Κάθε φορά που γινόταν κουβέντα για τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις ο αείμνηστος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις μου έλεγε ιστορίες σχετικές που γράφτηκαν στα χρονικά της πόλης με διάθεση χωρίς προκαταλήψεις. Και το επιμύθιο όλων αυτών ήταν πως δεν έφταιξαν ποτέ λαοί για τα δεινά μας. Οι ηγεσίες είχαν πάντα την ευθύνη.
Ανάμεσα στις τόσες ιστορίες είχα ξεχωρίσει εκείνη του Σκουλή Μπαμπά ενός χαρακτηριστικού τύπου της πόλης, που ήταν μια ξεχωριστή μορφή ιερωμένου, φιλάνθρωπου και ζωόφιλου, ενός σπάνιου ανθρώπου που αν και πιστός στο κοράνι εφάρμοζε αρχές του Ευαγγελίου.
Στην εποχή του σπάνιου εκείνου ανθρώπου ο κόσμος ήταν περισσότερο ευαισθητοποιημένος στην δυστυχία του πλησίον.
Κι όπως τονίζει ο Μιχαήλ Παπαδάκις, πολλές φορές οι Οθωμανοί που ζούσαν αδελφωμένοι με τους Ρεθεμνιώτες, έδειχναν περισσότερο φιλάνθρωπα αισθήματα από τους δικούς μας.
Γιατί αυτό τους επέβαλε το κοράνι που ανέφερε σχετικά «Τα πλούτη και τα παιδιά είναι ευτυχία για τον άνθρωπο. Εκείνο όμως που υπερέχει από όλα είναι οι καλές πράξεις».
Κι αυτό φρόντιζε ο Σκουλή μπαμπάς να το θυμίζει με το καθημερινό του οδοιπορικό στο δρόμο της αγάπης και της κοινωνικής προσφοράς.
Ποιος ήταν όμως ο άνθρωπος αυτός που αγαπούσαν το ίδιο ομόθρησκοι και αλλόθρησκοι και τον σιγοντάριζαν στο έργο του;
Λεγόταν Αλή και είχε έρθει στο Ρέθυμνο από τη Μπουχάρα, πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν, γύρω στα 1884.
Εδώ πήρε το όνομα Ατσίκ μπας μπαμπάς γιατί ποτέ δεν έβαλε κάλυμμα στο κεφάλι του. Αργότερα του κόλλησαν το «Σκουλή« μπαμπάς επειδή τα μακριά μαλλιά του έπεφταν σαν σκουλιά στους ώμους του. Ήταν η προσωποποίηση της απόλυτης αυτάρκειας. Κρατούσε πάντα στα χέρια του ένα τεπέρι (πελέκυ), ενώ στο δεξί του αυτί έφερε ένα σκουλαρίκι σημείο ότι δεν επρόκειτο να παντρευτεί ποτέ. Μιλούσε Τουρκικά και Περσικά. Ελληνικά γνώριζε λίγα.
Κατά γενική ομολογία ήταν ένας σοφός του καιρού του, λόγιος, και ιδιαίτερα σεβαστός άνθρωπος. Είχε λέγεται και το χάρισμα της ενόρασης.
Αγαπούσε να συζητά με τον κόσμο, κάθε ηλικίας και είχε την άνεση να απαντά σε κάθε ερώτημα, που του έθεταν, χωρίς κανένα πρόβλημα.
Από την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος κατέβαινε στην πόλη. Ένα τσούρμο σκυλιά που τον ακολουθούσαν ήταν οι προπομποί του. Η εμφάνισή του όμως δεν προκαλούσε θυμηδία στην επιρρεπή να κάνει χάζι με κάθε ιδιόρρυθμο συντοπίτη τοπική κοινωνία.
Αντίθετα οι πτωχοί έπαιρναν ανάσα ανακούφισης στη θέα του γιατί είχαν εξασφαλίσει ένα ξεροκόματο, ενώ οι υπόλοιποι τον πλησίαζαν διψασμένοι για τα λόγο και την ευλογία του. Οι πλούσιοι μάλιστα, που τον θεωρούσαν όργανο της θείας πρόνοιας, του άνοιγαν διάπλατα το θησαυροφυλάκιό τους να πάρει ό,τι θέλει. Κι εκείνος άπλωνε το χέρι περιφρονώντας τα χρυσά και αργυρά νομίσματα. Έπαιρνε μεταλλίκια, το πιο ταπεινό νόμισμα, και με αυτά έκανε τις καθημερινές του ελεημοσύνες.
Οι γυναίκες πάλι είχαν στη διάθεσή του όσο ψωμί άντεχε να κουβαλήσει στο τσουβάλι που είχε μαζί του. Κι εκείνος το γέμιζε όχι για τον εαυτό του. Διέθετε ολόκληρο το φορτίο για κάθε πεινασμένο είτε άνθρωπο είτε σκυλί. Με την ίδια αγάπη συμπεριφερόταν σε κάθε πλάσμα του Θεού.
Όσο για τον ίδιο. Καθένας απορούσε και με το δίκιο του πως ζούσε ο άνθρωπος αυτός μέσα σε απόλυτη ένδεια. Περιουσίες ολόκληρες περνούσαν από τα χέρια του, είχε ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει άνθρωπος. Κι όμως αυτός περιοριζόταν στα απολύτως αναγκαία για να χορτάσει τους φτωχούς αλλά και τα σκυλιά του που ήταν αναρίθμητα.
Ένας ανιδιοτελής ζωόφιλος
Όπως καληώρα συμβαίνει και στις μέρες μας, την ίδια τακτική ακολουθούσαν οι ζωόφιλοι με ημερομηνία λήξης της εποχής εκείνης. Μάζευαν ένα σκυλί και το είχαν μέχρι να το βαρεθούν. Πως όμως με τι καρδιά να το σκοτώσουν; Πήγαιναν λοιπόν και το παρατούσαν όπου βόλευε.
Έτσι τα αδέσποτα πολλαπλασιάζονταν ως οι κόκκοι της άμμου στη θάλασσα.
Ευτυχώς για τα ταλαίπωρα ζώα υπήρχε ο Σκουλή μπαμπάς που δεν τα στερούσε ούτε από ψωμί ούτε από χάδια. Έβλεπες λοιπόν να τον ακολουθούν καθημερινά και εκατό σκύλοι πολλές φορές.
Σε όλα τα ζώα φερόταν με αγάπη. Σήκωνε απειλητικά τη μπαστούνα του μόνο στις περιπτώσεις που γινόταν καυγάς για το ξεροκόμματο. Ο Σκουλή μπαμπάς απειλώντας μόνο επέβαλε τη τάξη.
Λέγεται πως αγαπημένη του γωνιά ήταν εκεί στο σημερινό κτήριο της οδού Τσουδερών, όπου η πρώην Εθνική Τράπεζα. Βόλευε εκεί γιατί υπήρχε και βρύση.
Εκεί είχε το στέκι του ο καλοκάγαθος εκείνος άνθρωπος με την απέραντη αγάπη στην καρδιά του για κάθε πλάσμα του Θεού.
Δεν υπήρχε φτωχός, ανήμπορος, ορφανός, άρρωστος, που να μην ευεργετηθεί από τον Σκουλή Μπαμπά.
Όσο για τον ίδιο, κυκλοφορούσε πάντα ρακένδυτος, ξυπόλυτος πεινασμένος. Η μακριά του κελεμπία, που από καιρό είχε χάσει το χρώμα της, ήταν γεμάτη μπαλώματα. Ζούσε σαν αληθινός ασκητής.
Το χειμώνα με το κατακαίρι φώλιαζε όπου εύρισκε καταφύγιο και το καλοκαίρι απολάβανε τη φύση στην ύπαιθρο.
Όμως το πολυσήμαντο κοινωνικό του έργο δεν άργησε να ανταμειφθεί με την παραχώρηση ενός οικίσκου (τουρμπέ) στο Μασταμπά, κοντά στο Μουσουλμανικό Νεκροταφείο, που του είχε παραχωρηθεί από τη διεύθυνση Θρησκευτικών Μουσουλμανικών Ιδρυμάτων και Ανωνύμων Αφιερωμάτων Ρεθύμνου.
Σύμφωνα με τον Μουχαρέμ Ουζάλ Νουμανάκι, ο χώρος αυτός είχε μεταβληθεί σε τόπο προσκυνήματος και όσο ζούσε ο Σκουλή μπαμπάς, αλλά περισσότερο μετά το θάνατό του. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονταν ότι θαυματουργούσε.
Εκεί έμενε ο φιλάνθρωπος ιερωμένος μέχρι το 1907 που πέθανε. Βρέθηκε νεκρός έξω από τον τεκέ του, κάτω από μια ανθισμένη αχλαδιά. Κι όπως πάντα τον είχαν περιτριγυρίσει πτωχοί, ορφανά και αμέτρητα σκυλιά. Αυτή τη φορά δεν περίμεναν τίποτα από αυτόν. Είχαν μαζευτεί για να θρηνήσουν το χαμό του προστάτη τους.
Τούρκοι και Ρωμιοί τον ακολούθησαν την επομένη στην κηδεία του με πραγματική θλίψη. Τον διάβασαν στο τζαμί του Χατζή Χουσείν Πασά στο λιμάνι κι από κει πήγαν και τον έθαψαν στα μεζάρια του Μασταμπά σ’ ένα σπιτάκι πίσω από τον κλίβανο.
Όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, πήραν και τα οστά του Σκουλή μπαμπά και τα ενταφίασαν στο Νεκροταφείο Σμύρνης παρά του επιστάτη του τουρμπέ του Αλή Πινιαλάκη του Μουσταφά.
Ένας λόγιος Τουρκορεθεμνιώτης
Μπορεί να οφείλουμε πολλά στον Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι για την αναβίωση γεγονότων και μορφών του παλιού Ρεθύμνου με τη χαρισματική του πένα αλλά είμαστε ευγνώμονες και στον Μουχαρέμ Ουζάλ Νουμανάκι. Ήταν επίσης λόγιος. Είχε αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο του Ρεθύμνου και κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών ήταν Γραμματέας του Εφκαφίου και της Μουσουλμανικής Δημογροντίας. Την υποχρεωτική του μετεγκατάσταση στο Αϊβλί δεν μπόρεσε να τη συνηθίσει ποτέ και θεωρούσε πατρίδα του πάντα το Ρέθυμνο.
Διατηρούσε αλληλογραφία με τον Παπαδάκι, σε άψογη χρήση της ελληνικής γλώσσας από το 1954 μέχρι το 1972. Στις επιστολές του αυτές μας δίνει σπουδαίες πληροφορίες για το παλιό Ρέθυμνο.
Έχοντας ενθουσιαστεί από ένα δημοσίευμα του Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι, στο «Βήμα«, για τον Σκουλή μπαμπά, γράφει τις εντυπώσεις του στον εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας Μιχαήλ Παντζάρη (2-4-1954) επιβεβαιώνοντας κάθε φράση του Παπαδάκι και προσθέτει μερικές λεπτομέρειες γύρω από την καταγωγή του φιλάνθρωπου ιερωμένου.
Η μάνα του νερού
Αξίζει με την ευκαιρία να παραθέσουμε δυο ακόμα επιστολές του Νουμανάκι για το παλιό Ρέθυμνο εξαιρετικής ιστορικής σημασίας:
Εν Αϊβαλί τη 22 Ιουλίου 1954.
