Η διασκέδαση της νεολαίας μια ξεχασμένη εποχή
Μπορεί να μην ήταν οι χειμώνες στο Ρέθυμνο τόσο σκληροί όσο στα βορινά της χώρας αλλά είχαν κι αυτοί τα προβλήματά τους, ιδιαίτερα στην ανατολή του περασμένου αιώνα που μελετούμε. Κυρίως η θέρμανση ταλαιπωρούσε τους αδύναμους να σηκώσουν το έξοδο αυτό.
Η πώληση καυσόξυλων ήταν μια πηγή εσόδων για τους χωρικούς. Έφθαναν λοιπόν πρωί-πρωί στην αγορά ζαλωμένοι την πραμάτεια τους και περίμεναν. Για να ξεπουλήσουν περνούσαν ώρες μέχρι να φανεί ο δυνάμενος να αγοράσει. Συχνά όμως γύριζαν άπρακτοι στο χωριό, αφού μέχρι το απόγευμα δεν είχαν βγάλει ούτε δεκάρα. Τι ωφελούσε λοιπόν να περιμένουν κι άλλο;
Για τα σπίτια των εύπορων οικονομικά δεν γινόταν λόγος. Αυτοί είχαν την ευκαιρία και ξύλα και κάρβουνα να αγοράσουν και να έχουν τη θέρμανση που επιθυμούσαν.
Μια εικόνα της απελπιστικής κατάστασης των απόρων που δεν ήταν και λίγοι, μας δίνει η περιγραφή παραμονής Χριστουγέννων του 1929.
Εκείνος που περνούσε από το Δημαρχείο Ρεθύμνου δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν βέβαια γνωστό ότι η φτώχεια έδειχνε την πιο σκληρή της όψη από την απελευθέρωση και πέρα, αλλά η κατάσταση ξεπερνούσε κάθε όριο φαντασίας.
Μητέρες με πεινασμένα παιδιά στην αγκαλιά, που τουρτούριζαν από το κρύο, ανάπηροι, γέροι και ορφανά παιδιά δημιουργούσαν μια σύνθεση τόσο ξένη με το γιορτινό πνεύμα των ημερών.
Ήταν ένας όχλος προσωποποιημένης δυστυχίας, που είχε συγκεντρωθεί στο δημαρχείο μετά τη φήμη ότι θα έδιναν βοηθήματα. Και πράγματι.
Ο Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Τιμόθεος είχε κάνει έκκληση για μια ενεργή συμπαράσταση στους πάσχοντες συνανθρώπους και ο Σύλλογος Κυριών με το Λύκειο Ελληνίδων πήραν το ζήτημα πολύ στα σοβαρά.
Ο εκδότης της εφημερίδας «Δημοκρατία» Νίκος Ανδρουλιδάκης θα δημοσιεύσει λίγες μέρες αργότερα την «επίθεση» που δέχτηκε από δυο κυρίες των ευγενώς αμιλλωμένων σωματείων, οι οποίες απαιτούσαν αποκατάσταση της αλήθειας για το ποιος φορέας είχε συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα. Η επιθυμία να προσφέρει κάθε σωματείο περισσότερα και να σκορπίσει χαμόγελα ευτυχίας στους αναξιοπαθούντες έφθανε στο σημείο μεγάλης κόντρας, που κομψά βέβαια, αλλά αρκετά δεικτικά σχολίαζε ο τοπικός τύπος. Τι άλλο να σχολίαζε σε μια επίσης πτωχή σε γεγονότα επικαιρότητα η κάθε εφημερίδα;
Σημασία έχει ότι ο έρανος σημείωσε μεγάλη επιτυχία γιατί μέσα σ’ ένα πρωινό οι κυρίες συγκέντρωσαν αρκετά χρήματα, αφού κανένας δεν αρνήθηκε να βοηθήσει έστω κι από το υστέρημά του. Μόλις άνοιξαν τα κουτιά μετρήθηκε το σημαντικό ποσόν για την εποχή των 12.200 δρχ.
Στη γενική αυτή προσπάθεια αντιμετώπισης της φτώχειας ο δήμος Ρεθύμνου είχε προσφέρει 9.500 δρχ., το Εφεδρικό Ταμείο δρχ. 3.000, το Μοναστηριακόν δρχ. 3.000 επίσης και ο Σύλλογος Κυριών 2.000.
