Με τα περιστατικά βίας κι εκφοβισμού στους ανήλικους να αυξάνονται ανησυχητικά, η κοινωνία και η επιστημονική κοινότητα ειδικότερα προσπαθούν να εντοπίσουν τις «ρίζες» του κακού, βάζοντας «φρένο» σε παραβατικές πράξεις που επιφέρουν ολέθριες συνέπειες στον ψυχισμό πιο ευάλωτων και αδύναμων ατόμων.
Η προβληματική συμπεριφορά παιδιών κι εφήβων (συχνότατο φαινόμενο στις μέρες μας), καθώς και ο νευραλγικός ρόλος της οικογένειας και του σχολείου, ήταν οι δύο βασικές θεματικές ενότητες της ενημερωτικής εκδήλωσης που διοργάνωσαν προ ημερών στο Ρέθυμνο τo Ευρωπαϊκό Κέντρο Κατάρτισης για την απασχόληση (ECTE) σε συνεργασία με το Εργαστήριο Ψυχολογίας και «Ειδικής Αγωγής» του πανεπιστημίου Κρήτης.
Κεντρικός ομιλητής ήταν ο καθηγητής Ψυχολογίας και διευθυντής του εργαστηρίου Ψυχολογίας και του ΔΠΜΣ «Ειδική Αγωγή», Ηλίας Κουρκούτας, ο οποίος αναλύει σήμερα στα «Ρ.Ν.» τις κυρίαρχες κι αλληλένδετες πτυχές, που ευνοούν και πυροδοτούν την ανάπτυξη της επιθετικότητας από τις μικρές ηλικίες.
Οι πιο ήπιες και οι πιο ακραίες (ψυχικές) καταστάσεις
Εξετάζοντας και σταθμίζοντας όλες τις παραμέτρους, ο κ. Κουρκούτας θα μιλήσει αρχικά για ένα «περίπλοκο θέμα», εξηγώντας ειδικότερα: «Επιθετικότητα υπάρχει και είναι κατά κάποιο τρόπο εγγενής στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Από πάρα πολύ νωρίς έχει βρεθεί ότι τα παιδιά θυμώνουν – ακόμα και τα βρέφη – όταν δεν μπορούν να πετύχουν κάποια πράγματα, στην πρώτη – πρώτη κινητική φάση ανάπτυξής τους. Εν συνεχεία, όλοι ζούμε σε πλαίσια (οικογενειακά, σε πλαίσια σχέσεων) που ματαιωνόμαστε, που δημιουργούνται εντάσεις, συγκρούσεις (απέναντι) σε εμάς ως παιδιά κι ως έφηβοι αργότερα».
Δεκαετίες ερευνών – «εστιασμένων και κλινικών και καθαρά κλασικών ερευνητικών δεδομένων» – παρέχουν σαφή εικόνα και δείχνουν ποιοι ακριβώς είναι οι παράγοντες και ποιες οι διαδικασίες κατά τις οποίες κάποιος αναπτύσσει επιθετικότητα.
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου Κρήτης μάς αναφέρει ένα απλό παράδειγμα: «Τα αρνητικά συναισθήματα, ο θυμός, οι τραυματικές εμπειρίες, οι εμπειρίες βίας ή επιθετικότητας που έχουν βιώσει τα παιδιά σε μικρή ηλικία και τα οποία δεν μπορούν να επεξεργαστούν, αποτυπώνονται μέσα τους ως βίωμα, αλλά όλα αυτά αποσυντονίζουν κι αποδομούν την ικανότητά τους και να ισορροπούν και να ελέγχουν τα συναισθήματά τους και να ελέγχουν τις συμπεριφορές. Ένα κλασικό συναίσθημα είναι ο θυμός, ο οποίος δημιουργείται από διάφορες καταστάσεις, από πάρα πολύ μικρές ηλικίες».
Συνεχίζοντας θα γίνει πιο συγκεκριμένος: «Η πολυμελής οικογένεια και η καταθλιπτική μητέρα φαίνεται να είναι οι αρνητικοί παράγοντες που προβλέπουν σε μεγάλο βαθμό (σε ποσοστό σχεδόν 50%) την παρουσία αντικοινωνικών συμπεριφορών στην εφηβεία. Τα παιδιά και οι έφηβοι με παρόμοιες εμπειρίες αναπτύσσουν προβληματικές και κοινωνικά ανώριμες ή δυσλειτουργικές συμπεριφορές, ενώ εξαιτίας των ψυχικών τους προβλημάτων βρίσκονται συνεχώς εκτιθέμενοι σε καταστάσεις «κινδύνου» και απόρριψης ή περιθωριοποίησης, που αυξάνουν τις «τραυματικές» εμπειρίες και τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές που λαμβάνουν όλο και πιο ακραίο «αντιδραστικό» χαρακτήρα».
Η αδυναμία και τα αρνητικά συναισθήματα για τον εαυτό τους (χαμηλή αυτοεκτίμηση) συνοδεύουν τα παιδιά ως την εφηβεία. Και τότε «προσπαθούν να τα εξισορροπήσουν – όχι όλα, γιατί η βία, οι αρνητικές καταστάσεις, οι αρνητικές εμπειρίες κι όλα αυτά τα τραύματα δημιουργούν και συναισθηματικά προβλήματα: καταθλίψεις, κλείσιμο στον εαυτό, αρνητικά συναισθήματα, κι ειδικά στην εφηβεία. Και μετά αυτό μπορεί να βγει σε κατάθλιψη».
Οι πιο ήπιες καταστάσεις, σύμφωνα με τον κ. Κουρκούτα, είναι σε θέση «να δημιουργήσουν ματαιώσεις ή προβλήματα, ή αμφιθυμίες (αντικρουόμενα συναισθήματα στον έφηβο σε σχέση με τον εαυτό του ή με τον άλλο) ή αισθήματα ανασφάλειας. Όλα αυτά σε κάποια παιδιά μπορεί να βγουν, αν έχουν εμπειρίες επιθετικότητας, βίας ή αυταρχικότητας στο σπίτι ή και διάφορες άλλες μορφές ακατάλληλων συμπεριφορών».
Όλα τα παραπάνω παράγουν συμπεριφορές με επιθετικό ή βίαιο χαρακτήρα, άλλοτε ήπιο κι άλλοτε πιο ακραίο. «Από εκεί και πέρα, το πώς θα εξελιχθούν όλα αυτά στην εφηβεία είναι ένα τεράστιο θέμα» παραδέχεται ο καθηγητής Ψυχολογίας του Παιδαγωγικού τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του πανεπιστημίου Κρήτης.
«Σε κάθε περίπτωση», όπως θα αναφέρει, «Οι πρώιμες αρνητικές εμπειρίες και σοβαρές συναισθηματικές ελλείψεις, στο επίπεδο των βασικών σχέσεων στην παιδική ηλικία, δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για μια προβληματική εφηβεία. Από την άλλη, όταν το σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο στο μέτρο που οι έφηβοι έχουν πλέον και άλλες βιοσωματικές και κοινωνικές ανάγκες, αδυνατούν να τους παρέχουν εξειδικευμένη βοήθεια, ώστε αυτοί με τα προβλήματα να ισορροπήσουν συναισθηματικά, είναι αυτονόητο ότι οι ψυχικές τους δυσκολίες, θα επιδεινωθούν. Οι πρακτικές απόρριψης και τιμωρίας στο σχολείο, μπορεί, από την άλλη, να προκαλέσουν επιπλέον ενδοψυχικές δυσκολίες (κατάθλιψη) ή αντίθετα, πιο σοβαρές εξωτερικευμένες αντιδράσεις (επιθετικότητα, αντικοινωνικότητα, κλοπές, βία, χρήση ουσιών)».
Η βία που παράγει «βία και συναισθήματα θυμού» και η «υπερεμπλοκή» της οικογένειας
Εμπλοκή έχουν κι άλλοι παράγοντες. Η εφηβεία θεωρείται κρίσιμη, ειδικά για τα αγόρια, τα οποία όπως εξηγεί «περνάνε μία φάση που είναι αρκετά ανώριμα, δηλαδή (συγκριτικά με τα κορίτσια) είναι πολύ πιο ανώριμα πολύ λιγότερο ικανά στη συναισθηματικές συνδέσεις κ.λπ., πολύ μονοκόμματα. Κι έχουν αυτό το κλασικό που όλοι γνωρίζετε: (το αγόρι) οφείλει συναισθηματικά κατά κάποιο τρόπο να αποσυνδεθεί από τη μητρική ταύτιση, από την ταύτιση με τη μητέρα, για να μπορέσει να διασφαλίσει το αίσθημα ταυτότητας του ανδρισμού, όπως διαμορφώνεται σε κάθε κοινωνία η έννοια του ανδρισμού – συνήθως είναι ένα πρότυπο το οποίο πρέπει να είναι δυνατό».
Με τη σειρά του, αυτό το τελευταίο «Δημιουργεί μεγάλα προβλήματα και στα πιο ευαίσθητα παιδιά» συνεχίζει ο κ. Κουρκούτας: «Όμως υπάρχουν παιδιά τα οποία για διάφορους λόγους (οικογενειακούς, ατομικούς κ.λπ.) έχουν ένα δυναμικό επιθετικότητας πολύ πιο έντονο μέσα τους, το οποίο μπορεί να τους βγει ακριβώς με το να επιβάλλονται και να προσπαθούν να κυριαρχούν στους άλλους, να ταυτίζονται και με άλλα επιθετικά πρότυπα ή και να εμπλέκονται σε ακραίες επιθετικές μορφές (σε ομάδες, από απλούς χούλιγκαν κ.λπ.)».
Τα αγόρια, συν τοις άλλοις, φορτώνονται με ένα επιπρόσθετο άγχος στη διάρκεια της εφηβείας του, το οποίο αφορά την σεξουαλικότητά τους.
«Τα αγόρια έχουν πρόβλημα με την ταυτότητά τους. Πώς πρέπει να είναι. Στα κορίτσια όλο αυτό βγαίνει με άλλο τρόπο. Τα αγόρια πρέπει να μην δείχνουν αδύναμα. Αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα. Αλλά βιώνουν και πολύ περισσότερα άγχη σε σχέση με τα κορίτσια. Όλα αυτά δεν παράγουν απαραίτητα βία, παράγουν όμως ανασφάλειες, πολλές φορές σε κάποια παιδιά που κουβαλάνε πολύ περισσότερα τραυματικά θέματα κι έχουν πολύ περισσότερη επιθετικότητα ή έχουν βιώσει βία» διευκρινίζει ο διευθυντής του εργαστηρίου Ψυχολογίας και του ΔΠΜΣ «Ειδική Αγωγή», ο οποίος ανατρέχει σε μελέτες που έχουν γίνει για να σημειώσει: «Αυτό που έχει βγει είναι ότι τα παιδιά που κάνουν bullying κι εμπλέκονται ως θύτες και θύματα είναι άτομα που δηλώνουν ότι οι γονείς τους είναι υπερπροστατευτικοί είτε ελεγκτικά είτε με τον αγχώδη τρόπο. Η αγχώδης υπερπροστασία συνήθως δημιουργεί παιδιά που μπερδεύονται με τον εαυτό τους, που δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, που είναι πιο ευάλωτα και μπορεί να πέσουν θύματα. Ένα κομμάτι που δηλώνει ότι έχει υπερπροστατευτικούς γονείς, αλλά με την ελεγκτική διάσταση κι έννοια, αυτά γίνονται και θύτες, δηλαδή επιθετικοί από αντίδραση. Κάτι το οποίο εμείς θεωρούμε υπερπροστασία – υπερεμπλοκή και το οποίο στην εφηβεία τελικά παράγει προβλήματα».
Σε ένα βαθμό, η διασφάλιση του αισθήματος της ταυτότητας (ανδρισμού) είναι μία μορφή «πιο ήπιας και πιο καλοήθους» επιθετικότητας, όπως τη χαρακτηρίζει ο κ. Κουρκούτας, συνυπολογίζοντας πως στο αμέσως επόμενο στάδιο παράγονται πιο ακραίες μορφές συμπεριφοράς απ’ τις οποίες προκύπτουν τα ζητήματα του bullying. Είναι κοινώς αποδεκτό, πάντως, ότι «Η βία παράγει βία και συναισθήματα θυμού» όπως λέει ο έμπειρος ακαδημαϊκός. Ευάλωτα παιδιά μπορούν να παίξουν και το ρόλο του θύτη. «Το bullying ακουμπά πολλά παιδιά που έχουν πολύ άγχος, αρνητικά συναισθήματα, χαμηλή αυτοεκτίμηση. Θέλουν να κυριαρχήσουν κι έτσι αποκτούν ένα αίσθημα κυριαρχίας στους άλλους» υπογραμμίζει ο κ. Κουρκούτας.
Η πανδημία και διαδίκτυο έχουν αρνητικές συνέπειες και πολλαπλασιάζουν τα προβλήματα, διαταράσσοντας τον οικογενειακό ιστό και τις ισορροπίες στις σχέσεις. «Η βία υπήρχε πάντοτε, απλά την αναδεικνύουμε κι εμείς (σήμερα) πιο εύκολα» παρατηρεί ο καθηγητής του πανεπιστημίου Κρήτης. «Θεωρώ ότι υπήρχε περισσότερη βία παλαιότερα και στην οικογένεια και στο σχολείο, αλλά τώρα η κοινωνία δεν ανέχεται αυτό το πράγμα. Και αναδεικνύονται πολύ περισσότερο και μαθαίνονται πολύ πιο εύκολα τέτοιου είδους περιστατικά. Αυτή είναι αίσθηση μου».
Επιπλέον, όπως θα προσθέσει ο ίδιος, «Η υπερβολική έμφαση σε όλα αυτά δεν μειώνει τα επιθετικά συναισθήματα» σχολιάζοντας τα φαινόμενα του μιμητισμού.
Θα επαναλάβει επίσης ότι η υπερπροστασία και η «υπερεμπλοκή» της οικογένειας «δεν βοηθάει στην ισορροπημένη αυτονόμηση (τα παιδιά μετά αυτονομούνται με το να ταυτίζονται με ακραία οπαδικά συνθήματα κ.λπ.)».
Η έλλειψη συντονισμένων δράσεων από τα σχολεία
Συμπερασματικά, θα σταθεί στο ότι «Η σύγχρονη έρευνα αναδεικνύει τη σημασία των οικογενειακών παραγόντων κινδύνου και της προβληματικής οικογενειακής δυναμικής, καθώς και αντίστοιχων κοινωνικών και σχολικών παραμέτρων, στην ανάπτυξη των αντικοινωνικών συμπεριφορών».
Όπως θα επισημάνει, «Η οικογένεια και το σχολείο συνιστούν συγχρόνως παράγοντες κινδύνου και ισχυρούς προστατευτικούς μηχανισμούς, ανάλογα με τον τρόπο που λειτουργούν, τη βοήθεια που μπορούν να παρέχουν, καθώς και το είδος της συνεργασίας που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Παράλληλα, εξαρτάται από τον τρόπο που ειδικοί και παιδαγωγοί θα κατανοήσουν τις βαθύτερες ανάγκες και τα προβλήματα του εφήβου και της οικογένειας του και αν θα μπορέσουν να δράσουν κατάλληλα, ώστε να παρέχουν αποτελεσματική βοήθεια σε βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζει ο έφηβος».
Ο κ. Κουρκούτας θα εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι «Δεν υπάρχει τίποτα στο ελληνικό σχολείο που να ασχολείται με την ψυχική υγεία – μόνο αν είναι κάποιος καλός εκπαιδευτικός, μόνο αν γίνουν κάποιες δράσεις συνήθως αποσπασματικές, επιμέρους. Δεν υπάρχουν, πραγματικά, οργανωμένες δράσεις. Δεν υπάρχει χώρος στο σχολείο, ειδικά για τους εφήβους».
Καταληκτικά, εστιάζοντας στις κατάλληλες «εξειδικευμένες παρεμβάσεις», θα τονίσει ότι «Το σχολείο, σε συνεργασία με εξειδικευμένες υπηρεσίες, μπορεί να βοηθήσει έναν έφηβο με προβλήματα να ανακτήσει την ψυχική του ισορροπία και να αποφύγει τον εγκλωβισμό στο φαύλο κύκλο των αρνητικών αλληλεπιδράσεων και κατά συνέπεια την ψυχοπαθολογία».