Αγαπητέ μου φίλε…
Παρακαλώ όπως δεχθείτε σήμερον τας πληροφορίας μου για το υδραγωγείων της αγαπητής μου πόλεως Ρεθύμνου…
Έξωθεν της πόλεως, ολίγον μακρά του Υδραγωγείου, προς τον λόφων Ευληγια, πλησίον του Μοναστηρίου Αγίου Γεωργίου και εντός της προς τα μετόχια Σκαρπιτσου και Ρισβάνι φάραγκος, υπάρχει η μάνα του νερού λεγόμενη, ένθα από της εποχής των Βενετών υπήρχε μια δεξαμενή «χαβούζα» θολωτή και από της οποίας διοχέτευε το πόσιμο ύδωρ εις την πόλιν διά σωλήνων πήλινων «κούδουκα».
Η κύρια πηγή των εν λόγω υδάτων αρχίζει από το βουλισμένο μέρος «χονη» της θέσεως «Ακκόνια» της κτηματικής περιφέρειας του χωριού Αμπελάκι.
Το υδραγωγείων της πόλεως Ρεθύμνης κείμενον έξωθεν της πόλεως κατά την συνοικίαν του «Μασταμπά» και πλησίον του Τεμένους «Βελιγιουδήν Πασσά» έχθιστη κατά το έτος 1892 παρά της Διευθύνσεως των Μουσουλμανικών θρησκευτικών Ιδρυμάτων και Ανωνύμων Αφιερωμάτων «Εφκάφιον» της επαρχίας και Νομού Ρεθύμνης. Επί της εποχής του στρατιωτικού και πολιτικού διοικητή «Μουτεσσαρόφ», «Νουσρέτ Πασσά» και του Πρόεδρου του Εφκαφιου «Ομέρ Λουτφη».
Εξόδευσε τότε το Εφκάφιον ακριβώς δέκα χιλιάδας χρυσές Οθωμανικές λίρας με προϊστάμενων και λογιστή επί της εν λόγο επιχειρήσεως τον αρχιγραμματέα της εν λόγω Διευθύνσεως των Ιδρυμάτων «Ιβραήμ Περισσάκι» όστις προ 15 ετών επέθανεν εν Σμύρνη εγκαταλείψας πολύ καλά παιδιά αρίστως εγκατεστημένα εκεί.
Επί της εν λόγω επιχείρησης ως προσέλαβαν ως μηχανικόν του το Εφκάφιον, τον άριστον εκ των μηχανικών κύριων Σαβαν, του οποίου ο εις πους έλειπε και έφεραν ως τοιούτων ξύλινων.
Και έκαμε λίαν επιτυχώς την ταξινόμηση των πόσιμων υδάτων στην πόλιν εκ του Υδραγωγείου διά σιδηρών σωλήνων.
Το αυτόχειρον σχεδιάγραμμα του μηχανικού του, του περί του Υδραγωγείου της πόλεως Ρεθύμνης ευρίσκετε εν τη αίθουσα των συνεδριάσεων της Μουσουλμανικής Δημογεροντίας Ρεθύμνου, μέχρι της ημέρας της αναχωρήσεων των υπαλλήλων αυτής, λόγω της ανταλλαγής του 1924.
…Και παρακαλώ όπως εισηγηθείτε εν προκειμένω και ευρεθήτο σχέδιον τούτο, καθ’ όσον ενδιαφέρει όχι μόνον τον Δήμων σας αλλά και ολόκληρον τον Λαόν σας ζωτικός ως προς τον τρόπον της διακλαδώσεως και ταξινομήσεως των υδάτων εις την πόλιν σας.
Τα εγκαίνια ετελέσθησαν παρά τω Υδραγωγείο κατά την 20 Ιουλίου του 1892 ημέρα Παρασκευή και ώραν 9 π.μ. παραστημένων των, Γενικού Διοικητή Κρήτης «Τζελαλούδην Πασσά», Ρεθύμνου «Νουσρέτ Πασσά» απασχων των στρατιωτικών πολιτικών και θρησκευτικών αρχών ως και ολόκληρου του Λαού της πόλεως και περιχώρων αυτής. Εις τον άνω Γενικό Διοικητή «Τζελαλούδην Πασσά» προσεφέρθη ύδωρ προς πόσην εν του Υδραγωγείου της πόλεως παρά του προλεχθέντος αρχιγραμματέως του Εφκαφίου «Ιμβραήμ Περισσάκι» εντός ενός χρυσού κυπέλλου κατασχευασθέντος εν Κωνσταντινούπολης, θαυμάσιος ωραίου και πολύτιμου ως προς την καλλιτεχνική πέριξ αυτού τέχνη και κομψότητα. Ο δε Γενικός Διοικητής «Τζελαλούδην Πασσάς» εκτιμήσας τους προς τούτο κόπους του ως άνω λεχθέντος Ιμβραήμ Περισσάκι του απένειμε παράσημο τιμητικό.
Το δε περί ου πρόκειται κύπελλον, το Εφκάφιον Ρεθύμνου δώρισε εις τον Πρίγκιπα εις την κατά Απρίλιον του 1900 επίσκεψη αυτού εις το Ρέθυμνο, επειδή του άρεσε πολύ.
Το Εφκάφιον Ρεθύμνου επωλεί έκτοτε εκ του υπό την κυριότητα αυτού ευρισκόμενου υδραγωγείου της πόλεως μια μασούρα ύδατος 200 δραχμάς χρυσάς και την ημίσειαν, κατά 100 δραχμάς χρυσάς με τίτλων συμβολαιογραφικών. Οι αγοραστέ πόσιμου ύδατος κατά μιαν μασούραν είχον το δικαίωμα να ρέει κατωγείως και ανωγείως ανά ένα κρουνό, οι δε κατά ημιστείαν μασούραν, έναν κρουνόν μόνον κατωγείως να ρέει της οικίας των.
Επί τη ευκαιρία τούτη ευαρετηθήτε παρακαλώ να διαβιβάσετε τους χαιρετισμούς μου εις τους κύριους Εμμανουήλ Βογιατζάκην καθηγητή και Μιχαήλ Παντζαρη. Και με τους χαιρετισμούς μου θα έχετε εις την μετά ταύτην μου, παρόμοιας πληροφορίας και διατελώ πρόθυμος.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και αυτή η επιστολή του στον ίδιο τον αξέχαστο λόγιο του Ρεθύμνου με στοιχεία για την παλιά πόλη. Και σ’ αυτή αναφέρει τα εξής:
Περί Αρχαίας Ρίθυμνας
Ρέθεμνος 29 του Μάη 1955.
Αγαπητέ μου φίλε…
Ευχαρίστως εγενόμην κάτοχος τις από 31 παρελθόντος μηνός ε.ε. επιστολής σας και τεσσάρων αλλεπάλληλων αντιτύπων της εν Ρέθυμνο εκδιδόμενης εφημερίδας «Βήμα» και σας ευχαριστώ πάρα πολύ σχετικός. Τας περί αρχαίας πόλεως Ρεθύμνης, μετά των Νοσοκομείων και διαφόρων κυβερνητικών Ιδρυμάτων της πληροφορίας και διηγήσεις μου παρακαλώ όπως δεχθείτε παρά πόδας της παρούσης μου, ως ακολούθως.
Καθώς γνωρίζετε εκ της ιστορίας, ο Βασιλεύς Βονιφάτιος επώλησεν εις τους Ενετούς την Κρήτην, τη 12 Αυγούστου 1204, αλλά επειδή οι Γενουαίοι είχον μετά ταύτα καταλάβει μερικά μέρη της Νήσου, πολέμησαν προς αυτούς οι Ενετοί και έγιναν ούτως κύριοι ολόκληρου της Νήσου κατά το έτος 1210, κυριαρχήσαντες επ’ αυτής 465 έτη.
Η αρχαία λοιπόν Ρίθυμνα, το επίνειο του Αγρίου, μετά του Μασταμπά, της Μεσαμπελίτισσας, των Περιβολίων και μερικών Μετίχιον, αποτελεί τον Αστικό Δήμον Ρεθύμνης με κατοίκους οκτώ χιλιάδες επτακόσιους τον αριθμόν περίπου.
Άι οδοί της εν λόγω πόλεως Ρεθύμνης, ήσαν ευθείαι και λιθόστρωτοι, είχε τρεις ευρύχωρους πλατείας, μικρολίμενα με φανόν Ενετικό, ατακτοποίητων προκυμαία, με περιτείχισιν της πόλεως με τρεις θαυμάσιας πύλας ας έκλειον το βράδυ και τας ήνοιγον το πρωί οι προς τούτο «Καπουτζίδες» θυρωροί και με οχυράν Ακρόπολην «Φορτέτζαν» κτισθείσα επί της εποχής του Ενετικού Διοικητού «Μοροζίνι» και κατά το έτος 1400 περίπου.
Το μέρος δε της ως άνω προκυμαίας που ήτο η Βακουφική Οικοδομή ένθα ήτο τελευταίως η Δημαρχία Ρεθύμνου και το πλησίον αυτής εστιατόριων ενός που ελέγετο Λαμπάκις, ελέγετο «Χαλάστρα» το δε προς την άλλην «Τσαυρουνι» το τελευταίον μέρος της εν λόγω προκυμαίας ελέγετο «Μπαλτά» εξ αιτίας ενός βράχου ομοιάζοντος του μπαλτά, ίσον πέλεκυς που ευρίσκετο επί των εκεί ιστάμενων τειχών της Άμμου Πόρτας. Και ότι ετακτοποιήθη και απεκατεστάθη μια ωραία και θαυμάσια προκυμαία της πόλεως, μόνον τελευταίως και επί της εποχής του φιλοπάτριδος και αείμνηστου «Καλογέννη – τος».
Οι κάτοικοι της προλεχθείσης πόλεως ασχολούντο με το εμπόριο και τας τέχνες και ήσαν από τότε φιλόπονοι, οικονόμοι ως και φιλόμουσοι. Κατά δε τους παλαιούς χρόνους ηρηθείσα πόλις ήτο αφανής, αλλ’ ήκμασεν πολύ κατά τον μεσαίωνα και μετά την άλωσιν του Βυζαντίου ως και εις τα γράμματα επίσης. Και εκυριεύθη υπό των Τούρκων η εν λόγο Ρίθυμνα κατά το 1640, υπό του Διοικητή Στρατού Πολιορκίας «Γαζι Χουσεΐν Πασσά» και του «Καηταν Δεργιαν» δηλαδή διοικητή του ναυτικού «Καρά Μουσά Πασσά».
Με την ευκαιρία που αναφερθήκαμε στον Σκουλή Μπαμπά, μέσα από τις μνήμες Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι κάναμε και μια υπενθύμιση στο έργο του Μοχαρέμ Ουζάλ Νουμανάκι, που ποτέ δεν ξέχασε το Ρέθυμνο και μας διέσωσε λεπτομέρειες που θα μας ήταν άγνωστες αν δεν είχε την πρόνοια να τις μοιραστεί επικοινωνώντας με τους Ρεθύμνιους φίλους του.
Δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης
Πηγές:
Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι: Ρεθεμνιώτικες Ιστορίες: Σκουλή Μπαμπάς
Γεωργίου Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη
Ιωάννη Μιχ. Δογάνη: Συμβολή στη ρεθεμνιώτικη ιστορία, Μουχαρέμ Ουζάλ Νουμανάκις