθύμνης, βορεινά από το λιμάνι της πόλεως, ήταν ένας μικρός, περίπου, στρογγυλός λόφος. Έμοιαζε με φρούριο, γιατί πάνω του ήταν τοποθετημένα δυο πυροβόλα από αυτά τα εμπροσθογεμή ενετικά και στρατώνας που πάντοτε έμεναν στρατιώτες. Φαίνεται πως όλοι χρησίμευαν για την άμυνα του λιμένος.
Ολόκληρος ο λόφος προστατευόταν από τείχος που σε πολλά σημεία του διατηρείται ως τις μέρες μας. Και επίσης εβρέχετο από θάλασσα και μόνο το δυτικό μέρος του αποτελούσε συνέχεια της γειτονικής ξηράς, της συνοικίας Κιουλούμπαση. Από το σημείο τούτο ήτο και η καμαρωτή είσοδός του, που εφράσσετο με σιδερόπορτα.
Η καμάρα και το τείχος ήταν ενετικά κτίσματα. Λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατεδαφίστηκαν για να κτισθεί το Τελωνείο, ενώ ήταν χαρακτηριστικά της εποχής τους. Και το δεσμωτήριο που πέρασαν ώρες και μέρες αγωνίας οι Νεομάρτυρες έπρεπε να διατηρηθεί σα πολύτιμο για το Ρέθυμνο ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο. Ας είναι…
Δεξιά και αριστερά της χαμηλής καμάρας της εισόδου, στα πόδια της, υπήρχαν ανά μια αποθήκη. Και οι δυο υπόγειες, σκοτεινές, υγρές, φρικτές. Κείνος που γράφει (Σ.Σ. Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκης) τις θυμάται με δέος, κλεισμένες από πόρτες με χοντρά όρθια σίδερα, που άφηναν μεταξύ τους χώρο, ώστε να ημπορή να διακρίνεται το εσωτερικό. Η καμάρα και το τείχος, ήσαν ενετικά κτίσματα. Λίγο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατεδαφίστηκαν για να κτησθή το τελωνείο, ενώ ήσαν χαρακτηριστικά της εποχής των. Και το δεσμωτήριο που πέρασαν ώρες και μέρες αγωνίας οι Νεομάρτυρες έπρεπε να διατηρηθεί σαν πολύτιμο για το Ρέθεμνος ιστορικό και θρησκευτικό Μνημείο».
Μήνες μαρτυρίου
Μέσα σ’ αυτήν την κόλαση ήσαν κλεισμένοι οι Άγιοι Τέσσερις εκ Μελάμπων Νεομάρτυρες, από το καλοκαίρι, πιθανώς Ιούλιο (εποχή που γίνονταν οι φοροεισπράξεις) του 1824 που τους έπιασαν οι Τούρκοι, μέχρι τις 28 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ημέρα της εβδομάδας Τρίτη που τους έσφαξαν!
Οι συνθήκες του μαρτυρίου αναφέρονται στο συναξάρι των Αγίων με την Ακολουθία των του έτους 1865.
Ο Μεχμέτ Πασσάς, ο Τούρκος Διοικητής του Ρεθύμνου, έδωσε μεγάλη δημοσιότητα στην εκτέλεση των Τεσσάρων Μαρτύρων. Δεν ήθελε μόνο να τιμωρήσει εκείνους. Αλλά και να δείξει πως πεθαίνουν όσοι σηκώνουν κεφαλή στον Σουλτάνο!
Γύριζε λοιπόν ο τελάλης από την προηγουμένη ανακοινώνοντας με στεντόρεια φωνή: «Ταϋτέρου στσοι δύο ώρες σαμπά ιλέν θα αφάξουνε στη Μεγάλη Πόρτα τέσσερις γκιαούριδες. Θα γενούνε και άλλα μαζλουχάθια και λοής λοής μασκαραλίκια. Οι λαδομαγατζέδες και τα ντουκιάνια θαναι σφαλιχτοί. Νάρθουνε ούλοι Τούρκοι και Ρωμηιοί στο σεΐρι».
Κατά γενική ομολογία ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί θαύμαζε το θάρρος των Τεσσάρων Μελαμπιανών που δεν δείλιασαν ακόμα κι όταν είδαν τον πρώτο από αυτούς να αποκεφαλίζεται όταν αρνήθηκε να απαρνηθεί την πίστη του και η διαδικασία επαναλήφθηκε το ίδιο μέχρι και τον τέταρτο μάρτυρα, που ήταν ο πιο νέος από τους άλλους.
Μετά την εκτέλεση ο πασάς έλαβε μέτρα ως να ήταν οι Άγιοι «κακούργοι» κι έπρεπε να προστατεύσει την πόλη από αντίποινα.
Αναφέρει χαρακτηριστικά η λαϊκή μούσα:
Αφού τους εκτελέσανε διπλούς σκοπούς εβάλαν
τη συνοικία ολόκληρη νυχθημερόν φυλάγαν
Κανέναν δεν αφήκανε να πάει σ’ αυτό το μέρος
είτε μεγάλος ή μικρός ή νέος είτε γέρος
Μα όταν η μέρα έφευγε κι ερχόταν το σκοτάδι
κατέβαινε από τον ουρανό εξαίσιο σημάδι
πράμα που δεν εγνώριζαν δεν είχαν δει ακόμα
χρυσή λαμπάδα άναβε στου καθενός το σώμα
Μα οι Τούρκοι δεν εννόησαν το θαύμα όπου γίνη
γιατί η σκληρότη κι η απονιά φως στο μυαλό δεν δίνει
Κι αντί να πουν πως ο Θεός θέλει να τους δοξάσει
είπαν πως έρριξε φωθιά και θέλει να τους κάψει
Τρεις μέρες έμειναν άταφοι οι ηρωικοί μάρτυρες των Μελάμπων χωρίς ένα σκυλί να πλησιάσει και να πειράξει την άχραντη σάρκα τους.
Πως δόθηκε η άδεια για την ταφή
Ας παρακολουθήσουμε όμως πως δόθηκε η άδεια για την ταφή τους, αντλώντας στοιχεία από ένα εξαιρετικής σπουδαιότητας κείμενο του Σταύρου Κελαϊδή που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα το «Βήμα» (Οκτώβρης του 1964).
Σύμφωνα με το κείμενο αυτό η 30η Οκτωβρίου 1824 ξημέρωσε με τα χαρακτηριστικά μιας χειμωνιάτικης μέρας. Ήταν όμως αφορμή μεγαλύτερης ταλαιπωρίας για τους αγωνιστές που είχαν πάρει μέρος στη μάχη που έγινε στο Κακό Ρυάκι και από τότε κρύβονταν σε σπηλιές της περιοχής για να προστατευθούν από τα αποσπάσματα των Τουρκοαιγυπτίων που αλώνιζαν τον τόπο για να τους εντοπίσουν και να τους τιμωρήσουν παραδειγματικά. Πολλοί ως τώρα που είχαν συλληφθεί είδαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους να πωλούνται δούλοι και οι ίδιοι πέρασαν φρικτά βασανιστήρια πριν εκτελεστούν.
Ανάμεσα στους κυνηγημένους και ο Αντώνης Μπουρδούνης από τον Άρδακτο, που κρυβόταν με τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του στο Κλεφτόσπηλιο, νοτικά του Σιδέρωτα. Η σπηλιά ήταν ιδανική και για να κρύψει και για να φιλοξενήσει αρκετό κόσμο για καιρό.
Ο Μπουρδούνης που ήταν επιβλητικός σε ανάστημα, γνήσιος τύπος καπετάνιου, εκείνες τις μέρες δεν ένοιωθε καθόλου καλά. Ένα άσκημο προαίσθημα τον βασάνιζε.
Δεν ήξερε τι είχαν απογίνει οι τέσσερις συγγενείς του. Ήταν πρωτοξάδελφος με τους αδελφούς από τις μητέρες τους που ήταν αδελφές.
Ο Μπουρδούνης είχε παροτρύνει τους Αγίους να συμμετάσχουν στον αγώνα και τώρα χωρίς νέα τους ένοιωθε υπεύθυνος. Με το ξέσπασμα της επανάστασης του ’21 είχε πάει και τους βρήκε στο σπίτι τους. Κι εκεί σε έντονο ύφος τους θύμισε το χρέος τους απέναντι και στην πατρίδα.
– Αποφασίστε τους είπε αυστηρά. Ο καιρός είναι τέτοιος που διπροσωπία δεν χρειάζεται. Γή Τούρκοι είστε γή Χριστιανοί. Ξεκαθαρίστε τη θέση σας.
Κι εκείνοι ακολούθησαν (Σ.Σ. Έτσι επιβεβαιώνεται το στοιχείο που κατέθεσε στην ανακοίνωση που έκανε στο 8ο Κρητολογικό Συνέδριο ο ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας κ. Θεόδωρος Πελαντάκης για τη συμμετοχή των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων στη Μάχη που έγινε στο Κακό Ρυάκι).
Ακολούθησαν λοιπόν τους άλλους αγωνιστές και οι Μελαμπιανοί Γεώργιος, Αγγελής, Μανουήλ και Νικόλαος. Και διέπρεψαν. Απόδειξη ότι με λύσσα τους αναζητούσαν τα αποσπάσματα των Τούρκων. Τι να είχαν όμως απογίνει στο μεταξύ; Δεν άντεχε άλλο στην αβεβαιότητα ο Μπουρδούνης.
Το πήρε απόφαση λοιπόν και αψηφώντας την κακοκαιρία πήγε στο Χασκιόσπηλιο, στη σπηλιά που κρυβόταν ένας προύχοντας και πολέμαρχος από τ’ Αγαλλιανού ο Μιχάλης Κάμνης Παπαδομιχελάκης. Εκείνος θα ήξερε για τα ξαδέλφια του.
Πράγματι τον βρήκε εκεί που κρυβόταν με την οικογένειά του, αλλά τον είδε άρρωστο σε κακό χάλι και δίστασε να του ανοίξει κουβέντα. Τον πρόλαβε όμως εκείνος και του είπε τα μαντάτα.
Πριν από δυο μέρες, στις 28 του μήνα είχαν σφάξει τους τέσσερις στην πλατεία του Ρεθύμνου. Το νέο έφερε στο Σπήλι ένας ζαφτιγιές αρναούτης. Το έμαθε η αδελφή του Παπαδομιχελάκη, η Ζαμπία, από τα Δαριβιανά κι είχε πέψει το γιο της τον Γιώργη στη σπηλιά να πληροφορήσει το θείο του. Η πληροφορία ήταν απολύτως ακριβής.
Τα έχασε ο Μπουρδούνης κυρίως όταν άκουσε τη διαταγή να μείνουν άταφοι οι νεκροί. Αυτό δεν θα μπορούσε με τίποτα να το επιτρέψει. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες κατέβηκε στη χώρα αναζητώντας τρόπο να θάψει τους νεκρούς… Και στον πρώτο που κατέφυγε ήταν ο γαμπρός του Γεώργιος Λαγός, που έμενε στα Περιβόλια…
Εκείνος τον ενθάρρυνε να συναντήσουν τον διερμηνέα του Πασά Μανουήλ Παπαδάκη, που γνώριζε πολύ καλά. Είχε τύχει να βρεθούν ο Παπαδάκης και ο αδελφός του Λαγού, Δημήτριος, σκλάβοι στον ίδιο αφέντη στο Μισσίρι. Από τη μεγαλοψυχία του αφέντη τους δεν άργησαν να ελευθερωθούν και να γυρίσουν στον τόπο τους. Έκτοτε είχαν δεθεί με αδελφική φιλία. Με αυτό το θάρρος και ο Λαγός είπε στον κουνιάδο του να αναζητήσουν τον διερμηνέα για να τους δώσει λύση.
Δεν ήταν όμως τόσο εύκολο. Τρίτη μέρα είχε γίνει η εκτέλεση, το επόμενο Σάββατο Μπουρδούνης και Λαγός στήθηκαν έξω από το Διοικητήριο περιμένοντας να τους επιτραπεί να δουν τον πασά.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως πέρασαν τα πάνδεινα από τους περαστικούς Τούρκους που γνωρίζοντας το σκοπό τους τους χτυπούσαν, τους έβριζαν, τους έφτυναν.
Εκείνοι υπέμειναν στωικά το μαρτύριο μέχρι που τους δέχτηκε ο Πασάς και με χίλια βάσανα κατάφεραν να τον πείσουν να τους δώσει τα λείψανα για ταφή.
Λαϊκή μούσα και θαύματα
Για την ταφή διάφορες πηγές αναφέρουν στοιχεία που χρήζουν περαιτέρω έρευνας. Ωστόσο,η ιστορική παράδοση θέλει να γίνονται θαύματα το διάστημα αυτό.Αναφέρει σχετικά η λαϊκή μούσα:
Μια μάνα είχε ένα παιδί μονάκριβο καμάρι
κείνη τη μέρα θέλησε ο χάρος να το πάρει
Απέθανε και πήγαιναν να σκάψουν το μνημείο
τότε βάζαν τους μάρτυρες στο ίδιο το χωρίο
Η μάνα τότε έτρεξε με δάκρυα στα μάτια
και με καρδιά που ο καημός την έκανε κομμάτια
Γονατιστή παρακαλεί για το μονογενή της
που ήτανε το στήριγμα σε όλη τη ζωή της
Μέσα σε κείνους τους λυγμούς της πονεμένης μάνας
σύννεφο ήρθε με βροντή και αστραπές συνάμα
Δίπλα στη μάνα ζωντανό ευρέθη το παιδί της
που τόσο είχε λυπηθεί μέσα από την ψυχή της
Είναι πολλά τα θαύματα που έκαναν οι Άγιοι από την πρώτη στιγμή που φόρεσαν το στέφανο του μαρτυρίου. Και η λαϊκή μούσα το επιβεβαιώνει με το δικό της τρόπο που πιστοποιεί επίσης ότι οι Άγιοι Τέσσερις Νεομάρτυρες καταξιώθηκαν στη συνείδηση του κόσμου από την πρώτη δωδεκαετία μετά το μαρτύριό τους.
Μέρος των ενδυμάτων τους πολλοί πιστοί κρατήσαν
για κάθε πόνο και πληγή τα γιατρικά τους ήσαν
Άρρωστοι θεραπεύτηκαν, λεπροί καθαριστήκαν
και βρήκαν την υγεία τους πολλοί που δεν την είχαν
Έτσι δοξάζει ο Θεός αυτούς που τον τιμούνε
και δίνει δόξα αθάνατη σ’ όποιους τον αγαπούνε.
Και ένα ακόμα πολύ σημαντικό αναφέρει επίσης η προφορική παράδοση:Μετά τον αποκεφαλισμό των αγίων επέστρεψε σπίτι του ο δήμιος. Εκεί έμενε με την τυφλή μητέρα του. Μέσα στη βιάση του να πάει το συντομότερο στο καφενείο για να ξεχαστεί σκούπισε το ματωμένο γιαταγάνι του σε μια πετσέτα και την πέταξε πάνω στο τραπέζι. Εκεί την βρήκε η τυφλή μητέρα του και μόλις σκουπίστηκε αμέσως ανέβλεψε.
Όταν έμαθε από το γιο της αργότερα για την προέλευση του αίματος και τη σφαγή των μαρτύρων, του είπε: «Να ξέρεις πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν άγιοι».
Στη συνέχεια η παράδοση αναφέρει ότι «εκείνη η μουσουλμανική οικογένεια φύλαξε το γιαταγάνι ως ιερό κειμήλιο. Πέρασε από χέρι σε χέρι και, εκατό χρόνια μετά, όταν έφευγαν οι μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, κάποιος απόγονός τους το παρέδωσε σε χριστιανικά χέρια». Σήμερα φυλάσσεται στον ιερό ναό του αγίου Νικολάου στη Σπλάντζια, μέσα την παλιά πόλη των Χανίων, όπου οι τέσσερις άγιοι τιμώνται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.
Τέσσερις Μάρτυρες και κήρυξη πολέμου
Και τι περίεργη συγκυρία για το Ρέθυμνο να πληροφορηθεί την έναρξη του πολέμου στις 28 του Οκτώβρη 1940 το πρωινό που είχε συγκεντρωθεί στους ναούς να τιμήσει τη μνήμη των Αγίων.
Αναφέρει σχετικά ο Κώστας Αντωνάκης στο ημερολόγιό του:
28-10-1940
Στην ημερήσια διαταγή της ημέρας που κοινοποιήθηκε το βράδυ στις 27, ωρίζετο ο λόχος μας τιμητικό απόσπασμα για να αποδώσει τιμές στους επίσημους και να συνοδεύσει την περιφορά των οστών των Τεσσάρων Μαρτύρων.
Ήτο μια ωραία γιορτή αφιερωμένη στους Τέσσερις Μάρτυρες που πέθαναν για την πίστη του Χριστού και την αγάπη της πατρίδας, την οποία το Ρέθυμνο που ξέρει να φυλάει τις παραδόσεις και την ιστορία του, γιόρταζε με κάθε ευλάβεια και επισημότητα.
