Μέσα από το βιβλίο εσόδων – εξόδων του ιερού ναού Αγίου Παντελεήμονα Άδελε
Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Τα ενοριακά αρχεία αποτελούν χρήσιμη πηγή πληροφοριών κοινωνικού αλλά και, άμεσα ή έμμεσα, ιστορικού χαρακτήρα, καθώς από αυτά μπορεί να αντληθεί υλικό σχετικό με τοπική ιστορία της περιοχής προέλευσής τους. Ειδικά για το παρελθόν οικισμών της υπαίθρου, για τους οποίους δεν υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες ή καταγραφές από ερευνητές ή περιηγητές.
Το ενοριακό αρχείο κάθε παλαιάς Κοινότητας -όταν έχει υπάρξει φροντίδα για τη διατήρηση και διαχείρισή του – είναι διαχρονική δεξαμενή άντλησης δεδομένων αντικειμενικού χαρακτήρα, καθώς τα εκεί καταγεγραμμένα δεν βασίζονται σε υποκειμενικά σχόλια, υποθέσεις ή εκτιμήσεις, αλλά είναι καταγραφή γεγονότων κοινωνικού βασικά περιεχομένου. Έτσι είναι δυνατόν να συμβάλουν επωφελώς στη γενικότερη ιστορική εικόνα στα πλαίσια της τοπικής ιστορικής έρευνας. Οι πληροφορίες που προσφέρονται (λεπτομέρειες προσωπικού, οικογενειακού, οικονομικού, κλπ. χαρακτήρα) μπορεί καταρχάς να μη φαίνονται σημαντικές, με μια σοβαρότερη όμως μελέτη και εκτίμηση μπορεί να αναδειχθούν σε «ψήγματα» πολύτιμα, όπως περίπου τα θραύσματα των αρχαιολογικών ευρημάτων, για τη σύνθεση του ιστορικού σκηνικού στις δεδομένες χρονικές συνθήκες.
Τα παραπάνω επιβεβαιώνει το νέο βιβλίο του δρα Ιστορίας Παναγιώτη Παρασκευά με τον προαναφερθέντα τίτλο (έκδοση 2023), το οποίο αποτελεί συνέχεια προηγούμενης εργασίας του ίδιου ερευνητή, που με θέμα τις «Σημειώσεις περί του μερτικού των Μαστόρων» (έκδοση 2020) αναφερόταν στην ανέγερση του ιερού ναού του Αγίου Παντελεήμονα στο Άδελε.
Γράφει στον Πρόλογο ο εφημέριος Άδελε – Αγίας Παρασκευής Αιδ. Παντελεήμων Σακελλαρίδης: «Το σημερινό βιβλίο συνεχίζει την καταγραφή της πορείας του ναού Αγίου Παντελεήμονα από το 1883 έως το 1909 τον Γενάρη… αποτυπώνει, αφενός μιαν εκκλησιαστική καθημερινότητα λειτουργιών, οικονομικών δεδομένων, κοινωνικών πράξεων, όπως οι κηδείες και οι βαπτίσεις… Όμως ταυτόχρονα υφέρπει και η αποτύπωση της ιστορικής περιόδου 1883-1909, όπου παρατηρούμε τη μετάβαση από τα οθωμανικά γρόσια στη δραχμή της Κρητικής Πολιτείας… κι ακόμη την ύψωση της ελληνικής σημαίας στον ναό… Αποτυπώνεται επίσης η εποχή των οθωμανικών ωμοτήτων της περιόδου 1896-1898 μέσα από τη χρηματική δαπάνη του ναού για την αποκατάσταση στο Άδελε των ζημιών αυτής».
Το βιβλίο ξεκινά με αναφορά στις ιστορικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα στην Κρήτη εκείνη την περίοδο, με συνοπτική αλλά περιεκτική αναφορά στα γεγονότα και στους πρωταγωνιστές τους. Γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για τις παραχωρήσεις προς τους Κρήτες μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας, για την πολιτική διαίρεση των Χριστιανών σε Ξυπόλυτους και Καραβανάδες, για την ένταση και το πολεμικό κλίμα ανάμεσα στις δυο Κοινότητες του νησιού στη δεκαετία του 1890 που οδήγησαν στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, για την Αυτονομία και τη σύσταση της Κρητικής Πολιτείας το 1898, και για το κίνημα του Θερίσου το 1905.
Η συνέχεια αφορά στο Άδελε με πηγή το βιβλίο εσόδων – εξόδων της ενορίας. Γίνεται αρχικά λόγος για τον θεσμό της Δημογεροντίας με αφορμή την εποπτεία που ασκούσαν οι Δημογέροντες στην οικονομική διαχείριση της ενορίας, και μετά αναφορά στα οικονομικά δεδομένα του χωριού και της γύρω περιοχής. Άξιο προσοχής το σημείο αυτό, καθώς αποτυπώνει την καθημερινότητα εκείνης της εποχής, μέσα από τις επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων – αγροτικές βασικά- τα εργασιακά και συναλλακτικά ήθη, τα οποία έμμεσα αναδεικνύουν κοινωνικά ήθη, ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Για παράδειγμα, πληροφορούμαστε ότι το αγροτικό μεροκάματο τότε ήταν 2 δραχμές για τον άνδρα και 50 λεπτά για τη γυναίκα. Τα οικονομικά της Ενορίας συνδέονται, μέσα από την καταγραφή των εσόδων – εξόδων της, με τη συμβολή της στη λειτουργία του Σχολείου και έτσι επιβεβαιώνεται η γενικότερη διαχρονική σχέση της Εκκλησίας με την Εκπαίδευση. Αναδεικνύεται επίσης το εκκλησιαστικό πνεύμα αλληλεγγύης, από την συνδρομή, της ανθηρής οικονομικά ενορίας του Άδελε προς άλλες ενορίες που είχαν ανάγκη, ακόμη και εκτός Κρήτης. Άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της ενοριακής οικονομικής δραστηριότητας του Άδελε ήταν η υποστηρικτική των τότε επαναστατικών κινητοποιήσεων, με την κάλυψη απαιτούμενων εξόδων των συμμετεχόντων και τη συμβολή στις δαπάνες αποκατάστασης υποδομών που είχαν καταστραφεί. Ακόμη, ο δανειστικός, προφανώς όχι τοκογλυφικός, ρόλος της σε μια εποχή που Τράπεζες δεν λειτουργούσαν.
Χαρακτηριστική είναι η ακριβής καταγραφή στο κατάστιχο των εισερχομένων και εξερχομένων, με τα κτηματολογικά – περιουσιακά στοιχεία της ενορίας, με τοπωνυμικές πληροφορίες, με ονόματα οικογενειακά χριστιανών και μουσουλμάνων, με τις πηγές εσόδων και εξόδων. Στο σημείο αυτό, σχετικά με τα έσοδα, ενδιαφέρον έχει ότι εκτός από την πώληση κεριών και τις εισπράξεις από τις τελετουργίες, πρόσοδοι υπήρχαν και από τη διάθεση αγροτικών προϊόντων που καλλιεργούνταν στα κτήματα της ενορίας . Μια εμπορική δηλαδή δραστηριότητα που δείχνει τη στενή σύνδεση της εκκλησιαστικής – ενοριακής ζωής με το ευρύτερο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Γενικά, το κατάστιχο, το οποίο καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, είναι ένας πίνακας με πλήθος στοιχείων για τις ασχολίες, τις συνήθειες, τα υλικά δεδομένα, τις συναλλαγές, τα ήθη των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Πέρα από την οικονομική διάσταση των καταγραφών, και με αφορμή αυτές, μπορεί κανείς να σχηματίσει κατατοπιστική εικόνα για τις συνθήκες ζωής και τις αντιλήψεις τους.
Εκτός από αυτά, έχει ενδιαφέρον και από γλωσσική άποψη, καθώς υπάρχει πληθώρα όρων που αποδίδουν σημασίες εκκλησιαστικών ειδών, υλικών καθημερινής χρήσης, αντικειμένων, κλπ., ξεχασμένων ή «ανενεργών» σήμερα, που συμπληρώνουν την εικόνα που προαναφέρθηκε. Η ερμηνεία τους υπάρχει σε λεξιλόγιο στο τέλος π.χ. ζεοτήρι, κερεστές, κουλουκτάνι, κοιλό, κοντεμηρί, μελιτζόβιον, συναζές, κ.ά.
Το βιβλίο είναι μια ακόμη κατάθεση του Παναγιώτη Παρασκευά στη μελέτη της τοπικής Ιστορίας, μια ακόμη επιβεβαίωση για το πόσο η έρευνα και η επεξεργασία του αρχειακού υλικού μπορεί να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα, όταν γίνεται με υπομονή, σύστημα και όταν υπάρχει αναγκαία επιστημονική εμπειρία.
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος