Άφθονο το χαβιάρι επί Κρητικής Πολιτείας – Δωρεάν διασκέδαση από τους λυρατζήδες – Πρωτότυπες συνταγές Μικρασιατών για πικάντικα σαρακοστιανά
Μέσα από τις αναμνήσεις του Ιωάννη Κ. Δεττοράκι, εμπόρου, που ήταν ενεργό μέλος της κοινωνίας μας, από την αρχή του περασμένου αιώνα και μέλος του κομιτάτου των Απόκρεω, θα ζήσουμε τον εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας μια εποχή που η επίσκεψη στα Περιβόλια εθεωρείτο εκδρομή. Πόσο μάλλον η μετάβαση στον Κουμπέ. Θα κάνουμε όμως μια σύνδεση με ένα γεγονός που δείχνει την ευρηματικότητα των νεαρών γλεντζέδων όταν έρχονταν στο κέφι.
Όπως μας περιγράφει ο Δεττοράκις, κάθε τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, ο κόσμος ξεφάντωνε για τα καλά με τα δεδομένα της εποχής. Και το κύριο μέλημα της νεολαίας ήταν πως θα βρουν τρόπο να διασκεδάσουν περισσότερο.
Μια από τις Κυριακές αυτές, αρχές του περασμένου αιώνα, η παρέα (Δεττοράκις, Μανόλης Καούνης, Τίτος Ζακάκις) κάνοντας τη βόλτα τους το απόγευμα, πριν πάνε στο γλέντι που είχαν κανονίσει, έπεσαν πάνω σε ένα κηπουρό από τα Περιβόλια, που με φορτωμένο το γαϊδουράκι του μαρούλια, παπούλες, ραπάνια, σκόρδα και κρεμμύδια, είχε σταματήσει στον παντοπώλη του για τα πουλήσει.
Τους ήρθε λοιπόν η ιδέα να πάρουν από όλα και να τα κρεμάσουν εν αφθονία, στο μπράτσο τους σαν κινητά ζαρζαβατικά, μια και θα τους ήταν χρήσιμα και την επομένη που θα άνοιγαν την Σαρακοστή. Αγόρασαν και μερικά σπαρματσέτα και μετά ζήτησαν από τον παντοπώλη να τους δανείσει τον γάιδαρο του Περβολιανού κηπουρού για κανένα δίωρο. Εκείνος δεν είχε αντίρρηση, μια και κείνα τα χρόνια ο λόγος ήταν συμβόλαιο. Επομένως ήξερε να ενημερώσει τον ιδιοκτήτη σε ποιους δάνεισε το ζωντανό του αν εκείνος το αναζητούσε.
Ο προβληματισμός του βέβαια ήταν σε τι θα χρησίμευε ο γάιδαρος στην παρέα. Σε λίγη ώρα όμως λύθηκε η απορία του. Βλέπει ξαφνικά να έχει καβαλήσει ανάποδα το υπομονετικό τετράποδο ένας της παρέας, ως Καρνάβαλος και η υπόλοιπη συντροφιά να τον ακολουθεί με αναμμένα τα σπαρματσέτα τραγουδώντας καντάδες της εποχής.
Ολόκληρη η αγορά αναστατώθηκε με το θέαμα και η παρέα το εκμεταλλεύτηκε δεόντως. Κάθε λίγο σταματούσαν για να κάνουν χάζι οι καταστηματάρχες που ανταποκρίθηκαν με ζέση στο θέαμα που τους έδινε ένα ιδανικό φινάλε για τον αποχαιρετισμό της Απόκριας.
Έτσι κάθε εστιάτορας και οινοπώλης πλησίαζε τη συντροφιά των καρναβαλιστών σε κάθε τους σταθμό, με τον δίσκο γεμάτο μεζεδάκια και τα ποτήρια γεμάτα εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό το δικό τους ευχαριστώ για το ξεχωριστό θέαμα.
Όσο για τους θαμώνες καλούσαν τους νεαρούς να περάσουν και μέσα στα καταστήματα για κέρασμα.
