Γιόρταζαν και στο Ρέθυμνο τα Χριστούγεννα με τον παραδοσιακό τρόπο. Μόνο που αρχές του περασμένου αιώνα, όταν δεν υπήρχαν επιδόματα, αν δεν μεριμνούσε ο Ιωάννης Κούνουπας, να βρεθούν έξω από τρώγλες τρόφιμα και κυρίως κρέας, δεν έκαναν γιορτές οι φτωχοί πολυφαμελίτες.
Αυτή ήταν μια από τις μαρτυρίες που μου είχε καταθέσει σε επιστολές του ο αείμνηστος Αλέκος Παπαδάκης της γνωστής οικογενείας (Μύρωνα, Κωστή, Μιχαήλ, Μαρίας Χουρδάκη κλπ.) και τη φύλαξα για το κεφάλαιο «Άγγελοι καλοσύνης στο Ρέθυμνο της μεγάλης φτώχειας».
Ο ίδιος ο Κούνουπας, ποτέ δεν αναφερόταν στις αγαθοεργίες του.Από στόμα σε στόμα, όμως, μαθεύτηκε η γενναιοδωρία του από εκείνους που ευεργετήθηκαν από αυτές.
Η εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα ήταν από τις πιο κοπιαστικές για τις κυρίες της αστικής τάξης. Έπρεπε να ετοιμάσουν τα γλυκά των ημερών. Και οι λαμαρίνες πηγαινοέρχονταν στο φούρνο της γειτονιάς. Ευωδίαζε ο τόπος κανέλα και πορτοκάλι.
Ήταν θέμα φιλότιμου για κάθε νοικοκυρά να ετοιμάσει τα γλυκά της. Σίγουρα θα δεχόταν επισκέψεις, οπότε έπρεπε να είναι έτοιμη.
Γιορτινές προετοιμασίες
Καθένας κάτι έχει να καταθέσει για τις γιορτινές προετοιμασίες με κοινό παρανομαστή όμως τη… «φούσκα» του χοίρου.
Όπως φαίνεται αυτό ήταν το κρυφό όνειρο των αγοριών, γι’ αυτό και πολλά ήταν εκείνα που προσπαθούσαν νωρίτερα να την εξασφαλίσουν δεσμεύοντας με «λόγο τιμής» τους στενούς συγγενείς.
Απαραίτητη ήταν η γενική καθαριότητα σε όλα τα σπίτια, η προετοιμασία των ρούχων της γιορτής που φυλάσσονταν ευλαβικά στο μπαούλο, αφού δεν ήταν εύκολη η αντικατάστασή τους εκείνες τις δύσκολες εποχές. Αν τώρα είχε πάει καλά η χρονιά κι είχε βεντέμα, υπήρχε ελπίδα ο πατέρας που κατέβαινε στη χώρα για τις προμήθειες να κρατούσε και παπούτσια για τα μικρότερα παιδιά.
Ήταν μαρτύριο για το γονέα να υπάρχουν στην οικογένεια παιδιά που δεν βοηθούσαν οι ηλικίες να καλύπτει το ένα αδελφάκι ανάγκες του άλλου. Τα μικρότερα πορεύονταν συνήθως με τα παπούτσια των μεγαλύτερων. Με τα μικρότερα ήταν το πρόβλημα.
Έτσι δεν ήταν σπάνιο να φωλιάσει πίκρα σε παιδικές καρδιές αν δεν γινόταν το όνειρο πραγματικότητα. Επειδή όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία απέμενε να περιμένουν οι αδικηθέντες το Πάσχα μήπως δικαιωθούν.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να γιορτάσουν οι Χριστιανοί τη γέννηση του Θεανθρώπου ήταν να νηστέψουν σαράντα μέρες. Η έναρξη της νηστείας ήταν η γιορτή του Αγίου Φιλίππου.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας ήταν και η εξομολόγηση για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ψυχικής μέθεξης στη μεγάλη γιορτή με τη θεία κοινωνία.
Οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες σήμαιναν κυρίως νύχτα. Οι λειτουργίες ήταν νυκτερινές στα περισσότερα χωριά.
Ήταν και το μοναδικό ξύπνημα που δεν προκαλούσε γκρίνια στους μικρότερους. Μέρα γιορτής ήταν αμαρτία να προκαλείς ένταση μουρμουρίζοντας.
Όπως συμβαίνει συνήθως τα Χριστούγεννα ήταν και μια μεγάλη δοκιμασία για τη νοικοκυρά, αφού έπρεπε από μέρες πριν να περάσουν όλα από τα χέρια της. Ακόμα και η λιγότερο δραστήρια αυτή την περίοδο έπρεπε να δείξει μεγάλη προκοπή. Να καθαρίσει γωνιά γωνιά και με πολλή σχολαστικότητα το σπίτι, να ετοιμάσει κουραμπιέδες και μελομακάρονα, να φροντίσει για το χριστόψωμο που ήταν για όλες τις γυναίκες της εποχής μια ευκαιρία ανάδειξης των ιδιαίτερων χαρισμάτων τους στη νοικοκυροσύνη.
Στην πόλη ήταν κάπως διαφορετικά τα πράγματα
Εδώ οι ρόλοι μοιράζονταν. Η γυναίκα δεν είχε δικαίωμα κατά τα κοινωνικά πρότυπα να γυρίζει στην αγορά. Ο άνδρας του σπιτιού είχε την ευθύνη να φροντίσει για όλα. Στο μέτρο του δυνατού πάντα. Συνήθως όμως κανένα από τα στοιχειώδη για το γιορταστικό τραπέζι δεν έλειπε από το ζεμπίλι.
Στις γειτονιές που προσπαθούσαν να ξαναβρούν το δρόμο τους στη ζωή οι ξεριζωμένοι Μικρασιάτες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα επικρατούσε πυρετώδης προετοιμασία. Μπορεί να έμενε σε παράγκα που λέει ο λόγος η Μικρασιάτισσα αλλά το σπίτι έπρεπε να λάμψει. Έβγαζε ατμούς λοιπόν το καζάνι κι ευώδιαζε η αλισίβα με τα δαφνόφυλλα, ενώ πηγαινοέρχονταν οι ταβάδες στο φούρνο με τους κουραμπιέδες και τα «φοινίκια».
Παραμονή θα έβγαιναν τα παιδιά να πούνε τα κάλαντα. Μια παράδοση που τηρούσαν με συνέπεια οι μικροί καλαντιστάδες γιατί θα είχαν την ευκαιρία να δουν στις τσέπες τους και κανένα νόμισμα πέρα από τα τραταρίσματα.
Οι σύλλογοι στο μεταξύ, των Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων είχαν μοιράσει τα πακέτα αγάπης, ακόμα και το πιο ταπεινό σπιτάκι θα εύρισκε έξω από την κουρελού που αντικαθιστούσε την πόρτα που δεν υπήρχε, ένα πακέτο ή ένα ζεμπίλι.
Καμιά οικογένεια των ευκατάστατων Ρεθεμνιωτών δεν ένοιωθε άνετα αν δεν είχε κάνει το χρέος της στο συνάνθρωπο.
Ήταν ένα ανθρώπινο καθήκον
Μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ξεκινούσε η άλλη κοινωνική υποχρέωση να «πούνε τη γιορτή». Μια συνήθεια που αναβάθμιζε τις ανθρώπινες σχέσεις και έφερνε όλους πιο κοντά.
Οι γιορτές βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τις σημερινές που συνήθως γίνονται σε μια πιτσαρία ή ταβέρνα.
Οι εορτάζοντες είχαν το σπίτι ανοικτό από νωρίς και ο δίσκος δεν άδειαζε από ποτηράκια για λικέρ ή ρακί, ούτε και ο δίσκος με κουραμπιέδες και μελομακάρονα για να τραταριστεί ο επισκέπτης. Για δώρα τώρα ούτε λόγος. Μετρούσε περισσότερο η ανθρώπινη επαφή.
Γιορτινοί «πονοκέφαλοι»
Κάποια Χριστούγεννα όμως δεν είχαν γιορτινό χρώμα για κάποιες κατηγορίες ανθρώπων. Για τους δασκάλους παραδείγματος χάρη που ξαφνικά, λίγο μετά την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, βρέθηκαν με μειωμένο μισθό γύρισε ο κόσμος ανάποδα. Ήταν μια κατάφορη αδικία για την κατηγορία των δασκάλων που υπηρετούσαν σε ένα καθεστώς αναπληρωματικών θα λέγαμε η μείωση αυτή, καθώς ο μισθός άρχισε να καθορίζεται με βάση κάποια κριτήρια.
