Η χώρα μας βρίσκεται στο κρίσιμο σταυροδρόμι για να διαλέξει ανάμεσα στην ευφυή αλλά υπό όρους τουριστική ανάπτυξη ή την εντελώς ανεξέλεγκτη, με μοναδικό της στόχο την υπερμεγέθυνσή της. Οι αποφάσεις και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν τώρα, θα καθορίσουν και την ποιότητα διαβίωσης τόσο των Ελλήνων πολιτών όσο και των επισκεπτών μας για πολλές δεκαετίες στο μέλλον!
Η ήδη μεγάλη τουριστική ανάπτυξη της χώρας μας
Η Ελλάδα ήδη συγκαταλέγεται στους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς της Μεσογείου, με 27,6 εκατ. επισκέπτες το 2022 και με πρόβλεψη για άνω των 30 εκατ. για το 2023. Τα σκήπτρα βέβαια για τον Μεσογειακό χώρο τον κατέχει η Ισπανία με 71,8 εκατ. επισκέπτες το 2022 και με πρόβλεψη για άνω των 82 εκατ. για το 2023. Στο ίδιο επίπεδο βρίσκεται και η Γαλλία, και ακολουθούν η Ιταλία, και η Τουρκία. Ωστόσο τα έσοδα από τον τουρισμό των 87 δις ευρώ του ’22 για την Ισπανία, είναι ανόμοια με τα 17,1 δισ. ευρώ που δηλώθηκαν στην Ελλάδα αναλογικά με το πλήθος των επισκεπτών. Για μεν την Ισπανία αναλογούσε δαπάνη 1,217 ευρώ ανά επισκέπτη ενώ για τη χώρα μας μόλις 620 ευρώ. Δηλαδή οι επισκέπτες στην Ισπανία ξοδεύουν διπλάσια ποσά από ότι οι επισκέπτες στην Ελλάδα. Αυτό, με μια πρώτη ματιά, ερμηνεύεται με το ότι στην Ισπανία, οι επισκέπτες είναι ανώτερης οικονομικής στάθμης και δύνανται να ξοδεύουν περισσότερα. Όμως οι διαφορές αυτές μπορεί και να οφείλονται, είτε στην αδυναμία του Ελληνικού κράτους να πιστοποιεί τα ακριβή οικονομικά στοιχεία των τουριστικών επιχειρήσεων, είτε και στη διαφορετική μεθοδολογία υπολογισμού των φορολογικών εσόδων στις δύο χώρες.
Ο κίνδυνος του «υπερτουρισμού»
Θα επιχειρήσουμε να συγκρίνουμε ορισμένα μεγέθη και χαρακτηριστικά της χώρας μας με της Ισπανίας στον τουριστικό τομέα, καθότι εκτιμούμε ότι παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες. Για τις δύο χώρες, δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους ως τουριστικοί προορισμοί. Το ένα είναι ότι και στις δύο η τουριστική περίοδος είναι κυρίως τους ανοιξιάτικους και τους θερινούς μήνες και το δεύτερο, το ότι οι μεγαλύτεροι τουριστικοί τους προορισμοί, είναι τα νησιά τους και οι λοιπές τους παραλιακές περιοχές. Για την Ισπανία η περιοχή της Καταλονίας που βρέχεται από τη Μεσόγειο όσο και τα Κανάρια νησιά στον Ατλαντικό και τα νησιά Βαλεαρίδες στη Μεσόγειο, συγκέντρωσαν 38,5 εκατ. επισκέπτες (στοιχεία για το 2022) δηλαδή το 54% του συνόλου. Όμοια για την Ελλάδα, η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, οι Κυκλάδες και τα Ιόνια νησιά συγκέντρωσαν 13,2 εκατ. επισκέπτες (στοιχεία του 2022) δηλαδή το 48% του συνόλου. Βλέπουμε λοιπόν μια υπερσυγκέντρωση επισκεπτών σε μικρή σχετικά γεωγραφική έκταση. Το φαινόμενο αυτό έχει ονομασθεί με την ορολογία «υπερτουρισμός». Στη χώρα μας η εμφάνισή του δεν έχει πάρει ακόμη μεγάλες διαστάσεις όπως σε αρκετές περιοχές της Ισπανίας. Εξ άλλου από τα αριθμητικά στοιχεία παρατηρούμε ότι οι αριθμοί για την Ισπανία είναι τριπλάσιοι από εκείνους της χώρας μας (38,5 εκατ. με 13,2 εκατ.).
Το αντιπαράδειγμα των Βαλεαρίδων και των Κανάριων νησιών
Τα Κανάρια νησιά είναι ένα σύμπλεγμα επτά νησιών της Ισπανίας στον Ατλαντικό, όπου τα πιο γνωστά είναι η Τενερίφη και η Λας Πάλμας. Οι Bαλεαρίδες είναι επίσης ένα άλλο νησιωτικό σύμπλεγμα τεσσάρων νησιών της Ισπανίας, στη Μεσόγειο, όπου τα πιο γνωστά είναι η Ίμπιζα και η Μαγιόρκα. Η συνολική έκταση των Κανάριων νησιών είναι λιγότερο από της Κρήτης κατά 850 περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ των Βαλεαρίδων η έκτασή τους συνολικά, είναι το μισό του συνόλου των Δωδεκανήσων. Βέβαια και τα δύο αυτά νησιωτικά συμπλέγματα είναι ήδη αρκετά πυκνοκατοικημένα από μόνιμους κατοίκους. Όμως εξ αιτίας της υπερβολικής τουριστικής ανάπτυξης που συντελέστηκε στην επικράτειά τους τις τελευταίες δεκαετίες, τα νησιά αυτά σήμερα πια, υποφέρουν από το φαινόμενο του «υπερτουρισμού». Όμοια από το φαινόμενο αυτό υποφέρουν και κάποιες συνοικίες και γειτονιές και της Βαρκελώνης όπως και άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις όπως η Βενετία και το Άμστερνταμ, αλλά και περιοχές της Νοτιοανατολικής Ασίας όπως το Πουκέτ, το Μπαλί, ο κόλπος της Μάγια και άλλες.
Τα αρνητικά επακόλουθα του «υπερτουρισμού»
Το φαινόμενο του «υπερτουρισμού», πολύ γρήγορα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στις περιοχές που έχει ανακύψει, τόσο σε περιβαλλοντικό, όσο αι σε κοινωνικό επίπεδο. Αντλώντας στοιχεία από τις δημοσιεύσεις τόσο για τις περιοχές της Ισπανίας όσο και για άλλες που υποφέρουν από αυτόν, αναφέρουμε κάποιες από τις επιπτώσεις.
- Στα Κανάρια νησιά επιβλήθηκε το μέτρο του τουριστικού φόρου τα έσοδα από τον οποίο θα επενδύονται για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος των νησιών.
- Όμως αυτό που ανέβασε πρόσφατα τον «πήχη» στην υπόθεση του «υπερτουρισμού» είναι το Λανθαρότε, τέταρτο μεγαλύτερο από τα Κανάρια Νησιά. Ως απάντηση σε αυτόν αλλά και στη «μαύρη» οικονομία που συνήθως τον συνοδεύει, στην έλλειψη στέγης, στο χάος στους δρόμους και στην απώλεια ποιότητας ζωής για τους κατοίκους, η σοσιαλίστρια επικεφαλής της τοπικής διοίκησης, Μαρία Ντολόρες Κορούχο κήρυξε το νησί «τουριστικά κορεσμένο».
- Εκατομμύρια τουρίστες κατακλύζουν κάθε χρόνο την Ίμπιζα: Τρίτο μεγαλύτερο νησί στο σύμπλεγμα των Βαλεαρίδων. Όμως έχει πλέον μετατραπεί σε επίγεια κόλαση για τους περίπου 150.000 κατοίκους του και τους χιλιάδες εργαζόμενους που απασχολούνται την καλοκαιρινή σεζόν στην ακμάζουσα τουριστική βιομηχανία.
- Στα νησιά των Βαλεαρίδων οι επιπτώσεις εκτείνονται από την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και των φυσικών τοπίων, έως περαιτέρω κρίση ακρίβειας και σημαντική υποβάθμιση της ποιότητας ζωής για τους ντόπιους πληθυσμούς.
- Στη Βενετία έχει μπει «κόφτης» στον αριθμό των επισκεπτών σε πολλές τοποθεσίες. Επίσης απαγορεύτηκαν τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια, ενώ παραμένει στο «τραπέζι» το ενδεχόμενο επιβολής τέλους εισόδου σε ημερήσιους τουρίστες, που θα κυμαίνεται από τρία έως δέκα ευρώ, ανάλογα με την εποχή.
- Μια άλλη διάσημη πόλη για τα γραφικά κανάλια της, το Άμστερνταμ, έχει αλλάξει τακτική απέναντι στους τουρίστες, υιοθετώντας μια νέα στρατηγική για την προσέλκυση πιο ποιοτικού τουρισμού. Επιβάλει νέους φόρους σε επισκέπτες, και απαγόρευσε την ανέγερση νέων ξενοδοχείων στο κέντρο της.
- Η παραδεισένια παραλία στο νησί Κο Φι Φι, στον Κόλπο Μάγια της Ταϊλάνδης παραμένει κλειστή κατά τακτά χρονικά διαστήματα, για να αποτραπεί η σοβαρή περιβαλλοντική υποβάθμισή της.
Πως έφτασαν στον «υπερτουρισμό»
Είναι ποικίλοι οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν μια πόλη ή μια περιοχή στον «υπερτουρισμό». Η Βενετία ας πούμε, το Άμστερνταμ αλλά και η Βαρκελώνη, έφτασαν σε αυτή τη θέση λόγω της πολύ μεγάλης φήμης τους, και το ότι δεν κατάφεραν να το προβλέψουν έγκαιρα και να πάρουν τα ανάλογα προστατευτικά μέτρα. Όμως, οι νησιωτικές περιοχές της Ισπανίας βρέθηκαν στην ανάλογη θέση, λόγω υπερπροσφοράς πολύ χαμηλών πακέτων διακοπών, τα οποία φυσικά απευθύνονταν σε πολύ χαμηλής ποιότητας τουριστικά καταλύματα.
Υπάρχουν στη χώρα μας βεβαρημένες περιοχές;
Στην Ελλάδα ευτυχώς, το φαινόμενο του «υπερτουρισμού», μόλις που έχει εμφανιστεί σε κάποιες λίγες περιοχές, χωρίς να έχει επιφέρει έως σήμερα σοβαρές περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιβαρύνσεις. Ωστόσο στις περιοχές αυτές, διαφαίνονται τάσεις μεγέθυνσης του φαινομένου χρόνο με τον χρόνο. Σαν μια ασφαλής κίνηση λοιπόν για να μην βρεθούμε και εμείς στην θέση των κατοίκων των Κανάριων νησιών, των Βαλεαρίδων, της Βαρκελώνης ή και της Βενετίας, θα ήταν να μελετηθεί η μεγέθυνση του φαινομένου. Θα πρέπει να τεκμηριωθούν και να εκτιμηθούν τα πληθυσμιακά και τα υπόλοιπα στοιχεία που μπορούν να επιφέρουν τον τουριστικό κορεσμό, και να ληφθούν ανάλογα μέτρα, τόσο από το κεντρικό κράτος όσο και από την τοπική αυτοδιοίκηση. Τέτοιοι επίφοβοι τουριστικοί προορισμοί στη χώρα μας εκτιμάται ότι είναι, η Σαντορίνη, η Μύκονος, περιοχές της Βόρειας Κρήτης, όπως και περιοχές της Ρόδου και της Κέρκυρας.
Στον αντίποδα του «υπερτουρισμού», ο ποιοτικός τουρισμός
Σίγουρα,το πως καθορίζεται ο ποιοτικός τουρισμός είναι μια υπόθεση που μπορεί να περιλαμβάνει διάφορες παραμέτρους. Αυτές μπορεί να είναι πολιτιστικοί, οικονομικοί, ή και κοινωνικοί. Όμως για να πληρούνται αυτές οι παράμετροι, θα πρέπει κατά τον πρώτο λόγο οι τουριστικοί επισκέπτες να δείχνουν ιδιαίτερο σεβασμό στα περιβαλλοντικά και στα πολιτιστικά δεδομένα της περιοχής όπου κάνουν διακοπές. Κατά τον δεύτερο λόγο, θα πρέπει να εξετάζεται το κατά πόσον τόσον οι οποιεσδήποτε υποδομές, όπως των συγκοινωνιών, της υγείας, των ελεύθερων δημοσίων χώρων, θα μπορούν «να αυτοχρηματοδοτούνται». Το ίδιο ισχύει και για τις περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις που προκαλούνται από τη χρήση των υποδομών αυτών εκ μέρους των επισκεπτών. Η «αυτοχρηματοδότησή» τους αυτή, θα έχει την έννοια ότι θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα να εισπράττονται από το κεντρικό κράτος ή και από την τοπική αυτοδιοίκηση, ετησίως σημαντικά ποσά, τα οποία θα μπορούν να υπερκαλύπτουν τα έξοδα λειτουργίας, συντήρησης, αλλά και αναβάθμισης των παρεχόμενων δημοσίων υπηρεσιών και υποδομών. Το πως θα επιτυγχάνεται αυτό θα ρυθμίζεται από συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα και τις ανάλογες κανονιστικές διατάξεις που θα πρέπει να ληφθούν. Αυτό σίγουρα για ότι αφορά τους επισκέπτες θα μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος της καθημερινής τους διαβίωσης. Μια πρώτη οδηγία που θα μπορούσε να φέρει ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα ήταν, να αυξηθούν κατά πολύ οι προδιαγραφές τόσο των τουριστικών καταλυμάτων, ξενοδοχείων και ενοικιαζόμενων δωματίων όσο και των χώρων εστίασης και αναψυχής. Αυτό με τη σειρά του, θα έδινε τη δυνατότητα υψηλότερης τιμολόγησης υπηρεσιών, πράγμα που θα οδηγούσε και σε μεγαλύτερες εισφορές εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών προς τα κρατικά ταμεία. Θα φτάναμε δηλαδή στο μοντέλο, όπου οι τουριστικές μονάδες θα εξυπηρετούν λιγότερους σε αριθμό πελάτες, αλλά με ποιοτικότερες αλλά και σαφώς ακριβότερες υπηρεσίες. Δηλαδή με άλλα λόγια, θα ευνοείται η δημιουργία μονάδων για λιγότερα εξυπηρετούμενα άτομα αλλά με ακριβότερες υπηρεσίες ή αλλιώς μονάδες πολλών «αστεριών». Με τα παραπάνω λοιπόν επιχειρήθηκε μια προσέγγιση της έννοιας του «ποιοτικού τουρισμού».
Η μεθοδολογία και τα κίνητρα
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως για να κατοχυρωθεί ο ποιοτικός τουρισμός σε μια περιοχή, πέραν της υποχρέωσης της πολιτείας για την κατασκευή υποδομών υψηλών προδιαγραφών, της ρύθμισης της πολεοδομικής νομοθεσίας για τους συντελεστές δόμησης καθώς και της διευθέτησης πολλών άλλων θεμάτων, θα πρέπει να υπάρξουν και ειδικά κίνητρα προς τους τουριστικούς επιχειρηματίες και επενδυτές. Τα κίνητρα αυτά σίγουρα θα πρέπει να έχουν και σοβαρό οικονομικό αντίκτυπο για να είναι ελκυστικά, όπως για παράδειγμα την υπαγωγή τους σε ειδικό αναπτυξιακό νόμο και την επιδότηση κατασκευής τους, για να προσελκύσουν αξιόλογους επενδυτές. Καταλήγοντας λοιπόν, εκτιμούμε ότι ο ποιοτικός τουρισμός θα πρέπει να αναγορευτεί σε στρατηγική επιλογή της χώρας μας.
Πηγές
1.ΙΝΣΕΤΕ, (Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων).
- INE, (Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ισπανίας).