Μια ανεπανάληπτη θεατρική παραγωγή που έμεινε στην ιστορία
Από την αρχή του 1965 ετοιμαζόταν το Ρέθυμνο να τιμήσει τα 100 χρόνια από το θρυλικό ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου.
Κι ενώ όλα προχωρούσαν κανονικά σε σχέση με τη διοργάνωση έλειπε το μεγάλο γεγονός μιας εκδήλωσης αντάξιας της μεγάλης επετείου.
Οι πνευματικοί και πολιτιστικοί μας παράγοντες εκείνης της εποχής μια λύση είχαν κι έναν ικανό να τη δώσει. Να γραφτεί ένα έργο θεατρικό από τον Παντελή Πρεβελάκη.
Έτσι γράφτηκε το «Ηφαίστειο», που έλαβε μάλιστα και το πρώτο κρατικό βραβείο θεάτρου. Ο Παντελής Πρεβελάκης ασχολήθηκε με πολλή αγάπη γιατί με το έργο αυτό τιμούσε τον θείο του Γεώργιο Αλεβίζου Πρεβελάκη που σκοτώθηκε στο Αρκάδι 9 Νοεμβρίου 1866.
Το έργο αυτό όμως θα έπρεπε να ανεβεί από ένα σοβαρό θεατρικό σχήμα και το μόνο κατάλληλο ήταν το Εθνικό Θέατρο.
Ποιος έπαιρνε όμως την πρωτοβουλία μιας τόσο σπουδαίας δράσης; Θα δεχόταν το Εθνικό Θέατρο το ρίσκο μιας παραγωγής όπως αυτή;
Και ας υποθέσουμε ότι το αποφάσιζαν. Που θα έμενε τόσος κόσμος που ήταν οι συντελεστές του έργου; Πως θα μάζευαν κι έναν ικανό αριθμό κομπάρσων για τις κορυφαίες σκηνές;
Για χάρη όμως ενός Παντελή Πρεβελάκη τα πάντα μπορούσαν να γίνουν.
Όσα αναφέρουμε στο σημερινό μας αφιέρωμα είναι μια συρραφή συνεντεύξεων από Γιάννη Χαλκιαδάκη, Μανό Αστρινό, Μανόλη Βογιατζάκη, Μαρίας Λουίζας Τζόγια – Μοάτσου, αλλά και στοιχείων από τη σειρά του Κώστα Μαμαλάκη «Η πόλη που δεν σβήνει». Μια σπουδαία σειρά δημοσιευμάτων στην Κρητική Επιθεώρηση όλο το Σεπτέμβριο του 1966.
Κρατάμε για επόμενα αφιερώματα λεπτομέρειες από την αφορμή της συγγραφής του έργου, τις αντιρρήσεις Πρεβελάκη, την ανταπόκριση του Εθνικού Θεάτρου και ερχόμαστε στην περίοδο που η παράσταση έχει αποφασιστεί και στο Ρέθυμνο επικρατεί μια ευχάριστη αναταραχή αλλά και αγωνία συνάμα.
Ο ίδιος ο Πρεβελάκης διακατέχεται από μεγάλη αγωνία. Και μοιράζεται τον προβληματισμό του με το Γιάννη Χαλκιαδάκη ιδρυτή των «Ρεθεμνιώτικων Νέων».
Αυτό που τον φοβίζει είναι η παρουσία δεκάδων κριτικών που θα έρχονταν για να γράψουν σχετικά. Κυρίως ο Μάριος Πλωρίτης ήταν που «φοβόταν» ο μεγάλος μας συγγραφέας.
-Μη σε νοιάζει Παντελή, τον παρηγορούσε ο Χαλκιαδάκης.
-Μα αυτός Γιάννη μου «σφάζει» με το βαμβάκι.
-Επιμένω Παντελή. Θα πάει καλά το έργο και κανένας δεν θα το «σφάξει» ούτε με το βαμβάκι ούτε με κρητικό γιαταγάνι.
Σε πρώτη φάση θα έλεγα να παρακολουθήσουμε την όλη προετοιμασία παράστασης από την αφήγηση ενός παιδιού της εποχής.