Λογικές επομένως οι διαμαρτυρίες.
Η δεκαετία του 1910 όμως η γεμάτη γεγονότα δεν φαίνεται να ευνοεί και πολύ τις πολιτιστικές δραστηριότητες «Τέχνες πώς να εκτιμήσει ένα αδειανό στομάχι;». Φαίνεται όμως ότι είχε παραγίνει το κακό για να αναγκαστεί ο Γιώργης Καλομενόπουλος να γράψει ένα σχετικό άρθρο στην εφημερίδα.
Και φυσικά να φέρει προ των ευθυνών του κάθε παράγοντα της πόλης που όταν του ζητήθηκε να πληρώσει ένα μικρό εισιτήριο για μια διάλεξη από κορυφαία μορφή της διανόησης το έριξε στο «δεν βαριέσαι».
Ποιος νοιαζόταν για ποίηση και γλώσσα όταν ήταν σε εξέλιξη τόσα γεγονότα.
Ήρθε πάντως ο επιφανής λόγιος για να δώσει τη διάλεξή του κι ο έρημος ο Καλομενόπουλος που φαίνεται να είχε κάποιο λόγο στη διοργάνωση δεν ήξερε που να κρύψει τη ντροπή του. Καμιά τριανταριά άτομα βρέθηκαν να παρακολουθούν το σημαντικό φιλολογικό γεγονός. Κι ήταν φυσικό για το βάρδο του Ρεθύμνου να ξεσπάσει με τη δυνατή του πένα, καταλογίζοντας στον καθένα τις ευθύνες του για την πολιτιστική κατάντια του τόπου «Αν έπαιζε Καραγκιόζη όμως θα έβλεπες κόσμο», καταλήγει το δεικτικό του άρθρο. Και δεν έχει άδικο.
Κοντά στα Χριστούγεννα όλοι γίνονταν πιο δεκτικοί, πιο υπομονετικοί λόγω των ημερών. Όταν όμως κάποιος νομάρχης το παράκανε βρήκε το μπελά του από τον τοπικό τύπο για να καταλάβει στην πράξη ότι «με την αράδα σου θα πας, αν είσαι και παπάς».
Ήταν Δεκέμβρης του 1916 και ο τότε νομάρχης Ηρακλείου ήθελε μια τηλεφωνική συνδιάλεξη, με ιδιώτη του Ρεθύμνου εδώ και χθες. Μάταια ο υπάλληλος του επεσήμαινε την υποχρέωση να τηρηθεί η διαδικασία, αφού δεν υπήρχε λόγος να γίνει εξαίρεση. Άσε που περίμενε και άλλος κόσμος τη σειρά του. Να θυμίσουμε ότι εκείνα τα χρόνια τα παλιά η τηλεφωνική επικοινωνία γινόταν με …ραντεβού, καθώς δεν υπήρχαν οι σημερινές δυνατότητες.
Η άρνηση του υπαλλήλου να υποκύψει στις απειλές του νομάρχη του στοίχισε κι ένα πλουσιότατο υβρεολόγιο που φυσικά δεν μπορούσε να ανεχτεί. Έφθασε το θέμα μέχρι τον υπουργό και φυσικά πήρε θέση και ο αρθρογράφος της «Κρητικής Επιθεώρησης» συστήνοντας στον κάθε υψηλά ιστάμενο να δείχνει τον απαιτούμενο σεβασμό στους κατωτέρους που απλά θέλουν να κάνουν το καθήκον τους.
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1916, ανάμεσα στα είδη πολυτελείας είχε συμπεριληφθεί και ο …καφές παρουσιάζοντας μια αύξηση τιμής, που ούτε η εμπόλεμη κατάσταση στον κόσμο μπορούσε να δικαιολογήσει. Είπαν πάντως οι θεριακλήδες και κείνη τη χρονιά τον καφέ καφεδάκι.
Οι γιορτές του 1917 μάλλον πως θα σημάδεψαν για μια ζωή τον καθηγητή Γυμναστικής και Φυσικομαθηματικών Ζουράρη, που είχε προκαλέσει σκάνδαλο με τη διαγωγή του.
Σε καταγγελία των γονέων αναφέρεται ότι ο καθηγητής αυτός του Παρθεναγωγείου δεν πρόσεχε καθόλου τη φρασεολογία του απευθυνόμενος στις μαθήτριές του, με αποτέλεσμα να ζητούν οι γονείς την άμεση απομάκρυνσή του από το σχολείο κατηγορώντας τον και για προσβολή της δημοσίας αιδούς, επικίνδυνη για την ηθική τους διάπλαση.
Και δεν περιορίστηκαν μόνο καταγγέλλοντας το γεγονός στη Διεύθυνση του Παρθεναγωγείου, αλλά απευθύνθηκαν και στον νομάρχη. Τι να κάνει κι αυτός μπροστά σε ένα μανιασμένο τσούρμο γονέων;
Απευθύνθηκε άμεσα στο Γενικό Επιθεωρητή που έδρευε στα Χανιά, ο οποίος για να λήξει το θέμα έδωσε εντολή για την προσωρινή απομάκρυνση του καθηγητή από τα καθήκοντά του. Κι έτσι αποκαταστάθηκε η τάξη στο Παρθεναγωγείο.
Μέρες γιορτινές λίγο έλειψε να πάθει εγκεφαλικό κάποιος ταλαίπωρος πολυφαμελίτης διαπιστώνοντας ότι έχει χάσει ένα δέμα με ρούχα και πανωφόρια για τα παιδιά του στη διαδρομή Ρέθυμνο Άδελε.
Έβαλε αγγελία στην εφημερίδα μάλιστα τάζοντας και ρεγάλο. Πουθενά δεν αναφέρεται πάντως αν βρέθηκαν τα ρούχα για να πάρουν χαρά τα παιδιά του που περίμεναν με τόση λαχτάρα το δέμα αυτό.
Συγκινητική ανταπόκριση ομογενών
Η άθλια οικονομική κατάσταση του Ρεθύμνου δεν μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την Εκκλησία. Βέβαια γινόταν μια κίνηση μέσα από φιλανθρωπικά σωματεία αλλά πώς να θεραπευθούν τόσες ανάγκες.
Ο Μητροπολίτης Τιμόθεος που έβλεπε την κατάσταση να μη βελτιώνεται δεν κατέθεσε τα όπλα. Κατέφυγε σε ισχυρότερα με την ελπίδα ότι θα φέρει αποτέλεσμα. Κάθισε και έγραψε την κατάσταση στους ομογενείς του Καναδά. Με τη γλαφυρή του πένα έδωσε την εικόνα της αθλιότητας που επικρατούσε στην πόλη. Και κατάφερε να συγκινήσει τους ομογενείς μας που ανταποκρίθηκαν άμεσα.
Μόλις έλαβε το έμβασμα ο προκαθήμενος της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων έσπευσε δημόσια να ευχαριστήσει τους ομογενείς για τη γενναιοδωρία τους, αφού κατάφεραν να συγκεντρώσουν και να στείλουν 536,55 δραχμές και να δημοσιεύσει πλήρη κατάλογο με το ποσόν που κατέθεσε καθένας από τους δωρητές.
Το Λύκειο Ελληνίδων, λίγους μόλις μήνες μετά την ίδρυσή του στο Ρέθυμνο έβαλε μπροστά ένα σχέδιο να συνδυάζεται η φιλανθρωπία με κάποιο πολιτιστικό γεγονός. Και άρχισε από το Δεκέμβρη του 1917 να οργανώνει τη Γιορτή του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου.
Η πρώτη διοργάνωση έγινε στην αίθουσα του Πρίγκηπος Γεωργίου από τις 3:00 το μεσημέρι. Και είχε τόση επιτυχία η εκδήλωση που καθιερώθηκε.
Ο Σύλλογος Κυριών πάλι συνέχισε τις εκδηλώσεις με τσάι για να συγκεντρώνει χρήματα προκειμένου να κάνει με περισσότερη άνεση το φιλανθρωπικό του έργο.
Η πλέον συγκινητική νότα πάντως είναι τα γράμματα από το μέτωπο που παρά τη λογοκρισία δίνουν μια εικόνα της ζωής των φαντάρων μας στο πεδίο της τιμής.
Οι γιορτές δεν εμπόδιζαν και κάθε θιγόμενο να ζητά το δίκιο του. Έτσι χρονιάρες μέρες, Δεκέμβρη του 1920, επιλέγει το «Βήμα» να στραφεί κατά του δήμου. Όπως καταγγέλλει ο αρθρογράφος έγιναν αυξήσεις μισθών σε όλους τους δημοτικούς υπαλλήλους πλην των οδοκαθαριστών. Φαίνεται όμως πως η σταγόνα είχε ξεχειλίσει στο ποτήρι της υπομονής των δημοτικών παραγόντων που βρήκαν ως αφορμή ένα συνεχόμενο σχόλιο όπου απεκαλείτο ο δήμος «Τεμπελχανές» και κατέθεσε μήνυση σε βάρος του εκδότη. Αν ήταν τώρα χρονιάρες μέρες ποσώς ενδιέφερε τους μηνυτές. Σημασία είχε γι’ αυτούς να μείνουν ήσυχοι πια από την σκληρή πένα του Καφφάτου. Έμειναν όμως με την πλάνη τους αυτή, όπως θα δούμε σε επόμενα αφιερώματα. Γιατί ο δημοσιογράφος με τη φλογερή πένα σε λίγο θα αποκάλυπτε κι ένα μεγάλο σκάνδαλο κλοπής επίπλων από το Διοικητήριο κατονομάζοντας και τους πιθανούς δράστες, επίλεκτα στελέχη του δήμου.
Σιγά σιγά η πόλη εύρισκε τους ρυθμούς της ευελπιστώντας ότι το 1920 θα τους έφερνε τουλάχιστον καθημερινό στο τραπέζι. Και το Λύκειο των Ελληνίδων έδινε στη δημοσιότητα το πρόγραμμά του για τις προσεχείς εκδηλώσεις του, που σκοπό είχαν αποκλειστικά την ανακούφιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Άλλωστε μόνο οι κυρίες του Λυκείου και ο σύλλογος Κυριών νοιάζονταν για τους ταλαίπωρους αυτής της πόλης. Ήταν οι καλοί άγγελοι για μικρούς και μεγάλους και οι μόνοι φορείς που έφερναν τα παιδιά πιο κοντά στο πνεύμα των εορτών με τα δώρα τους και κυρίως με την αγάπη τους.
Και τη χρονιά εκείνη θα κατάφερναν με διάφορες εκδηλώσεις αλλά και με αφάνταστα προσωπικό κόστος σε χρόνο και εργασία να φέρουν πολλά χαμόγελα στα χείλη αναξιοπαθούντων κυρίως παιδιών. Κάθε τους χοροεσπερίδα ήταν κι ένα γεγονός που η διψασμένη για ποιοτική ψυχαγωγία τοπική κοινωνία το περίμενε όπως τη βροχή το άνυδρο χώμα. Κάθε κυρία έβαζε τα δυνατά της και στην προετοιμασία του μπουφέ που χαρακτηριζόταν για την ποιότητά του και το πλήθος των εδεσμάτων του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ευχαριστημένοι οι πάντες ανταποκρίνονταν με περισσότερη διάθεση στη λαχειοφόρο αγορά δίνοντας την ευκαιρία στις κυρίες να έχουν τα έσοδα που θα τους επέτρεπαν να εκπληρώσουν στο ακέραιο τους υψηλούς στόχους τους κάθε φορά.
Από τις γιορτές στη δύση της πρώτης εικοσαετίας του περασμένου αιώνα δεν έλειψαν και οι πανδημίες που έκαναν πολλές οικογένειες να πενθήσουν και το γιατρό Ρολόγη να ωρύεται στον τοπικό τύπο για την ανάγκη λήψης υγειονομικών μέτρων. Προς το παρόν εκείνος έδινε γενικές οδηγίες στον κόσμο προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος των μολύνσεων.
Χριστούγεννα όμως του 1915 έγινε κι ένα τραγικό δυστύχημα στο Ρέθυμνο. Θα μιλήσουμε γι’ αυτό στο αυριανό μας φύλλο.