Στις 8:30 είμαστε παρατεταγμένοι έξω από τη Μητρόπολή μας με επικεφαλής τον διοικητή του 3ου λόχου Παναγιώτη Μπουλταδάκη απόταχτο του 1935, ένα σεμνό και ηρωικό Χανιώτη που είχε κατακτήσει ψυχικά το τμήμα του από την πρώτη στιγμή.
Την ώρα εκείνη περνούσε ο γνωστός μου και έγκριτος συμπολίτης Μανόλης Γοβατζιδάκης και μου εψιθύρισε εμπιστευτικά στο αυτί ότι η Ιταλία του Μουσολίνι είχε στείλει τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση τις πρωινές ώρες και ζητούσε να της παραδώσουν τις ναυτικές βάσεις μας, ότι η Κυβέρνηση αρνήθηκε και μας κήρυξαν τον πόλεμο.
Η είδηση έγινε πιστευτή όχι μόνο διότι οι φήμες του πολέμου οργίαζαν, αλλά και διότι η πηγή ήτο πέρα για πέρα αξιόπιστη.
Κι ενώ ετοιμαζόμουνα να πάω στο κέντρο της παράταξης να αναφέρω τη συγκλονιστική πολεμική είδηση στο λοχαγό βλέπω τον υπασπιστή του συντάγματος υπολοχαγό Νικολακάκη τρεχάτο να πλησιάζει το λοχαγό να του κάνει την ίδια αναφορά.
Όλοι μας μουδιασμένοι εσχολιάζαμε την άδικη προσβολή της χώρας μας από τον πολεμοχαρή Ιταλό αρχιφασίστα ότε ακούομε σταθερή τη φωνή του λοχαγού μας να δίδει το παράγγελμα «προσοχή εις θήκην λόγχη μεταβολή».
Ο λαός που είχε πληροφορηθεί κατάπληκτος την κήρυξη του πολέμου ενθουσιάστηκε στο πέρασμα του λόχου μας. Προπορευόταν η διμοιρία μου και θυμάμαι τις αξέχαστες εκδηλώσεις του: «Γεια σας παιδιά, να τους φάτε τους μακαρονάδες, όλοι μαζί σας για τη νίκη».
Με τα λόγια αυτά ο λαός, άνδρες, γυναίκες και παιδιά εκφράζανε τον ενθουσιασμό τους και συγχρόνως εκδηλώνανε την εμπιστοσύνη τους στα στρατευμένα παιδιά του. Εμείς δε περήφανοι, με βήμα σταθερό και θαρραλέο, προχωρούσαμε σιωπηλοί, αναλογιζόμενοι ότι η τύχη της πατρίδας μας βρίσκετο στα χέρια μας.
Δεν ακούγετο τη στιγμή αυτή παρά μόνο ο ρυθμικός κτύπος των βηματισμών μας, ενώ το αίμα μας εκόχλαζε από αγανάκτηση για την άδικη προσβολή της χώρας μας από τους φασίστες.
Όταν φθάσαμε στους στρατώνες εσήμανε συγκέντρωση αξιωματικών «οδηγήσαμε» τους άνδρες στους θαλάμους των και ετρέξαμε στην συγκέντρωση. Όλοι είμαστε παρόντες. Ο συνταγματάρχης Ι. Σερβος μας μετέδωσε τις πρώτες πληροφορίες και μας μίλησε για την αποστολή μας, που τόσο βαθειά τη συναισθανόμαστε τη στιγμή εκείνη και μας συνέστησε να αφοσιωθούμε αμέσως με ζήλο στα έργα μας.
Το βράδυ καταυλίστηκε ο λόχος μας στο ωραίο προάστιο της πόλης μας στο φιλόξενο Γάλλου, όπου παρέμεινε μέχρι την ημέρα που ξεκινήσαμε για τη μεγάλη αποστολή μας.
Το αφιέρωμά μας θα ολοκληρωθεί μετά από αυτό των ηρώων του ’40.
Πηγές:
Περιοδικό «Προμηθέας Πυρφόρος» (Οκτώβριος 1980)
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι «Οι άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες»
Εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα» (Το θαύμα με το γιαταγάνι)
Σέργιου Μανουρά Η ταφή των 4ων Μαρτύρων
Σταύρου Κελαϊδή: Πως ετάφησαν οι Τέσσερις Μάρτυρες
Ημερολόγιο Κώστα Αντωνάκη