Μας αφηγείται σχετικά η κα Μαρία Λουίζα – Τζόγια, κόρη του μεγάλου μας ηθοποιού Νίκου Τζόγια που ευτύχησε να ζήσει την πόλη μας σε μια από τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές της στιγμές.
«Το καλοκαίρι του 1966», μας λέει, «το Εθνικό Θέατρο συμμετείχε στους εορτασμούς για την 100ετηρίδα του ολοκαυτώματος του Αρκαδίου με την παράσταση του έργου του Παντελή Πρεβελάκη «Το Ηφαίστειο». Ήταν η πρώτη φορά που το Εθνικό Θέατρο έπαιζε στην Κρήτη και για να τιμήσει το γεγονός κατέβασε όλο το βαρύ του πυροβολικό με πρώτους το ζεύγος Μινωτή-Παξινού».
Τι εντύπωση σας έδινε η πόλη εκείνη την εποχή;
«Μαγευτική! Πρώτα – πρώτα στα παιδικά μου μάτια ήταν κάτι το υπέροχο η επαφή της πόλης με τη θάλασσα. Το ενετικό λιμανάκι ήταν γεμάτο ψαράδες που καθάριζαν τα δίχτυα τους και μύριζε αρμύρα. Ο μπαμπάς μου μας έδειχνε ένα-ένα όλα τα παλιά κτίσματα – τότε ακόμα ετοιμόρροπα – και μας διηγούταν την ιστορία τους. Μεγάλη όμως εντύπωση μου είχαν κάνει και τα… ζαχαροπλαστεία του Ρεθύμνου με τα καταπληκτικά γλυκά, τα «βραχάκια» και τις «Ζοζεφίνες»!
Παρακολουθούσατε πρόβες;
«Όχι. Ήταν από τις περιπτώσεις που εμείς τα παιδιά είχαμε πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε και με τη μαμά μου δεν χάναμε ευκαιρία να τριγυρίσουμε σε κάθε γωνιά της πόλης όταν ο μπαμπάς ήταν στην πρόβα. Άλλωστε οι περισσότερες δοκιμές είχαν ήδη γίνει στην Αθήνα».
Πως αισθανθήκατε παρακολουθώντας την παράσταση. Είχε κόσμο; Τι ατμόσφαιρα επικρατούσε;
«Σε αντίθεση με τη μυσταγωγική ατμόσφαιρα της Επιδαύρου και την τυπικότητα στο νεοκλασικό θεάτρου του Τσίλλερ στην Αθήνα, στο Ρέθυμνο είχε επικρατήσει μια διάχυτη ευφορία και μια πραγματικά πανηγυρική διάθεση. Αυτό δε σημαίνει απουσία συγκίνησης. Αντίθετα νομίζω ότι το έργο και η παράσταση είχαν συγκλονίσει. Τουλάχιστον εγώ θυμάμαι ακόμα την τελευταία σκηνή όπου ένα υποτιθέμενο παιδί -ο πολύ καλός ηθοποιός Νίκος Φιλιππόπουλος– σκαρφαλωμένο κάπου ψηλά, χανόταν μέσα σε μια βροντή φωνάζοντας «Σ’ αφήνω γεια παντέρμη Κρήτη. Κοίτα ένα παιδί σου πως πετά!». Και το κοινό χειροκροτούσε επί ώρα όρθιο και δακρυσμένο».
Ο πατέρας σας είχε άγχος;
«Ο μπαμπάς μου είχε πάντα άγχος. Και πρόσεχε πολύ πριν την παράσταση να είναι σε καλή φυσική κατάσταση, δεν έκανε ούτε μπάνιο στη θάλασσα για να μη βραχνιάσει και έχει πρόβλημα με τη φωνή του. Άλλωστε διηγόταν πάντα τη γνωστή πλέον απάντηση που είχε δώσει η Κατίνα Παξινού σε μια νεαρή ηθοποιό που δήλωνε ότι δεν είχε καθόλου τρακ πριν ανέβει στη σκηνή: «Μα χρυσό μου, το τρακ πάει με το ταλέντο».
