Ήσουν της παλιάς γενιάς, απ’ αυτούς που αγόραζαν καθημερινά αθηναϊκή εφημερίδα, την οποία ξεκοκάλιζες τα απογεύματα στην αυλή, και τα βράδια στο κρεβάτι με το πορτατίφ στο κομοδίνο αναμμένο μέχρι αργά. Χώρια τις άλλες εφημερίδες, αυτές στο καφενείο που διάβαζες όταν το επισκεπτόσουν. Χρόνιος καπνιστής και ταβλαδόρος. Από εσένα έμαθα τους κανόνες του επιτραπέζιου παιχνιδιού. Ποτέ δε με άφησες να κερδίσω. Το σκορ πάντα έγραφε μεγάλη διαφορά. Έπρεπε να μάθω ότι έπρεπε να κερδίζω με την αξία μου πάντα, ακόμα κι αν επρόκειτο για παιχνίδι. Σε χαμερπούς καιρούς για την πολιτική ζωή, έκρυβες την εφημερίδα παραμάσχαλα ή τη δίπλωνες να χωράει στην κωλότσεπη, δημόσιος υπάλληλος βλέπεις, δεν ήξερες από που θα σου έρθει.
Όταν μεγάλωσα λιγάκι και πρόσεξα το πάθος σου για την ανάγνωση, και ότι είχες μια έφεση προς τα ιστορικά βιβλία, στη γιορτή σου με το χαρτζιλίκι μου αποφάσισα να σου κάνω δώρο ένα βιβλίο. Τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Δυσεύρετο τότε βιβλίο, δεν υπήρχε η τωρινή διαδικτυακή προσφορά και αναζήτηση. Περιοριζόσουν στα βιβλιοπωλεία της πόλης, και έτσι το μόνο που βρήκα μετά από επίμονη αναζήτηση ήταν μια έκδοση σε μορφή τσέπης. Δεν μου είπες τίποτε τότε για το δώρο μου, ούτε άφησες να φανεί κάποιο σημάδι αντίδρασης. Βρήκα αργότερα το βιβλίο στα πράγματα του σπιτιού, πολυδιαβασμένο και με τσακισμένες τις σελίδες όπου σταματούσες και ξανάρχιζες.
Ό,τι κακό και καλό είχες μου το μετέδωσες, θέλοντας και μη. Ό, τι γίνεται δεν ξεγίνεται, κι ό,τι μαθαίνεται δεν ξεμαθαίνεται. Θα σε ευγνωμονώ εσαεί για το πάθος της ανάγνωσης που μου μεταλαμπάδεψες. Θα είχαμε, αν ζούσες, πολλά βιβλία να ανταλλάξουμε και να σχολιάσουμε. Όμως έφυγες νωρίς… που λέει και η Ελευθερία Αρβανιτάκη στο τραγούδι του Σπανουδάκη. Είναι μερικά πράγματα στα οποία μόνο γραπτώς μπορείς να εκφραστείς κατά πως πρέπει, εκεί που έχεις την άνεση να γράψεις και να σβήσεις, και με καθοδηγητή τη μνήμη να ρίξεις φως όπως ο ήλιος, και να ξυπνήσεις μυρωδιές από τα πράγματα και να τις τραβήξεις έξω.