Κάποτε που επικρατούσαν άλλα ήθη στην πόλη μας,η παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν γεμάτη παλμό και κίνηση σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου.Έπρεπε να γίνουν τα ψώνια και να ετοιμαστεί το γιορτινό τραπέζι. Αυτό ήταν υποχρέωση του αρχηγού της οικογενείας ενώ της οικοδέσποινας έπεφτε το βάρος της ετοιμασίας των πρωτοχρονιάτικων γλυκών και κυρίως της πίτας.Εκείνες τις εποχές ήταν όνειδος για τη νοικοκυρά το έτοιμο γλυκό. Και ποιος να το φτιάξει; Και μπορεί να ήταν τότε οι γιορτές πιο φτωχικές είχαν όμως μια άλλη γοητεία παρά τις δυσκολίες.
Ας αναφερθούμε στην πρώτη εικοσαετία του 1900 όταν πολλά θέματα ταλανίζουν την τοπική κοινωνία όπως το πρόβλημα των δασκάλων που πέρασαν γιορτές με άδεια τσέπη.Κι ο αρθογράφος της εποχής δικαίως εξαπολύει μύδρους κατά παντός υπευθύνου, γιατί ενώ άλλοτε, όπως αναφέρει, ακόμα και οι ξένοι διοικούντες αν δεν είχαν δανείζονταν για να πληρώσουν δημοσίους υπαλλήλους και δασκάλους, επί χριστιανικής διοίκησης και με χρήματα που επαρκούν οι δάσκαλοι του Ρεθύμνου έμειναν απλήρωτοι.
Φαίνεται όμως πως η αρμόδια υπηρεσία θα πρέπει να λειτουργούσε εντελώς ανοργάνωτα, καθώς τον Οκτώβρη του 1899 έκανε τη μεγαλύτερη γκάφα από καταβολής δημοσίων υπηρεσιών. Αντί να στείλει τον φάκελο με τους διορισμούς των δασκάλων στον αρμόδιο επόπτη, τον παρέδωσε σε έναν επιβάτη που τον… ξέχασε στο ατμόπλοιο Χ. Δαούτ που τον ταξίδεψε στην Αφρική. Μόλις έγινε γνωστή η περιπέτεια του φακέλου αναγκάστηκε η διεύθυνση να εκδώσει νέους διορισμούς. Μέχρι να ενημερωθούν οι διορισθέντες πέρασαν οι μέρες και τα μαθήματα εκείνη τη χρονιά ξεκίνησαν δυο βδομάδες αργότερα.
Καλούσε τέλος ο αρθρογράφος τον αρμόδιο σύμβουλο να πάρει θέση για να πάψουν τα φαινόμενα που πλήρωναν αντί να πληρώνονται οι άμοιροι οι δάσκαλοι.
Δεν ξέρουμε βέβαια αν οι ζημιωθέντες θα διεκδικούσαν ενδίκως τα δικαιώματά τους. Θα μπορούσαν όμως στην περίπτωση αυτή να ζητήσουν τη βοήθεια του δικηγόρου Αντωνίου Βλατάκη που διατηρούσε γραφείο στην οδό Τσάρου 209, όπως βλέπουμε στη διαφήμιση που δεσπόζει στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας.
Οι πρόκριτοι του Ατσιπόπουλου ωστόσο με επικεφαλής το δήμαρχό τους προτίμησαν να πάνε οι ίδιοι στα γραφεία της εφημερίδας και να διαμαρτυρηθούν κατά της Ανωτέρας Διεύθυνσης της Δημοτικής Εκπαίδευσης για το άλλο ανήκουστο που συνέβη στο Παρθεναγωγείο τους.
Αν και η κοινότητά τους ήταν από τις πιο εύρωστες σε πληθυσμό στον νομό, είχε τοποθετηθεί για διδασκαλία στις μικρότερες τάξεις άτομο μεγάλο σε ηλικία που δεν έκανε ούτε για επιστάτης, ενώ στη θέση διδασκαλίσσης που είχε μετατεθεί στο εξάμηνο πάνω, είχαν βάλει μια κοπέλα, η οποία ήταν απόφοιτος …δημοτικού.
Κάποιος φαίνεται εκ των υψηλά ιστάμενων παραγόντων ήθελε να βολέψει ολόκληρη την οικογένεια, γιατί η εκτελούσα διδακτικά καθήκοντα απόφοιτος δημοτικού ήταν κόρη του κυρίου που δίδασκε στις μικρότερες τάξεις, ενώ κατά γενική ομολογία δεν ήταν κατάλληλος παρά για επιστάτης και με κάθε επιφύλαξη μάλιστα αν θα μπορούσε να αποδώσει και στο καθήκον αυτό.
Μάλλον όμως ότι δεν δόθηκε άμεσα λύση, γιατί μέχρι και τα τέλη Ιανουαρίου 1900 το Παρθεναγωγείο Ατσιποπούλου μένει κλειστό προς ζημία 90 κοριτσιών όπως αναφέρεται σε σχετικό δημοσίευμα διαμαρτυρίας.
Μέτρα για τον τζόγο
Επειδή λόγω των ημερών οργιάζουν τα τυχερά παιχνίδια επαναλαμβάνεται η αστυνομική διάταξη που απαγορεύει αυστηρά να παίζονται στα καφενεία μπασέτα, λασκινέ, φαραώ, μπακαράς, ρουλέτα κι ότι μπορεί να φέρει ζημία σε άλλους παίκτες. Οι ποινές είναι αυστηρότατες και κυμαίνονται από πρόστιμο μέχρι και φυλάκιση.
Αν τώρα κάποιοι δεν έχουν πώς να περάσουν την ώρα τους υπάρχει λύση. Ήδη ορίστηκε κομιτάτο Απόκρεω που καλεί τους πάντες σε συνεργασία για να γιορτάσουν ξέφρενα το επερχόμενο καρναβάλι. Ειδική επιτροπή που θα βρίσκεται στον εξώστη του ξενοδοχείου «Ελευθερία» θα κρίνει και θα βραβεύσει την καλύτερη αμφίεση.
Σεβασμός στα ήθη
Η οθωμανική κοινότητα μέχρι την αναχώρηση των Τούρκων γιόρταζε με επισημότητα το μπαϊράμι. Στο τζαμί της Νερατζέ, παρίσταντο οι τοπικές αρχές της χριστιανικής κοινότητας σε ένδειξη σεβασμού και καλής θέλησης. Ας γυρίσουμε όμως πίσω το χρόνο και ας δούμε πως γιορταζόταν η Πρωτοχρονιά στην πόλη μας.
Το πρωί της πρώτης του χρόνου όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία, με τα καλά του κάθε μέλος που καμάρωνε ιδιαίτερα αυτός που τα φορούσε όλα καινούργια. Ακολουθούσε δοξολογία μετά τη Θεία Λειτουργία, γύρω στις 10.30 το πρωί με την οργανωτική ευθύνη της Νομαρχίας. Αμέσως μετά γύριζαν στο σπίτι για φαγητό και για να προλάβει ο αρχηγός της οικογενείας το φορτωμένο με επισκέψεις πρόγραμμα που ήταν υποχρεωμένος να κάνει για να ευχηθεί στις φιλικές οικογένειες.
Και πάλι η οικοδέσποινα έμενε υποχρεωτικά στο σπίτι για να υποδεχθεί και να περιποιηθεί τους επισκέπτες.Σε κάθε σπίτι ήταν στρωμένο ένα μεγάλο τραπέζι με την εξής διάταξη:
Μπροστά ένας δίσκος με βάζα που περιείχαν γλυκά του κουταλιού (νεράντζι, κυδώνι, καρυδάκι κ.λπ.). Πίσω ακριβώς ήταν παρατεταγμένα τα νεροπότηρα με το κουταλάκι από πάνω για να σερβιριστεί ο επισκέπτης.
Δίπλα υπήρχε άλλος δίσκος με ρούμι, τσικουδιά και κονιάκ σερβιρισμένα σε ποτήρια Το δίσκο αυτό συνόδευε μια πιατέλα με ξηρούς καρπούς (σύκα, καρύδια) και μια άλλη με κουραμπιέδες, μελομακάρονα, ξηροτήγανα και άλλα γλυκίσματα της εποχής. Οι δίσκοι αυτοί ήταν μεγάλοι μετάλλινοι ή ασημένιοι με χερούλια ή ζωγραφιστοί.
Κάθε επισκέπτης σερβιριζόταν από όποιο δίσκο προτιμούσε και μετά ανάλογα με τη σχέση που είχε με την οικογένεια έκανε την «καλή χέρα» στα παιδιά της. Το δώρο φυσικά ήταν χρήματα. Τα νομίσματα τότε ήταν το χρυσό ναπολεόνι, τα πενηντάρικα, οι δραχμές, τα εικοσάρικα, τα μονόλεπτα και τα δίλεπτα. Φυσικά αυτά τα τελευταία δεν τολμούσε κανένας να τα δώσει γιατί ήταν νομίσματα ευτελούς αξίας και δεν ήθελε να κακοχαρακτηριστεί.
Οι επισκέψεις συνεχίζονταν μέχρι αργά το βράδυ και συνήθως κατέληγαν σε βεγγέρα με το ανάλογο γλέντι.
Εκείνοι που ανήκαν στην αστική τάξη είχαν και άλλη υποχρέωση. Έπρεπε να τιμήσουν τις εκδηλώσεις του συλλόγου των Κυριών και από το 1917 και μετά και του Λυκείου των Ελληνίδων.
Μια ιδέα για το κλίμα αυτών των εκδηλώσεων μας δίνει ο χρονογράφος της εποχής σημειώνοντας:
«Η εκδήλωση του Συλλόγου Κυριών ξεκίνησε στις 3 το μεσημέρι, στην αίθουσα του Ιδαίου Άντρου που φιλοξενούσε και όλες τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες του συλλόγου.
Από την πρώτη ματιά οι κυρίες κέρδιζαν τις εντυπώσεις καθώς ο διάκοσμος που είχαν επιμεληθεί αναδεικνυόταν καλύτερα στην επιβλητική αίθουσα που της πρόσθεταν μεγαλοπρέπεια οι προβολείς.
Οι ίδιες με την ίδια πάντα χάρη και ευγένεια υποδέχονταν τους καλεσμένους, ώστε δεν άργησε να δημιουργηθεί μια ωραία ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό συνετέλεσε και το βιολί του μόλις αφιχθέντος μουσικοδιδασκάλου του συλλόγου Ειρηνόπουλου που προσφέρθηκε να παίξει στην εκδήλωση για να εμπλουτίσει το πρόγραμμα.
Κόπηκαν συνολικά επτά πίτες «κατά τη διανομή των οποίων επικράτησε άκρα τάξις και φαιδρότης…». Και οι κυρίες του συλλόγου έλαβαν τα εύσημα από όλους τους παρισταμένους που – σημειωτέον – έπρεπε να προλάβουν και την άλλη εκδήλωση που τους περίμενε οργανωμένη από το Λύκειο των Ελληνίδων.
Η πίτα του Λυκείου
Ο ίδιος χρονογράφος αναφέρεται και σε εκδήλωση του Λυκείου των Ελληνίδων εν έτει 1919 και αναφέρει σχετικά:
Η συγκέντρωση στο Λύκειο Ελληνίδων είχε οριστεί για τις πέντε το απόγευμα, αλλά από νωρίς πήραν τη θέση τους οι πιο ανυπόμονοι από φόβο μήπως δεν βρουν κάθισμα. Και σύμφωνα με το ρεπορτάζ μαζεύτηκε στην αίθουσα όλη η καλή κοινωνία του Ρεθύμνου.
Σερβιρίστηκε το τσάι όπως συνήθιζαν πάντα, από τις κυρίες του Λυκείου φυσικά και στη συνέχεια κόπηκαν έξι βασιλόπιτες.
Η τύχη ευνόησε την κ. Γεωργία Χαμαράκη και τη δίδα Αθηνά Μυλωνάκη. Αυτές πήραν χρυσά νομίσματα. Η τρίτη τυχερή που ήταν η δις Κατίνα Θ. Παπαδάκη πήρε ολόκληρη την έκτη πίτα.
Αργότερα κατά τις 8 το βράδυ ήρθε η ώρα του κεφιού. Έτσι «…υπό τους αρμονικούς ήχους του κλειδοκυμβάλλου του κ. Παρίδη και του βιολιού του κ. Βαλαρή ήρχισαν να στροβιλιζόμενα τα ζεύγη εις μίαν εύθυμον πόλκα και κατόπιν εις ένα ονειρώδες βαλς…» για ν’ ακολουθήσουν λανσιέδες, pas des quatre και καντρίλλιες.
Επειδή όμως νηστικό αρκούδι δεν χορεύει οι κυρίες είχαν φροντίσει με τα χρυσά τους τα χεράκια να γεμίσουν το μπουφέ με γευστικότατα κρύα πιάτα, αλμυρά και γλυκά, που άδειασαν εν ριπή οφθαλμού, μεσούντος του χορού, αφού κανένας δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος σε μια τέτοια γευστική πρόκληση.
Η εκδήλωση πήρε τέλος κατά τα μεσάνυχτα αφήνοντας άριστες αναμνήσεις σε όσους τυχερούς παραβρέθηκαν.
Διαμαρτυρία
Η Πρωτοχρονιά όμως του 1919, δεν είχε φωτεινά χρώματα για όλους. Υπήρχαν και άνθρωποι που δεν μπορούσαν ούτε και τη μέρα αυτή να χαρούν, καθώς τους έπνιγε το δίκιο. Όπως ο Εμμ. Γοβατζιδάκης για παράδειγμα που δημοσίευσε κιόλας το παράπονό του στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο.
Ήταν δημοτικός υπάλληλος αλλά δεν πήρε την αύξηση που δικαιούτο γιατί όπως διαπίστωσε, η συνήθειά του να έχει άποψη για το δημοτικό ζήτημα δεν εύρισκε σύμφωνους αρκετούς από το δημοτικό συμβούλιο που τον «περιποιήθηκε» καταλλήλως.
Εκείνος όμως δεν τους χαρίστηκε και όπως αναφέρει στην επιστολή του στον τοπικό τύπο «…οι κύριοι σύμβουλοι οίτινες επρωτοστάτησαν εις το να μην αυξηθή η μισθοδοσία μου ελησμόνησαν φαίνεται ότι δεν είναι αιρετοί αλλ’ ότι είναι εντελώς τυχάρπαστοι και κατά συνέπειαν δεν ώφειλον να μην είναι τόσον απολυταρχικοί, επιπλέον δε ελησμόνησαν ότι είμαι στρατιώτης και συνεπώς ότι προ παντός άλλου έπρεπε να τύχω οικονομικής ενισχύσεως. Αλλά βεβαίως ουδείς εκ των δημοτικών τούτων συμβούλων δύναται να αισθανθή ούτε τας ανάγκας τας οποίας έχει ο στρατιώτης ούτε τας θυσίας εις τας οποίας υποβάλλεται ούτος, διότι ουδείς, εκ των κυρίων τούτων εξεπλήρωσε πώποτε τας στρατιωτικάς αυτού υποχρεώσεις ούτε εν ειρήνη ούτε εν πολέμω…».
Και ο ατυχής Γοβατζιδάκης κλείνει την επιστολή του βεβαιώνοντας ότι δεν επιδιώκει άρση της αδικίας σε βάρος του με τη μισθολογική του αποκατάσταση απλά θέλει να καταγγείλει το ήθος των δημοτικών παραγόντων. Και τους αφήνει στην κρίση του γενικού διοικητή με την πεποίθηση ότι θα τους θυμίσει ότι σαν διορισμένοι που είναι οφείλουν να γνωρίζουν και να αποδεικνύουν ότι δεν είναι πάνω από τους νόμους και τη λογική…
Διατηρήσαμε την ορθογραφία στα σχετικά αποσπάσματα για να κρατήσουμε την ατμόσφαιρα της εποχής.
Εκείνη την Πρωτοχρονιά, καλή ώρα, αρκετοί ήταν εκείνοι που κρεβατώθηκαν από τη γρίπη. Σύμφωνα όμως με άρθρο αγανακτισμένου συμπολίτη, σε αρκετά αυστηρό ύφος, ενώ συνιστάται από τις υγειονομικές αρχές ειδική δίαιτα και κατανάλωση γάλακτος, αυτό που προσφέρεται από τους χωρικούς δεν έχει πια γεύση του γνωστού παχύρευστου ποτού της ζωής, από τη νοθεία που γίνεται όλο και πιο εμφανής. Αναγκάζονται επομένως ορισμένοι να καταναλώνουν γάλα του κουτιού, το οποίο όμως είναι χαλασμένο. Αφού λοιπόν, ωρύεται ο αρθρογράφος, δεν υπάρχει αστυνομική εποπτεία να περιορίσει την νοθεία του νωπού γάλακτος ας αποφασίσει το υπουργείον Επισιτισμού να επιτρέψει την εισαγωγή παστεριωμένου και να μην περιμένει να εξαντληθούν οι παρακαταθήκες για να παραλάβει νέα παρτίδα όπως συνηθίζεται.