Για την ιστορία θα αναφέρουμε τα ονόματα των κυριών που ξεπερνώντας τις αναστολές της εποχής βγήκαν στον δρόμο κι άπλωσαν χέρι επαιτείας για να χορτάσουν δυστυχισμένα πλάσματα:Λέλα Κούνουπα, Γεωργία Ζακάκη, Γαλάτεια Δέρα, Ιωάννα Ν. Παπαδάκη, Γεωργία Χαμαράκη, Δομενίκη Ανδρεάδου, Γεωργία Βλαστού, Μαρία Δερμιτζάκη, Αναστασία Δρανδάκη, Πηνελόπη Μιχελακάκη, Τελέσιλα Αναγνωστοπούλου, Σεβαστούλα Παντζάρη, Λέλα Σκευάκη, Ευφημία Στραπατσάκη, Δανάη Καφφάτου, Αργυρώ Δερμιτζάκη, Ιουλία Χονδρού, Αγλαία Σαββάκη, Άννα Λιλιτάκη, Αθηνά Μυλωνάκη και Λάουρα Σωτήρχου.
Συμμετείχαν όμως και νεαρές δεσποινίδες όπως οι: Ιφιγένεια Κιουρτσιδάκη, Θάλεια Δαφνομήλη, Ιφιγένεια Γαβαλά, Ευαγγελία Δροσάκη, Χρυσούλα Δάβη, Φανή Καλογρίδου, Ελευθερία Αντ. Λαμπάκη, Ειρήνη Περβολαράκη, Ευαγγελία Παπαδάκη, Γεωργία Τσάκωνα, Μαρία Γερμανάκη, Ελένη Ραφαηλίδου, Χαρίκλεια Πλυμάκη, Μαρία Ψυχουντάκη, Γεωργία Πισκοπάκη, Ευαγγελία Χαλκιαδάκη και Στέλλα Κουτρουμπά.
Μετά τη σχετική ειδοποίηση από τον τελάλη μαζεύτηκαν του Ρεθύμνου οι ταπεινοί στο δημαρχείο περιμένοντας. Αδιαφορούσαν για το κρύο, αφού σε λίγο και για φαγητό θα είχαν να αγοράσουν ίσως και για λίγο κάρβουνο ν’ ανάψουν μαγκάλι.
Με το που άνοιξε το κουτί πέσαν όλοι πάνω να προλάβουν. Ευτυχώς που οι αρμόδιοι υπάλληλοι είχαν προβλέψει να ενισχύσουν την «άμυνα» γιατί λίγο έλειψε να αναποδογυρίσει η κάσα με τα χρήματα.
Ευτυχώς η επιτροπή είχε προβλέψει και για τους δυστυχείς που δεν μπορούσαν να πάνε στο δημαρχείο για το βοήθημα. Με απόλυτη διακριτικότητα τους επισκέφθηκαν στο σπίτι τους οι άγγελοι καλοσύνης και τους έδωσαν το μερτικό τους για να περάσουν γιορτές.
Πηγή κεφιού η νεολαία της εποχής
Η νεολαία πάντως εύρισκε ευκαιρίες να περνά καλά με τα ελάχιστα και να απολαμβάνει την κάθε μέρα παντός καιρού.
Μια θαυμάσια περιγραφή μας κάνει ο Ιωάννης Δεττοράκις καταθέτοντας τις αναμνήσεις του σε σειρά δημοσιευμάτων στο «Βήμα Ρεθύμνου» με το γενικό τίτλο «Από το παλαιόν Ρέθυμνον».
Αξίζει να αναφέρουμε ότι χάρις στον συμπολίτη μας αυτό και στην τάση του να περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και την ελάχιστη πτυχή της καθημερινότητάς του, έχουμε μια πλήρη εικόνα για τον τρόπο ζωής και διασκέδασης των Ρεθεμνιωτών μέχρι τον μεσοπόλεμο.
Ήταν έμπορος ο Δεττοράκις αλλά όχι του συνηθισμένου τύπου. Αφιλοκερδής μέχρι θανάτου, τον χαρακτήριζε μια έμφυτη καλοσύνη κι ένας αλτρουισμός αξιοθαύμαστος. Βαθειά θρησκευόμενος κατάφερε με την πίστη του να ξεπεράσει μια μεγάλη δοκιμασία όταν ο πόλεμος τον κατάστρεψε οικονομικά.
Ο αλλοτινός άρχοντας έφθασε στο σημείο να μην έχει ούτε τα προς το ζην. Κι όμως η αξιοπρέπειά του δεν του επέτρεψε να δείξει την παραμικρή δυσαρέσκεια. Με στωικότητα υπέμεινε τα πάντα. Άνθρωποι που είχαν ευεργετηθεί από αυτόν θέλησαν να ανταποδώσουν αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο Δετοράκις με αφάνταστο μεγαλείο ψυχής δεν δέχτηκε ποτέ ανταπόδοση της μεγάλης προσφοράς του στον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Στις καλές του εποχές ο Δετοράκις χαιρόταν τη νιότη του με μια εκλεκτή παρέα. Με τον Ζωίδη Πετρουλάκη ήταν πιο κοντά αλλά συχνά έσμιγαν και με τους Μιχάλη Πενθερουδάκη και Ευάγγελο Σέκερη. Σύντομα προστέθηκε στην παρέα και ο Ιωάννης Αθανασιάδης όταν εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο μετά το Σπήλι όπου δικηγορούσε.
Στου Γαβαλά το στέκι
Στέκι της παρέας από τα πιο συχνά, ήταν το οινοπαντοπωλείο του Αντωνίου Γαβαλά στο Καμαράκι, που όταν έβλεπε τη συντροφιά έκανε …ανάσταση. Γενάρη του 1911 η παρέα πανέτοιμη για γλέντι και κεφάτη όπως πάντα αψηφώντας το κρύο κατευθύνεται στο κρασοπουλειό όπου τους περιμένει ένα γουρουνόπουλο τεσσάρων οκάδων, χορηγία του Αθανασιάδη. Κι ενώ το γουρουνόπουλο εκπλήρωνε την αποστολή του με όλα τα απαραίτητα συμπληρώματα στο τραπέζι ξαφνικά έγινε αισθητή η έλλειψη μουσικής.
Καλός ο μεζές και τα πιόμα αλλά χωρίς μια δοξαριά αδελφέ;;;
Ευτυχώς είχε κάνει το κουμάντο του ο έτερος της παρέας Μιχαήλ Πενθερουδάκης και δεν άργησε να πάρει θέση στο τραπέζι βιολί και κιθάρα που ως ήταν φυσικό έπρεπε πρώτα να ικανοποιήσει τις μουσικές προτιμήσεις του χορηγού. Και ξεκίνησε το συγκρότημα να τραγουδά:
«Όταν βγαίνεις το πρωί στ’ παραθύρι
σαν γαρύφαλλο μου φαίνεσαι μικρό.
Θα σε κόψω να σε βάλω στο ποτήρι
Τη μυρωδιά σου να ρουφώ …».
Κι ακολουθούσε το «Τσομπανόπουλο»
«Αχ αχ αχ τον πόνο της καρδιάς
Αχ αχ αχ μόνο τον αγροικάς!
Μες στην ηχώ του τραγουδιού
κι απ’ τη ραχούλα πίσω
προβαίνει με χαρά παιδιού
η βοσκοπούλα Χρύσω…».
Μπορεί βέβαια ακούσματα επηρεασμένα από τη Ρωσική παρουσία να συνδαύλιζαν το κέφι, αλλά οι νεολαίοι δεν ξεχνούσαν και την παράδοση.
Κι όταν οι δοξαριές το γύριζαν στο πεντοζάλι ο Ζωίδης έπαιρνε σειρά για τις μαντινάδες του:
Τ’ αναστεναγματάκια μου
χαλάλι δεν στα κάνω
Φίδια να γίνουν να σε φαν
στην κεφαλή σου απάνω
Κυλούσε η ώρα χωρίς η νεολαία να μετράει τον χρόνο. Κατά τις 11 το βράδυ όμως όλα έδειχναν ότι και το κέφι έχει όρια. Επομένως ερχόταν η στιγμή για τον λογαριασμό. Έξι δραχμές τους απαντούσε ο Γαβαλάς γιατί τους χρέωνε μόνο το ψωμί, το τυρί και τα πορτοκάλια. Κι έτσι τέλειωνε όμορφα η βραδιά χωρίς να στενοχωρηθεί και η τσέπη.
