Στο πολιτικό λεξιλόγιο, με τον όρο αυτόν εννοούμε (πάντα με αφετηρία τα συστατικά της λέξης) μια κατάσταση που γεννά πάθη (προβλήματα). Ονοματίζοντας σαν «πάθη» τα προβλήματα με τ’ αποτελέσματά τους, αυτόματα τα περιβάλλουμε με ένα πέπλο αοριστίας. Έτσι, η κατάσταση αυτή είναι μεν ορατή, όμως όχι ξεκάθαρη, δύσκολα ανιχνεύσιμη στα αίτια και στις διαδρομές της, με κύριο χαρακτηριστικό τη θολούρα, όπου φυσικά η αναζήτηση ευθυνών και υπαιτιότητας δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα.
Τον τελευταίο καιρό, ο όρος χρησιμοποιείται ευρέως στον δημόσιο λόγο, δίνοντας εντύπωση αναζήτησης σανίδας σωτηρίας, μέσα από μετάθεση ευθυνών από τους κυβερνώντες στους κυβερνώμενους, που η αοριστία της λέξης αυτής επιτρέπει. Μετακύλιση, όμως, προδήλως αβάσιμη και άδικη.
Πραγματικά, οι φορείς της εξουσίας είναι που οικειοθελώς την αναλαμβάνουν -όχι άμοιρη ευθυνών, προπαντός- και ορκίζονται, και (χρυσο)αμείβονται. Που κυριαρχικά αποφασίζουν για όλα. Που, προτού αναλάβουν τις ευθύνες της, γνωρίζουν τα προβλήματα, φανερά και κρυφά, είτε, τουλάχιστον, οφείλουν να τα γνωρίζουν. Και είναι οι μόνοι που μπορούν να τ’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά, αφού εκείνοι είναι που (μπορούν να) γνωρίζουν το σύστημα από τα μέσα, αυτοί μονοπωλούν το νυστέρι, τη νομοθετική πρωτοβουλία και τη διοικητική μέριμνα, είτε τη δικαστική κρίση. Αν κάποιος φορέσει ένα πηλίκιο ή παρουσιαστεί σαν αρμόδιο δημόσιο πρόσωπο, είτε επιχειρήσει μόνος του να βρει το δίκιο του, ούτε θα καταλάβει για πότε θα ’χει βρεθεί στο σκαμνί για αντιποίηση αρχής και απάτη, είτε για αυτοδικία. Όσον αφορά τώρα τις παροχές στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, δεν αποφασίζουν εκείνες, αλλά οι κρατικοί αρμόδιοι είναι που δίνουν κάθε φορά το πράσινο φως.
Ο όρος «παθογένεια», λοιπόν, κάθε άλλο από διαφωτιστική λειτουργία επιτελεί στο πολιτικό λεξιλόγιο, ναυάγιο της σαφήνειας και καραμέλα για ανεγκέφαλους. Συνακόλουθα, η όποια άποψη ότι ο απλός πολίτης είναι σε θέση να τα βάλει ο ίδιος με τις παθογένειες, ευθυνόμενος για τη συντήρηση και διαιώνισή τους, είναι απλά αστεία αν όχι σκοταδιστική, διότι -στο τέλος της βραδιάς- μόνο το κράτος είναι ο αποκλειστικά υπεύθυνος, αρμόδιος και ικανός να τις αντιμετωπίσει (εφόσον, εννοείται, έχει τη σχετική βούληση…).