Το ζήτημα της ψυχής είναι άρρηκτα συνυφασμένο με κείνο που αποκαλείται «Θεός». Δηλαδή, με έναν νου ανώτερο από τον ανθρώπινο, που έχοντας για εργαλείο τον φυσικό νόμο οδηγεί (και) τον άνθρωπο σε κάτι, που ο τελευταίος είναι κατώτερος για ν’ αντιπαλέψει, στη φθορά και τον θάνατο.
Τώρα, πώς προκύπτει και πού φαίνεται η συγγένεια της «ψυχής» του ανθρώπου με τον κυρίαρχο ανώτερο νου (Θεό); Με άλλα λόγια, γιατί λέγεται ότι ο άνθρωπος έχει τον Θεό μέσα του;
Η απάντηση βρίσκεται στο ότι ο άνθρωπος έχει (και) κάποια ανώτερα, ποιοτικά, στοιχεία, τα οποία μάλιστα κατά τη διάρκεια της ζωής του ακολουθούν πορεία αντιστρόφως ανάλογη από αυτή της σωματικής υλικής του υπόστασης. Ενώ, δηλαδή, η τελευταία σταδιακά φθίνει και τελικά πεθαίνει, αντίθετα εκείνα και οι ικανότητες που του προσπορίζουν αυξάνονται και δυναμώνουν, όσο αυτός μεγαλώνει. Δηλαδή η πορεία τους, όσο εκείνος ζει, είναι προφανώς αντίθετη από την πορεία του σώματός του.
Δεν γίνεται, λοιπόν, να δεχτούμε ότι αυτά τα κυρίαρχα διαχρονικά και αιώνια στοιχεία – που τα πιο πάνω χαρακτηριστικά τους αποδεικνύονται και μέσα στη ζωή κάθε ανθρώπου – ακολουθούν το σώμα στον δρόμο του θανάτου: Το ότι σχετίζονται άμεσα με κείνο που λέμε «ύλη» και έτσι δυσκολευόμαστε πολύ να τα διανοηθούμε ξέχωρα από την «προσωπικότητα» και την ατομικότητά μας, για κανέναν λόγο δεν μπορεί και να σημαίνει ότι ακολουθούν το σώμα στη φθαρτή και θνητή μοίρα του, πεθαίνοντας και αυτά μαζί του, και δεν μπαίνουν μετά σε κάποιο άλλο πλαίσιο… Θα ήταν κάτι παντελώς ασύμβατο με τη συμπαντικά κυρίαρχη και αθάνατη υφή τους, με την αποδεδειγμένη ενδυνάμωσή τους όσο το ανθρώπινο σώμα παρακμάζει και αποδυναμώνεται.
Ποια είναι, λοιπόν, αυτά τα διαχρονικά, κυρίαρχα στοιχεία; Ενδεικτικά και όλως απλουστευτικά θα αναφερθούμε σε τρία: Πρώτον, η διορατικότητα – προβλεπτικότητα, όπως εμφανίζεται όχι μόνο στα όνειρα αλλά και στην ξύπνια ζωή μας, π.χ. μπαίνει κάποιο πρόσωπο ξαφνικά στο νου μας και στην επόμενη γωνία το βλέπουμε να παρουσιάζεται μπροστά μας. Δεύτερον, η «κατευθυντικότητα», πολύ συνηθισμένη, για παράδειγμα, και γνωστή σε όσους παίζουν τάβλι σχετικά με την κίνηση των ζαριών. Τρίτον, η «ευφορία» – θετική ενέργεια, δηλαδή και ότι όσο ο άνθρωπος μεγαλώνει μπορεί να υποβαθμίζει και αντιμετωπίζει το άγχος-αρνητική ενέργεια ευκολότερα.
Ώστε, σύμφωνα με τα πιο πάνω, κάθε ταύτιση ή εξίσωση της πνευματικής με την υλική υπόσταση του ανθρώπου είναι αποπροσανατολιστική, προφανές αποκύημα πλάνης της ατομικότητας.