Λέγεται πώς πίσω από ένα πετυχημένο άνδρα κρύβεται μια γυναίκα αλλά τα γεγονότα μας πείθουν, πως μεγάλες σελίδες της ιστορίας, με συγκλονιστικές στιγμές που καθόρισαν τη μοίρα των ανθρώπων κάθε εποχής, έχουν «άρωμα» γυναίκας.
Όπως το 1866, που με τα γεγονότα συνδέει το όνομα της μια γυναίκα. Η περίφημη Χαρίκλεια Δασκαλάκη η θρυλική Δασκαλοχαρίκλεια που θυσίασε τρεις γιους της στον αγώνα.
Οι αρχές του περασμένου αιώνα βρίσκουν τη Ρεθεμνιώτισσα σε μια δίνη προκειμένου να υπάρχει ψωμί στο τραπέζι. Δύσκολες εποχές, καμιά ευκαιρία για δουλειά και όσοι στάθηκαν τυχεροί εξασφάλιζαν το ελάχιστο προσφέροντας υπηρεσίες σε πλούσιες οικογένειες.
Έρχεται και η προσφυγιά να συμπληρώσει τον πίνακα της απόλυτης ένδειας. Μόνο που οι Μικρασιάτες προτιμούν να πεθάνουν από πείνα παρά να απλώσουν χέρι επαιτείας. Και τότε τολμά η Λέλα Κούνουπα να βγει στον δρόμο αδιαφορώντας για τα κοινωνικά στεγανά της εποχής και να κάνει έρανο για τα συσσίτια των προσφύγων.
Γυναίκες πρωτοστατούν και σε άλλες ιστορικές στιγμές. Η πρώτη πράξη αντίστασης κατά των Γερμανών μετά τη Μάχη της Κρήτης έχει πρωταγωνίστρια μια γυναίκα. Ήταν η Ευαγγελία Πολιουδάκη. Όταν είδε τους Γερμανούς να μπαίνουν στην αυλή της την πρώτη του Ιούνη 1941 και να κλωτσούν το κόλλυβο του για τα τρίμερα του γιου της που είχε εκτελεστεί στο πλαίσιο των αντιποίνων, άρπαξε ένα ξύλο και όρμησε στον θρασύτατο εισβολέα. Μια ριπή από σύντροφό του την έριξε νεκρή καθώς και τον άντρα της που έσπευσε να βοηθήσει.
Εκεί όμως που το μεγαλείο της γυναικείας ψυχής ξεπέρασε το μέτρο ήταν στα Ολοκαυτώματα. Οι γυναίκες των χωριών που κάηκαν συθέμελα στάθηκαν βράχοι για να μεγαλώσουν τα ορφανά τους και να κτιστούν ξανά τα χωριά τους.
Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τη συμβολή της Νίνας Κουκλινού στην Αντίσταση. Η Κωνσταντίνα Κουκλινού γεννήθηκε στις Ελένες Αμαρίου το 1925.Όταν η τοπική κοινωνία την είδε να αναλαμβάνει καθήκοντα στη Γκεστάπο, δακτυλογράφου και μεταφράστριας ,ξαφνιάστηκε στην αρχή, σήκωσε τους ώμους αδιάφορα στη συνέχεια. Και ποτέ δεν έπαψε να την κατηγορεί.
Έτσι άρχισε ο Γολγοθάς της Νίνας Κουκλινού, που κανένας δεν αναγνώρισε ποτέ για να της χαρίσει όσο ζούσε την πολυπόθητη αποκατάσταση.Η Νίνα εκτός από τις εντολές που έπαιρνε αναλάμβανε η ίδια πρωτοβουλία αν διαπίστωνε ότι κάποιος πατριώτης κινδύνευε.
Κι ήρθε ο Αύγουστος του 44. Η Νίνα διαπιστώνει μια ύποπτη κινητοποίηση των Γερμανών. Εντείνει την προσοχή της και αντιλαμβάνεται ότι μετά τα Ανώγεια σειρά έχουν τα χωριά του Κέντρους. Κι έτυχε εκείνη ακριβώς την περίοδο να λείπει σε αποστολή και ο Γιώργης. Εκείνος ήταν στα Αγιοβασιλειώτικα, αλλά εκείνη νόμιζε ότι είναι στο Γερακάρι.
Χωρίς να χάσει καιρό κάνει αδιάφορα τον περίπατό της στης Άμμος την Πόρτα απ’ όπου περνούσαν πολλοί Αμαριώτες που κατέβαιναν για δουλειές στη χώρα.Πετυχαίνει ένα πανέξυπνο παιδί που αργότερα έγινε δάσκαλος και από τους πιο γνωστούς. Με τρόπο το παρακαλεί να τρέξει να ειδοποιήσει στο Γερακάρι για τη συμφορά που ερχόταν. Το παιδί έκανε το θέλημα.
Όπως θα μου έλεγε όμως χρόνια αργότερα ο τότε αγροφύλακας του χωριού, ελάχιστοι έδωσαν σημασία στην προειδοποίηση. «Σιγά είπαν που θα έδιναν σημασία σε όσα κουβεντιάζονταν στα καφενεία και στα λόγια μιας γυναίκας που δούλευε με τους Γερμανούς». Από τους ελάχιστους που πείστηκαν ήταν ο Νικήστρατος Κοκονάς, παππούς του Μανόλη Όθωνα. Πρόλαβε να ειδοποιήσει και να σώσει αρκετούς χωριανούς αλλά ο ίδιος δεν τα κατάφερε. Συνελήφθη και εκτελέστηκε με τα άλλα θύματα της 22ας Αυγούστου 1944.
Θέλουμε πολλές συνέχειες να απαριθμήσουμε τις ευεργεσίες της Νίνας Κουκλινού που βρέθηκε αρκετές φορές σε δύσκολη θέση. Και κανένας δεν βρέθηκε να της ανταποδώσει έστω και εκ των υστέρων την οφειλόμενη τιμή.
Η σωτήρια παρέμβαση της Κατερίνας Λάριου
Γυναίκα όμως έσωσε και τον Μέρωνα από ολοκληρωτική καταστροφή. Ήταν η Κατερίνα κόρη του Ιλλαρίωνα Μόσχου (Μοσχάκη).
Η Κατερίνα με την περιπετειώδη ζωή πουλήθηκε σκλάβα τέσσερις φορές. Το στοιχείο αυτό, είναι απολύτως ακριβές, αφού και η ίδια το ανέφερε, όταν στα γεράματά της, διηγιόταν τα πάθη της.
Κάποιος ονόματι Παρασαμνής την παντρεύτηκε και είχαν να λένε για τη λατρεία του στο πρόσωπό της. Η αδυναμία που της είχε φαινόταν και από την ελευθερία που της έδινε να πηγαίνει όπου ήθελε και γινόταν θυσία για να μην της λείψει τίποτα.
Εκείνη, όμως, δεν μπορούσε να χαρεί τίποτα από τη ζωή της αυτή, μέσα στη χλιδή, καθώς την έτρωγε η νοσταλγία για τον τόπο της και τους δικούς της. Έκανε δυο παιδιά που φρόντιζε η ίδια με στοργή αλλά ακόμα κι όταν τα έσφιγγε στην αγκαλιά της, ένοιωθε σαν να μην τα είχε γεννήσει. Την ενοχλούσε ότι ήταν «Τουρκάκια» που τα ανάτρεφε, όπως ήθελε, ο άντρας της και θα γινόταν κάποτε κι αυτά εχθροί της πατρίδας της.
Πέρασαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια αλλά η Κατερίνα δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στη ζωή που της πρόσφερε ο άνδρας της κι ας ήταν τυλιγμένη στο μετάξι και τα πιο ακριβά διαμαντικά στόλιζαν την ομορφιά της.
Με την ελευθερία των κινήσεων που διέθετε, δημιούργησε στενή φιλική σχέση με μια οικογένεια Χριστιανών, που έτυχε να συναντήσει, στην οποία και ο άντρας της Κατερίνας είχε εμπιστοσύνη.
Όταν η Μερωνιανή καλλονή βεβαιώθηκε ότι ο αρχηγός της οικογενείας αυτής, Χατζηβασίλης λεγόταν, θα τη βοηθούσε να δραπετεύσει δεν έχασε καιρό. Με σπαραγμό η αλήθεια, περίμενε να ξυπνήσουν τα παιδιά της. Τα έντυσε, τα κτένισε, τα φίλησε κι έφυγε δήθεν για ένα περίπατο. Δεν ξαναγύρισε. Κατά μια εκδοχή ο Χατζηβασίλης τη βοήθησε να διαφύγει με ένα καραβάνι που πήγαινε στα Ιεροσόλυμα. Άλλη πάλι εκδοχή αναφέρει ότι δραπετεύοντας από το Βερούτι κατάφυγε στη Μονή Καλογραιών στην Τήνο. Μπορεί και οι δυο εκδοχές να ευσταθούν γιατί η Κατερίνα λεγόταν και Χατζήνα, επομένως θα είχε περάσει από τους Αγίους Τόπους.
Αλλά και η περίπτωση του μοναστηριού επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Ο άντρας της όταν συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του εξαφανίστηκε, λίγο έλειψε να τρελαθεί. Εγκατέλειψε τα πάντα και άρχισε να τη γυρεύει παντού. Έφθασε και στο μοναστήρι. Εκεί υποχρέωσε τις καλόγριες να περάσουν μία μία από μπροστά του.
Πέρασε και η Κατερίνα τρέμοντας και προσευχόμενη στην Παναγία να μην την αναγνωρίσει. Πράγματι έτσι όπως ήταν τυλιγμένη στο ράσο της, ήταν φυσικό μέσα στην παραζάλη του εκείνος να μην την καταλάβει.
Απελπισμένος πια αποφάσισε να γυρίσει πίσω στα παιδιά του. Και τους αφοσιώθηκε επειδή έβλεπε σ’ αυτά την αγαπημένη του γυναίκα.
Η Κατερίνα όταν πια κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε, πήρε τον δρόμο του γυρισμού, κρατώντας δυο λαμπάδες για την εκκλησία του χωριού της. Όταν έφθασε επιτέλους εκεί, ήταν απερίγραπτη η συγκίνηση που ένοιωσε, αλλά και οι δικοί της δεν ήξεραν πως να εκφράσουν τη χαρά τους, που επιτέλους την ξανάβρισκαν.
Η Κατερίνα Λάριου-Μοσχάκη, ασφαλώς για λόγους πρόνοιας εγκατέλειψε κάποτε το χωριό της και εγκαταστάθηκε στην Πόμπια, βρίσκονταν άσυλο και προστασία σε φιλικές της οικογένειες, διαφεύγοντας τις ενδεχόμενες αναζητήσεις των συμπατριωτών του συζύγου της, ίσως και του ίδιου.
Τα χρόνια πέρασαν κι ήρθε η επανάσταση του 1866. Με το μαχαίρι οι Τούρκοι, σε άγριες επιδρομές, προσπαθούσαν να την καταπνίξουν, τρομοκρατώντας τα γυναικόπαιδα. Άφηναν παντού ερείπια και χαλασμό. Ανάμεσά τους και Αιγύπτιοι που ήταν ακόμα σκληρότεροι και από τους Τούρκους. Αρχηγός τους ο Μεχμέτ Πασάς, σκληρός, θαρραλέος και αποφασιστικός. Αφού σκόρπισε όσο μεγαλύτερη καταστροφή γινόταν με τους άνδρες του, πάτησε το Αμάρι και τράβηξε για τον Μέρωνα. Οι νέοι, και όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, είχαν προλάβει να φύγουν και στο χωριό είχαν απομείνει μόνο γυναίκες, γέροι και παιδιά. Εκεί βρισκόταν και η Κατερίνα.
Οι Αιγύπτιοι έζωσαν το χωριό και ήταν έτοιμοι να το καταστρέψουν, όταν ξαφνικά είδαν μπροστά τους μια ηλικιωμένη γυναίκα, που, σε άπταιστα Αραβικά, τους ζήτησε να την οδηγήσουν μπροστά στον αρχηγό τους. Έτσι κι έγινε. Ο Μεχμέτ έκπληκτος την άκουσε στη γλώσσα του να τον ικετεύει να σπλαχνιστεί τον άμαχο πληθυσμό του χωριού και να μην τους πειράξει. Απορημένος τη ρώτησε που έμαθε τόσο καλά τα Αραβικά και εκείνη του διηγήθηκε την ιστορία της. Ακόμα και το όνομα του συζύγου της του αποκάλυψε, μπροστά στη μεγάλη του επιμονή.
Και τότε η Κατερίνα έζησε την πιο συγκλονιστική στιγμή της ζωής της. Είδε τον αγέρωχο Αιγύπτιο στρατηλάτη να πέφτει στα πόδια της, να της φιλά με λυγμούς τα χέρια και να την αποκαλεί γλυκιά του μανούλα. Ο Μεχμέτ ήταν ένας από τους γιους που είχε αφήσει πίσω της!
Όπως ήταν φυσικό δεν πείραξε κανέναν από το χωριό αλλά μάταια την εκλιπαρούσε να γυρίσει πίσω στο σπίτι της και στα παιδιά της.
Η «Καπετάν» Μαρίνα
Στα γεγονότα της μεγάλης επανάστασης άλλη μια γυναίκα διακρίνεται για την τόλμη και τη γενναιότητά της. Ήταν η Μαρίνα από το Ροδάκινο.Ιούλιο του 1823 ο αιμοχαρής Αλβανός Χουσείν Πασάς εκμεταλλευόμενος τις αδυναμίες των υπερασπιστών του νησιού, ξεκινά από το Ηράκλειο και σπέρνοντας τον όλεθρο από το Ηράκλειο μέχρι το Αμάρι φθάνει και στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Με την ίδια τακτική καταφέρνει ανενόχλητος βιάζοντας και σφάζοντας να πλησιάσει το Ροδάκινο.
Επειδή τα νέα κυκλοφορούσαν γρήγορα ακόμα και στις εποχές που δεν υπήρχε η συνδρομή της τεχνολογίας, έμαθαν στο χωριό για τον επικείμενο ερχομό των Αιγυπτίων. Μια ομάδα, καμιά δεκαπενταριά γυναίκες με τα παιδιά τους έσπευσαν να βρουν τόπο να κρυφτούν. Μια σπηλιά τους πρόσφερε καταφύγιο αλλά οι στρατιώτες κατάφεραν να τις εντοπίσουν.
Από φόβο μήπως στη σπηλιά υπήρχαν και άνδρες με τουφέκια κι επειδή δεν είχαν άλλο τρόπο να το διαπιστώσουν έστειλαν έναν στρατιώτη να ερευνήσει. Εκείνος μη μπορώντας να κάνει και διαφορετικά άρχισε να αναρριχάται για να φτάσει στο σπήλαιο. Από μια άστοχη κίνηση κατά την αναρρίχηση εκπυρσοκρότησε το όπλο του και τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι. Δυο δάχτυλα είχαν αποκοπεί και η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη.
Εκείνος όμως έπρεπε να ολοκληρώσει την αποστολή του, αφού ανέπνεε ακόμα. Κατάφερε με φρικτούς πόνους να φτάσει στο σπήλαιο. Βρήκε τα γυναικόπαιδα και τα παρέδωσε στους άλλους. Εκείνοι έδεσαν τις γυναίκες εκτός από τα παιδιά που κοιτούσαν φοβισμένα και δεν ήξεραν τι να κάνουν και παρέδωσαν την άκρη του σχοινιού στον τραυματισμένο στρατιώτη αδιαφορώντας για την κατάστασή του. Τον διέταξαν να τις μεταφέρει στο Ρέθυμνο για να συνεχίσουν εκείνοι τον δρόμο τους.
