Πώς να ήταν άραγε το Ρέθυμνο και η ενδοχώρα του, εκεί στα 1415; Εύκολο να μάθουμε αν ακολουθήσουμε τον περίφημο περιηγητή Χριστόφορο Μπουοντελμόντι στο γύρο του νησιού μας που έκανε εκείνη τη χρονιά. Ναι στα 1415!
Και θα είναι απόλυτη ακριβής η περιγραφή αν κρίνουμε πως το θέμα που ευτυχώς για τους μεταγενέστερους μας έδωσε σε μια πολύτιμη έκδοση ο Σύλλογος Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου το 1983, προλογίζει ο Στυλιανός Αλεξίου, ενώ η μετάφραση και η εισαγωγή είναι της Μάρθας Αποσκίτου.
Για όσους δεν γνωρίζουν ο Μπουοντελμόντι έγινε καλόγερος στην Φλωρεντία. Εκεί μαθήτευσε, ίσως στον Γκουαρίνο Βερονέζε και γνωρίστηκε με τον χορηγό Νικκολό Νικκολί που ασχολούνταν με την κλασική φιλολογία και γεωγραφία. Από το 1414 ως το 1430 διέμεινε στην Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο και Κωνσταντινούπολη. Έμαθε ελληνικά και συνέταξε διάφορες περιγραφές των Ενετικών αποικιών στο Αιγαίο και τις αφιέρωσε στον Νικκολό Νικκολί και Τζιορντάνο Ορσίνι. Στην Κρήτη διέμεινε δύο φορές.
Ο Μπουοντελμόντι γράφει στο πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται στο Νικκολό Νικκολί εξιστορώντας τα του ταξιδίου του, στην Κρήτη από τη βόρεια έως και τη νότια πλευρά. Αναφέρεται σε αρχαίες πόλεις, φαίνεται πως ξέρει καλά την ιστορία γιατί κάνει ενδιαφέροντα σχόλια και δεν παραλείπει να υμνεί την κρητική φιλοξενία.
Λέει για παράδειγμα σε κάποιο σημείο ότι εκεί στα δυτικά της Κρήτης, εκεί που ξεκουραζόταν με τους συντρόφους του κάποιοι πλησίασαν και αφού έμαθαν τα ονόματά τους πήραν κοντά τους και τους πρόσφεραν αλησμόνητη φιλοξενία.
Ο Buondelmonti χωρίζει την περιήγηση της Κρήτης, για διευκόλυνση των αναγνωστών του, σε τρία μέρη: στο πρώτο διηγείται πώς παρέπλευσε τη νότια και τη δυτική ακτή της Κρήτης, αρχίζοντας από τα ανατολικά, από την περιοχή της Ιεράπετρας, ως το ακρωτήριο Κώρυκος (Γραμπούσα). Τι αναφέρει άραγε για τα μέρη μας και ποιες περιοχές επισκέφτηκε;
Γιατί να δοκιμάζω την υπομονή σας με περιγραφές και δικές μου παρατηρήσεις; Σταματώ στη σελίδα 54 και απλά αντιγράφω όσα αναφέρει ο τολμηρός για την εποχή του περιηγητής:
Ρέθυμνο: Μια ωραία πόλη
«Περνούμε έπειτα χαμηλούς λόφους έως ότου ερχόμαστε στη Ρίθυμνα. Μόλις φθάνουμε συμφωνούμε όλοι ότι είναι μια ωραία πόλη.
Ξανανεβαίνουμε στο καράβι μας γιατί είμαστε κουρασμένοι και παραπλέομε την ακτή προσπαθώντας να εξετάσουμε την πεδιάδα. Θαυμάζουμε σε μικρή σχετικά απόσταση το ρεύμα του Πλατανιά με τα Περιβόλια του.
Έπειτα βλέπομε γρήγορα το ποτάμι του Αρίου (Αρκαδιώτη). Αφήνω δεξιά μου μικρά υψώματα, τα οποία διαπερνά ο Μυλοπόταμος: το όνομά του ετυμολογείται από τις ελληνικές λέξεις μύλος και ποταμός. Με το ίδιο όνομα διακρίνομε ένα κάστρο που κυριαρχεί στη θάλασσα (Πάνορμος). Πολύ κοντά, προς το νότο, είδα μια μεγάλη εύφορη πεδιάδα, η οποία από τα ανατολικά προς τα δυτικά έχει σημαντικό μήκος.
Από εκεί ο αγαπητός μου φίλος Rinuccio (d’ Arezzo) πήρε το θέμα του βιβλίου του για την «Πενία» και διηγήθηκε διάφορα πράγματα γι’ αυτή την πεδιάδα.
Βλέπομε τώρα το ακρωτήριο Ατάλη (Μπαλή) και πιο πέρα προσκυνούμε την Αγία Πελαγία.
Λέγεται ότι σ’ αυτή την ακτή, άρρωστοι άνθρωποι που έχουν πόνους χώνονται γυμνοί στην άμμο και γίνονται καλά. Βλέπομε επίσης το βουνό Κουλούκουνας, που είναι πολύ ψηλό. Όχι μακριά φαίνεται το ακρωτήρι Άγιος Σώστης…».
Το πλοίο όμως φτάνει στα Ηρακλειώτικα γι’ αυτό θα γυρίσουμε σελίδες μέχρι να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας όσο ο περίπλους συνεχίζεται από τη νότια πλευρά πλέον.
Εδώ ο Μπουντελμόντι με τους συντρόφους του επιχειρεί μια επίσκεψη στα ηπειρωτικά του νομού και μας προσφέρει μια εξαιρετική περιγραφή. Ας την απολαύσουμε:
Η Αξός του 1415
«Στα βόρεια, στη ρίζα της Ίδης, βρίσκεται το μεγαλύτερο χωριό της νήσου η Αξός. Είναι χτισμένη κοντά στην αρχή ενός ποταμού και διέκρινα εκεί σπηλιές, άλλες μικρές και άλλες μεγάλες, οι οποίες είναι κατοικήσιμες. Παραδίδεται ότι η Ρέα έφερε το γιο της Δία σ’ αυτές τις σπηλιές και τον έδωσε στους Κουρήτες για να τον αναθρέψουν κρυφά. Αυτός ο λαός ζει ακόμα και σήμερα, όπως μου φαίνεται και κατοικεί σ’ αυτό το χωριό. Οι κάτοικοι της Αξού κατάγονται από αυτούς. Ζουν αγαπητοί σε όλους και είναι ελεύθεροι και τραχείς στον πόλεμο. Κοντά στον τόπο τους, τέσσερα μίλια προς το βορρά, στο βουνό, είναι το χωριό Καμαριώτης, όπου την ημέρα του Αγίου Γεωργίου αναρίθμητο πλήθος γιορτάζει με αδιάκοπους χορούς.
Αφήνουμε το Καστρί και φθάνουμε σε ένα μεγάλο χωριό που λέγεται Μαργαρίτες. Εδώ κοντά ήταν η αρχαία και ένδοξη πόλη Πάννονα, στην οποία δεν σώζεται κανένα μνημείο. Τα άγρια δέντρα έχουν τόσο αναπτυχθεί, ώστε με δυσκολία φαίνεται το γενικό διάγραμμα. Όχι μακριά, προς τα ανατολικά, ανάμεσα σε κήπους και ευχάριστα τοπία είναι χτισμένη η Επισκοπή Μυλοποτάμου, όπως την ονομάζουν σήμερα.
Οκτώ μίλια προς τα δυτικά, βρήκα την αρχαία και μεγάλη πόλη Ελεύθερνα. Είναι χτισμένη σ’ ένα τραχύ βουνό και κανείς δεν τολμά να κατοικήσει εκεί, γιατί αν το κάμει, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου. Την εποχή της προηγούμενης επανάστασης κατά των Ενετών, η Ελεύθερνα αντιστεκόταν ως το τέλος και χρειάστηκαν στους Βενετούς δυο χρόνια για να την ξαναπάρουν».
Κι έφθασαν στο Μέρωνα
Ένας δύσβατος δρόμος μας έφερε στην άλλη πλευρά του βουνού Ίδη, στο χωριό Μέρωνας. Είναι χτισμένο σ’ ένα ύψωμα σε μια ευχάριστη θέση. Στη πλαγιά ψηλών βουνών διακρίναμε πολλές καρυδιές και καρποφόρα δέντρα σε ένα αρχοντικό σπίτι. Ετοιμαζόμουν να θαυμάσω το τοπίο όταν ένας καλόγερος άρχισε να μου λέει (…).
Ο καλόγερος που αναφέρει ο Μπουοντελμόντι είναι ο περίφημος Ματθαίος Καλλέργης. Επειδή η συνάντησή τους έχει μεγάλο ενδιαφέρον και όσα συζήτησαν φυσικά, θα τα αφήσουμε για επόμενο σημείωμα προκειμένου να ολοκληρωθεί η περιήγηση.
Η συνέχεια των ταξιδιωτικών εντυπώσεων εστιάζεται στον Άγιο Κωνσταντίνο. Αναφέρει σχετικά:
«Ύστερα από μια σύντομη διαδρομή φθάνομε σε μια πεδιάδα, απ’ όπου διακρίνομε το χωριό του Αγίου Κωνσταντίνου. Περνούμε εκεί τη νύχτα για να μπορέσουμε να παρευρεθούμε στην εορτή της επομένης. Είμαστε έτοιμοι να κοιμηθούμε, όταν μέσα στη νύχτα ερχόμενοι από τις κατοικίες τους με τις γυναίκες τους φθάνουν όλοι οι χωρικοί. Κατεβαίνουν στη πεδιάδα ο ένας πίσω από τον άλλο, κρατώντας πυρσούς και τραγουδώντας. Φθάνουν με θόρυβο στον Άγιο Κωνσταντίνο και πριν να μπουν στην εκκλησία κάνουν τρεις ή τέσσερις φορές το γύρο της με τα ζώα τους και τα πράγματά τους. Έπειτα κατασταλάζουν σε μια άκρη του ιδιώματος αυτοί που έρχονται από την Πάνω Σύβριτο. Μετά την ομιλία του ιερέα τους βρίσκουν ένα πιο άνετο μέρος. Από την άλλη πλευρά όσοι ήρθαν από την Κάτω Σύβριτο κατασκηνώνουν κάτω από τα πλατάνια. Ενώ όλος ο κόσμος χαίρεται οι νέοι βάζουν τα δυνατά τους να ξεπεράσουν τους συντρόφους των στην παλαίστρα και στο τόξο με τον ήχο των τυμπάνων, κάτω από τα βλέμματα των γερόντων. Αυτοί ασκώντας την εξουσία, τιμούν τον νικητή και θέτουν στο κεφάλι του ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα ελιάς. Στεφανώνουν επίσης τις γυναίκες που διακρίθηκαν στο χορό με στεφάνι καμωμένο από όλων των ειδών τα λουλούδια. Οι γέροι αυτοί Ρωμαίοι είναι ντυμένοι όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού. Οι οικογένειές τους παντρεύονται μεταξύ τους για να μην αναμιχθεί το αίμα αυτής της παλιάς αρχοντιάς με το αίμα ανθρώπων ξένων προ τα γενιά τους. Κι όταν ένας άνθρωπος γεννιέται σ’ αυτές τις οικογένειες μιλούν γι’ αυτόν μόνο με λόγια τιμητικά και δεν παύουν να τον αποκαλούν ως τα θάνατό του «Κύριος Τάδε».
Παρευρισκόταν σ’ αυτή τη γιορτή μεγάλο πλήθος Χριστιανών, που έπειτα επέστρεψαν στα σπίτια τους τραγουδώντας όλοι μαζί».
Ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι, όπως αναφέρει στο τέλος για τρεις μήνες έκανε την περιοδεία του στο νησί και μας άφησε έναν τουριστικό οδηγό πιο γλαφυρό σίγουρα από τους σημερινούς, αφού βασίζεται στις προσωπικές του εντυπώσεις και μόνο.