«Επιτέλους λίγο ενδιαφέρον κύριοι αρμόδιοι» καταλήγει ο οργισμένος αρθρογράφος που υπογράφει Α.Ω.
Κι εμείς που το διαβάζουμε απορούμε που υπήρξε κάποτε κράτος με απαγόρευση κάθε εισαγωγής προϊόντος αν προηγουμένως δεν εξαντλούντο οι παρακαταθήκες, ενώ στις μέρες μας εισάγουμε και ό,τι παράγουμε και μάλιστα με μεγάλη γενναιοδωρία.
Από κοντά και οι βουλευτές
Γιορτινές μέρες και δεν μπορούσαν οι πολιτικοί να μείνουν μακριά από την εκλογική τους περιφέρεια. Έτσι η «Κρητική Επιθεώρηση» καλωσορίζει τον στρατιωτικό ιατρό και βουλευτή Ρεθύμνου κ. Μιχαήλ Παπαμιχελάκι τονίζοντας ότι:
«Οι πολυπληθείς φίλοι του λαοφιλούς μας πολιτευομένου έσπευσαν να τον συγχαρώσι επί τη αφίξει του, διαδηλούντες ούτω την ειλικρινή αφοσίωσιν μεθ’ ής τον περιβάλλουσιν επαξίως προς τας υπ’ αυτού παρασχεθείσας πολλαπλάς υπηρεσίας εν τη υποστηρίξει των συμφερόντων του νομού μας…».
Επιστροφή αιχμαλώτων
Η πιο ενδιαφέρουσα είδηση πάντως είναι αυτή που αναγράφεται στα «ψιλά» και αφορά την επιστροφή νέων αιχμαλώτων.
Όπως διαβάζουμε λοιπόν με το ατμόπλοιο «Εσπερία» που είχε μεταβεί για το σκοπό αυτό στη Βάρνα της Βουλγαρίας, έφτασαν στη Σούδα και νέοι αιχμάλωτοι του Γκαίρλιτς και συγκεκριμένα 893.
Για να καταλάβουν οι νεότεροι πρέπει να σημειώσουμε πως οι αιχμάλωτοι αυτοί είχαν τη δική τους τραγική ιστορία φορτισμένη από την κόντρα βασιλικών και βενιζελικών.
Τον Αύγουστο του 1916, η Ελλάδα ήταν «κομμένη» στα δύο. Από τη μια ήταν η κυβέρνηση Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, όπου ήταν εγκατεστημένες οι αγγλογαλλικές δυνάμεις της Αντάντ. Από την άλλη, η κυβέρνηση των Αθηνών, υπό τον Γερμανόφιλο βασιλιά Κωνσταντίνο. Στις 18 του μήνα, ο βουλγαρικός στρατός με σύμμαχο τη Γερμανία, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην Ανατολική Μακεδονία. Στόχος τους, όπως ισχυρίζονταν, ήταν να περιορίσουν τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων της Αντάντ. Ο εκτελών χρέη διοικητή, συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, με καθημερινές εκκλήσεις προς την Αθήνα, ζητούσε βοήθεια. Οι Γερμανοί αδιαφορώντας για τις εγγυήσεις που έδωσαν στον βασιλιά, πίεζαν αφόρητα τον Χατζόπουλο, να εγκαταλείψει την πόλη. Για να αποφευχθεί η αιχμαλωσία του Δ’ Σώματος Στρατού, από τον βουλγαρικό στρατό, ο Χατζόπουλος ζήτησε τη μεταφορά του στρατεύματος, μαζί με τον οπλισμό του, στη Γερμανία, ως το τέλος του πολέμου. Το αίτημα του συνταγματάρχη Χατζόπουλου έγινε δεκτό. Οι Έλληνες στρατιώτες παραδόθηκαν αμαχητί, εγκατέλειψαν οικειοθελώς την πόλη σε μια ξένη στρατιωτική δύναμη και αποφάσισαν να μεταφερθούν στη Γερμανία και συγκεκριμένα στην πόλη Γκέρλιτς. Όταν ο ελληνικός στρατός έφθασε στο Γκέρλιτς, η υποδοχή ήταν θερμή. Γερμανοί αξιωματικοί και κάτοικοι της πόλης υποδέχθηκαν το Δ’ Σώμα Στρατού, ενώ μπάντα παιάνιζε προς τιμή τους. Οι αρχικές προσπάθειες των Γερμανών, κυρίως όσων αγαπούσαν την κλασική Ελλάδα, ήταν να εμφανιστεί η παραμονή των Ελλήνων στη Γερμανία ως πράξη «φιλοξενίας». Ωστόσο, ήταν μια ιδιότυπη αιχμαλωσία, καθώς σε κανέναν και για οιονδήποτε λόγο δεν επετράπη να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος, καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής στη γερμανική πόλη, οι φιλοβασιλικοί και γερμανόφιλοι αξιωματικοί είχαν προνόμια, τα οποία δεν ίσχυαν και για τους βενιζελικούς. Ιδιαίτερα για τους απλούς στρατιώτες, η κατάσταση ήταν μαρτυρική. Σχεδόν στο σύνολό τους, υπέφεραν το μαρτύριο των στερήσεων, της ελλιπούς διατροφής και του αφόρητου κρύου στις παράγκες του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περίπου 400 άτομα, τα περισσότερα από φυματίωση. Παρά τα προβλήματα, οι Έλληνες «όμηροι» μεγαλούργησαν ως κοινότητα. Έβγαλαν δική τους εφημερίδα, που εκδόθηκε σε όλη τη Γερμανία και ηχογράφησαν ρεμπέτικα και παραδοσιακά τραγούδια. Εκεί έγινε για πρώτη φορά παγκοσμίως και η ηχογράφηση ενός μπουζουκιού, τον Ιούλιο του 1917. Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτιστική δράση πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων καλλιτεχνών και διανοουμένων, όπως του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Ρώτα. Φυσικά, δημιουργήθηκαν σχέσεις και οι στρατιώτες ερωτεύθηκαν και παντρεύτηκαν Γερμανίδες. Τελικά, η «αιχμαλωσία» τους έληξε, όταν η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο.
Και οι αιχμάλωτοι άρχισαν να επιστρέφουν.
Ανάμεσά τους και κάποιοι που έτυχε να παντρευτούν με Γερμανίδες και θα διαδραματίσουν αργότερα σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της Μάχης της Κρήτης στα Αδελοπήγια.
Κοντά στη ζωή όμως και ο θάνατος. Η άλλη όψη του νομίσματος στην κοινωνική ζωή.
Έτσι στη στήλη της κοινωνικής ζωής δημοσιεύονται και τα ευχαριστήρια της βαρυπενθούσης οικογενείας Λαγκουβάρδου από τους Αποστόλους προς τους συμμετέχοντες στο πένθος τους για τον θάνατο της προσφιλούς αυτών συζύγου και μητέρας αλλά και της οικογενείας Τσουρλάκη από τα Μετόχια που πενθούσε τον πατέρα της. Στο ευχαριστήριο αυτό γίνεται λόγος και στον ζήλο των γιατρών και νοσηλευτών του νοσοκομείου Ρεθύμνου που νοσήλευσαν τον εκλιπόντα στη διάρκεια της ασθενείας του.
Αυτή ήταν η Πρωτοχρονιά του 1919 που γιόρτασαν οι Ρεθεμνιώτες μυρωμένη από την κολόνια Μενούνος που μόλις είχε προμηθευτεί και διέθετε χύμα ποιος άλλος; Το πάντα οργανωμένο και ενημερωμένο φαρμακείο Ιωάννου Κούνουπα.
Πόσο διαφορετική αλήθεια εκείνη η εποχή από τη δική μας, τόσο απλή αλλά και τόσο γεμάτη ζεστασιά από την ανθρώπινη επαφή. Δεν υπήρχαν βλέπετε δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης τότε. Τα σχόλια δικά σας, ενώ το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.
Δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης