Σχετικά με το θέμα μας αυτό μνημονεύω τον εκλιπόντα καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Αριστόβουλο Μάνεση και παραθέτω κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο του «Συνταγματικά Δικαιώματα: ατομικές ελευθερίες» (1978):
«Για την πρακτική λοιπόν επαλήθευση του δημοκρατικού χαρακτήρα ενός πολιτεύματος και την κατοχύρωση της ελεύθερης και ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στο σχηματισμό και στην εκδήλωση της κρατικής θέλησης και ειδικότερα στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, είναι αναγκαία η θέσπιση ορισμένων φραγμών, περιοριστικών των εκάστοτε ασκούντων την κρατική εξουσία, και η διασφάλιση ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων απέναντί τους και ιδίως εκείνων, τουλάχιστο, που εγγυώνται την ανεμπόδιστη και ανόθευτη άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Οι ατομικές ελευθερίες προστατεύουν λοιπόν τις πολιτικές ελευθερίες, δηλαδή την αυθεντικότητα της πολιτικής θέλησης του λαού, ώστε οι οποιοιδήποτε οπουδήποτε κρατούντες να μη μπορούν να τον εξαναγκάσουν – με τους καταθλιπτικούς μηχανισμούς υλικού και ιδεολογικού καταναγκασμού που διαθέτουν τα σύγχρονα κράτη – να «θέλει» ό,τι θέλουν αυτοί (εκφράζοντας «ελεύθερα» την ομοφωνία του!) (σελ. 34-35).
Στο σημείο αυτό μια μικρή παρένθεση, να μνημονεύσουμε επίσης τον Έριχ Φρομ και το βιβλίο του «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία» (1941). Και συνεχίζουμε με τον Αριστόβουλο Μάνεση:
«Στη διαλεκτική πορεία του ιστορικού γίγνεσθαι έρχεται εποχή – και τέτοια είναι η μεταβατική εποχή μας – όπου η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας, εφόσον συνεχίζεται λόγω του υπάρχοντος συσχετισμού κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, απολήγει να ευνοεί – είναι «ο συντομότερος δρόμος» – την προώθηση των λαϊκών μαζών προς την εξουσία, στο βαθμό που διευκολύνει την πολιτική δράση τους με τις δυνατότητες που παρέχει για ευρύτερη οργανωτική ανάπτυξη και ιδεολογική ζύμωση. Στην ιστορική εξέλιξη τα ατομικά δικαιώματα τείνουν, δηλαδή, να αποβάλουν αντικειμενικά τον τυπικό χαρακτήρα τους, και οι ατομικές ελευθερίες παύουν να είναι «αστικές» ελευθερίες. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι οι κρατούντες προσπαθούν, όσο μπορούν, να περιστέλλουν ή να αναστέλλουν τη λειτουργία τους (στο πλαίσιο αυτών των ιστορικών εξελίξεων εντάσσεται, τόσο το μεσοπολεμικό φαινόμενο του φασισμού, όσο και το μεταπολεμικό φαινόμενο του «ισχυρού κράτους»). Διότι ακριβώς οι ελευθερίες αυτές αποβαίνουν νομικά ερείσματα και βελτιωμένες θέσεις μάχης για τις νέες κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις. Και είναι φυσικό οι δυνάμεις αυτές να ενδιαφέρονται, αντίστροφα, για τη διατήρηση των ατομικών ελευθεριών, όχι μόνο και όχι τόσο καθεαυτήν, όσο για τη διεύρυνση και την ουσιαστικοποίησή τους σαν ιστορική προοπτική, η οποία συνδέεται με τον κοινωνικό μετασχηματισμό που επιδιώκουν. Διότι η κοινωνική δημοκρατία, όταν εγκαθιδρυθεί, κινδυνεύει να παραφθαρεί και διαστρεβλωθεί αναπόφευκτα – τα διάφορα είδη «υπαρκτού σοσιαλισμού» της εποχής μας βεβαιώνουν του λόγου το ασφαλές – εάν αγνοήσει τα ιστορικά επιτεύγματα της πολιτικής δημοκρατίας». (σελ. 36-37).
*Ο Παρασκευάς Μαμαλάκης είναι συγγραφέας