-
Το πάθος του δημάρχου Τίτου Πετυχάκη για το πράσινο
Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος,προ ολίγων ημερών,στις 5 Ιουνίου και σταχυολογώντας ενδιαφέρουσες εργασίες συμπολιτών μας, κάνουμε σήμερα ένα οδοιπορικό στον χρόνο, περιγράφοντας μια πόλη που δεν υπάρχει πια.
Πόσες μορφές δεν έχει αλλάξει το Ρέθυμνο αλήθεια,τον τελευταίο αιώνα.Καμιά σχέση δεν έχει η πόλη στις γκραβούρες που μας παρουσιάζουν διάφορες ιδιωτικές συλλογές, με τη σημερινή πολύβουη πολιτεία που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις διάφορες αισθητικές παρεμβάσεις που συνεχίζει να δέχεται. Σε προηγούμενα αφιερώματά μας είχαμε αναφερθεί σε διάφορες περιόδους από το 1415 και εντεύθεν με περιγραφές που μας δίνουν την εικόνα της πόλης τότε στους μακρινούς καιρούς.
Για το σημείο που βρίσκεται ο Δημοτικός Κήπος σήμερα, εντοπίσαμε ένα παλιό χρονογράφημα στην εφημερίδα Βήμα (28/11/1953) όπου κάποιος με το επώνυμο Παλαιός μας περιγράφει τον χώρο που ευρίσκονταν στον καιρό του τα τουρκικά νεκροταφεία, τα «Νεζαρλίκια» όπως τα έλεγαν.
Και σημειώνει ο χρονογράφος για την εξέλιξη της περιοχής αλλά και για την περιβαλλοντική αναβάθμιση και άλλων σημείων της πόλης:
«Εάν τα Τουρκικά Νεκροταφεία μετεβλήθησαν σε ωραίο κήπο, τούτο οφείλεται στον Ένα. Και ο ένας εδώ είναι ο Τίτος Πετυχάκης. Η αγάπη του στο πράσινο, στα δέντρα στα φυτά έκαμε τον Κήπο, όπως προηγουμένως στον Αποκόρωνα άφηκε ίχνη διαβάσεως ως λάτρης του Πρασίνου.
Ενώ λοιπόν, προ 40 ετών, όποιος έμπαινε στην πόλη, αντίκριζε την ασχήμια των Μεζαρλικιών σήμερο θαυμάζει τον μεγαλοπρεπή Κήπον…».
Και αναφερόμενος στη συνέχεια στον λόφο του Ευλιγιά που τον αναφέρει και ως «Κολωνό», περιγράφει την προηγούμενη εμφάνιση του λόφου που ήταν κατάξερος και δεν είχε ούτε ένα χλωρό κλαρί.
Κι όμως το πάθος του Τίτου Πετυχάκη για το πράσινο, επηρέασε θετικά και αυτό το σημείο μεταβάλλοντας τον λόφο σε ένα κατάφυτο από πεύκα ωραιότατο δάσος. Σε άλλη πηγή αναφέρεται η συμβολή των προσκόπων στην ολοκλήρωση του έργου αναδάσωσης.
Με τη σειρά του ο φιλόλογος – θεολόγος – συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκις στο τεράστιο και τόσο σπουδαίο, συγγραφικό του έργο, μας γνωρίζει με λεπτομέρειες τη δράση της «Φιλοδασικής Ένωσης Ρεθύμνου» που ενώ ιδρύθηκε το 1922, εμφανίζεται μόνο μετά από δύο χρόνια, στις 20/2/1924. Σκοπός τού σωματείου αυτού,αναφέρει, ήταν η αναδάσωση και δενδροφύτευση λόφων και διαφόρων άλλων τοποθεσιών τού νομού μας. Έτσι και η επίσημη έναρξη των εργασιών τής Ένωσης, με αρχιερατικό αγιασμό στον Άγιο Ιωάννη, τον Ευλιγιά, σηματοδοτήθηκε με δενδροφύτευση στον ομώνυμο λόφο. Τότε είναι που ξεκίνησε η αναδάσωση των λόφων στις νότιες υπώρειες τού Ρεθύμνου, η ομορφιά και το καμάρι τής πόλης μας σήμερα.
Παρόντες στον αγιασμό ήταν ο επίσκοπος (Τιμόθεος Βενέρης), ο Δήμαρχος (Τ. Πετυχάκης), αρκετά μέλη τού Δημοτικού Συμβουλίου και άπαντα τα μέλη της Φιλοδασικής Ένωσης.Στην εκδήλωση μίλησαν ο Πρόεδρος τής Ένωσης Σ. Μαρκιανός και ο Επίσκοπος Τιμόθεος, που, μαζί με μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου,προέβησαν σε μια πρώτη πρόχειρη δενδροφύτευση. Στο τέλος της εκδήλωσης- όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά – προσφέρθηκαν αναψυκτικά, ενώ φωτογραφίες ελήφθησαν από τον καλλιτέχνη της εποχής φωτογράφο Ιωάννη Γλυστρίδη.
Έναν χρόνο μετά, στις 15/2/1925, ανακοινώνεται η περίφραξη με αγκαθωτό σύρμα της κορυφής του λόφου του Ευλιγιά, όπου φυτεύθηκαν άνω των τριακοσίων πεύκων, που η Ένωση είχε προμηθευτεί από το Αγροκήπιο Χανίων. Πρόεδρος τής Φιλοδασικής Ένωσης ήταν, τότε, ο αείμνηστος Μάνος Τσάκωνας, σημαντικός παράγων τού τόπου, που εξέδιδε την εφημερίδα ο «Τύπος».
Ενάμισι έτος αργότερα ακολουθεί και δεύτερη ανακοίνωση της Φιλοδασικής Ένωσης, στην οποία επισημαίνεται ότι συνεχιζόταν η αναδάσωση του Ευλιγιά και του Άι- Γιάννη με τετρακόσια δενδρύλλια (πεύκα). Με την ανακοίνωση αυτή ζητείται και η συνδρομή των Ρεθεμνιωτών για τη συνέχιση του «φιλάνθρωπου», έτσι κατονομάζεται, αυτού έργου: «Με οικονομία ενός μόνον πακέτου σιγαρέτων κατ’ έτος – σημειώνεται χαρακτηριστικά – με την ελαχίστην αυτήν συνδρομήν των 8 δραχμών, προάγετε το φιλάνθρωπον αυτό έργον. Προσεχώς, αγαπητοί συμπολίτες, θέλομεν ζητήσει την συνδρομήν σας».
Οι μεταμορφώσεις της Σοχώρας
Μεγάλες αλλαγές έχουμε και στην ιστορική γειτονιά της Σοχώρας στον ίσκιο της Φορτέτζας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Στέλιος Δημητρακάκης στο «Ταξίδι στο χρόνο στην περιοχή Σοχώρα (Αστυνομικά ζητήματα) (διαδίκτυο, ομάδα Παλιές Φωτογραφίες Ρεθύμνου): «Η πλατεία Ηρώων Πολυτεχνείου που όλοι οι Ρεθεμνιώτες γνωρίζουν ως πλατεία Νομαρχίας, έχει αλλάξει διάφορες ονομασίες στο πέρασμα των χρόνων. Επί Τουρκοκρατίας η περιοχή λεγόταν Μικρά Χασίλια, στις αρχές του 20ού αιώνα η πλατεία ονομαζόταν Σκρύδλωφ, προς τιμή του Ρώσου ναυάρχου των Μεγάλων Δυνάμεων,στη συνέχεια μετονομάστηκε σε πλατεία Αβέρωφ και μετέπειτα σε πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Β’.
Το Νομαρχιακό Μέγαρο, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτίριο που άρχισε να οικοδομείται στις αρχές της δεκαετίας του 1840 και ολοκληρώθηκε το 1869,στην αρχή χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση κρατικών υπηρεσιών, έπειτα σαν κατοικία του πρίγκιπα Γεωργίου και μετά το 1906 ως Νομαρχία.
Το διοικητήριο ονομαζόταν και «Μαρμαρόπορτα», λόγω της άριστης ποιότητας μαρμάρων που είχε αλλά και τους κίονες που υποβάσταζαν τον εξώστη. Δίπλα στο Διοικητήριο υπήρχαν οι φυλακές «Λεμονέ» (σήμερα αστυνομικές υπηρεσίες), τις οποίες επισκεύασε ο Νουρή Πασάς. Η ονομασία «Λεμονέ» προήλθε από μία λεμονιά που βρισκόταν στην μέση του περιβόλου των τουρκικών φυλακών.
Η δυνατότητα περιπάτου κάτω από πανέμορφα δέντρα, σε μία πλατεία δίπλα στην θάλασσα, καθιστούσε την τότε περιοχή της Σοχώρας ως την ομορφότερη της πόλης.
Οι ανάγκες ανοικοδόμησης και κίνησης οχημάτων στην περιοχή, σε συνδυασμό με την περίοδο της Γερμανικής κατοχής στο Ρέθυμνο, δεν επέτρεψαν να διατηρηθεί ο πέμπτος κήπος της πόλης».
Συνιστούμε την αναζήτηση της ανάρτησης αυτής του κ. Δημητρακάκη, στο διαδίκτυο, από τις σημαντικές που έχουμε επισημάνει, για να απολαύσετε ένα σπάνιο φωτογραφικό υλικό μεγίστης ιστορικής αξίας.
Ο ίδιος αναφέρεται και στο προάστιο Τσικαλαριά που μέχρι πρότινος νόμιζα ότι υπάρχει μόνο αυτό των Χανίων.Κι όμως σύμφωνα με τον μεγάλο μας Κρητολόγο Γιώργη Εκκεκάκη, είχαμε κι εμείς Τσικαλαριά.
Ήταν η περιοχή του Ρεθύμνου που περικλείεται σήμερα από τους οδούς Καζαντζάκη, Μαρούλη, Ασκούτση και Δαλέντζα. Σε αυτή την περιοχή βρίσκεται το τμήμα Δοκίμων Αστυφυλάκων Ρεθύμνου, ή αλλιώς σχολή της Αστυνομίας. Το οικόπεδο που σήμερα στεγάζεται η σχολή και οι τετρακατοικίες των βομβοπλήκτων, είχε παραχωρηθεί το έτος 1894 στον δήμο Ρεθύμνης από τον Χασάν Μπαµπάς για τη δημιουργία κήπου. Για τον σκοπό αυτό είχε γίνει εκείνη την εποχή έρανος. Το οικόπεδο είχε σχήμα τετράπλευρου και στην έκτασή του, που έφτανε τα είκοσι στρέμματα, είχαν φυτευτεί δέντρα και κατασκευαστεί κρήνες. Πρωτοποριακή για την εποχή ήταν η περίφραξή του χώρου µε συρματόπλεγμα, για την αποφυγή ζημιών από τα ζώα. Ο πρώιμος αυτός κήπος καταστράφηκε κατά την επανάσταση του 1897. Στη συνέχεια, ο ρωσικός στρατός με δικά του αποκλειστικά μέσα και σχέδια κατασκεύασε εκεί το νέο νοσοκομείο (Τσάρειο Νοσοκομείο). Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1899 και το ίδρυμα προσφέρθηκε από τη Ρωσική αρχή στον δήμο Ρεθύμνης.
Αυτά αναφέρει ο κ. Δημητρακάκης με πηγές που παραθέτουμε στο τέλος.
Η ταβέρνα του Δαμανού και άλλα
Μέσα από τις μνήμες των παλιών Ρεθεμνιωτών διασώζονται αυτές οι εικόνες από το περιβάλλον του Ρεθύμνου που δεν υπάρχει πια:
Το Ρέθυμνο όμως είχε και τη «Βουλή των Βαλεροφρόνων του που ήταν η περίφημη ταβέρνα του Δαμανού που υμνεί ο στίχος του Γιώργη Καλομενόπουλου.
Σύμφωνα με τον κ. Μιχάλη Κ. Δαμανάκη αποτελούσε από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1960, από μόνη της, έναν μικρόκοσμο που τον συνέθεταν άτομα με ξεχωριστές, ενδιαφέρουσες βιογραφίες. Η ταβέρνα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της παλιάς πόλης.
Μια ακόμα ωραία περιγραφή ενός κεντρικού σήμερα σημείου, όπως το θυμάται αρχές του περασμένου αιώνα, κάνει ο Παλαιός σε χρονογράφημά του στην εφημερίδα Βήμα Ρεθύμνου (1953). Γράφει χαρακτηριστικά με μνήμες που ακουμπούν στην δεκαετία του 1910:
«Από της «Άμμος την Πόρτα» και έξω, από τον Άγνωστο στρατιώτη» δηλ. δεν υπήρχε καμία οικοδομή.
Εκεί που σήμερον είναι το σπίτι του Δικηγόρου Βασιλείου Σπανδάγου ήτο μόνο «η καλύβα» του μακαρίτη του Γέρω – Σχιζάρη τίποτε άλλο.
Η έκτασής εκείνη άνηκε σε μια κυρία που διέμενε στην Αγγλία.
Ένας ευφυής και ικανός επιχειρηματίας, επικοινώνησε μαζί της και την ηγόρασε, την τεμάχισε και την πώλησε ως οικόπεδα».
Τα σπίτια στο διάβα του χρόνου
Και τα σπίτια που χαρακτηρίζουν μια πόλη, πώς διαμόρφωναν άραγε το περιβάλλον εκείνων των χρόνων που περιδιαβαίνουμε μέσα από μνήμες και σχετικά άρθρα; Μας ενημερώνει ο εκλεκτός συμπολίτης κ. Αντώνης Β. Στεφανάκης μέσα από μια ανάρτησή του στο F/B:
«Τα σπίτια στη μικρή μας πόλη ήταν χτισμένα με σύστημα συνεχές. Το ένα ακουμπούσε στο άλλο και εκτείνονταν σε ύψος μέχρι τρεις ορόφους. Δεν υπήρχαν υπόγεια.
Αιωνόβια ξύλινα δοκάρια γαντζωμένα στους χοντρούς πέτρινους μεσότοιχους στήριζαν τα σανιδένια πατώματα και ελαφρές αντισεισμικές κατασκευές (τσατουμάδες) τα διαχώριζαν σε δωμάτια. Ψηλοτάβανα, με οροφές σε διαφορετικά επίπεδα είχαν άπλετο φως και αέρα, όχι μόνο από τα παράθυρα που ήταν πολλά και μεγάλα, αλλά και από φεγγίτες.
Οι οροφές, κατασκευασμένες από λεπίδα, προφύλασσαν από τη ζέστη το καλοκαίρι και έμενε το σπίτι ζεστό το χειμώνα.
Ξύλινες εσωτερικές σκάλες οδηγούσαν στους ορόφους και στο ταβάνι. Οι νοικοκυρές επισκέπτονταν εύκολα την ταράτσα τους, να στεγνώσουν ένα ρούχο, να ανταλλάξουν μια κουβέντα με τη γειτόνισσα, να μαζέψουν λίγο ήλιο το χειμώνα και να απολαύσουν από ψηλά τη θέα του Βρύσινα και το γαλάζιο της θάλασσας.
Όταν το σπίτι είχε αυλή η εξώπορτα ήταν μεγάλη, διπλή, για να περνά άνετα η άμαξα και τα ζώα των ενοίκων.
Χτισμένη από Ενετούς η πόλη, πέρασε στα χέρια των Τούρκων το δέκατο όγδοο αιώνα και δεν άλλαξε στο βασικό σκελετό της, ώσπου το 1923 περιήλθε στους Έλληνες.
Σε ένα τέτοιο σπίτι γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μια διπλή ξύλινη βαριά αυλόπορτα, με μπρούτζινα πόμολα και ρόπτρο άνοιγε σε μια στεγασμένη στα πρώτα μέτρα είσοδο. Ένα κατάλευκο πηγάδι, μια χειροκίνητη μεταλλική αντλία, που έριχνε νερό σε μια μεγάλη κατάλευκη μαρμάρινη γούρνα και ένα μαρμάρινο αγγείο για το πότισμα των ζώων ήταν τα πρώτα που συναντούσες.
Μια πλακόστρωτη υπαίθρια αυλή, με ένθεν και ένθεν ανθόσπαρτες αλτάνες, ένα φούλι με χοντρό λόγω ηλικίας κορμό, ένα γιασεμί και θάμνοι οδηγούσαν στην κύρια κατοικία και την αποθήκη. Δεξιά μια πέτρινη σκάλα με ξύλινη κουπαστή και κάγκελα κατέληγε σε βεράντα και την είσοδο του σπιτιού, ενώ στο τέρμα της αυλής μια διπλή, ψηλή, με γυάλινους φεγγίτες πόρτα οδηγούσε στο ισόγειο της οικοδομής.
Στο πρώτο μέρος του ισογείου, το βόρειο, στάβλιζαν τα ζώα τους οι θείοι μου,όταν έρχονταν από το χωριό. Το νότιο ήταν η αποθήκη μας. Χωρίζονταν με ξύλινη πόρτα και ήταν μεγαλύτερο. Μια ημικύκλια τοξοειδής καμάρα, χτισμένη με τεράστιες σμιλευμένες πέτρες στο μέσον, δυο θολωτά καγκελόφραχτα χαμηλά παράθυρα και μια χαμηλή θολωτή πόρτα, που έπρεπε να σκύβεις για να περάσεις οδηγούσαν στην εσωτερική αυλή που ήταν κατά το ήμισυ στεγασμένη. Στο χώρο αυτό εκτρέφαμε κότες, κουνέλια και κάποτε περιστέρια που, αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα τα κατοχικά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Η πέτρινη σκάλα οδηγούσε στη βεράντα και την είσοδο της κύριας κατοικίας. Ένας διάδρομος με δύο πόρτες στην ανατολική πλευρά οδηγούσε σε ένα μεγάλο, ψηλοτάβανο γύρω στα 5 μέτρα, άπλετα φωτιζόμενο μεσημβρινό δωμάτιο. Ήταν δωμάτιο για όλες τις ώρες, το καθιστικό μας. Είχε δύο πόρτες, μία προς την κουζίνα και μία προς το υπνοδωμάτιο.
Η κουζίνα πλακόστρωτη, φωτεινή, με μεγάλο παράθυρο στο φωταγωγό και μια πόρτα που οδηγούσε στον στεγασμένο καμπινέ και στο νότιο υπαίθριο ταρατσάκι. Ήταν απόλαυση να ακουμπάς στην ξύλινη κουπαστή, στο κάγκελο και να παρακολουθείς από ψηλά την κλώσα να βόσκει τα κοτοπουλάκια της, τα περιστέρια να ερωτοτροπούν και τα κουνελάκια να λιάζονται στη γωνιά.
Ένα μεγάλο τραπέζι στη μέση χωρούσε άνετα τα επτά μόνιμα μέλη της οικογένειας και ακόμα άλλα δύο συγγενικά, που δεν έλειπαν από την καθημερινή μεσημεριανή μας μάζωξη. Στο βάθος η παραστιά τριών πήλινων τσουκαλιών, η πιατοθήκη στη γωνιά και δίπλα ο μαρμάρινος ευρύχωρος νεροχύτης, με το ντεπόζιτο και τη βρυσούλα του. Νερό για τη λάτρα της κουζίνας είχαμε πάντα άφθονο από το πηγάδι, ενώ πόσιμο νερό παίρναμε κάθε πρωί από την βρύση της πλατείας. Η μεταφορά του νερού ήταν αποκλειστικό έργο των παιδιών.
Πρωί-πρωί πηγαίναμε τα άδεια λαγήνια στη βρύση της πλατείας. Τα τοποθετούσαμε στη σειρά με τα άλλα λαγήνια της γειτονιάς, για να παίρνουμε προτεραιότητα. Το νερό ερχόταν γύρω στις οκτώ. Ξυπνούσαμε όμως πολύ ενωρίτερα για να προλάβουμε να φέρουμε νερό στο σπίτι πριν πάμε σχολείο.
Το πρώτο δωμάτιο μπαίνοντας από το διάδρομο ήταν το μεγαλύτερο του σπιτιού, είχε δύο βορεινά παράθυρα που έβλεπαν στη βεράντα και ήταν το σαλόνι μας. Η δεύτερη πόρτα ήταν του υπνοδωματίου, που είχε πόρτα και στο καθιστικό μας.
Ήταν ένα σπίτι σίγουρα μικρό για την πολυάριθμη οικογένεια. Αυτό ήταν φανερό, όσο τα παιδιά μεγάλωναν. Με τη σώφρονα καθοδήγηση από τους γονείς, τη σωστή εκμετάλλευση του χώρου και κυρίως με την άπλετη ανεκτικότητα και καλή διάθεση όλων των μελών της οικογένειας, ο καιρός περνούσε χωρίς παράπονα και μεμψιμοιρίες. Όλα τα δωμάτια της κύριας κατοικίας γίνονταν τη νύχτα και υπνοδωμάτια. Σε όλα υπήρχαν κρεβάτια, που εξαφανίζονταν την πρωτοχρονιά και σε άλλες χρονιάρες ημέρες, όπως του Ευαγγελισμού και μέρες, που είχαν την ονομαστική γιορτή τους ο μπαμπάς, η αδελφή και τα άλλα μέλη της οικογένειας.
Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοικτό. Δεχόμαστε πάντα επισκέψεις. Όλη η γειτονιά, συγγενείς και φίλοι έρχονταν έπαιρναν το πρώτο μικρό γλυκό τους, το λικέρ ή τσικουδιά, αργότερα το μεγαλύτερο γλυκό ή τυλιγμένη την σοκολάτα τους και έφευγαν με την άφιξη του επόμενου επισκέπτη. Η σάλα όλο το απόγευμα δεν έμενε χωρίς επισκέπτη. Η συνήθεια να κουβαλά ο επισκέπτης μαζί του και μια κούτα σοκολάτες δεν υπήρχε τότε. Μόνο αν είχε προγραμματιστεί και ένα μεζεδάκι το βράδυ, τότε οι προσκεκλημένοι έρχονταν αργά και συνήθως κρατούσαν ένα γλυκό ή άλλο δωράκι.
Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, η προστασία της ασφάλειας τους οδήγησε στην απόφαση να αφαιρεθεί η εσωτερική ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ταβάνι. Η μητέρα μας στερήθηκε την απόλαυση του καφέ και την κουβεντούλα με τη γειτόνισσα. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά δεν ξέρω αν επιτεύχθηκε. Τα παιδιά βρίσκαμε τρόπους να σκαρφαλώνουμε στα ταβάνια.
Είχαμε ο καθένας τις προτιμήσεις του. Το καλοκαίρι μου άρεσε να απομονώνομαι κάτω από το θολωτό της υπαίθριας σκάλας. Η κατασκευή μιας λιλιπούτειας πόλης με οδικό δίκτυο, υδραγωγείο, σπίτια και κατοίκους τζιτζίκια που θήρευα ήταν αυτό που με απορροφούσε τα ζεστά μεσημέρια, ενώ τις ανοιξιάτικες και φθινοπωρινές ηλιόλουστες ημέρες έτρεχα σαν κασκαντέρ στον μαντρότοιχο που χώριζε την αυλή μας από την αυλή του γείτονα και αποσυρόμουν στο μικρό ταρατσάκι πάνω από το στέγαστρο της εισόδου.
Ο αδελφός μου, περίπου οκτώ ετών, όταν γινόταν εργασίες συντήρησης και βελτίωσης στο ισόγειο και την αυλή του σπιτιού, πήδησε πάνω στην άμμο από τη στέγη, εξ μέτρα περίπου, για να προσποιηθεί τον αθλητή, χωρίς ευτυχώς συνέπειες».
Πόσα δεν έχει να μας δώσει αλήθεια ένα φυλλομέτρημα στις εργασίες λογίων και ιστορικών του τόπου μας; Αρκεί να τα εντοπίζουμε και να τα απολαμβάνουμε συνιστώντας και στους φίλους μας να τα δουν και να γνωρίσουν μέσα από αυτά μια πόλη που τίποτα δεν τη θυμίζει πια.
Πηγές:
- Θα υπάγω εις στους κήπους «Χάρης Στρατιδάκης».
- Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, https://historicalcrete.ims.forth.gr.
- Το κτίριο Νομαρχίας-Αντιπεριφέρειας Ρεθύμνου «Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης».
- Το προάστιο Τσικαλαριά «Γιώργος Εκκεκάκης».
- «Οι Τετρακατοικίες των Βομβόπληκτων» μέσα από την έρευνα μαθητών του 5ου δημοτικού σχολείου.
- Χρονογραφήματα Παλαιού Εφημερίδα ΒΗΜΑ Ρεθύμνου 1953.
- Μιχάλη Δαμανάκη: Η Ταβέρνα του Δαμανού.