Ρέθυμνο 1670
Είχαμε κι άλλες φορές αναφερθεί στον Εβλιγιά Τσελεμπί, έναν ριψοκίνδυνο Τούρκο που είχε καταφέρει να ταξιδέψει -κατόρθωμα για την εποχή του- και να μας δώσει ενδιαφέρουσες περιγραφές των περιοχών που επισκεπτόταν. Αυτό βέβαια για μια πόλη του σήμερα δεν είναι κάτι σπουδαίο, αλλά να έχεις μια εικόνα του Ρεθύμνου του 1670 δεν είναι κάτι που μπορεί να περάσει απαρατήρητο.
Ποιος ήταν όμως ο ταξιδιώτης αυτός που μας κάνει μια τόσο σπουδαία περιγραφή και την βλέπουμε ολόκληρη σε τεύχος του «Προμηθέα Πυρφόρου» με την επιμέλεια του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι;
Ήταν ταξιδευτής, αφηγητής ιστοριών, άνθρωπος των γραμμάτων, μουσουλμάνος, στρατιώτης, μουσικός και πολίτης του κόσμου. Σύμφωνα με την Βικιπαίδεια γεννήθηκε το 1020/1611 στη συνοικία Ουνκαπάν της Κωνσταντινούπολης.
Εικάζεται πως το όνομα Εβλιγιά είναι ψευδώνυμο που υιοθέτησε προς τιμή του δασκάλου του Εβλιγιά Μεχμέτ Εφέντη, του οποίου υπήρξε «πνευματικό τέκνο», αν και στο έργο του ο ίδιος δεν κάνει καμία σχετική αναφορά. Ο πατέρας του ήταν χειροτέχνης κοσμημάτων στην Αυλή του Σουλτάνου. Η μητέρα του καταγόταν από τον Καύκασο και κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή ήταν συγγενής του Μελέκ Αχμέντ Πασά χωρίς να είναι σαφές το είδος της συγγένειάς του, πιθανώς αδελφός της. Ο ίδιος παραδίδει ακόμα πως είχε έναν αδελφό και μία αδελφή. Για επτά χρόνια ήταν μαθητής στο μεντρεσέ του Χαμίντ Εφέντη στην Κωνσταντινούπολη και εκπαιδεύτηκε ακόμα ως αφηγητής του Κορανίου. Το 1045/1636 διακρίθηκε με μία αφήγησή του κατά τη διάρκεια του «Λεϊλάτ αλ καντρ» («Νύχτα του Πεπρωμένου») και παρουσιάστηκε από τον σιλαχντάρ Μεχμέντ Αχμέντ Αγά ενώπιον του σουλτάνου, ο οποίος έδωσε εντολή να γίνει δεκτός στο παλάτι. Εκεί εκπαιδεύτηκε στην καλλιγραφία, στη μουσική και στην αραβική γραμματική.
Αφού περιηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και έγραψε λεπτομερώς για κτίρια, αγορές, ήθη, έθιμα και πολιτισμό, από το 1050/1640 μέχρι το 1087/1676 ξεκίνησε τις περιηγήσεις του εκτός της Πόλης. Οι γραπτές του εντυπώσεις συγκεντρώθηκαν σε ένα δεκάτομο έργο, το «Seyahatnâme» (Σεγιαχατναμέ – «Βιβλίο των ταξιδιών») ή σύμφωνα με το χειρόγραφο της Βιέννης Tarikh–i Seyyah («Χρονικό του περιηγητή»). Εκεί περιλαμβάνονται εντυπώσεις από ταξίδια του στον ελλαδικό χώρο, τη Βαλκανική, την Αυστρία, τη Βόρειο Αφρική, την Ανατολία, την Περσία και το Κάιρο. Χρησιμοποιεί την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής.
Ο Εβλιγιά Τσελεμπί έχει σημειώσει μια συγκεκριμένη συνάντηση με την Καγιά Σουλτάν στο Βιβλίο των ταξιδιών του. Ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην Καγιά Σουλτάν, από την εγκυμοσύνη της στο θάνατό της.
Η Καγιά Σουλτάν ήταν Οθωμανή Πριγκίπισσα, κόρη του Σουλτάνου Μουράτ Δ’ και της Χασεκί Αϊσέ Σουλτάν και ανιψιά του Σουλτάνου Ιμπραήμ Α’. Ήταν εγγονή του Σουλτάνου Αχμέτ Α’ και της Μαχπεϊκέρ Κιοσέμ Σουλτάν.
Το έργο του Τσελεμπή τοποθετείται σε ένα είδος ελαφρύτερης λογοτεχνίας που πρωταρχικός σκοπός της δεν είναι η ιστορική αλήθεια. Παρόλο που πολλές φορές αναφέρεται διεξοδικά και με ακρίβεια, ειδικά στα γεγονότα στα οποία ήταν παρών, άλλες φορές αναμιγνύει μύθους με ιστορικά γεγονότα. Προσπαθεί να παρουσιάσει το έργο του με λογοτεχνικό τρόπο και γι’ αυτό τοποθετεί πολλές φορές τον εαυτό του παρόντα σε γεγονότα. Στην εποχή του, το «Βιβλίο των ταξιδιών» εθεωρείτο καλή ψυχαγωγία για τις γυναίκες του χαρεμιού. Αντίθετα με την πρακτική των μεγάλων φιλολόγων της εποχής, ο Τσελεμπή έγραφε σε γλώσσα απλή, χρησιμοποιώντας επίσης τοπικές εκφράσεις, ενίοτε γλαφυρές. Ορισμένες αφηγήσεις του θεωρούνται φανταστικές ή είναι βασισμένες σε άλλες πηγές. Χρησιμοποιώντας την φαντασία του περιέγραψε χώρες τις οποίες ποτέ δεν επισκέφτηκε. Οι μελετητές του έργου του μπορούν σήμερα να ξεχωρίσουν το ψεύτικο από το αληθινό, έτσι το δεκάτομο έργο του παραμένει πολύτιμο για τις εκτενείς πληροφορίες που παρέχει γύρω από την κατάσταση που βρίσκονταν οι πόλεις και τα χωριά κατά την εποχή εκείνη, την ιστορία, τον πολιτισμό και τη γεωγραφία τους. Στο πρώτο τόμο του «Seyahatnâme» γίνεται περιγραφή της Κωνσταντινούπολης και θεωρείται από τους μελετητές καλή πηγή για να γνωρίσει κάποιος την οθωμανική πρωτεύουσα του 17ου αιώνα.
Μια καλή πηγή και για τους μελετητές του Ρεθύμνου
Μια καλή πηγή είναι όμως και για μας προκειμένου να έχουμε μια εικόνα του Ρεθύμνου στα 1670.
Στην περιγραφή του αυτή ο Τσελεμπί, αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή στην ίδρυση της πόλης και περιγράφει παραστατικότατα το φρούριο της Φορτέτζας αναφέρει στη συνέχεια ότι πάνω στην ακτή, πέρα από τα τείχη του φρουρίου υπήρχε ένα εξωραϊσμένο ορθογώνιο που ήταν στρατιωτικός σταθμός και ανατολικά υπήρχαν οικοδομές που έβλεπαν στη θάλασσα ιδιοκτησίας χριστιανών που έμεναν στην πόλη.
Συνολικά 3.700 δωμάτια. Υπήρχαν και 77 μέγαρα.
Από τα υπόλοιπα κτίσματα ο Τσελεμπί σημειώνει έξι τζαμιά, εννέα ενοριακά κοινόβια, τρία σχολειά για αγόρια, τρία κοινόβια δερβίσηδων, δυο λαμπρά λουτρά και τρία ιδρύματα για προμήθειες. Αυτά ήταν τα μαγειρεία του τζαμιού Δελή Χουσείν Πασά, του τζαμιού Βαλιδέ Σουλτάν, κοντά στην πύλη Τεκκέ και το μαγειρείο του τζαμιού Βελή Πασά.