– Σταθείτε τους φώναζε ο Γαβαλάς. Μισό γουρούνι περίσσεψε. Τι να το κάνω;
Με συνοπτικές διαδικασίες ελήφθη απόφαση γιατί η βραδιά δεν τέλειωνε στο κρασοπουλειό. Ανανέωσαν μάνι-μάνι το ραντεβού για την επομένη στις 6.30 το απόγευμα στο ίδιο μέρος.
Κι αφού κλείστηκε η συμφωνία τράβηξε η παρέα για μια δυο κανταδούλες μιας και το κρασί είχε ρυθμίσει τη θερμοκρασία του σώματος σε πείσμα του Γεναριάτικου κρύου.
Ο Δετοράκις μας περιγράφει και μια επίσκεψη για ευχές στο σπίτι του εορτάζοντος Ιωάννη Αθανασιάδη.
Εδώ το σκηνικό άλλαζε. Όλοι είχαν την έγνοια τους να μη ξεφύγουν από τους τύπους και αλίμονο μετά. Και οι οικοδεσπότες έκαναν τα πάντα για να ευχαριστήσουν τους επισκέπτες τους, ξεκινώντας με έναν καφέ πολύ ευεργετικό για τους γλεντζέδες νεανίες. Μέχρι που ξεκινούσε κι εκεί ο χορός που αυτή τη φορά συνοδευόταν από ιταλικές καντσονέτες. «Βικίνο αλ μάρε, φανκούλα μπέλλα, ε νόι σιαμο σέμπρε αμίκ…» Όπερ μεθερμηνευόμενον «Κοντά στη θάλασσα ωραία νεάνις είμεθα πάντοτε φίλοι».
Τώρα θα σκεφτείτε που το είχαν ανακαλύψει αυτό το τραγούδι. Όπως επεξηγεί ο Δετοράκις το είχαν αποστηθίσει από μια ιταλική οπερέτα.
Όταν τέλειωσε η φιέστα και ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού ο γαλαντόμος οικοδεσπότης έταξε και άλλο γουρουνόπουλο στην παρέα αλλά αυτή τη φορά θα το απολάμβαναν σε μια άλλη ταβέρνα στο βάθος προς την προκυμαία που είχε ανοίξει κάπου στα 1906, πέντε χρόνια πρωτύτερα δηλαδή, των αδελφών Καλοτεράκη.
Αδύνατον να κρύψει τη χαρά του ο Δεττοράκις και όχι απλά γιατί οι Καλοτεράκηδες ήταν ξαδέλφια του αλλά γιατί η ταβέρνα ήταν πολύ «κυριλέ» με πολυτελή επίπλωση, ποτά εκλεκτά και φυσικά μπύρα Τεργέστης και Κοπεγχάγης.
Είχε και μια γωνιά όπου ετοίμαζαν μεζεδάκια της ώρας (ψάρια, σηκωτάκια, κεφτεδάκια) ό,τι τραβούσε η ψυχή σου. Παρήγγειλες και σε λίγο τα γευόσουν.
Το κατάστημα είχε και ένα χώρο, πριβέ, για περιπτώσεις που κάποιος ήθελε να δεξιωθεί εκλεκτούς καλεσμένους.
Εκεί ήταν τακτικός ο Εμμανουήλ Τσουδερός, δικηγόρος τότε αλλά και άλλοι ρέκτες συμπολίτες όπως ο Μανούσος Χατζηγρηγόρης, ο Ευάγγελος Κουνούγιος, ο Γ. Δρακάκις. Αυτοί πολλές φορές έσμιγαν και με την παρέα του Δεττοράκι και περνούσαν αξέχαστα.
Η ορχήστρα του κέντρου που ήταν εξαιρετική δεν είχε πρόβλημα με τους πελάτες που ήταν μοιρασμένοι πάνω και κάτω στο κτήριο. Έπαιζε εναλλάξ τις παραγγελίες που δεχόταν ικανοποιώντας και τις δυο πλευρές.
Όταν πάλι καλλίφωνοι πελάτες ήθελαν να εκφραστούν καλλιτεχνικά, η ορχήστρα τους διέθετε όργανα για να κάνουν το κέφι τους.
Εκεί πολλές φορές διακρινόταν ένας Ρεθεμνιώτης που είχε υπέροχη φωνή. Ήταν ο Εμμανουήλ Ανδρέα Κορωνάκις συγγενής και αυτός του Δεττοράκι, ένας εκπληκτικός τενόρος. Αργότερα έφυγε για την Αμερική. Σε κάποια άλλα φύλλα αργότερα κατά πολύ βρίσκουμε τον Κορωνάκι να διαπρέπει στη μουσική σκηνή και της Ευρώπης.
Ο Κορωνάκις έπαιζε κιθάρα και θαυμάσιο βιολί με τα οποία και συνόδευε τα τραγούδια του.
Άλλες φορές η παρέα επισκεπτόταν το οινοπαντοπωλείο Γεωργίου Πορτάλιου που φημιζόταν για τη ρετσίνα του. Εκεί τους ακολουθούσε και άλλος εκλεκτός κόσμος όπως ο Ιωσήφ Μ. Χατζηγρηγοράκις ναυτιλιακός πράκτορας και «ψυχή» της παρέας όταν συμμετείχε, ο Ευάγγελος Αστρινός, ο Γ. Β. Γαγάνης.
Εδώ ο μεζές δεν ήταν απαιτήσεων. Ελιά, ραπανάκι και μανταρινάκι ήταν τα συνοδευτικά της ρετσίνας αλλά κανένας δεν είχε αντίρρηση.
Μέχρι που ήρθε στην παρέα ο Γεώργιος Δρακάκις που επέβαλε την ενίσχυση του μεζέ με σαρδέλες. Τι στο καλό Ρετσίνα χωρίς σαρδέλα γίνεται;
Οι χειμωνιάτικες νύχτες όμως δεν ήταν πάντα φιλικές για την παρέα. Έτσι μέχρι να βγει ο χειμώνας σημειώνονταν αρκετές απουσίες. Αλλά κάθε γριπιασμένος που ανάρρωνε επέστρεφε με μεγαλύτερη διάθεση για σπονδή στον Βάκχο με την αγνή ρετσινούλα.
Ο ευρηματικός επιχειρηματίας Χαράλαμπος Σπανδάγος και μια μια φάρσα ολκής
Μια άλλη τώρα παρέα ήταν του Θεμιστοκλή Βαλαρή. Τραγουδισμένη αυτή από τον βάρδο του Ρεθύμνου τον Γιώργη Καλομενόπουλο.
Η παρέα μαζευόταν τα κρύα βράδια σε ένα δυο στέκια στην Αρκαδίου και με κρασάκι και καλαμπούρι περνούσε η ώρα. Δεν έχαναν καιρό οι καλλίφωνοι έλεγαν και κανένα τραγουδάκι κάνοντας ακόμα πιο ευχάριστη την ατμόσφαιρα.
Από τους τακτικούς της παρέας ήταν ο σπουδαίος και ευρηματικός επιχειρηματίας Χαράλαμπος Σπανδάγος. Αυτός είχε ιδρύσει και τον πρώτο χώρο ψυχαγωγίας των Ρεθεμνιωτών το «Ιδαίον Άντρον», φέρνοντας θιάσους από Ιταλία, Παρίσι και Βιέννη. Κάποιες φορές το θέατρο χρησιμοποιήθηκε και σαν καμπαρέ. Ανήσυχο πνεύμα καθώς ήταν ο Χαράλαμπος, περίμενε ν’ αδράξει τις νέες προκλήσεις της εποχής του. Και δεν άργησε να φτάσει η μεγάλη στιγμή.
Μόλις είχαν ανακαλύψει οι αδελφοί Lumiere τον κινηματογράφο, όταν ο Χαράλαμπος αγόρασε μια από τις πρώτες κινηματογραφικές μηχανές και την εγκατέστησε στο «Ιδαίον Άντρον». Ήταν ο πρώτος κινηματογράφος στην Ελλάδα. Μετά από χρόνια ακολούθησε το «Αττικόν» στην Αθήνα.
Μια βαρυχειμωνιά που τους είχε αποκλείσει όλους από ξηράς και από θαλάσσης δεν ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα τους. Σκότωναν τον καιρό τους άπρακτοι περιμένοντας να καταλαγιάσει το κύμα και να επικοινωνήσουν ξανά με τον κόσμο. Ένα βράδυ εκείνου του χειμώνα η παρέα του Βαλαρή καθόταν σ’ ένα ταβερνάκι και έπινε το κρασάκι της με ραπανάκι για μεζέ.
Κι εκεί που τα έπιναν ακούνε τον Πεντεφούντη να ειδοποιεί ότι στις επτά θα έπαιζε ο κινηματογράφος καινούργιο έργο. Χαράς Ευαγγέλια για τη νεολαία που είχε βαρεθεί την απομόνωση.
Επειδή όμως τους φαινόταν και παράξενο πως μέσα σε τόση βαρυχειμωνιά ο κινηματογράφος έπαιζε και μάλιστα καινούργιο έργο, έστειλαν ένα θαρραλέο από την παρέα για να βεβαιωθεί.Εκείνος κουκουλώθηκε καλά καλά κι έσπευσε να «ανακρίνει» τον Πεντεφούντη που συμπλήρωσε τις πληροφορίες με τον τίτλο του έργου. Λεγόταν «Παγίδα».
Η παρέα δεν έχασε καιρό. Αψηφώντας το κρύο πήγε στον κινηματογράφο και περίμενε την έναρξη της προβολής.
Η απουσία κόσμου δεν προβλημάτισε τη συντροφιά. Ποιος άλλος θα άφηνε τη ζεστασιά του σπιτιού του και να τρέχει στον κινηματογράφο εκτός από τους ίδιους που διψούσαν για ζωή και κίνηση;
Επειδή καθυστερούσε η έναρξη βάλανε και τις φωνές του Σπανδάγου, υποχρεώνοντάς τον να αρχίσει. Όπως κι έγινε.
Μα τι ήταν αυτό που βλέπανε; Ούτε αρχή είχε, ούτε μέση, ούτε και τέλος. Ένα συνονθύλευμα εικόνων που δεν είχαν καμιά λογική συνοχή. Αγανακτισμένοι οι νεαροί βάλανε τις φωνές και σηκωθήκανε να φύγουνε. Στην πόρτα είδαν το Σπανδάγο… σκασμένο στο γέλια.
«Τι ήταν αυτό βρε Χαραλάμπη; Μας κοροϊδεύεις;»
«Παγίδα» φίλοι μου. Αυτός δεν ήταν ο τίτλος του έργου; Εκεί που καθόμουν λοιπόν άπρακτος σκέφτηκα να ενώσω μερικά ρετάλια από ταινίες και να σας «παγιδέψω». Ελάτε τώρα να σας δώσω πίσω τα χρήματα. Κι έκανε να βάλει το χέρι στην τσέπη, γελώντας ακόμα με τη φάρσα του.
Η παρέα όμως, χωρίς να θυμώσει, είχε καλύτερη ιδέα για την αποζημίωσή της. Πήρε τον Σπανδάγο και κατέληξαν στο ταβερνάκι για να συνεχίσουν τη βραδιά. Όσο για τον λογαριασμό φυσικά τον πλήρωσε ο Χαραλάμπης και μάλιστα με όλη του την ευχαρίστηση.
Ο φιλοπρόοδος αυτός συμπολίτης ποτέ δεν ησύχασε. Έβαζε τον πήχη όλο και ψηλότερα. Αποφάσισε το 1912 να επεκτείνει τις επιχειρήσεις του. Έτσι πούλησε σε έναν Τούρκο το «Ιδαίον Άντρον» και μετοίκησε στα Χανιά όπου και ίδρυσε μεγαλύτερο κινηματογράφο με την ίδια επωνυμία. Το «Ιδαίον Άντρον» στο Ρέθυμνο λειτούργησε κανονικά μέχρι το 1941 οπότε με τη Γερμανική εισβολή μια βόμβα το εξαφάνισε από προσώπου γης.Ο κινηματογράφος στα Χανιά στεγάζει σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ένας άλλος κινηματογράφος που ίδρυσε ο Σπανδάγος στον Κήπο λειτουργεί και σήμερα με ιδιοκτήτη τον δήμο Χανίων.
Έτσι λοιπόν περνούσαν τις χειμωνιάτικες νύχτες οι Ρεθεμνιώτες στις αρχές του αιώνα που πέρασε. Και περίμεναν πως και πώς να έρθουν οι απόκριες για να κλέψουν πολλές μέρες του χάρου. Έχουμε όμως και για την περίοδο αυτή πολλές λεπτομέρειες από την πέννα του Ιωάννη Δεττοράκι και σύντομα θα επανέλθουμε στην ενότητα αυτή.