Των ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΙΩΤΑΚΗ-ΝΙΚΟΥ ΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ*
Για τη βάναυση εισβολή στην Ουκρανία και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της, μαζί με τον Πούτιν ευθύνονται και όλοι εκείνοι που τού πρόσφεραν τις ευκαιρίες και το άλλοθι για να πάρει αυτή την απόφαση.
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν, ενώ γνωρίζει πως η άμεση παρέμβαση του ΝΑΤΟ θα σήμαινε πιθανότατα τον τρίτο, πυρηνικό παγκόσμιο πόλεμο, ωστόσο συνέχισε τη γραμμή που είχε εγκαινιαστεί το 2008 υπό την επήρεια της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους σε βάρος της ασθενούς Ρωσίας – μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1989/1990) και την αρχική συναίνεση ανάμεσα στο Δυτικό και το Ανατολικό Μπλοκ για τη μη επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες που ανήκαν πριν στο δεύτερο. Ο ίδιος δεν αποσαφήνισε ίσως στον Ουκρανό Πρόεδρο Ζιλένσκι ότι για να αποφευχθεί το χείριστο, δηλαδή η πλήρης καταστροφή της Ουκρανίας ή ο πυρηνικός πόλεμος, ήταν αναγκαίος ο συμβιβασμός με τη Ρωσία και η αναγκαστική παραμονή της χώρας του σε ένα στάτους στρατιωτικής ουδετερότητας (ούτε με το ΝΑΤΟ, ούτε με τη Ρωσία). Παράλληλα αρνήθηκε να δώσει γραπτές εγγυήσεις ότι το ΝΑΤΟ θα αναγνώριζε την ουδετερότητα της Ουκρανίας, γεγονός που θα καθιστούσε πιθανότατα περιττό τον πόλεμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (με εξαίρεση κάποιες χώρες που ανήκαν πριν στη Σοβιετική Ένωση,) επιθυμούσε τη στρατιωτική ουδετερότητα της Ουκρανίας και παράλληλα την οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία.
Όπως η απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα ήταν ουσιαστικό ζήτημα για την ασφάλεια της Αμερικής το 1962, παρόμοια και η μη ένταξή τής Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, σήμερα, αποτελεί ουσιαστικό ζήτημα για την ασφάλεια της Ρωσίας. Στην τότε κρίση των πυραύλων η Αμερική θεωρούσε ως το «κατώφλι» της την Κούβα· αντίστροφα, σήμερα η Ρωσία θεωρεί ως την «αυλή» ή το «κατώφλι» της την Ουκρανία. Το 1962 η απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων από την Κούβα δεν εναρμονιζόταν με το τυπικό διεθνές δίκαιο για την αυτοδιάθεση των Λαών, όμως θεωρήθηκε αδιαπραγμάτευτη για την ασφάλεια της Αμερικής. Παρόμοια, η σημερινή αξίωση της Ρωσίας για την ουδετερότητα της Ουκρανίας δεν συνάδει με το διεθνές δίκαιο των Λαών, όμως θεωρείται από την ίδια ουσιαστικό για την ασφάλειά της. Στην κουβανική κρίση υπερίσχυσε η ουσιαστική ορθολογικότητα σε βάρος του τυπικού δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των λαών. Παρόλο που η ουκρανική κρίση είναι σήμερα πολυπλοκότερη, αφού συνδέεται με το θέμα της Κριμαίας και των ρωσόφωνων ανατολικών περιοχών, ωστόσο, η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ρωσίας και Δύσης και η αποφυγή ενός τρίτου (πυρηνικού) παγκόσμιου πολέμου, αλλά και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των δυο πλευρών συνηγορούν υπέρ μιας συμβιβαστικής ρεαλιστικής λύσης, με αίσθηση του μέτρου και των πραγματικών ιστορικών αναλογιών. Αντίθετα, η απολυτότητα, χωρίς αίσθηση του μέτρου και χωρίς την ευθύνη για τα όποια αποτελέσματα σημαίνει την επικράτηση της ακραίας αρχής, «ή όλα ή τίποτα». Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα είτε την ολοκληρωτική καταστροφή της Ουκρανίας, είτε το πυρηνικό ολοκαύτωμα στην Ευρώπη.
Η θεωρητικολογία στο Ουκρανικό και κατ’ επέκταση η πολυφωνία και η ελευθερία της Δύσης αποτελεί «το μεγαλείο της» κατά τον Η. Μαγλίνη (Καθημερινή, 23/03/22). Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε και τα ουσιαστικά και πρακτικά της πλεονεκτήματα! Μέσω της αφηρημένης θεωρίας βλέπουμε την πραγματικότητα με αποστασιοποίηση και από διαφορετικές σκοπιές, όχι στενά – μεροληπτικά. Στη βάση αυτή μπορούν να δημιουργούνται εναλλακτικά σενάρια δράσης, στα οποία συγκρίνονται και μετρούνται τα πιθανά αποτελέσματα από το κάθε σενάριο. Χωρίς εναλλακτικά σενάρια και αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα, οι πολιτικοί αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων και τα δικά τους λάθη πληρώνουν οι πολίτες πανάκριβα.
Είναι χρήσιμο να θυμίσουμε εδώ τις τρεις βασικές αρετές που αναδεικνύει ο Μαξ Βέμπερ για τον πολιτικό. Αυτές είναι, το πάθος για μια υπόθεση, η ευθύνη του για αυτή και η νηφάλια αίσθηση του μέτρου που πρέπει να τον χαρακτηρίζει. Το τελευταίο «σημαίνει την ικανότητα να αφήνει τα γεγονότα της πραγματικότητας να επιδρούν επάνω του με εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία, άρα κρατώντας αποστάσεις από τα πράγματα και τους ανθρώπους. Η «μη αποστασιοποίηση» αποτελεί … ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα κάθε πολιτικού …Η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στην εξής αντινομία: πώς μπορούν να συνυπάρξουν, αναγκαστικά, μέσα στην ίδια ανθρώπινη ψυχή το σφοδρό πάθος και η νηφάλια αίσθηση του μέτρου; Η πολιτική ασκείται με το μυαλό και όχι με άλλα μέρη του σώματος ή της ψυχής· αν όμως πρέπει να είναι μια γνήσια ανθρώπινη δράση και όχι ένα επιπόλαιο διανοητικό παιγνίδι, τότε η αφοσίωση σ’ αυτήν μπορεί να γεννιέται και να τροφοδοτείται μόνο από πάθος. Ωστόσο η δέσμευση αυτή της ψυχής, που χαρακτηρίζει τον έμπλεο πάθους πολιτικό και τον διαχωρίζει από τον εμφορούμενο μόνο από «στείρα έξαψη» πολιτικό ερασιτέχνη, είναι εφικτή μόνο με την εξοικείωσή στο να βλέπει τα πράγματα από απόσταση».
Στο πλαίσιο της πονεμένης σχέσης των Ουκρανών με τη Ρωσία ήταν σχεδόν αδύνατο να πρυτανεύσει η αίσθηση του μέτρου και η αντικειμενική απόσταση από τα γεγονότα: Οι δυο αρετές που θα μπορούσαν να επιτύχουν τη συμβιβαστική στρατιωτική ουδετερότητα της Ουκρανίας, πριν από την αυθαίρετη και βίαιη εισβολή του Πούτιν.
* Ο Στέλιος Χιωτάκης, είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης
Ο Νίκος Ναγόπουλος, είναι καθηγητής κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου