Πανάρχαιος ο σεβασμός στα θεία, δεν έλειπαν όμως και οι επιτήδειοι που εξαπατούσαν πιστούς
Γνωστή η ευσέβεια των Ρεθεμνιωτών. Ήταν η πίστη τους και η μόνη καταφυγή σε καιρούς δίσεκτους. Ακόμα και οι αλλόθρησκοι ένοιωθαν δέος μπροστά στην αντιμετώπιση αυτή από πλευράς των Χριστιανών της κάθε δυσκολίας που οδηγούσε μάλιστα και στο θαύμα. Αρκετοί μάλιστα έδιναν στους υπηρέτες τους λάδι ή άλλο δώρημα για να δοθεί μέσω γνωστού Χριστιανού σε Άγιο για ευλογία ή για εκπλήρωση κάποιας ευχής.
Μου έχουν διηγηθεί πολλά περιστατικά με Τουρκάλες που έμεναν κοντά στην Αγία Παρασκευή στα Αδελοπήγια. Θέλοντας και οι αλλόθρησκες αυτές να έχουν στο σπίτι τους λίγο από το αγίασμα που έτρεχε μέσα στην εκκλησία της Αγίας που βρίσκεται πάντα σε μια από τις πιο ειδυλλιακές περιοχές του νομού, ανέθεταν στις υπηρέτριές τους να τους το εξασφαλίσουν δίνοντας προκαταβολικά κάτι για τη χάρη της Αγίας. Το δώρο ήταν συνήθως λάδι για το καντήλι της.
Μεγάλη η ανάγκη των ανθρώπων κάποτε να αισθάνονται την άνωθεν βοήθεια. Και φρόντιζαν να την εξασφαλίσουν με κάθε τρόπο.
Αν μελετήσετε το βιβλίο του Γιάννη Μ. Γρυντάκη «Μαρίνος Αρκολέος – Ο τελευταίος νοτάριος της Δυτικής Κρήτης» θα το διαπιστώσετε. Σε αναρίθμητες διαθήκες αναφέρεται και μια δωρεά για την ψυχή του διαθέτη.
Για παράδειγμα ο Τζουάννε Πρίνος βλέποντας την Τουρκική απειλή να πλησιάζει και στο Ρέθυμνο σπεύδει να κάνει διαθήκη στην οποία «…ορίζει όταν τον βρει ο θάνατος να ταφεί στο μοναστήρι, του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, του Μπαμπούη (πρόκειται μάλλον για ιδιωτική μονή που υπήρξε κι αυτή στην αμμουδιά) όπου έχει ταφεί και ο γιος του και να μνημονεύεται κατά τις συνήθειες των Χριστιανών. Στο μοναστήρι αυτό αφήνει όσα του χρωστούν οι κύριοι Νεότεροι, που είναι 2.500 υπέρπυρα, με τη δήλωση ότι δεν μπορούν οι λειτουργοί και ιδιοκτήτες του μοναστηριού να τον ξεθάψουν και να βάλουν άλλο στη θέση του. Αν το κάνουν αυτό τότε να τον μεταφέρουν στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Μυλούδη και να πάει εκεί το κληροδότημα. Οι εφημέριοι του μοναστηριού είναι υποχρεωμένοι να τον μνημονεύουν σε κάθε Σαββατιάτικη λειτουργία τους και τους αφήνει επιπλέον χρήματα για ένα σαββατιανό κι ένα σαρανταλείτουργο….». (σελίδα 341, διαθήκη (σ. 146β,147 α,β).
Κι που νομίζεται ότι συντάχτηκε η διαθήκη του Πρίνου (25 Ιουνίου 1645);Στη δημόσια πλατεία, στο φαρμακείο του Tζουάννε Κουνούπη (τυχαίο ή να πρόκειται για πρόγονο της ιστορικής οικογένειας των φαρμακοποιών).
Σε κάθε περίπτωση αναδεικνύεται η ευσέβεια των Ρεθεμνιωτών. Μαθαίνουμε από αφηγήσεις ότι και οι μελλοθάνατοι μπροστά στο απόσπασμα πριν ακόμα ψάλουν τον εθνικό ύμνο έκαναν το σημείο του σταυρού επικαλούμενοι έτσι την εξ ύψους βοήθεια.