Όλα πρωί βράδυ, μοίραζαν την ευλογία ενός γεμάτου πιάτου σούπας, για νέους και γέρους, πλούσιους και φτωχούς.
Την αγορά αποτελούσαν 150 μικρά καταστήματα που μπορούσε να βρει κανείς οτιδήποτε.
Ανάμεσα στις δέκα κρήνες πόσιμου νερού ξεχώριζε η πηγή του νερού της ζωής στην πλατεία της Αγοράς. Ήταν κατασκευασμένη από άσπρο μάρμαρο, σκαλισμένη με διάφορα είδη ανάγλυφων προσώπων απ’ όπου έτρεχε κρυστάλλινο νερό.
Να υποθέσουμε βέβαια ότι αναφέρεται στην κρήνη Ριμόντι στον Πλάτανο.
Τον Τσελεμπί εντυπωσίασε περισσότερο ένας πύργος φυλακών στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα ρολόι, γιατί στην περιγραφή του χαρακτηρίζει το θέαμα πολύ αξιόλογο.
Για το λιμάνι του Ρεθύμνου του 1670 ο Τούρκος περιηγητής αναφέρει ότι υπήρχε χώρος για 50 ιστιοφόρα αλλά όπως ήταν ανοικτό προς την ανατολή ήταν εκτεθειμένο στους ανέμους κι όπως ο βυθός του ήταν αμμώδης οι άγκυρες δεν έπιαναν και τα μεγάλα ιστιοφόρα δεν μπορούσαν να πλευρίσουν εκεί.
Τα χαμηλότερα προάστια εξάλλου είχαν μακρούς δρόμους με κληματαριές στις αγορές και στα παζάρια. Έτσι οι κύριες λεωφόροι έμοιαζαν με στολισμένα υπόστεγα.
Σ’ αυτή την όμορφη αγορά νόμιζε κανείς πως βρισκόταν σε μυθικό παράδεισο.
Ο Τσελεμπί που επισκέφθηκε την πόλη μας 24 χρόνια μετά την κατάληψή του από τους Τούρκους αναφέρεται και στα Περιβόλια το γνωστό προάστιο με την μακραίωνη ιστορία γράφοντας σχετικά:
«Αφού περιηγηθήκαμε την περιτειχισμένη πόλη, συνεχίσαμε προς τα ανατολικά, στο πολύ κοντινό προάστιο που το κατοικούν άπιστοι και αξίζει να το δει κανείς. Είναι γνωστό με το όνομα Μποστανλί και λέγεται έτσι εξαιτίας των πολλών περιβολιών του».
Μια τόσο άγνωστη πολιτεία
Αυτό το θέμα εντόπισα στα χαρτιά μου με ανταποκρίσεις που έκανα σε πρωινές εκπομπές της ΕΡΤ. Κοίταξα την ημερομηνία και ήταν το 1986!
Κι όπως το διάβαζα νόμιζα πως η περιγραφή αφορά μια ξένη πολιτεία «Στολισμένα στέγαστρα» η λεωφόρος Κουντουριώτη ας πούμε;
Πόσο αμείλικτη είναι σίγουρα η εξέλιξη όσο κι αν θεωρείται ευεργετική και αναγκαία, αφού η ζωή προχωρά με άλματα προόδου.
Πάντως οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Εβλιγιά Τσελεμπί μας περιγράφει ένα ονειρεμένο Ρέθυμνο, αυτό που υπάρχει πάντα στην καρδιά μας.
Πηγές:
Βικιπαίδεια: Εβλιγιά Τσελεμπί
Μιχαήλ Παπαδάκι «Μια περιήγηση του Εβλιγιά Τσελεμπί …» περιοδικό «Προμηθέας Πυρφόρος»
Νίκου Δερεδάκη: Πως είδαν οι Έλληνες και ξένοι περιηγητές και γεωγράφοι τα Περιβόλια του Ρεθύμνου.
Εύας Λαδιά: Ανταπόκριση σε πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ «Καλημέρα Κρήτη» 1986