Ο π. Ανδρέας Ηλ. Μαμαγκάκης, Ρεθεμνιώτης από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, είναι συνταξιούχος θεολόγος και δραστηριοποιείται στην Αθήνα ως ιερεύς του ι. ναού του Αγίου Διονυσίου, της Ι. Μητροπόλεως Πειραιώς.
Μεταξύ των βιβλίων που έχει γράψει είναι και το «Ρέθυμνο του Ονείρου και της Νοσταλγίας», με αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια, εδώ στο Ρέθυμνο, των δεκαετιών 1950- 60. Το προτελευταίο (6ο στη σειρά) βιβλίο του έφερε τον εντυπωσιακά αλληγορικό τίτλο: «Οι τελευταίοι άγγελοι της Σμύρνης και οι Κυρίες με τα μαύρα» και το είχαμε παρουσιάσει το 2019.
Σήμερα επανέρχεται στην επικαιρότητα με μιαν όλως καινούρια, πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα μυθιστορία του υπό τον εντυπωσιακό τίτλο «Οι κορυφαίοι του Μακρύ Στενού». Ο Ρεθεμνιώτης αναγνώστης σίγουρα θα παραξενευτεί και θα διερωτηθεί μέσα του, σαν δει τον τίτλο, ποιοι, αλήθεια, να ήταν αυτοί οι μεγάλοι, οι «κορυφαίοι» του… Μακρύ Στενού της πόλης μας.
Και πρόκειται, όπως μας αποκαλύπτει, για όχι μία ή δύο αλλά για τρεις μορφές που μεγάλωσαν και έζησαν για αρκετά χρόνια στο Μακρύ Στενό και με τα έργα τους δόξασαν, στη συνέχεια, και λάμπρυναν το Ρέθυμνο από το δικό της η κάθε μια μετερίζι. Τη ζωή των ανδρών αυτών ο π. Ανδρέας μάς παρουσιάζει με μια μυθιστορία γεμάτη αγάπη για τον γενέθλιο τόπο και πλούσιες χωροταξικές και λοιπές πληροφορίες σχετικές με πρόσωπα της εποχής, δρόμους και μέσα μεταφοράς και άλλα εθιμικά του τόπου του στοιχεία. Μια μυθιστορία με αληθινά πέρα ως πέρα, στη ρίζα τους, τα καταγραφόμενα γεγονότα – περιπλεγμένα, όμως, γερά με την αχλύ του μυθιστορηματικού στοιχείου- προερχόμενα από προσωπικές τού συγγραφέα τους εμπειρίες, που διαβάζεται ευχάριστα και προσφέρει πλούσιες γνώσεις γύρω από το παλιό, της δεκαετίας του ’20, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και το νεότερο, της δεκαετίας του ’60, Ρέθυμνο.
Ο συγγραφέας σε όλη τη διάρκεια του έργου του κρατά μυστικά τα ονόματα των ηρώων του και αναφέρεται σε αυτούς με μόνο το μικρό όνομά τους, που, πάντως, και από αυτό μόνο, για τους «υπόψιασμένους» Ρεθεμνιώτες, δεν είναι καθόλου δύσκολο να ανακαλύψουν την πλήρη ταυτότητα τους, την οποία, πάντως, κάποια στιγμή και προς το τέλος του μυθιστορήματός του, το κάνει αυτό και από μόνος του ο συγγραφέας, σημειώνοντας τα πλήρη ονόματά τους: Αντρέας Ροδινός, λυράρης, που λάμπρυνε, παρά το σύντομο της ζωής του, το μουσικό στερέωμα της Κρήτης, Νίκος Μαμαγκάκης, μουσουργός πανελληνίου βεληνεκούς, συνθέτης της μουσικής των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου (1972), του «Ηφαιστείου» (1966) και του «Ήλιου του Θανάτου» του Π. Πρεβελάκη και τόσων άλλων μουσικών έργων, από τους μεγάλους της ελληνικής μουσικής σκηνής, που άφησε έργα αθάνατα στην ελληνική και παγκόσμια μουσική βιβλιοθήκη και ο συνομήλικός μας Δημήτρης Κοκολάκης από τους κορυφαίους Έλληνες μπασκετμπολίστες, με ύψος που θα πλησίαζε τα δυο μέτρα και δέκα εκατοστά, που για μια δεκαετία μεσουράνησε σε όλα τα ελληνικά και ξένα γήπεδα με την Εθνική.
Και οι τρεις- όπως ο συγγραφέας σημειώνει χαρακτηριστικά- υπήρξαν κορυφαίοι και μεγάλα ονόματα στο πόστο του ο καθένας. Ο πρώτος απείχε χρονικά από τους δυο τελευταίους σαράντα περίπου χρόνια. Και το πιο παράδοξο σε αυτήν την μυθιστορία είναι ότι και οι τρεις υπήρξαν μεταξύ τους συγγενείς, μεγάλωσαν στο Μακρύ Στενό ή, επισήμως, στην οδό Νικηφόρου Φωκά, πράγμα για το οποίο καμάρωναν και καυχιόνταν σε όλη τους τη ζωή. Δόξασαν το Μακρύ Στενό και το Ρέθεμνος, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν και τα χωριά τους, το Αρχοντοχώρι (Ατσιπόπουλο) και το Φραντεσκοχώρι (Φρατζεσκιανά Μετόχια).
Και ο συγγραφέας θα γράψει επιλογικά. όσοι προσπάθησαν να γράψουν γι’ αυτούς, και ειδικά για τον μακαρίτη τον Αντρέα Ροδινό, δεν μπόρεσαν παρά ελάχιστα. Άραγε, το Ρέθυμνο και το Μακρύ Στενό συνεχίζουν να ενθυμούνται και να αγαπούν τα εύοσμα αυτά άνθη που δόξασαν την πόλη του Μαρίνου και του Εμμανουήλ Τζάνε, των επιλεγομένων Μπουνιαλή; Και καταλήγει με θλίψη ο συγγραφέας. η Μεσαμπελίτισσα που σκεπάζει τους δύο από αυτούς, αυτή το ξέρει…
Ο π. Ανδρέας Μαμαγκάκης είναι άξιος του «δικαίου επαίνου» αλλά και της αγάπης όλων και γι’ αυτό το νέο πόνημά του. Ζει και εργάζεται μόνιμα στον Πειραιά, αλλά δεν ξεχνά τον και τόπο του, το χωριό του, την παλιά του γειτονιά και τους ανθρώπους της. Έχει βαθιά μέσα του τη συναίσθηση της ευθύνης που τον βαραίνει. Ο κίνδυνος της λησμονιάς είναι που προσμετρά περισσότερο στη ζυγαριά της αυτοκριτικής του. Για άλλη μια φορά τον συγχαίρουμε και θερμά τον ευχαριστούμε και γι’ αυτήν τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του.