Που φιλοξενηθήκατε; Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο από τη φιλοξενία σας; Διατηρήσατε σχέση με τη οικογένεια;
«Εποχή που στο Ρέθυμνο υπήρχε νομίζω μόνο το Ξενία, κατέφθασε το κλιμάκιο του Εθνικού Θεάτρου με πάνω από 40 ηθοποιούς, και άλλους τόσους τεχνικούς και καλλιτεχνικούς συντελεστές! Επειδή ήταν Αύγουστος, οι περισσότεροι είχαν μαζί και τις οικογένειές τους, ενώ κατέφθασαν για την περίσταση δημοσιογράφοι και επίσημοι προσκεκλημένοι από την Αθήνα, δηλαδή μια κανονική εισβολή! Για το θίασο άνοιξαν τα σπίτια τους οι κάτοικοι της πόλης και είχαμε την ευκαιρία να ζήσουμε από πρώτο χέρι την περίφημη κρητική φιλοξενία! Εμείς που ήμασταν τέσσερα άτομα, μείναμε στο σπίτι του γιατρού Καλόφωνου που διέθεσε την οφθαλμολογική κλινική του στο ισόγειο πίσω από τον Κήπο. Έμοιαζε με σουίτα ξενοδοχείου! Αλλά η ωραιότερη έκπληξη ήταν η γνωριμία με την ίδια την οικογένεια, το γλυκύτατο ζεύγος Καλόφωνου και δυο κόρες τη Μαίρη και τη Σοφία. Στη συνέχεια διατηρήσαμε στενές σχέσεις και όταν η Μαίρη, που είχε υπέροχη φωνή, ήρθε για μουσικές σπουδές στην Αθήνα, είχε μείνει αρχικά στο σπίτι. Θυμηθήκαμε με συγκίνηση πολλά στιγμιότυπα από το καλοκαίρι του 66 με τη Σοφία, πριν μερικούς μήνες».
Πόσο μείνατε στο Ρέθυμνο μετά; Είχατε κάποια περιπέτεια;
«Μετά τις τρεις θριαμβευτικές παραστάσεις του Ηφαίστειου ο μπαμπάς μου πήρε την άδειά του και μείναμε στο νησί για ένα μήνα γυρνώντας κάθε γωνιά από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία και την Ιεράπετρα, κάθε χωριό, οροπέδιο, παραλία και αρχαιολογικό χώρο. Τη μεγάλη όμως περιπέτεια τη ζήσαμε πριν αφήσουμε το Ρέθυμνο, όταν θελήσαμε να περάσουμε το φαράγγι της Σαμαριάς. Τότε δεν υπήρχε καμία οργάνωση και υποδομή και μοναδική πηγή πληροφοριών ήταν ο δίτομος Τουριστικός Οδηγός της Ελλάδος της ΕΛΠΑ, σύμφωνα με τον οποίο στα μισά του φαραγγιού υπήρχε ένα φιλόξενο χωριό με καφενείο για να ξεκουραστεί κανείς. Έτσι πήραμε από ένα παγουράκι νερό και -καθώς οι ηθοποιοί δουλεύουν βράδυ και ξυπνούν αργά το πρωί- ξεκινήσαμε μεσημεράκι κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο να κατέβουμε ολομόναχοι, δυο ενήλικες και δυο παιδιά, το φαράγγι. Όταν αργά το μεσημέρι, κουρασμένοι, κάθιδροι και διψασμένοι φτάσαμε στο υποτιθέμενο χωριό διαπιστώσαμε ότι στη θέση του είχαν μείνει μερικά έρημα πέτρινα κτίσματα, καθώς είχε από καιρό απαλλοτριωθεί. Μπροστά στο φόβο του αγνώστου, ο μπαμπάς αποφάσισε να ανέβουμε πίσω το δρόμο που είχαμε κατέβει. Θυμάμαι την απελπισία εμάς των παιδιών, να μη μας αφήνουν να πιούμε από τα γεμάτα έντομα νερά και να καθίσουμε πάνω από πέντε λεπτά για ξεκούραση. Μας μάζεψε νύχτα βαθιά η χωροφυλακή που είχε στο μεταξύ ειδοποιηθεί από ενήμερους για το εγχείρημά συνάδελφους του μπαμπά μου, αφυδατωμένους και εξουθενωμένους, κάπου πριν την κορυφή. Θυμάμαι που μας φρόντισαν δίνοντάς μας νερό σιγά-σιγά με το κουταλάκι και θυμάμαι ότι αισθανόμουν τα πόδια μου κομμένα. Θυμάμαι και το κρητικό πιλάφι που φάγαμε αργότερα εκείνο το βράδυ …νομίζω το πιο νόστιμο φαΐ που έχω φάει σε όλη μου τη ζωή!..»
Ο πατέρας σας ποιες εντυπώσεις απεκόμισε από το Ρέθυμνο; Μιλούσε γι’ αυτό;
«Ο μπαμπάς μου ήταν μέγας λάτρης του κρητικού πνεύματος. Γνώριζε σε βάθος την κρητική λογοτεχνία και είχε παίξει σε πολυάριθμες παραστάσεις θεατρικών έργων του Παντελή Πρεβελάκη (Τα χέρια του ζωντανού Θεού το 1957, Το Ηφαίστειο το 1966, Λάζαρος το 1975) και του Νίκου Καζαντζάκη (Καποδίστριας το 1976 και το 1982, Βούδας το 1978, Σόδομα και Γόμορρα το 1983). Μετά το πρώτο αυτό ταξίδι μας λάτρεψε και τον ίδιο τον τόπο, τη φύση και τους ανθρώπους του. Και λάτρεψε το Ρέθυμνο».
Η συμβουλή για θέατρο του πλέον ειδικού
Για τις πρόβες μας είχε μιλήσει διεξοδικά ο αξέχαστος Μανός Αστρινός στο ντοκιμαντέρ μας «Θυμάμαι τον Παντελή Πρεβελάκη».
Αυτό που προβλημάτιζε όλους, μας είχε πει, ήταν να δοθεί η παράσταση σε χώρο που να διαθέτει καλή ακουστική. Και πράγματι
Η δεύτερη πρόβα τους έγινε στον αύλειο χώρο του 1ου Δημοτικού Σχολείου. Εκεί η Κατίνα Παξινού, τους ζήτησε να προχωρήσουν στο βάθος (δεν υπάρχει πλέον ο τοίχος) σε μια απόσταση 70 περίπου μέτρων από την είσοδο του κτηρίου.
Εκείνη στάθηκε στην πόρτα και τους απήγγειλε Παλαμά. Το άκουσμα ήταν θεσπέσιο και το σημαντικότερο νόμιζαν όλοι ότι η Παξινού στέκεται απέναντί σε απόσταση αναπνοής και απαγγέλει.
Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί η παράσταση στο σχολείο.
Την επομένη, βέβαια, έκαναν μια πρόβα και στο φρούριο της Φορτέτζας. Ο Αλέξης Μινωτής είχε τόσο ενθουσιαστεί από το χώρο που ευχήθηκε σύντομα να γίνει θέατρο εκεί πάνω για να αναδεικνύονται οι παραστάσεις. Και η ευχή του εκπληρώθηκε.
Προς αναζήτηση κομπάρσων
Θυσία είχαν γίνει οι Ρεθεμνιώτες προκειμένου να διευκολύνουν το σκηνοθέτη στις ανάγκες του έργου. Ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν η εύρεση κομπάρσων. Ευτυχώς τους έσωσε ο στρατός. Στρατιώτες υποδύθηκαν τους Τούρκους που εφορμούν στο μοναστήρι κατά την πτώση του.
«Αξέχαστη θα μου μείνει αυτή η εμπειρία» μας λέει ο κ. Σπύρος Λιονής που συμμετείχε. «Νομίζαμε ότι ζούμε τις ιστορικές στιγμές».
«Κάποια στιγμή», συμπληρώνει ο Κώστας Ρακιντζής, «έπρεπε να πέσω υποτίθεται στη μάχη. Μου άρεσε τόσο πολύ όμως να βλέπω τον κόσμο κάτω (χιλιάδες έμοιαζε στα μάτια μου) που δεν έπεφτα με τίποτα Μέχρι που είδα την οργή στο πρόσωπο του σκηνοθέτη και έσπευσα να υπακούσω με πόνο ψυχής φυσικά»
Για την παράσταση όμως θα συνεχίσουμε στο επόμενο φύλλο μας με νέα άγνωστα στοιχεία.