Μέσα σε φρικτούς πόνους ξεκίνησε ο στρατιώτης σέρνοντας τις αιχμάλωτες. Σε λίγο δεν μπορούσε να κρατήσει τις φωνές του σε βαθμό που άρχισαν να τον λυπούνται και οι ίδιες οι αιχμάλωτες. Μια από αυτές ήταν και η Μαρίνα. Ανδρογυναίκα με τα όλα της, περίμενε να φτάσουν κοντά σε ένα βράχο και εκεί ζήτησε τον λόγο από τον στρατιώτη:
– Εδώ, του είπε, κακόμοιρε φυτρώνει ένα βοτάνι που σταματά το αίμα από την πληγή, παγουριαίνει και τον πόνο. Ας θες άφησέ με να σου φέρω λίγο να βάλεις στο πόδι σου να γειάνει.
Ήταν τέτοια η κατάσταση του τραυματία που δεν περίμενε να το σκεφτεί. Αμέσως της έλυσε τα χέρια. Η Μαρίνα σύρθηκε με την κοιλιά στο σημείο που βρισκόταν ένας θάμνος και με τεράστια προσπάθεια απέσπασε ένα δυο κλωνάρια.
Τα έδωσε στον Τούρκο βοηθώντας να τα βάλει στην πληγή. Φαίνεται πως είχε άμεσο αποτέλεσμα το βότανο, γιατί ο στρατιώτης σταμάτησε να βογκά. Έδειχνε ανακουφισμένος.
Η Μαρίνα δεν έχασε καιρό.
– Τώρα του είπε είδες που είναι το βότανο. Κατέβα να πάρεις περισσότερο γιατί αυτό που μπόρεσα να κόψω δεν θα σε φτάσει. Κι έχουμε δρόμο μπροστά μας.
Ο Τούρκος χωρίς να χάσει καιρό χαμήλωσε, υπολόγισε την απόσταση μέχρι τον θάμνο και ετοιμάστηκε να συρθεί μέχρι εκεί. Η Μαρίνα με κομμένη την ανάσα τον παρακολουθούσε και μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, καθώς είχε τα χέρια ελεύθερα πήρε μια μεγάλη πέτρα και την πέταξε με αστραπιαίες κινήσεις στο κεφάλι του στρατιώτη. Εκείνος από τη ζάλη δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι έπεσε στο γκρεμό.
Αμέσως η Μαρίνα έλυσε τις χωριανές της και όλες μαζί κατέβηκαν στο μονοπάτι για να γυρίσουν στο χωριό, αφού πρώτα ξαρμάτωσαν τον Τούρκο. Ακόμα και στον δρόμο του γυρισμού δεν πίστευαν πως είχαν σωθεί.
Η Φρονίμη και η θρυλική Γκιουλνούς
Ας πάμε πολύ πίσω στον χρόνο και στην Φρονίμη που ανάστησε η πένα του μεγάλου μας λογίου και συγγραφέα Δημητρίου Δαφέρμου.
Η Φρονίμη ήταν το μοναχοπαίδι του Ετέαρχου βασιλέα της Αξού. Κοπέλα πανέμορφη και ακάτεχη από τα μυστήρια του έρωτα βρέθηκε στον δρόμο του Γλαύκου. Την ευτυχία των δυο νέων κατέστρεψε από ζήλια η μητριά της Φρονίμης. Τελικά η άμοιρη βασιλοπούλα μετά από πολλές περιπέτειες που την εξόρισαν κι από τον τόπο της κι αφού είχε χάσει τον Γλαύκο της φέρνει στον κόσμο ένα πανέμορφο αγόρι τον Βάττο.
Κι’ ο Βάττος έγινε δυνατός κι’ ωραίος. Μόνο που ψεύδιζε. (Εξ ου και βατταρισμός). Σε μια τρομερή έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ένας χρησμός του Μαντείου των Δελφών, στέλνει τη Φρονίμη και τον γιο της οικιστές στη Λιβύη. Εκεί μεταφέρουν τον Κρητοθηραϊκό πολιτισμό και κυριαρχούν σε όλη τη βορειοαφρικανική παραλία… Πέρασαν οι αιώνες και σε καιρούς μαύρης δουλείας μια γυναίκα γίνεται παρηγοριά των σκλαβωμένων Ρεθεμνιωτών από τους Τούρκους. Είναι η θρυλική Ευμενία Βεργίτση η θρυλική Γκιουλνούς.
Αυτή μετά από περιπέτειες μετά την αρπαγή της μέσα από απίστευτες συγκυρίες και περιπέτειες, κατέληξε να γίνει γυναίκα του Σουλτάνου Μεχμέτ Δ’. Τα δυο παιδιά της, Μουσταφάς Β’ και Αχμέτ Γ’, έγιναν Σουλτάνοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ η ίδια κυριάρχησε και επηρέασε τα πράγματα ως Βαλιδέ Σουλτάνα (δηλαδή «Σουλτανομήτωρ»). Η Ευμενία εκμεταλλευόμενη τη θέση της έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακουφίσει τους συμπατριώτες της.
Στην Καλλίτσα εξάλλου από το Αποδούλου που από σκλάβα των Τούρκων έγινε λαίδη οφείλουμε τον περίφημο πύργο στο ηρωικό χωριό που δέχτηκε και προστάτευσε πολλούς επαναστάτες. Ήταν άσυλο για κάθε κυνηγημένο Χριστιανό. Γιατί κανένας Τούρκος δεν τολμούσε να πλησιάσει το «Κονάκι».
Στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας δυο τρεις γυναίκες επίσης γράφουν ιστορία χάρις στον απαράμιλλο ηρωισμό τους. Ήταν κατά χρονική περίοδο μια καλόγρια από τη Λαμπηνή η Μαγδαληνή. Ασκήτευσε για να απαλλαγεί από τη φρίκη ενός γάμου με ένα Τούρκο λεπρό που την ήθελε σαν τρελός.
Η Μαγδαληνή εξελίχθηκε σε σπουδαία γιάτρισσα. Το όνομά της συνδέεται και με την αποχώρηση των Τούρκων από μια επιδρομή στα Σφακιά, γιατί, όταν οι Τούρκοι τη συνέλαβαν και την πίεζαν να τους υποδείξει σε ποιο μέρος έχουν καταφύγει οι Σφακιανοί επαναστάτες, τους απάντησε παραπλανητικά, ότι πριν από μια μέρα έφυγαν από τα Σφακιά, για να επιτεθούν στο Ρέθυμνο και στις ανατολικές επαρχίες, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν τα Σφακιά και να γυρίσουν στα μέρη τους, για να προστατεύσουν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους. Με τη Μαγδαληνή επίσης συνδέεται το οδυνηρό καθήκον της φροντίδας για τους νεκρούς, μετά τη μάχη του Φραγκοκάστελλου, στις 18 Μαΐου του 1828. Η Μαγδαληνή ήταν εκείνη που φρόντισε για την περισυλλογή των πτωμάτων, την ταφή των νεκρών και την καύση των πτωμάτων των Τούρκων. Η Μαγδαληνή ήταν εκείνη, η οποία αναγνώρισε το ακέφαλο πτώμα του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη και αφού φρόντισε να βρει και το κεφάλι του, που οι Τούρκοι το είχαν μεταφέρει στο Καψοδάσος, το έθαψε στον περίβολο του έρημου σήμερα μοναστηριού του Αγίου Χαραλάμπους.