Διαβάζοντας το βιβλίο του Φ. Ζίμπερ (Franz W. Sieber) «Tαξίδι στη νήσο Κρήτη του Ελληνικού αρχιπελάγους κατά το έτος 1817» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς, σε μετάφραση του γνωστού αρχαιολόγου και πολυγραφότατου Ιωάννη Ηλ. Βολανάκη, διαπίστωσα πρακτικές εφαρμογές σε θέματα υγείας, οι οποίες εφαρμοζόταν στην Κρήτη από τότε μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Ο Ζίμπερ από την Αυστρία (Πράγα 1789-1844) σπούδασε Ιατρική και Αρχιτεκτονική και ήταν κάτοχος ευρείας ανθρωπιστικής παιδείας. Επισκέφθηκε την Κρήτη από τις αρχές Ιανουαρίου 1817 μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους, την οποία περιηγήθηκε από την μία άκρη μέχρι την άλλη και κατέγραψε πρόσωπα, καταστάσεις και πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία.
Ως γιατρός και σπουδαίος βοτανολόγος, όπως ήταν, σπουδασμένος στην ελεύθερη τότε Ευρώπη, δεν χάνει την ευκαιρία να περιγράψει με μελανά χρώματα την υφιστάμενη τότε κατάσταση σε θέματα υγείας στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Αναφέρει μάλιστα πολλές φορές ότι, ως θεραπευτικό μέσο, εφαρμοζόταν η αφαίμαξη και η ευρεία χρήση καθαρτικών. Στη σελίδα 399, όταν η υγεία του είχε καταβαραθρωθεί από μία μικροπεριπέτεια αναφέρει: «….. ο ίδιος φρόντισα να κάνω αφαίμαξη στον εαυτό μου. Κατόπιν κάποιος μου προκάλεσε εμετό, στη συνέχεια μου χορηγήθηκε καθαρτικό και κατ’ αυτόν τον τρόπο η ιατρική φροντίδα, η σχετική με εμένα είχε περατωθεί!……».
Η αφαίμαξη, δηλαδή η σκόπιμη αφαίρεση μικρής ποσότητας αίματος από τον οργανισμό του ανθρώπου, όμως, για λόγους προληπτικής υγιεινής και ευεξίας θυμούμαι καλά κι εφαρμοζόταν μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Η επέμβαση γινόταν από την πλάτη του ασθενούς με κοφτές βεντούζες και η θεραπευτική αυτή αγωγή συμπληρωνόταν με χορήγηση καθαρτικού, δηλαδή με εκκένωση του εντέρου.
Στη σελίδα 352 ο Ζίμπερ αναφέρει: «Σε απόσταση περίπου 500 μέτρα από τον οικισμό της Κριτσάς κείται η παραλία της θάλασσας. Δεξιά έβγαινε προς τα επάνω ένα ρεύμα νερού, όμοιο με νερό που βρίσκεται μέσα σε ένα καζάνι το οποίο βράζει και είναι αφρισμένο και ύστερα από 40 μέτρα αυτό το νερό έπιπτε στη θάλασσα. Αυτό ανέβλυζε από τρεις πηγές και έρρεε κατόπιν σχηματίζοντας ένα κοινό ρεύμα. Το νερό αυτό ήταν αλμυρό και είχε πικρή γεύση. Αυτό χρησιμοποιείται από τους κατοίκους της περιοχής ως καθαρτικό. Αυτόν τον ποταμό τον αποκαλούσαν «Αλμυρό» όπως και όλους τους άλλους όμοιους, τους οποίους συνάντησα στη νήσο Κρήτη».
Στο σημείο αυτό θυμήθηκα μια ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία μου διηγήθηκε ο εκλεκτός φίλος Χαρίδημος Κακλαμάνος από το Μιξόρρουμα, από την οποία έλκει και ο τίτλος «Πάμε να πιούμε Βλυχάδα». Η ιστορία αυτή όπως μου τη διηγήθηκε ο κ. Κακλαμάνος έχει άμεση συνάφεια με όσα καταγράφει ο Ζίμπερ. Λέει λοιπόν:
«Μέχρι και τη δεκαετία του 1950, οι κάτοικοι του Μιξορρούματος και των χωριών της γύρω περιοχής είχαν τη συνήθεια για προληπτικούς λόγους υγιεινής του γαστρεντερικού τους συστήματος, να πηγαίνουν στη Βλυχάδα. Βλυχάδα είχε καθιερωθεί να ονομάζουν την τοποθεσία της Λίμνης του Πρέβελη, όπου εκβάλλει ο Μέγας Ποταμός. Στη δεξιά πλευρά των εκβολών του και ακριβώς δίπλα από τη θάλασσα υπάρχει πηγή από την οποία βγαίνει νερό υφάλμυρο (γλυφό) και το οποίο χρησιμοποιούσαν με κατάλληλη διαδικασία ως καθαρτικό του γαστρεντερικού συστήματος. Η όλη διαδικασία για το σκοπό αυτό απαιτούσε διάρκεια τουλάχιστον τριών ημερών, με δεδομένο ότι η μετάβαση και η επιστροφή γινόταν με τα γαϊδουράκια, επειδή αφενός μέχρι τότε ήταν ελάχιστα τα αυτοκίνητα, αφετέρου δεν είχε ανοιχθεί ακόμη ο αμαξιτός δρόμος μετά την είσοδο του φαραγγιού στον Κουρταλιώτη.