Εκείνοι βέβαια προτίμησαν να μπουν στο ζαχαροπλαστείο του Ηρακλή Σιγανού, από τα πιο σικάτα μαγαζιά της αγοράς, με εξαιρετική επίπλωση ευρωπαϊκού επιπέδου, μάρμαρα στα τραπεζάκια και ατμόσφαιρα χλιδής. Στο πολυτελές αυτό κατάστημα υπήρχε και τμήμα οινοζυθοπωλείου με θαμώνες την αφρόκρεμα της τοπικής κοινωνίας. Ενθουσιασμένοι υποδέχτηκαν κι αυτοί τους καρναβαλιστές και δεν έμεινε ένας από τους θαμώνες να μην κεράσει. Όσο για τον καταστηματάρχη εκτός από κρασί τους φόρτωσε και με γλυκά χωρίς να πάψει να τους εύχεται και του χρόνου.
Η παρέα πανευτυχής για το αποτέλεσμα της αυτοσχέδιας δράσης τους κλείνοντας τη βόλτα στην αγορά άρχισαν να σκέπτονται πως θα επιστρέψουν τον γάιδαρο. Ευτυχώς πέτυχαν κάποιο γνωστό που πήγαινε στα Περιβόλια και του έδωσαν το ζωντανό να το επιστρέψει στον ιδιοκτήτη του.
Όταν την άλλη μέρα ξύπνησαν, κοντά στο απόγευμα, ο κόσμος που είχε ξεκινήσει τη διασκέδαση από τις 11 το πρωί, ήταν ακόμα στα βράχια, στους λοφίσκους, ανοίγοντας τη Σαρακοστή παρέες-παρέες. Καθένας είχε το ζεμπιλάκι του με όλα τα χρειώδη και το κέφι κυριαρχούσε από άκρη σε άκρη με τις μαντινάδες να πρωταγωνιστούν.Από τις πιο παλιές και γνωστές οι παρακάτω:
Ο έρωτας εις την αρχήν
γλυκός είναι και πλάνος
μα σαν ριζώσει στην καρδιά
καημός είναι μεγάλος
Αυτό το αχ όταν το πω
θαρρείς δεν μου κοστίζει;
Τέσσαρα φύλλα έχει η καρδιά
τα τρία μου ραΐζει
Πες μου να ζεις και να χαρείς
την ακριβή ζωή σου
σαν κάνεις μέρες να με δεις
δεν με ποθεί η ψυχή σου;
Βραδινές ώρες έπαιρνε καθένας την οικογένεια για την επιστροφή στο σπίτι χορτασμένος από τις σαρακοστιανές λιχουδιές και έχοντας περάσει μια μέρα γεμάτη τραγούδι και χορό.
Κάποιοι τραγουδούσαν ακόμα κι άλλοι δεν σταματούσαν να αστειεύονται με τους γνωστούς που συνοδοιπορούσαν.
Η γνωστή μας παρέα βέβαια πήρε τον δρόμο της επιστροφής χωρίς πρόγραμμα, μέχρι που φθάνοντας στο Κουμπέ, είδαν το καταστηματάρχη γνωστού κέντρου να τους περιμένει στην είσοδο με ένα διαρκές καλωσόρισμα όσο τους συνόδευε στο εσωτερικό.
Σε μια στιγμή πέρασε και η κούραση και η νύστα ορισμένων καθώς είχαν ενωθεί ένα δυο τραπέζια και τους περίμεναν με ολοκάθαρα τραπεζομάντιλα και σερβίτσια που σε λίγο τα συντρόφευαν οι πιατέλες με τα σαρακοστιανά.
Ακόμα όμως κι όταν έπρεπε να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής δεν τους έκανε καρδιά να επιστρέψουν στο σπίτι. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκαν στην εμπορική λέσχη για καφέ παροτρύνοντας και όσους συναντούσαν στον δρόμο, για να τους ακολουθήσουν.
Άφθονο το χαβιάρι
Σύμφωνα με τον σπουδαίο επίσης Ρεθεμνιώτη Θεμιστοκλή Βαλαρή η Καθαρά Δευτέρα τη δεκαετία του 1900, άνοιγε τη Σαρακοστή αλλά η αποχή από τα κρέας και τα λοιπά «πασχαλινά» διαρκούσε ακριβώς 40 μέρες.
Από τη βραδιά της Ανάστασης και μετά έμπαινε κρεατικό στο τραπέζι. Κανένας όμως δεν δυσανασχετούσε γιατί τα σαρακοστιανά ήταν πεντανόστιμα. Και κυρίως το μαύρο χαβιάρι που λόγω και Ρωσικής παρουσίας ήταν άφθονο στην πόλη και κυριαρχούσε στο οικογενειακό τραπέζι και μάλιστα σε βαθειά πιάτα. Οι γονείς μάλιστα πίεζαν τα παιδιά τους να φάνε χαβιάρι για να γλιτώσουν από τη φρικτή δοκιμασία του μουρουνέλαιου που κάποια υπέμειναν στωικά για λόγους υγείας.
Με την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα έγινε και το χαβιάρι είδος πολυτελείας για το Ρέθυμνο. Όσοι πάντως Ρεθεμνιώτες το είχαν γευθεί καμάρωναν ως ενήλικες για τον τρόπο που μεγάλωσαν τρώγοντας μαύρο χαβιάρι. Και οι άλλοι που ούτε μπορούσαν να το πλησιάσουν για οικονομικούς λόγους και σαν γεύση τους ήταν όνειρο θερινής νυκτός, θαύμαζαν αυτούς που το είχαν μέχρι και στο πρωινό τους σε καλές εποχές.
Η σπουδαιότερη όμως σαρακοστιανή λιχουδιά επί Ρωσικής Κατοχής ήταν ο ταραμάς. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, ήταν τόσο ωραίος, ώστε μόλις άνοιγαν τρία τέσσερα βαρέλια στη Μεγάλη Πόρτα και πρόβαλε το ροζέ περιεχόμενο η μοσχοβολιά του απλωνόταν σε όλη την αγορά. Ο ταραμάς ήταν σκεπασμένος με ένα άσπρο τουλουπάνι, που ξεδίπλωναν οι πωλητές όταν πλησίαζε πελάτης, του έδιναν με μια ξύλινη σπάτουλα την ποσότητα που χρειαζόταν και μετά σκέπαζαν και πάλι τον ταραμά προσεκτικά.
Μια γλαφυρή εικόνα για τον εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας μας δίνει μια ανάρτηση του κ. Αντώνη Β. Στεφανάκη, της γνωστής και αγαπητής οικογενείας που επισημάναμε, στον προσωπικό του λογαριασμό στο F/B.
Αναφέρει σχετικά:
«Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα προπολεμικά, που όλα τα παιδιά στην οικογένειά μου ζούσαμε την πρώτη μας δεκαετία, ανοίγαμε την πόρτα της σαρακοστής σε κλειστό οικογενειακό περιβάλλον. Μας φιλοξενούσε η αδελφή της μητέρας μου, που ζούσε με τον σύζυγό της, στο σπίτι τους στο χωριό Άδελε που είχε περιβόλι μεγάλο. Ο θείος Κωστής και η θεία Κατίνα δεν είχαν δικά τους παιδιά και ήταν σαν δεύτεροι γονείς μας. Είχαν πάντα μια μεγάλη αγκαλιά ανοιχτή για μας και μας δέχονταν με χαμόγελο και ανυπόκριτη καλοσύνη. Το σπίτι τους ήταν και δικό μας και είχε όλα τα απαραίτητα σε αφθονία.
Το αγοραίο αυτοκίνητο του Στεφανή, που έκανε πιάτσα στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων, μας έπαιρνε από το σπίτι το πρωί οικογενειακώς και μας μετέφερε στο Άδελε. Στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στην αυλόπορτα του σπιτιού της η θεία Κατίνα μας υποδεχόταν με πολλή αγάπη. Η μέρα περνούσε τρώγοντας ελιές, μαρούλια παππούλες, χορτόσουπα ζεστή και ντολμαδάκια γιαλαντζί, όλα φτιαγμένα από της θείας μου τα χεράκια. Τρέχαμε κάνοντας γύρους στο περιβόλι, πετούσαμε τους αυτοσχέδιους μικρούς, χάρτινους αετούς μας και παίζαμε διάφορα παιχνίδια στις γνωστές γωνιές μας στην αυλή. Όταν έδυε ο Ήλιος, ο Στεφανής στην ώρα του ειδοποιούσε με την καραμούζα του αυτοκινήτου του για την επιστροφή μας στο Ρέθυμνο.
Ο πόλεμος του σαράντα και τα μαύρα χρόνια της κατοχής έριξαν μαύρο και στις εορταστικές εκδηλώσεις. Η εκκλησία ήταν μόνη ανακούφιση και στήριγμα. Ήταν ό χώρος που κράτησε ζωντανή την ύπαρξή μας. Την ήσυχη θρησκευτική γιορτή της Αποκριάς διαδεχόταν η Μεγάλη Σαρακοστή με μια σιωπηρή Καθαρά Δευτέρα. Ο εκδηλώσεις χαράς εξέλειπαν. Στις καρδιές μας, μικρών και μεγάλων μόνη ζωντανή ήταν η ελπίδα της επανάκτησης της ελευθερίας, με συνυφασμένη τη λαχτάρα να ζήσουμε ξανά ελεύθεροι τα Κούλουμα.
Μέναμε στο σπίτι και όταν ο καιρός το επέτρεπε, βγαίναμε για καθαρό αέρα στα χαλάσματα της πόλης και στην γκρεμισμένη από τους βομβαρδισμούς προκυμαία.
Όταν η απελευθέρωση χυνόταν σαν βάλσαμο στις ψυχές όλων των ανθρώπων, οι Απόκριες άρχισαν με σεμνότητα και η Καθαρή Δευτέρα ξημέρωνε ήσυχα, ειρηνικά. Το μέρος που προτιμούσαμε για κούλουμα ήταν ο Άγιος Ιωάννης στον λόφο του Ευληγιά. Η προετοιμασία άρχιζε από ενωρίς. Την εβδομάδα της Τυρινής η μητέρα μου, εκτός από τα διάφορα γαλακτερά, τις μυζηθρόπιτες και τα λυχναράκια, φρόντιζε εγκαίρως να εφοδιαστεί το σπίτι και με τα απαραίτητα νηστίσιμα της επόμενης μέρας. Ξερά κουκιά και λούμπινα, που έβαζε στο νερό να μουλιάσουν, σκορδουλάκους (βολβούς) να μείνουν μέρες στο νερό να ξεπικρίσουν, φρέσκα κρεμμυδάκια και σκόρδα, μαρούλια και παππούλες και όλα τα απαραίτητα της Καθαράς Δευτέρας.
Ημέρες πριν μιλούσαμε για τον καιρό και με λαχτάρα ευχόμαστε να μας επιτρέψει να εκδράμουμε. Τα παιδιά με τη βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού, ασκούμαστε στην κατασκευή του αετού που θα πετούσαμε στον λόφο. Μαζεύαμε όσα περιοδικά και άχρηστα χαρτιά υπήρχαν στο σπίτι και προσέχαμε ιδιαίτερα την κατασκευή της μεγάλης ουράς και το ζύγι. Κάναμε πρόβες για έλεγχο και άσκηση στη μικρή πλατεία της γειτονιάς.
Το πρωί της καθαρής Δευτέρας το μόνο που είχαμε να προμηθευτούμε ήταν η λαγάνα. Ο γειτονικός μας φούρνος του Μαμαγκάκη ξεφούρνιζε ξημερώματα καυτές, αχνιστές. Το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας μας γρήγορα γέμιζε με λαχανικά, θαλασσινά μαλάκια και λαχταριστές ανάλατες θρούμπες ελιές. Τσιμπολογούσαμε αδιάκοπα όλο το πρωί και κοντά στο μεσημέρι παίρναμε την ανηφόρα για τον Ευληγιά. Στην ευθεία μετά το τότε Σανατόριο, στον άσπρο, πέτρινο δρόμο έβλεπες οικογένειες να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και τον ίδιο στόχο με εμάς. Ανταλλάσσαμε με όλους «Καλή Σαρακοστή» και στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη διαλέγαμε μια γωνιά, απλώναμε μια μεγάλη πετσέτα, ανοίγαμε την τσάντα, βρίσκαμε πέτρες κατάλληλες για κάθισμα και τρέχαμε για το πέταγμα του αετού. Δεν παραλείπαμε κάθε τόσο να τρέχουμε στους γονείς να βεβαιωθούμε για τη συγκατάθεσή τους στο παιχνίδι μας και να συμμετέχουμε στο άνοιγμα της σαρακοστής, που σταματούσε μόνο όταν ο Ήλιος έπαιρνε την κάτω βόλτα.
Όσο τα παιδιά μεγαλώναμε, το άνοιγμα της σαρακοστής γινόταν με άλλες φιλικές οικογένειες σε κοινές εξορμήσεις. Συνήθως ήταν οικογένειες που είχαν παιδιά σε ηλικίες κοντά στις δικές μας. Διαλέγαμε προορισμούς σε κοντινά χωριά, όπως η Πηγή, ο Πρινές, το Ατσιπόπουλο. Σε κάποιο προκαθορισμένο εξοχικό Κέντρο είχαμε κλείσει μεγάλο τραπέζι. Κάθε οικογένεια κρατούσε το σπεσιαλιτέ της δικής του νοικοκυράς (ταραμοσαλάτα, ντολμαδάκια, διαφόρων ειδών χαλβάδες), τα απλώναμε στο μεγάλο τραπέζι μαζί με άλλα νηστίσιμα και ντόπιο κρασί, που μας έφερνε το εξοχικό κέντρο και με τις συνηθισμένες ευχές άρχιζε το άνοιγμα της Σαρακοστής. Η εφηβική μας παρέα είχε μαζί της μουσικά όργανα. Μαθαίναμε από μικροί. Κιθάρα, μαντολίνο, ακορντεόν, βιολί. Μια τέλεια ορχήστρα και καλλίφωνοι, γυναίκες και άνδρες, μεγάλοι και μικροί, δίναμε μια ξεχωριστή εικόνα στον περιβάλλοντα χώρο. Στα διπλανά τραπέζια παρέες και γύρω από το εξοχικό κέντρο οικογένειες με παιδιά ασκούνταν στο πέταμα του αετού…».
Η Καθαρά Δευτέρα στις προσφυγικές γειτονιές
Πολύτιμη παρακαταθήκη στην Κιβωτό Μνήμης του Πολιτιστικού Ρεθύμνου, οι αφηγήσεις της αξέχαστης Βασιλείας Καζαβή για την Καθαρή Δευτέρα.
Θυμόταν τη μητέρα της να βάζει στον αναμμένο φούρνο πατάτες, κρεμμύδια, μελιτζάνες που σερβίριζε με αλάτι και λεμόνι ή ξύδι με τα άλλα σαρακοστιανά.
Αυτή τη μέρα ήταν όλα τα σπίτια ανοικτά στη γειτονιά και κάθε γείτονας καλούσε τον άλλο για ένα πέρασμα κι ένα κέρασμα για το καλό.
Ο πατέρας της γιαγιάς Βασιλείας πήγαινε τη νύχτα, και έβγαζε αχινούς και πεταλίδες που μοίραζε στις φιλικές παρέες την επομένη.
Όσοι έμεναν στην ενδοχώρα μαζεύονταν σε μεγάλες αυλές όπου στρώνονταν τραπέζια απέραντα. Οι λυρατζήδες έπαιρναν σβάρνα τα σπίτια για να πλουτίσουν το γλέντι με τις δοξαριές τους χωρίς κανένας να δέχεται χρήματα.
Εκτός από τη λύρα υπήρχαν δυο σαντούρια και ένα ούτι. Αυτός πού έπαιζε το ούτι αναγκάστηκε να το πουλήσει στην κατοχή για τέσσερα κιλά αλεύρι. Με πόνο ψυχής το αποχωρίστηκε γιατί το είχε φέρει από τη Μικρά Ασία. Αλλά τι να κάνει; Να αφήσει τα παιδιά του νηστικά;
Κάποια στιγμή οι άνδρες άφηναν τα γυναικόπαιδα και άρχιζαν τις επισκέψεις σε γειτονικές παρέες. Περισσότερες επισκέψεις δεχόταν το σπίτι της Βασιλείας, γιατί ο πατέρας της, από τους πιο φιλόξενους και αγαπητούς, είχε πάντα την τάβλα στρωμένη. Ήταν ικανός να πάει και να δανειστεί, ακόμα, προκειμένου να έχει το τραπέζι του όλα τα αγαθά και να μη μείνει κανένας επισκέπτης παραπονεμένος. Ούτε μια στιγμή επίσης δεν δυσανασχετούσε, όταν συνεχώς τον έστελνε η γυναίκα του, αφού είχε ανάψει το φούρνο, να δει πως προχωρούσε το ψήσιμο του φαγητού και των γλυκών. Ποτέ δεν βαρυγκώμησε εκτιμώντας και τον κόπο της γυναίκας του που έκανε τα αδύνατα δυνατά για να περιποιηθεί τους ξένους της.
Δεν ήταν βέβαια εύκολο να έχει κάθε γλέντι και οργανοπαίχτη. Στην περίπτωση αυτή αρκούσε ένα ταψί και τα κουτάλια ανάμεσα στα δάχτυλα να δώσουν το ρυθμό και να ξεκινήσει ο χορός.
Κάποια στιγμή σώνονταν οι μεζέδες. Κι επειδή δεν υπήρχε τρόπος για ψώνια έδιναν τη λύση οι τηγανιτές ελιές με πιπεριά που γίνονταν μια θαυμάσια συνοδεία για το κρασί.
Κατά το απόγευμα, κι ενώ τα στομάχια είχαν αρχίσει να διαμαρτύρονται για τις γαστριμαργικές υπερβάσεις και τις οινοποσίες διαρκείας, ανακούφιζε κάπως την κατάσταση το «χοσάφι» ένα είδος κομπόστας με κάθε βρισκούμενο καρπό. Αλλά το κλου της βραδιάς τη Καθαρή Δευτέρα ήταν ο σαρακοστιανός τραχανάς. Αυτός γινόταν το καλοκαίρι βράζοντας σε ένα μεγάλο καζάνι πιπεριές, άφθονα κρεμμύδια, ντομάτες και πατάτες. Αφού τα χύλωναν τα περνούσαν από μύλο κι αυτό το υλικό το ζύμωναν με προζύμη. Αφού ετοιμαζόταν ο τραχανάς τον κόβανε κομμάτια και τον έβαζαν να λιαστεί σε ένα τεράστιο σεντόνι. Κι όταν πια ξεραίνονταν το τρίβανε να γίνει ψιλή ψιλή σκόνη και το φύλαγαν να το απολαύσουν το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας.
Επιδόρπια είχαν τα σταφιδόψωμα που απολάμβαναν και όλη την εβδομάδα, τα σύκα, την ξερή μουσταλευριά και τα ρετσέλια. Ένα γλυκό με βάση το πετιμέζι που έβραζαν με κυδώνια, μελιτζάνες και συκαλάκι.
Αυτά περιείχε το σαρακοστιανό τραπέζι των Μικρασιατών μαζί φυσικά με χταπόδι που το παρουσίαζαν με ούζο στην αρχή ή ρακί ή κρασί.
Έτσι γιόρταζαν οι Ρεθεμνιώτες τη Καθαρή Δευτέρα τον περασμένο αιώνα, πολύ διαφορετικά όπως είδατε από τον τρόπο που γιορτάζουμε εμείς σήμερα με αναβίωση εθίμων σε τόσες περιοχές.
Ας την απολαύσουμε όπως έχει προγραμματίσει ο καθένας και Καλή μας Σαρακοστή.
Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο του Θεμιστοκλή Βαλαρή «Μια πόλη αναμνήσεις».