Στα δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, αρχών του περασμένου αιώνα, φαίνεται ότι ακόμα και οι πανδημίες αντιμετωπίζονταν με συλλογική προσευχή. Σε πολλά ρεπορτάζ της εποχής αναφέρεται λιτανεία, ιδιαίτερα της εικόνας της Αγίας Βαρβάρας της πολιούχου μας, όταν τα σύννεφα μιας συμφοράς πύκνωναν πάνω από την πόλη.
Ακόμα και σε περιπτώσεις λειψυδρίας με λιτανείες προσπαθούσαν να βρουν λύση οι Ρεθεμνιώτες. Σε θαύμα μετά από προσευχή δεν έχουμε και τον ναό του Αγίου Γεωργίου στα Ανώγεια που ο θρύλος θέλει αντί νερού να χρησιμοποιήθηκε γάλα;
Έζησα κι εγώ μια τέτοια περίπτωση επί μακαριστού Θεοδώρου. Μετά από παρατεταμένη ανομβρία έγινε λιτανεία της εικόνας των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων και τη νύχτα μετά το γεγονός αυτό άνοιξαν οι ουρανοί.
Η ευσέβεια δεν έλειπε ούτε από τους σπουδαίους προύχοντες του τόπου που έδειχναν ότι διακατέχονται από «φόβο Θεού».Σε τάμα του Μανούσου Μαυρατζά οφείλεται το γραφικό εκκλησάκι στον Εβλιγιά. Ήταν τότε που ο μεγαλέμπορος του Ρεθύμνου και στυλοβάτης της τοπικής οικονομίας, επιστρέφοντας από κυνήγι κινδύνευσε σοβαρά όταν το άλογό του «εκαπάντησε» κι εκείνος λόγω της κατηφόρας δεν μπορούσε να το τιθασεύσει. Ο γενναίος Σφακιανός αυτή τη φορά τα «χρειάστηκε». Γύριζε απελπισμένα το βλέμμα, μήπως και βρει βοήθεια από κάπου, αλλά το απόλυτο κενό απαντούσε στην αγωνία του. Σε μια στιγμή βλέπει ένα ερειπωμένο εκκλησάκι, με τοιχογραφίες, που ήταν δίπλα στη ρεματιά «στη μάνα του νερού» αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη. Τότε από τα βάθη της καρδιά του, ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου που δεν άργησε να έρθει. Ο επιφανής έμπορος του τόπου βρέθηκε αλώβητος κι όταν κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, γεμάτος ευγνωμοσύνη, θέλησε να ευχαριστήσει με το δικό του γενναιόδωρο τρόπο τον ουράνιο σωτήρα του.
Στον ίδιο αποδίδεται και η ανέγερση του λαμπρού κωδωνοστασίου της πόλης και είναι φυσικό αφού ο Μαυρατζάς ζούσε για να προσφέρει στον τόπο που εγκαταστάθηκε και του έδωσε πνοή με την επιχειρηματική του δράση.
Τιμωρία ή υπενθύμιση από τον Αρχάγγελο;
Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό που δείχνει και τις συνέπειες από ασέβεια λόγω μεγάλης ανάγκης, έχουμε στην περιοχή της Σκεπαστής το Γενάρη του 1958. Συνέβη κι αυτό στο ίδιο χωριό που συνδέεται με τον θρύλο της παπαδιάς.
Να θυμίσουμε για τους νεότερους αναγνώστες ότι σε μια από τις επιδρομές του Αλγερινού αρχιπειρατή Ουλούτζ Αλή στις 14 Σεπτεμβρίου 1571 ανάμεσα στα θύματα στη Σκεπαστή ήταν και η όμορφη πρεσβυτέρα. Ο άνδρας της μετά από μακροχρόνιες έρευνες την εντόπισε στη Σμύρνη που την είχαν πουλήσει σκλάβα σε ένα αρχοντικό.
Βέβαια άργησε να καταλάβει ότι η υπηρέτρια που τον είχε φιλέψει ψωμί σε κείνο το σπίτι ήταν η γυναίκα του. Το αντιλήφθηκε όταν κάθισε να φάει το ψωμί και μέσα βρήκε χρυσά φλουριά και ένα σημείωμα που έγραφε:
«Όντε θα πας στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη
χτίσ’ εκκλησιά διμάρτυρη για με την κολασμένη».
Είχε όμως απομακρυνθεί και δεν μπορούσε πια να γυρίσει πίσω. Έτσι το 1592 άρχισε να χτίζει δίπλα στην παλιά εκκλησία του Αγ. Νικόλαου, άλλο ένα κλίτος αφιερωμένο στην Παναγία τη Ζωοδόχο Πηγή.
Στη Σμύρνη όμως η παπαδιά, δεν ησύχαζε κι ένα πρωί που έδινε νερό στον αφέντη της να πλυθεί, αναστέναζε, αυτός τη ρώτησε τι έχει και αυτή, του είπε:«Σήμερα είναι του Σταυρού, ταχιά τ’ Αϊ Νικήτα και γίνεται στο σπίτι μου μεγάλο πανηγύρι».
Αυτός περιγελώντας της απάντησε:«Αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο Αϊ-Νικήτας θε να βρεθείς στο σπίτι σου μ’ ότι βαστάς στη χέρα».
Την ίδια στιγμή σύμφωνα με την παράδοση, χάθηκε από μπροστά του και βρέθηκε στο σπίτι της στη Σκεπαστή μετά από 28 χρόνια στις 23 Μαρτίου 1600, όπως αναφέρεται στην επιγραφή του ναού.
Στη Σκεπαστή των θρύλων και της ιστορίας λοιπόν ζούσε πριν από χρόνια ένας έντιμος άνθρωπος αλλά πάμπτωχος. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα.
Δεν κρίνουμε σκόπιμο να αναφέρουμε το όνομά του. Ποια σημασία έχει άλλωστε;
Μια μέρα του Γενάρη λοιπόν που ο φτωχούλης άνθρωπος γυρνούσε μέσα στη βαρυχειμωνιά σταμάτησε σε ένα σημείο που είχε βγάλει πράγματα η θάλασσα μέσα από τα αφρισμένα κύματα και ανάμεσά τους δέσποζε ένας τενεκές με λάδι.Έγραφε: Ασπασία Κρεβατά προς Ιερά Μονή Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου στη Σύμη των Δωδεκανήσων.
Χαρούμενος ο φίλος μας για το πολύτιμο εύρημά του δεν έχασε καιρό. Και το κατανάλωσε βεβαίως χωρίς δεύτερη σκέψη.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και στα καλά καθούμενα γκρεμίστηκε η οροφή του μικρού υποστατικού που προφύλασσε τα λιγοστά του οικόσιτα.
Δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Και φυσικά χάθηκαν και τα ζωντανά.
Σε ένα χωριό τίποτα δεν μένει κρυφό. Γρήγορα λοιπόν το νέο απλώθηκε παντού κι έφθασε στ’ αυτιά ενός ναυτικού που προερχόμενος από το Μπαλή πέρασε και από τη Σκεπαστή. Έντρομος ο άγνωστος ναυτικός έκανε τον σταυρό του και είπε στους ανθρώπους που τον παρακολουθούσαν απορημένοι να συστήσουν στο χωριανό τους χωρίς καθυστέρηση να επιστρέψει το λάδι γιατί θα τον εύρισκε μεγάλο κακό και τον ίδιο και την οικογένειά του.
Οι άνθρωποι με την αγνότητα που τους διέκρινε επανέλαβαν στο ναυτικό ότι ο φουκαράς ο χωριανός τους είχε ήδη τιμωρηθεί σκληρά αφού έχασε τα λιγοστά του αιγοπρόβατα. Ο ναυτικός όμως τους είπε ότι αυτό δεν ήταν τίποτα. Έπρεπε να γυρίσει το λάδι για να μην τον βρει μεγαλύτερη συμφορά.
