Ένα από τα ζητήματα που τέθηκαν στο δημόσιο διάλογο στον δρόμο προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου ήταν η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) στα ΑΕΙ. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ο επικεφαλής του Αλέξης Τσίπρας μίλησε για την κατάργησή της, ενώ η Νέα Δημοκρατία, ο κ. Μητσοτάκης και φυσικά η κα Κεραμέως υπεραμύνθηκαν του μέτρου που υποτίθεται ότι ανεβάζει το επίπεδο σπουδών στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει με πολλές από τις εκατέρωθεν αιτιάσεις, ωστόσο, κατά τη γνώμη μας αποσιωπάται το βασικό διακύβευμα που είναι τι κοινωνία και τι πολίτες θέλουμε.
Ήδη, όπως πιθανόν να έχουμε ξαναγράψει, το επιχείρημα περί σύνδεσης των σπουδών με την παραγωγή είχε τεθεί με εμφαντικό τρόπο εδώ και έναν αιώνα από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, στον λόγο που έβγαλε τον Σεπτέμβριο του 1910 στην πλατεία Συντάγματος. Από τότε όμως έχει αλλάξει τεχνολογικά και νοοτροπικά τόσο πολύ ο κόσμος που η επικαιροποίηση του ζητήματος προϋποθέτει ρεαλιστική επίγνωση της πολυδιάστατης σύγχρονης πραγματικότητας αλλά και οραματισμό. Με λίγα λόγια είναι απαραίτητη η απεμπόληση δογματισμών και εμμονικών ιδεολογικών θέσεων είτε από την πλευρά αυτών που βλέπουν τα πράγματα μόνο τεχνοκρατικά είτε από την άλλη πλευρά, όλων όσοι θεωρούν ότι το δικαίωμα στην ανώτατη εκπαίδευση είναι αποκομμένο από τη γνωσιακή επάρκεια.
Και οι δύο πλευρές σε επίπεδο κυβερνητικών πολιτικών έχουν κατά τη γνώμη μας κινηθεί με απόλυτο τρόπο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επί υπουργίας Γαβρόγλου έκανε τη συγχώνευση των ΤΕΙ με τα ΑΕΙ με άναρχη σπουδή, καταργώντας αυτή τη σημαντική ενδιάμεση τεχνολογική βαθμίδα, ενώ η κυβέρνηση της ΝΔ με υπουργό την κα Κεραμέως, πατώντας πάνω σε αυτή τη δομική αστοχία έκλεισε το μάτι στα ιδιωτικά κολέγια, ενώ ουσιαστικά έθεσε σε δεύτερη ταχύτητα τις σχολές ανθρωπιστικών επιστημών. Δηλαδή, και στις δύο περιπτώσεις θα μπορούσαμε καθ’ υπερβολή να πούμε ότι εφαρμόστηκε ένα «δόγμα του σοκ», απότοκο μόνον του ιδεολογικού προσανατολισμού των κυβερνήσεων και των πιέσεων των εκατέρωθεν «συντεχνιών».
Μερίδιο ευθύνης όμως έχουν και οι θεράποντες των ανθρωπιστικών επιστημών. Ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ξεκινήσει η δημόσια συζήτηση για την προσαρμογή τους στις σύγχρονες απαιτήσεις με πρώτο και σημαντικότερο διακύβευμα την επιβίωσή τους σε ακαδημαϊκό-επαγγελματικό επίπεδο, στην Ελλάδα λίγοι φωτισμένοι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι αυτοί που θέτουν το ζήτημα επί τον τύπο των ήλων. Και είναι πραγματικά κρίμα, τμήματα όπως λόγου χάρη η Φιλολογία και το Ιστορικό-Αρχαιολογικό στο Ρέθυμνο με σημαντική ιστορία και εξαιρετικό επίπεδο να απαξιώνονται από τη βάση εισαγωγής τους στις πανελλαδικές εξετάσεις – ειρήσθω εν παρόδω καλή επιτυχία στους μαθητές – γιατί δεν τα προτιμούν οι υποψήφιοι, με εξαίρεση όσους προέρχονται από την Κρήτη.
Σίγουρα το ζήτημα είναι πολυπαραγοντικό αφού εκτός των ακαδημαϊκών λόγων δεν μπορούν να αγνοηθούν η γενικότερη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, καθώς και η γεωγραφική ετερότητα της Κρήτης. Ωστόσο, ο δημόσιος διάλογος με τη συμμετοχή και της τοπικής κοινωνίας και των φορέων οφείλει να ανοίξει. Τα τμήματα του πανεπιστημίου Κρήτης και του ΕΛΜΕΠΑ μπορούν να αποτελέσουν, εκτός από το τμήμα Ψυχολογίας που ακόμα διατηρεί τη σχετικά υψηλή βάση του, πόλο έλξης για τους επιτυχόντες υποψηφίους. Η σύνδεση των σπουδών με την παραγωγή με κατάλληλο σχεδιασμό σε πανελλαδικό επίπεδο μπορεί να συμπεριλαμβάνει τις ανθρωπιστικές σπουδές, για μια Ελλάδα και έναν κόσμο που θα επιβιώσει στην ψηφιακή εποχή με επίκεντρο τον άνθρωπο και όχι ψηφιακά ολογράμματα…
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός