Τραγικός ο θάνατός του στη Μέση από τουρκικό όχλο
Έχει μεγάλη σημασία να επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον σε εκείνους που οι πρόγονοί μας χαρακτηρίζουν ήρωες. Γιατί εκείνες τις εποχές που τιμούμε σήμερα με επετειακά αφιερώματα δεν υστερούσαν σε αντρειωμένους και αγωνιστές αποφασισμένους για όλα στο όνομα της λευτεριάς. Επομένως, όσοι ακούγονταν εκείνες τις εποχές με περίσσιο σέβας στην αναφορά θα πρέπει να ήταν σημαντικότεροι όλων. Πολλά είναι τα στοιχεία που το αποδεικνύουν.
Μελετώντας την τοπική ιστορία σε καταλαμβάνει δέος μπροστά στην ψυχική δύναμη εκείνων των ανθρώπων.
Αφαιρούσαν ολόκληρες λωρίδες δέρματος από το βασανισμένο κορμί του Δασκαλογιάννη μπροστά μάλιστα και σε καθρέπτη και εκείνος δεν έβγαζε ούτε βογγητό.
Όταν οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Σταύρο Νιώτη, εκείνον τον ατρόμητο Ανωγειανό, στην απόπειρά του να σκοτώσει τον Τούρκο που υπέβαλε στο μαρτύριο του ροβιού την αδελφή του, τον έδεσαν, ξυράφισαν όλο του το σώμα και γέμισαν τις χαρακιές με μπόλικο αλάτι εκείνος υπέμεινε με μοναδικό μεγαλείο ψυχής το μαρτύριό του αδάκρυτος.
Όταν, λοιπόν, αγωνιστές της «ίδιας κοπής» σου παρουσιάζουν τον Ιωάννη Σωπασή («Κούβο») με τόσο θαυμασμό, πώς να αμφισβητείς για τις ικανότητές του;
Γι’ αυτό και όταν φάνηκε με τους άνδρες του στο Αρκάδι, όταν όλα είχαν κριθεί και το μοναστήρι μετρούσε την αντίστροφη πορεία προς την αιωνιότητα πήγαν οι καρδιές στη θέση του.
Ο περίφημος «Κούβος» ήταν εκεί με τους άνδρες του. Όλος ο ανθός της λεβεντιάς και της υπερβατικής τόλμης.
Δεν ήταν τυχαίος ο καπετάν Σωπασής. Όσο κι αν δεν το επιδίωκε ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητος.
Η λεβέντικη περπατησιά του στάθηκε αφορμή για το παρανόμι «Κούβος» Κατάξανθος, επιβλητικός, με αυστηρό πρόσωπο σημαδεμένο από μια σπαθιά, ενθύμιο αναμέτρησης με τον εχθρό, ξεχώρισε από όπου κι αν περνούσε.
Γενέθλιος τόπος του φέρονται τα Χελιανά. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε τη Μαγδαληνή Κόκκινου, θυγατέρα του άλλου σπουδαίου Μυλοποταμίτη, του ιερέα Νικολάου Κόκκινου ή παπά Κρανιώτη, (από τους ήρωες επίσης της Αρκαδικής εθελοθυσίας) και εγκαταστάθηκε στην Κράνα. Ο γιος του ο Δημήτρης ήταν το φως και το καμάρι του.
Θα μπορούσε ο Σωπασής να απολαμβάνει τα επίγεια αγαθά του που ήταν άφθονα. Σπουδαίος νοικοκύρης χάρις στην εργατικότητά του, είχε πολλά περισσότερα από όσα επιθυμεί κάθε άνθρωπος. Κι όμως μια αγωνία δεν τον άφηνε σε ησυχία. Η κυριαρχία των Οθωμανών στοίχειωνε στη συνείδησή του κι άλλο καημό δεν είχε παρά να δει τον τόπο του λεύτερο και τη Κρήτη ενωμένη με τη μάνα Ελλάδα.
Κίνημα Μαυρογένη
Κι όταν εύρισκε ευκαιρίες να πραγματοποιήσει το όνειρό του δεν έχανε καιρό.
Η επαναστατική του δράση ξεκινά το 1858 με το γνωστό κίνημα του Μαυρογένη, όταν η επαναστατική επιτροπή, που είχε έδρα την Επισκοπή Μυλοποτάμου, του αναθέτει την αποστολή να εκκαθαρίσει τον Μέσα Μυλοπόταμο από τους ισχυρούς και επικίνδυνους Τούρκους. Ατρόμητος πέφτει στη δίνη του αγώνα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και οι περιπέτειες αρχίζουν.
Σε μια ενέδρα κατά της διάρκεια της αποστολής αυτής μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο, κοντά στα Απλαδιανά, σκότωσε τον Τούρκο Λοχαγό Μεχμέτ και τραυμάτισε τον χωροφύλακα που τον συνόδευε. Το περιστατικό γνωστοποιήθηκε και ο «Κούβος», που ήταν πλέον καταζητούμενος από τις τουρκικές αρχές, αναγκάστηκε να ζήσει ως Χαΐνης. Η δράση του απέκτησε γρήγορα θρυλικές διαστάσεις και άρχισε να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο των Τούρκων.
Πόσο επικίνδυνος ήταν για τον κατακτητή αποδεικνύεται περίτρανα από την πρόταση του Γενικού Διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Πασά, να του παραχωρήσει αμνηστία και να του χαρίσει τη ζωή, με τον όρο να εγκαταλείψει τη δράση του Χαΐνη και να παραδοθεί.
Αν επρόκειτο για ένα συνηθισμένο «Χαΐνη» γιατί να γίνει αυτή η διαπραγμάτευση αρκετά ταπεινωτική για το κύρος ενός κατακτητή;
Μια ακόμα αρετή έκανε τον «Κούβο» σημαντικότερο. Ενώ διέθετε και κύρος και ελεύθερη σκέψη υπάκουε στην ιεραρχία και στην οικογένεια με το σέβας ενός απλού ανθρώπου. Έτσι δέχτηκε την πρόταση του Τούρκου Γενικού Διοικητή αφού όμως συμβουλεύτηκε τον δικό του Αρχηγό Κόρακα και τον πεθερό του παπά Κρανιώτη, μέσω των οποίων ο πασάς έκανε την πρόταση αμνηστίας.
Έτσι παραδόθηκε. Και μπορεί να του χάρισαν τη ζωή αλλά όχι και την ελευθερία. Δικάστηκε σε ισόβια και εξορία στη Ρόδο.
Εκεί τον έστειλαν με τους ,επίσης, γενναίους Μυλοποταμίτες και ανυπόταχτους Ιωάννη Κλίνη, Αριφογιώργη Γεώργιο Κουτσοκέρη ή Βάμβουκα, επίσης επικίνδυνους για απόδραση.
Όσα προληπτικά μέτρα κι αν είχαν λάβει οι τουρκικές αρχές δεν κατάφεραν να εμποδίσουν τα σχέδια του Σωπασή να δραπετεύσει. Και η μέρα δεν άργησε να έρθει.
Ένας φίλος του κατάφερε να του περάσει μια λίμα σε ένα κομμάτι οφτό κρέας για να κόψει τις αλυσίδες. Η απόδραση όμως απέτυχε και ο ατρόμητος Λιβαδιώτης σύρεται σιδηροδέσμιος στις αυστηρότερες και ασφαλέστερες φυλακές της Χίου.
Η φήμη όμως του ανδρός είχε απλωθεί μέχρι και το μυροβόλο αυτό νησί του Αιγαίου. Συγκινημένοι οι Χιώτες από την παρουσία του αποφασίζουν να τον συνδράμουν σε νέα απόδραση.
Καταφέρνουν και περνούν στο κελί του αναλυτικής οδηγίες και με βάση αυτές ο «Κούβος» εξουδετερώνει αρκετούς φρουρούς και καταφέρνει να δραπετεύσει ζητώντας καταφύγιο στο κοντινό δάσος. Όμως δεν ένοιωθε αρκετά ασφαλής. Αποφασίζει να προχωρήσει στο χωριό Βροντάδες όπου βρίσκει κι εκεί θερμή φιλοξενία. Με τις φροντίδες εκείνων των σπουδαίων πατριωτών καταφέρνει να σταθεί στα πόδια του. Κι ανήσυχος πάντα μπαίνει το 1863 σε ένα καΐκι και φεύγει από τη Χίο με προορισμό τη Σύρο. Μόλις εγκαταστάθηκε εκεί κατατάχθηκε στην πολιτοφυλακή. Έτσι τον βρήκε το μαντάτου του μεγάλου σηκωμού 1866 στην Κρήτη.
Σάμπως να περίμενε και τίποτα άλλο ο μεγάλος ήρωας; Επιστρέφει στην Κρήτη, πηγαίνει στον Μυλοπόταμο και εντάσσεται στον Κρητικό Αγώνα με το βαθμό του Πεντακοσίαρχου.
Σύντομα το ιστορικό μοναστήρι του Αρκαδίου γίνεται, λόγω και της σπουδαίας στρατηγικής του θέσης, επίκεντρο του Αγώνα.
Πρωτομαγιά συγκεντρώθηκαν εκεί 1500 επαναστάτες από όλη την Κρήτη και εξέλεξαν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ.
Οι απειλές του Ισμαήλ Πασά να φύγει η Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι γιατί θα το καταστρέψει πέφτουν στο κενό. Η ίδια απάντηση δίνεται και όταν επιβαρύνεται ακόμα η συνείδηση των διαπραγματευτών με τις ψυχές εκατοντάδων γυναικόπαιδων.
Ο Σωπασής στο Αρκάδι
Έμπειρος πολέμαρχος ο Σωπασής έχει πλήρη εικόνα των κινδύνων. Γνωρίζει ότι στο πολιορκημένο κάστρο της πίστης, 964 ψυχές βρίσκονται απέναντι σε ασκέρια χιλιάδων Τούρκων. Από αυτές μόνο οι 259 κρατούν τουφέκι. Όλοι οι άλλοι είναι γέροι και γυναικόπαιδα.
Γνωρίζει και για τα λάθη στρατηγικής που έγιναν πυροδοτώντας την οργή του εμπειρότατου Πάνου Κορωναίου. Γιατί παρά το σχέδιο δράσης που είχε αναπτύξει στους έγκλειστους δεν βρήκε καμιά αποδοχή.
Κι όμως στρατολογεί το σώμα των Μυλοποταμιτών με 45 άνδρες από Λιβάδια, Ζωνιανά και Κράνα φθάνει στο Μοναστήρι κι ευθύς ανεβαίνει το ηθικό των έγκλειστων αποφασισμένων ηρώων.
Η σημαντικότητα της παρουσίας του φαίνεται και από το γεγονός ότι μόλις έφθασε στο Αρκάδι έρχεται σε συνάντηση με τους κορυφαίους της Επαναστατικής Επιτροπής αφού έδωσε εντολές στους άνδρες του για να πάρουν αποφάσεις στο θέμα της αμυντικής στρατηγικής.
Με ένα ακόμα συγκλονιστικό γεγονός παραμονές του Ολοκαυτώματος συνδέεται το όνομα του Σωπασή που εκτός των άλλων σαν γνήσιος Μυλοποταμίτης γνώριζε τα μελλούμενα διαβάζοντας τη σπάλα του τράγου.
Όπως αναφέρει η παράδοση ο Κουραδοκονόμος της Μονής Παρθένιος Δασκαλάκης φιλοξένησε τον Σωπασή και τους άντρες του κι έσφαξε ένα μοναστηριακό τράγο για να τους κάνει τραπέζι. Στην κουτάλα του τράγου που του προσφέρθηκε τιμητικά, ο Σωπασής ή «Κούβος», λέγεται πως είδε την πολιορκία του Αρκαδίου. Δίχως να χάσει χρόνο σηκώθηκε βάζοντας τις φωνές και καλώντας τους συντρόφους του να πάρουν τα όπλα.
Ο ανέλπιδος αγώνας ξεκινά. Γίνεται το συγκλονιστικό ολοκαύτωμα. Η συνέχεια κόβει την ανάσα.
Η επόμενη μέρα ήταν πολύ δύσκολη. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του κανονιού των Τούρκων (Κουτσαχείλα) προκάλεσαν μικρή σχισμή στα τείχη από την οποία κατάφεραν να μπουν κάποιοι Τούρκοι στην αυλή.
Τα παλικάρια του Ιωάννη Σωπασή ή «Κούβου» τους σκότωσαν όλους και έκλεισαν τη ρωγμή με πέτρες, σανίδια, σακιά γεμάτα στάρι και ό,τι άλλα πρόχειρα υλικά βρήκαν μπροστά τους. Όμως η Κουτσαχείλα συνέχισε να πετά τα βόλια της, το ένα μετά το άλλο, τα οποία τράνταζαν ολόκληρο το δυτικό τείχος της μονής. Η μάχη συνεχίζονταν. Μια δυνατότερη κανονιά έσπασε το κεντρικό θυρόφυλλο της πόρτας. Τότε η μάχη άρχισε να γίνεται σώμα με σώμα. Σπαθιές, μαχαιριές, κραυγές και φωνές πόνου γέμιζαν το χώρο της αυλής του μοναστηριού. Δυστυχώς η γενική εικόνα δεν ήταν αναστρέψιμη. Η κατάρρευση της κεντρικής πύλης επέτρεψε στους Τούρκους να μπαίνουν ασταμάτητα.
Ακολουθεί το θρυλικό ολοκαύτωμα η πλάση αναστατώνεται
Τραγικός επίλογος
Και όπως αναφέρει σε μια υπέροχη ιστορική μονογραφή του ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης (ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ 1937):
«Οι Τούρκοι τρομάζουν και καταπλήσσονται. Άφωνοι, ακίνητοι, συνεπαρμένοι από την αποκάλυψη του υπεργήινου οράματος, βλέπουν την τρομερή εκείνη σκηνή το χάνουν και απρακτούν εμπρός της απίστευτου συντριβής. Γρήγορα όμως συνέρχονται από τη σκληρή πραγματικότητα. Λίγοι αγωνιστές που απομένουν ακόμη εξακολουθούν τον αγώνα. Γι’ αυτούς δεν συνέβη τίποτα το παράξενο αλλ΄ εκτυλίσσεται η σκηνή του δράματος όπως ακριβώς ήταν προδιαγεγραμμένη Από τα κελιά, την τράπεζα, τα χαλάσματα και την αποθήκη εξακολουθεί η αντίστασης μέχρι θανάτου, και τέλος οι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί πολεμιστές πέφτουν μέχρις ενός.
Μόνον δε οι δυο ισχυρές ομάδες της τραπέζης και της αποθήκης παραμένουν ακόμη ζωντανοί, και εξακολουθούν να σκορπίζουν γύρω το θάνατο. Αλλά ο ήλιος φεύγει προς τη δύση του και οι Τούρκοι βιάζουνται να φύγουν μακριά από τη φρίκη εκείνη. Προτείνουν παράδοση στους τριάντα εφτά Μυλοποταμίτες οι οποίοι μάχονται να παραδοθούν αλλά μόνον σε τακτικό στρατό. Ένας αξιωματικός πλησιάζει από το παραθύρι και τους υπόσχεται δίδοντας το λόγο της τιμής του, ότι δεν θα πειραχθούν αν παρατήσουν τον αγώνα και παραδώσουν τα όπλα των. Οι γενναίοι εκείνοι υπερασπισταί του νεκρού πια Αρκαδιού δεν μπορούν να φανταστούν ποτέ ότι ο λόγος τιμής ενός αξιωματικού πολεμιστού που βαστά σαν κι αυτούς παλικαρίσια το τουφέκι δεν είναι ιερός και δυνατός; Ανταλλάσσουν γνώμη μεταξύ τους, αποφασίζουν, και πείθονται να πετάξουν τα όπλα και τα φυσέκια από το παραθύρι. Μόλις όμως τα παλικάρια απόμειναν άοπλα εισέρχονται λυσσασμένοι από τη δίψα της εκδικήσεως οι Τούρκοι και εκεί, ανάμεσα στις σκιές της απελπιστικής αμύνης σφάζουν τους (35) στην τράπεζα. Ο θηριώδης αφανισμός των παλικαριών της τραπέζης έσωσε τους άλλους πενήντα της αποθήκης του θόλου, «μεσοκούμια» και των διπλανών κελιών γιατί βλέποντας το φριχτό μακελειό της ατίμου παρασπονδίας, εκράτησαν τους Τούρκους μακριά και δεν εδέχθησαν καμία πρεσβεία να πλησιάσει. Τότε μόνο παραδόθηκαν. Με διαταγή του Μουσταφά Πασά προσήλθε ένας ανώτερος αξιωματικός με ισχυρό τμήμα στρατού που τους επροστάτευσε χωρίς όμως να δεχθούν να πετάξουν τα όπλα. Μέσα σ’ αυτούς ευρίσκοντο ο ανθυπολοχαγός Δημακόπουλος, ο οπλαρχηγός Κ. Δασκαλάκης αδελφός του αρχηγού Γ. Δασκαλάκη και ο Ν. Γαληνάκης, οι δύο τελευταίοι είχαν φορέσει ρούχα εθελοντών νομίζοντες ότι φέρουν τη στολήν τακτικού στρατού δεν θα πειραχθούν αλλά θα θεωρηθούν αιχμάλωτοι πολέμου.
Ο Μουσταφά Πασάς όμως τους εξεχώρισε και διέταξε τον τουφεκισμό των, όπως και του Δημακόπουλου.
Κυρίαρχοι πλέον οι Τούρκοι συνέλαβαν πάντας τους επιζήσαντας εκατόν δεκατέσσερις (114) τον αριθμό μεταξύ των οποίων ήσαν πενήντα πέντε (55) άνδρες. Κατέσφαξαν δε πάντας εις το πρόχειρον νοσοκομείον της Μονής ευρεθέντας βαρειά τραυματισμένους
Ο Μουσταφάς Πασάς εγκαταστήσας εις τα πέριξ δεσπόζοντα σημεία τους εις προφυλακάς του διανυκτέρευσεν εις τ’ Αρκάδι. Την επόμενην όμως 10η Νοεμβρίου έσπευσε να φύγει από τον τόπο του μαρτυρίου φοβούμενος δια την υγεία του στρατού εκ της φριχτής δυσοσμίας των πτωμάτων και διότι επληροφορήθη το πλησίασμα σοβαράς δυνάμεως επαναστατών. Πράγματι δε, η μοίρα ηθέλησε να σχολάσει ο γύρω κατακλυσμός μετά το ολοκαύτωμα, και να κινηθούν τότε από όλας τις επαρχίας να σπεύσουν προς το Κορωναίο και τους άλλους αρχηγούς οι επαναστάται συγκεντρωμένα δε τώρα όλα τα σώματα έτρεχαν προς το Αρκάδι για να περισώσουν ότι μπορούσαν και να πάρουν τουλάχιστον εκδίκηση χτυπώντας το στρατό του Μουσταφά.
Έσπευσε λοιπόν ο Μουσταφά Πασάς να επαναφέρει το στρατό του εις το Ρέθυμνο, φοβούμενος μήπως οι επαναστάτες προλάβουν να πιάσουν τα περάσματα και του προξενήσουν καμιά ανεπανόρθωτη συμφορά εκδικούμενοι τ’ Αρκάδι.
Κατά την επιστροφή του κατέστρεψε όλα τα γυρωχώρια».
Από τους μεγαλύτερους μάρτυρες όμως ήταν ο Σωπασής.
Όπως είχε μαυρίσει από τους καπνούς της μάχης κανένας δεν φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Τον έσυραν, λοιπόν, μέχρι τη σειρά των αιχμαλώτων και η θλιβερή πομπή ξεκίνησε για τη χώρα.
Εκεί στη Μέση όμως κάποιοι τον αναγνώρισαν. Κάποιοι που είχαν υποστεί τη μανία του πάνω στη μάχη. Και ζήτησαν να εκδικηθούν. Οι στρατιώτες που ήταν υπεύθυνοι για τους αιχμαλώτους δεν είχαν καμιά αντίρρηση να τους κάνουν το χατίρι.
Έτσι παραδόθηκε σε έναν όχλο ο άτυχος ήρωας.
Όπως μου έλεγε η Αργίνη Φραγκούλη δείχνοντάς μου και το σπίτι στη Μέση όπου είχαν κλείσει τον ήρωα και τον βασάνισαν υπέστη μαρτύρια που δεν αντέχεις ούτε να τα απαριθμήσεις. Έκοβαν με μανία τη σάρκα του μέχρι που άνοιξαν το γενναίο στήθος του έβγαλαν την καρδιά του όπως ήταν ζωντανός και την πέταξαν στη σκυλιά.
Ό,τι απέμεινε από το ακρωτηριασμένο σώμα του, οι Χριστιανοί κάτοικοι της Μέσης το παρέλαβαν με σεβασμό και το έθαψαν στον περίβολο του ναού του Αγίου Ιωάννου στο ίδιο χωριό. Η Λαϊκή Μούσα, όπως κάνει πάντα σε περιπτώσεις μεγάλων ανδρών, θρήνησε το χαμό του «Κούβου».
«Ο Κούβος ο περίφημος τ΄ όμορφο παλικάρι σκλάβος επιάσθηκε κι αυτός για του Χριστού την χάρη. Για δεν τον γνωρίσανε, γιατί ήταν τσουδισμένος κι εις τα μπαρούτια, στην φωτιά ήτανε μαυρισμένος. Στην Μέση, σαν τους πήγανε, έκια τον εγνωρίσαν και τον εξεχωρίσανε και τον εκαταλύσαν».
Έτσι διάβηκε τις Πύλες της Αθανασίας ο μεγάλος αυτός Μυλοποταμίτης ήρωας που ανέδειξε με την μυθιστορηματική του πορεία στη ζωή και το φρικτό του θάνατο την Κρητική λεβεντιά σε όλο της το μεγαλείο.