Όταν έμαθε ο «δράστης» ότι «καταχράστηκε» το λάδι που προοριζόταν για τον Αρχάγγελο, ένοιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Θύμωσε με τον εαυτό του που έκανε τέτοια αμαρτία.
Και χωρίς να χάσει καιρό άρχισε με τεράστιες θυσίες να συγκεντρώνει ποτήρι -ποτήρι το λάδι και να το επιστρέφει στον τενεκέ που είχε βρει στην ακροθαλασσιά.
Όταν πια γέμισε ο τενεκές τον πήρε και ήρθε στο Ρέθυμνο. Κατέφυγε σε δυο γνωστούς του τελωνοφύλακες τους, Δημήτρη Πορτάλιο και Βασίλη Ηλιάκη, με την παράκληση να στείλουν τον τενεκέ στο Μοναστήρι του Πανορμίτη.Πήραν εκείνοι τον τενεκέ βάρους 2.750 γρ. και τον παρέδωσαν σε ένα ναυτικό που κατ’ εντολή τους, μόλις το πλοίο του βγήκε από το λιμάνι και ανοίχτηκε μεσοπέλαγα τον πέταξε στη θάλασσα.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο χωρικός που είχε καταχραστεί το λάδι πήρε την παρακάτω επιστολή:
«Ιερά Μονή Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου Σύμη (Δωδεκάνησος)
Αριθμός Πρωτ. 2812-Εν Ρεθύμνω τη 27 Απριλίου 1958.
Ευλαβέστατον κύριον …*εδώ αναφέρεται το όνομα του παραλήπτου …
Εις Ρέθυμνον Κρήτης
Ευλαβέστατε Κύριε
Δια της παρούσης γνωρίζομεν υμίν ότι το υφ υμάς Ιεράν Μονήν Ταξιάρχου Μιχαήλ του Πανορμίτου ευλαβές αφιέρωμά σας ως η επισυνημμένη απόδειξις ελήφθη και σας ευχαριστούμεν θερμώς.
Ο ηγούμενος της Μονής δεν παραλείπει από του να μνημονεύει τα ονόματα πάντων των ευλαβών αφιερωμάτων υπέρ υγείας αυτών.
Συγχαίροντες δι υμάς δια την μεγάλη σας ευλάβεια προς την Ιεράν και θαυματουργόν μονήν, ευχόμεθα και ημείς όπως η χάρις του μεγάλου Ταξιάρχου διαφυλάττει αείποτε υμάς και την οικογένειάν υμών από παντός κακού και πονηρού.
Διατελούμεν μετά τιμής
Οι έφοροι
Μερκούριος Κατσιμπρής
Δ Αναστασιάδης
Ο γραμματεύς
Ι. Φαρμακίδης»
Ξεφυλλίζοντας το «Βήμα» του 1958 διαπιστώνουμε ότι δεν είναι μοναδική η περίπτωση αυτή της άμεσης ανταπόκρισης από το Μοναστήρι όπου πράγματι τα κύματα έφεραν το αφιέρωμα.
Μια ακόμα επιστολή έλαβε ο Στέλιος Δεληγιαννάκης τέως διευθυντής φυλακών Νεαπόλεως Λασιθίου που είχε κι αυτός «αναθέσει» στα κύματα να μεταφέρουν το τάμα του στον Ταξιάρχη. Και η επιθυμία του εκπληρώθηκε. Και πρέπει να έχουμε πολλά ακόμα παρόμοια δείγματα αλλά μόνο αυτά που προαναφέραμε έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Πανάρχαιος ο σεβασμός στα θεία
Είναι πανάρχαιος ο σεβασμός στα θεία. Ας μην ξεχνάμε και όσα αναφέρονται για το κτίσιμο του ναού της Αγίας Βαρβάρας.
Στα 1885, όταν οι χριστιανοί πληροφορήθηκαν την πρόθεση του Αλή Τσιτσεκάκις να γκρεμίσει το εναπομείναν κτίριο και στη γνωστή θέση για να χτίσει οικία, έσπευσαν και τον εμπόδισαν να προβεί στην κατεδάφιση. Παράλληλα ξεκίνησε ένας μαραθώνιος διαπραγματεύσεων και πιέσεων προς τον Τουρκορεθυμνιώτη. Μετά από πολλές αθετήσεις υποσχέσεων από πλευράς του Τσιτσεκάκι, το 1885 τελικά, ο ναός, με τα γύρω από αυτόν κτίσματα, περιήλθε στα χέρια των χριστιανών της πόλης του Ρεθύμνου.
Στο να καμφθεί η επιμονή του Τσιτσεκάκι, βοήθησε και το εξής θαύμα το οποίο διασώζει η λαϊκή παράδοση: Μετά το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλήνων και Μουσουλμάνων για την αγορά του ναού, έπεσε στην πόλη επιδημία ευλογιάς. Η τρομερή αρρώστια χτύπησε κατά περίεργο τρόπο μόνο τα σπίτια των Οθωμανών, οι οποίοι πέθαιναν κατά δεκάδες. Οι χριστιανοί, μόλις εκδηλώθηκε η νόσος, έσπευσαν και έκαναν λιτανεία, περιφέροντας στους ώμους τους την εικόνα της Αγίας Βαρβάρας.
Αλλά για τον φόβο Θεού που διέκρινε τους Ρεθύμνιους από αρχαιοτάτων χρόνων, έχουμε και ζωντανό παράδειγμα τους όρκους μπροστά στην εικόνα Αγίου.
«Νη μα Ζα …»
Ο φόβος Θεού χρησιμοποιείτο και σε περιπτώσεις εξιχνίασης ζωοκλοπής.
Πανάρχαιο το έθιμο να ορκίζεται ο ύποπτος μπροστά στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο Δισκούρι.
Αναφέρει σχετικά ο καλός και πολυγραφότατος συνάδελφος Νίκος Ψιλάκης:
«Παράξενο, κι όμως αληθινό. Συνέβαινε μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν, ίσως να συμβαίνει και σήμερα. Το είχα επιβεβαιώσει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σ’ ένα παμπάλαιο μοναστήρι του Μυλοποτάμου, το Δισκούρι.
Αν γινόταν ζωοκλοπή σ’ εκείνα τα μέρη, στον Άη Γιώργη κατέφευγαν. Το θύμα της κλοπής έβαζε ρωτηχτάδες, προσπαθούσε ν’ ανακαλύψει τον δράστη. Αποδείξεις, όμως, ήταν δύσκολο να βρεθούν.
Το θύμα της ζωοκλοπής καλούσε αυτόν που υποψιαζόταν για κλέφτη. «Να πάμε στον Άη Γιώργη να ξεκαθαριστούμε». Δεν είχε λυτρωμό όποιος αρνιόταν να πάει. Τον θεωρούσαν ένοχο και ήταν υποχρεωμένος από τους ίδιους κανόνες εθιμικού δικαίου να επιστρέψει τα κλοπιμαία…
Τρέμοντας πλησίαζαν οι βοσκοί την εικόνα του αγίου. Μπροστά σε τούτον τον αγέρωχο άγιο δεν μπορούσαν να ξεστομίσουνε ψέματα. Ακουμπούσαν την παλάμη του χεριού στην εικόνα και με τη συστολή που αρμόζει σε μια τόσο ιερή στιγμή άρχιζαν ν’ απαγγέλλουν τον όρκο: «Νη Ζα, φάσκω σου και κάτεχέ το…».
ή «Μα τον Ζα, δεν σε πείραξα…»
Το περιστατικό που τρόμαξε τον Γερμανό
Το δέος μπροστά σε μια θεϊκή επέμβαση δεν λείπει και από ανθρώπους μεγαλωμένους με διαφορετική κουλτούρα.
Να σας θυμίσουμε την περίπτωση του Γερμανού που είχε αποστολή να βομβαρδίσει την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Πηγή.
Αναφέρει σχετικά ο κ. Κώστας Μυγιάκης:
«Ήταν στα 1972 όταν έκανε την εμφάνισή του στο ιστορικό αρχοντοχώρι ένας άγνωστος ξένος.
Κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή είχε πλησιάσει την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και φωτογράφιζε από κάθε πλευρά.
Ο γερμανομαθής Μανόλης Χατζάκης προσφέρθηκε να τον ρωτήσει τι ακριβώς θέλει. Κι εκείνος απαντώντας στα Γερμανικά ζήτησε το κλειδί της εκκλησίας. Αυτό το κρατούσε η Ευαγγελία Μυγιάκη μια αστείρευτη πηγή καλοσύνης και προσφοράς στο χωριό. Προσφέρθηκε να το δώσει και μάλιστα συνόδευσε με τους άλλους τον ξένο στην εκκλησία.
Εκείνος άνοιξε με ευλάβεια, προχώρησε και κατευθύνθηκε στην θαυματουργή εικόνα του Αγίου. Εκεί έκανε το σταυρό του όπως οι Καθολικοί και σε άψογα ελληνικά είπε στους συνοδούς του Πηγιανούς:«Να τον σέβεστε ιδιαίτερα τον Άγιο αυτό. Σας έσωσε στον πόλεμο».
Και θύματα απάτης
Πάνω στην ευσέβεια των Ρεθεμνιωτών «πάτησαν» και μερικοί επιτήδειοι για να ωφεληθούν.Για παράδειγμα η περίφημη Αθανασία του Αιγάλεω που πέρασε από το Ρέθυμνο και σύμφωνα με σχόλιο της εφημερίδας «Βήμα» κατάφερε να εξαπατήσει αρκετούς.
Αναφέρει σχετικά το σχόλιο της εφημερίδας Αύγουστο του 1959:
«Δεν έχει περάσει πολύς καιρός, όταν την πόλη μας επισκέφθηκε η Πάναγνος και Θαυματουργός οραματίστρια Αθανασία Ακολουθούμενη από πλήθος αφελών πιστών της,πιστών της ατιμίας της, της κλεψιάς και της αμαρτωλής ψυχής της.
Ακολουθουμένη δυστυχώς από συμπολίτας οι οποίοι ανήκουν σε τάξη και σε μόρφωση που δεν τους επιτρέπεται η μέχρι αγαθότητας άγνοιά των. Αρκετοί από αυτούς με ονόμασαν άθεον όταν από τη στήλη αυτή έγραψα ότι ο κόσμος πρέπει να κατηχηθεί καταλλήλως για να μην πίπτει θύμα απατεώνων και εκμεταλλευτών της θρησκείας μας. Εις αυτούς που με είπαν άθεον μεταφέρω εν συντομία την είδηση αθηναϊκής εφημερίδας της 30ης Ιουλίου.
Γράφει λοιπόν ότι παραπέμπεται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο η οραματίστρια Αθανασία Κρικέτου η οποία δια διαφόρων τεχνασμάτων εξηπάτα διάφορα άτομα αποσπώσα εξ αυτών τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία τας μεταμεσονυκτίους ώρας ξόδευε εις νυκτερινά κέντρα διασκεδάζουσα με αγκαζέ αυτοκίνητον».
Κι όμως η Αθανασία του Αιγάλεω, όπως ήταν πιο γνωστή, που πέρασε το 1959 και από το Ρέθυμνο, μόνο τη δεκαετία του ’80 υπέστη η φήμη της συντριπτικό πλήγμα όταν με σειρά εκπομπών οι «Ρεπόρτερς» (Γιάννης Δημαράς, Γιώργος Λιάνης και Κώστας Χαρδαβέλλας) κατάφεραν να την παγιδεύσουν και να καταδείξουν τις απάτες της. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπέστη αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια, με συνέπεια να μείνει παράλυτη και να χάσει την ικανότητα ομιλίας.
Είναι πολλά αυτά που θα μπορούσε να γράψει κανείς για την ευσέβεια των Ρεθεμνιωτών θετικά και αρνητικά. Μόνο που σήμερα δεν ακούγονται με το ίδιο ενδιαφέρον και η αμφισβήτηση των πολλών συνεχίζει να σκανδαλίζει τους επιμένοντες να αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής από το μετερίζι της πίστης.