Συγχρόνως, την ευκαιρία της επίσκεψης στη Λίμνη του Πρέβελη για λόγους υγειονομικού ενδιαφέροντος, τη συνδύαζαν με ολιγοήμερες υπαίθριες διακοπές δίπλα στη θάλασσα, οι οποίες απαιτούσαν ιδιαίτερη προετοιμασία.
Στις αρχές του Αυγούστου, μετά το τέλος των πολλών εποχιακών αγροτικών εργασιών, γινόταν συνεννόηση και εσυγκροτούντο διάφορες παρέες οι οποίες αποφάσιζαν να πάνε για τη Βλυχάδα, ορίζοντας και τη σχετική ημερομηνία. Στη συνέχεια συγκέντρωναν τα απαραίτητα εφόδια και εξοπλισμό υπαίθριας διαμονής και διατροφής, ανάλογα με τις προγραμματισμένες ημέρες, αλλά και της διαδικασίας πιόσιμου της βλυχάδας. Εκτός των άλλων διάφορων εφοδίων, ήταν απαραίτητο να φέρουν μαζί τους και ένα κοτόπουλο ζωντανό ή κρέας φρεσκοσφαγμένου κοτόπουλου. Την προγραμματισμένη μέρα έφευγαν όλοι μαζί, πρωινές ώρες με τα γαϊδουράκια τους με προορισμό τη Λίμνη του Πρέβελη, όπου έφθαναν περίπου το μεσημέρι. Εντόπιζαν τον τόπο διαμονής τους στη σκιά κάποιου δένδρου όπου και τακτοποιούσαν τα πράγματά τους, κουβέρτες κ.λπ. ενώ το απόγευμα έφτιαχναν αυτοσχέδιο τζάκι για μαγείρεμα και έσφαζαν το κοτόπουλο προκειμένου να το έχουν έτοιμο το επόμενο πρωί. Την επομένη ξυπνούσαν πολύ νωρίς, έβραζαν το κοτόπουλο και έφτιαχναν απαραίτητα σούπα. Παράλληλα σε ένα αυτοσχέδιο τζάκι δίπλα από την πηγή του γλυφού νερού τοποθετούσαν μια μεγάλη κατσαρόλα στην οποία έριχναν την απαιτούμενη αναλογία της βλυχάδας, δηλαδή πέντε κύπελλα γλυφό νερό από την πηγή και ένα κύπελλο θαλασσινό νερό και άναβαν φωτιά, ώσπου το μείγμα αυτό να γίνει ελαφρά χλιαρό. Αφού όλα αυτά ήταν έτοιμα άρχιζαν οι ενδιαφερόμενοι, που θα έπρεπε να είναι νηστικοί, να πίνουν με το κύπελλο τη βλυχάδα σταδιακά. Όταν έφταναν να έχουν πιει περίπου τα 5-6 κύπελλα άρχιζαν να ενεργούνται σε κάτι πρόχειρες υπαίθριες τουαλέτες πίσω από παρακείμενους βράχους. Συνέχιζαν όμως να πίνουν τη βλυχάδα και να πηγαίνουν για αφόδευση μέχρι η εκκένωσή τους να βγαίνει σκέτο νερό, όπως το έπιναν. Αυτό γινόταν μετά τα 10-12 κύπελλα, οπότε είχε αδειάσει όλο το γαστρεντερικό σύστημα και σταματούσαν να πίνουν τη βλυχάδα. Στη συνέχεια εξαντλημένοι έπιναν αρχικά κοτόσουπα και έτρωγαν λίγο βραστό κρέας κοτόπουλου, ενώ αργότερα έτρωγαν ελαφριά τροφή ως το βράδυ.
Στη Λίμνη του Πρέβελη παρέμεναν για δύο – τρεις μέρες ή και περισσότερες για ανάπαυλα, μπάνιο και διακοπές. Τη διαδικασία αυτή την επαναλάμβαναν κάθε ένα ή δύο χρόνια και με τον τρόπο αυτό πραγματοποιούσαν τον προληπτικό καθαρισμό του γαστρεντερικού τους συστήματος τις εποχές εκείνες».