Με ένα μεγάλο μνημόσυνο αποκλειστικά στα Μισσίρια τιμούσαν οι Ρεθεμνιώτες την επέτειο της Μάχης της Κρήτης από την απελευθέρωση και μετά. Βέβαια δυο χρόνια μετά το γεγονός, γίνεται μια μικρή τελετή στον χώρο των εκτελέσεων και ο 8χρονος τότε μαθητής του δημοτικού σχολείου Περιβολίων Αλκιβιάδης Μαυράκης απαγγέλει το ποίημα που του έδωσε η δασκάλα του Ειρήνη Ηλιακάκη, σύζυγος εκτελεσθέντος:
Σταυραετοί Αθάνατοι
Λεβέντες ξακουσμένοι,
τη Δόξα Σας την άφθαστη
την τριστετιμημένη.
Ποιος λεβέντης σαν κι Εσάς
Δεν θενά σταματήσει,
όταν ειδεί τον τάφον Σας
για να τον προσκυνήσει.
Δεν θα κοβε δαφνόκλαδα
στεφάνι να Σας πλέξει
και με ευλάβεια πολλή
στον τάφο Σας να πέσει.
Ποιο πουλί την Άνοιξη
γυρνώντας στη φωλιά του,
δεν θα ’ψαλλε ποιήματα
στο κάθε πέταγμά του.
Για σας τα’ αγέρι του βουνού
απ’ όπου κι αν διαβαίνει
Ή από ελεύθερη γωνιά,
Ή χώρα σκλαβωμένη,
θ’ αντιλαλεί τη λεβεντιά
τη φλογερή ματιά Σας,
το βάρβαρο ξεψύχισμα
σε κάθε πέρασμα Σας.
Για Σας δεν είναι θάνατος
όσο να ζει η πλάση
τη Μνήμη Σας την ένδοξη,
κανείς δεν θα ξεχάσει.
Αναπαυθείτε Ήρωες,
στο Δαφνικό Σας στρώμα,
στη γη προγόνων και κλεινών
το αγιασμένο χώμα.
Θα πρέπει να ήταν πολύ γενναία η δασκάλα εκείνη για να τολμήσει μια τέτοια τελετή κάτω από τη μύτη του εχθρού.
Με την απελευθέρωση ξεκινούν οι εκδηλώσεις των επετείων στα Μισσίρια πάντα με μεγάλη επισημότητα και παρουσία πλήθους στην κυριολεξία κόσμου.
Ο αξέχαστος λόγιος και ιστορικός Αλκιβιάδης Μαυράκης επιβεβαιώνει πως αρχικά οι εκδηλώσεις μνήμης ήταν Μεγάλο Μνημόσυνο.
Και το παρακολουθούσε μια λαοθάλασσα. Καθώς ήταν νωπά τα γεγονότα, καθένας ήθελε να προσευχηθεί για τους νεκρούς και έσπευδε να παρακολουθήσει την εκδήλωση.
Αρχικά και ο δήμος φρόντιζε να δημιουργεί ατμόσφαιρα, ντύνοντας την περιοχή με τα εθνικά χρώματα και τοποθετώντας δάφνινες αψίδες, από μισό χιλιόμετρο πριν από το κατάστημα Μαριόλου, μέχρι το συμμαχικό νεκροταφείο και το καφενείο Δημητρίου Σκαρβέλη.
Κάτω από όλες τις αψίδες υπήρχαν και επιγραφές εθνικού περιεχομένου, όπως «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» «Όπου γης και πατρίς» «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί Πάτρης» κ.λπ.
Οι πρώτες εκδηλώσεις επομένως επικεντρώνονται στα Μισσίρια, όπου είχαν γίνει και οι διήμερες εκτελέσεις.
Έπαιρναν μέρος επίσης ένοπλα τμήματα στρατού, τμήμα χωροφυλακής, αεροπορίας, αντιπροσωπείες σχολείων, εφεδροπολεμιστικών οργανώσεων, ακόμα και τα παιδιά του Ορφανοτροφείου. Εννοείται ότι δεν έλειπε η μουσική του δήμου και καμιά φορά και η Στρατιωτική Μπάντα.
Η πρώτη επίσημη εκδήλωση επετείου
Η πιο επίσημη εκδήλωση έγινε στα Μισσίρια το 1948. Δεν ήταν τότε τόσα μνημεία όπως σήμερα, που αναγκάζουν τις αρχές να επιδίδονται σε αγώνα δρόμου. Εκεί στη θέση που μαρτύρησαν οι 110 τιμούσε η εκδήλωση κάθε πρόσωπο, ομάδα και γεγονός που αναφερόταν στη Μάχη της Κρήτης.
Τελετάρχης στην πρώτη αυτή επίσημη εκδήλωση, είχε οριστεί ο Διονύσιος Περβολαράκης μαχητής και αυτός στη Μάχη της Κρήτης. Βρέθηκε στην Κρήτη ληξαδειούχος από τους αγώνες του στην Αλβανία. Πολέμησε και τραυματίστηκε μάλιστα. Όταν του ανέθεσαν το καθήκον του τελετάρχη της εκδήλωσης συγκινήθηκε τόσο, που υπερέβαλε εαυτόν για να οργανώσει μια εκδήλωση αντάξια της επετείου.
Δυτικά του Ηρώου είχε τοποθετηθεί ένα ξύλινο ομοίωμα ναού πλαισιωμένο από δάφνες και μυρτιές.
Ο παπά Γρηγόρης – από τη Μεγάλη Παναγία με τη βροντώδη φωνή του, έκανε στη διάρκεια της επιμνημόσυνης δέησης το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί να ριγήσει από συγκίνηση.
Ακολούθησε προσκλητήριο νεκρών με βολή κατά βολή μετά το άκουσμα ΑΠΩΝ προς τιμήν τους.
Όλα άρχιζαν και τέλειωναν στα Μισσίρια λοιπόν.
Η πρόταση του Πολύβιου Τσάκωνα
Αρχές της δεκαετίας του ’50 ο λόγιος των λογίων Πολύβιος Τσάκωνας, ρίχνει για πρώτη φορά την ιδέα να τιμάται το μεγάλο γεγονός και στη σχολή Χωροφυλακής, που ήδη είχε αρχίσει να λειτουργεί. Γράφει σχετικά στον τοπικό τύπο:
Σπουδαίο ιστορικό γεγονός
«Σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε, την Επέτειο, της Μάχης της Κρήτης.
Το ιστορικό γεγονός, την ανάμνηση του οποίου θέλουμε να διατηρήσουμε άσβεστη, είναι τούτο. Και αξίζει. Η κρίση δεν είναι υποκειμενική, δική μας των Κρητικών.
Η κρίση είναι αυτών ακριβώς των αντιπάλων. Άκουσα τότε σύγκαιρα από το στόμα ενός μέλους της επιτροπής, που πήγε να ζητήσει από τον Γερμανό στρατηγό και διοικητή των στρατευμάτων της εισβολής να σταματήσει την αιματοχυσία, τούτος ο Γερμανός στρατηγός τους είπε:
«Ξέρω την Ιστορία της Κρήτης. Ξέρω ότι πάντα πολέμησε σκληρά τους κατακτητές της. Ποτέ όμως δεν πολέμησε σκληρότερο όσο μας τους Γερμανούς».
Ο χαρακτηρισμός αυτός αρκεί για να δώσει αντίληψη του ύψους του μεγαλείου του αγώνα. Δίκιο έχουμε λοιπόν, να γιορτάζουμε ένα τόσο σπουδαίο, ιστορικό γεγονός.
Εμείς όμως εδώ, οι Ρεθεμνιώτες τι κάνουμε; Λες και μας στενοχωρά η φήμη που χάλκεψαν αιώνες, οι άνθρωποι τούτου του διαμερίσματος, δείχνουμε σε κάθε μας εκδήλωση, πως δε μας κυβερνά το πνεύμα, η ανώτερη αντίληψη.
Ξεχνούμε το κύριο σκοπό του γιορτασμού και πιανόμαστε από ένα επεισόδιο και τοποθετούμε το επεισόδιο σαν προμετωπίδα στον σκοπό μας.
Άξονα του γιορτασμού, έχουμε τα μνημόσυνο, των θυμάτων, της βαρβαρότητας του εχθρού.
Αποτελεί βέβαια το επεισόδιο, μια λυπητερή σελίδα, τις οικογένειες των εκτελεσθέντων για την πόλη, που έχασε πρόωρα εκλεκτά παιδιά της.
Τούτο όμως δεν δικαιολογεί ένα δημόσιο συναγερμό, σαν αυτό που με επίσημη πρωτοβουλία γίνεται κάθε χρόνο.
Το γεγονός εκτός από τον ιδιωτικό χαρακτήρα του, μπορεί να σημειώνεται, σαν μια κακή ανάμνηση. Δεν μπορεί όμως να ’χει σχέση με τον εορτασμό της επετείου.
Τα πράγματα έγραψα και πέρυσι, πρέπει να ξεκαθαρισθούν. Μια τώρα που μονιμοποιήθηκεν, η σχολή Χωροφυλακής, στην πόλη μας και μια που το κυριότερο, στοιχείο της ένδοξης εκείνης περιόδου, είναι η μάχη που έδωσαν οι μαθητές της σχολής Χωροφυλακής, που’ χε μεταφερθεί εδώ, πρέπει η ανάμνηση αυτού του γεγονότος να καταλάβει το κέντρο του εορτασμού.
Όπως δεν έχει καθιερωθεί να γιορτάζουν τα διάφορα στρατιωτικά σώματα, ας πάρει η σχολή της Χωροφυλακής, τη πρωτοβουλία του γιορτασμού. Αυτό αλλώστε θα συμβεί σαν πραγματοποιηθεί και η κατασκευή του Μαυσωλείου στον χώρο της σχολής.
Εκεί στον τόπο των εκτελέσεων ας γίνεται με ιδιωτική πρωτοβουλία, το μνημόσυνο των εκτελεσθέντων.
Στα μακροχρόνια της σκλαβιάς της Κρήτης, τα θύματα των βαρβάρων κατακτητών, αριθμούνται σε χιλιάδες. Κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ, πουθενά να δημιουργήσει επίσημο εορτασμό.
Μας είναι συμπαθής, ο πόνος των συγγενών. Μα τούτο δεν σημαίνει ότι πρέπει να ξεμακραίνουμε από τον σκοπό του γιορτασμού.
Ας αρχίσομε από φέτος, να δώσουμε τον τόνο που πρέπει, στο γιορτασμό. Ας πάρει τη πρωτοβουλία η σχολή χωροφυλακής. Εκεί στο νεκροταφείο χωροφυλάκων και των συμμάχων πολεμιστών ας γίνει η επίσημη συγκέντρωση.
Εκεί ταιριάζει να εκφωνούνται και οι πανηγυρικοί. Στον ομαδικό τάφο των εκτελεσθέντων ας γίνεται ένα τρισάγιο και μάλιστα τη πραγματική μέρα της εκτελέσεως.
Πρέπει, τονίζω, να ξεκαθαριστούν τα ζητήματα.
Ήταν δύσκολο να ειπωθεί ο λόγος. Τώρα που λέχτηκε, ας γίνει το σωστό».
Μάιος του 1954
Τον Μάιο του 1954 άλλη μια λαμπρή εκδήλωση περνά στα χρονικά της επετείου, με αποκαλυπτήρια και μνημείου αυτή τη φορά.
Η τελετή γίνεται στα Μισσίρια φυσικά, προεξάρχοντος του Μητριπολίτη Αθανασίου και ακολουθεί η τελετή αποκαλυπτηρίων του Μνημείου της Μάχης, στο πολεμικό νεκροταφείο Μισσιρίων.
Ο Αθανάσιος που ήταν και ο πρόεδρος της επιτροπής Ανεγέρσεως του Μνημείου παραδίδοντας το μνημείο στον δήμαρχο Στυλιανό Ψυχουντάκη, εξήρε τη θυσία των ηρωικών νεκρών.
Τα υπόλοιπα μας τα συμπληρώνει ο ρεπόρτερ της «Κρητικής Επιθεώρησης» αναφέροντας τα εξής:
«Ο Γραμματεύς της Επιτροπής Ηρώου κ. Νικ. Ανδρουλιδάκης εξέθεσε τας προσπάθειας της Επιτροπής και εξήρε την συμβολήν της κ. Μαρίας Εμμ. Τσουδερού και των Κρητών ομογενών και ιδία των κ. κ. Κυριάκου Σταυρουλάκη της Ν. Υόρκης και Γ. Σερντεδάκη της Αφρικής, εις την κατασκευήν του Μνημείου.
Ο Δήμαρχος κ. Ψυχουντάκης προσλαμβάνων το Μνημείον υπεσχέθη να το διαφυλάξη ως ιεράν παρακαταθήκη και παρεκάλεσε τον παριστάμενον Γεν. Γραμματέα της Γεν. Διοικήσεως κ. Δημ. Σακόρραφον να αποκαλύψει το Μνημείον.
Υπο τους ήχους της Μουσικής του Δήμου ο κ. Σακόρραφος απεκάλυψε το Μνημείον έργον το οποίον κατασκεύασεν ο Ρεθύμνιος καλλιτέχνης κ. Γιάννης Κανακάκης.
Τον πανυγηρικόν της ημέρας εξεφώνησεν ο Επιθεωρητής του Υπουργείου Εσωτερικών συμπολίτης κ. Γεώργιος Καλομενόπουλος όστις κατεσυγκίνησε το ακροατήριον».
Ο λόγος του κ. Καλομενόπουλου:
«Ολόρθη μες το πέλαος
πετιέσαι Κρήτη εσύ.
Κι ας σε χτυπούν τα κύματα
κι ας δέρνει ο βοριάς.
Χώρα Ιερή της Λευτεριάς.
Και της παληκαριάς αθάνατο νησί».
Βαριά κληρονομιά για το μικρό Νησί μας αυτή η παράδοση του ηρωισμού και της θυσίας. Κληρονομιά που παραδίδεται αιώνες από γενιά σε γενιά. Από τον πρόγονο και τον προπάππου στον παππού. Από τον πατέρα στο παιδί και στο εγγόνι. Σαν ιερή παρακαταθήκη σαν ακατάλυτος νόμος απαράβατη προσταγή, επιβλητικό καθήκον, αναπόφευκτο χρέος.
Μια αδιάκοπη ιστορία τιμής που ξεπερνάει τα όρια του πιθανού. Μια καταπληκτική συνέχεια αγώνων και θυσιών που φθάνει το απίστευτο. Και το ασύλληπτο σε ηρωισμό και σε τόλμη που παίρνει τη μαγεία του παραμυθιού και ντύνεται στη γοητεία του θρύλου. Ιστορία που θα καταυγάζει πάντοτε τον γαλάζιο ουρανό των ωραίων ιδανικών με το εκτυφλωτικό φως της και θα καθηλώνει πάντοτε την ανθρώπινη σκέψη σε στάση προσοχής με το απέραντο μεγαλείο της. Ιστορία που θα γεμίζει αιώνια το νου και τη καρδιά με δέος και ίλιγγο με φόβο και κατάπληξη.
Μπροστά στην ιστορία αυτή θα γονατίζει ευλαβικά ο πανανθρώπινος θαυμασμός όσο υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι και υψηλά ιδεώδη, αδούλωτη ψυχή και σκλαβωμένη σκέψη.
Γιατί η ιστορία αυτή του νησιού μας κλείνει μέσα την πιο ζωντανή την πιο αδρή την πιο έντονη την πιο χαρακτηριστική μορφή του «όχι», που ξεκινά από τα βάθη των αιώνων από τους Μηδικούς ακόμη χρόνους για να ειπωθεί τόσες φορές με χίλιους τρόπους από τη Σαλαμίνα και δώθε πότε με το «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα, πότε με το τραγούδι του Διάκου που με το θανάσιμο χορό της Σουλιώτισας και πότε με τη πιστόλα του Γιαμπουδάκη που είπε κι αυτός το «Όχι» με τον πιο ωμό σαρκασμό μπροστά στη βία των δυνατών.
Μετά από το 1821 άπειρες επαναστάσεις σ’ αυτό το νησί. Ύστερα το 12. Έπειτα το 17, τέλος το 40. Ζάλογκα και Αλαμάνες, Μεσολόγγια και Αρκάδια, Σκρά και Δοϊράνες, Πίνδοι και Τρεμπεσίνες, Ριμινι και Ελ- Αλα- Μέίν.
Και τελευταία η μάχη της Κρήτης.
Το ίδιο το «ΟΧΙ» πάντα που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ψυχή της Φυλής η δύναμη του Έθνους η πίστη του Γένους και η πιο έντονη διαμαρτυρία ενός ελεύθερου λαού που προτιμά το θάνατο από τη σκλαβιά.
Το να επιδιώκει ο άνθρωπος να ζει αδούλωτος κάτω από τον ίσκιο της λευτεριάς είναι μια ευγενική επιδίωξη των πολλών. Το να πεθάνει όμως γι’ αυτήν είναι ένα προνόμιο των ολίγων. Και το προνόμιο αυτό το χάρισε η μοίρα στη μικρή αυτή χώρα που ονομάζεται Ελλάδα.
Πιστό στον όρκο το κράτησε ψηλά και το νησί μας σαν εθνική κιβωτό και όπως τα άγια των Αγίων.
Να τι χαλύβδωσε την Ελληνική ανδρεία παντού και πάντοτε που να περιφρονεί έτσι παλικαρίσια το θάνατο.
Οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου εγνώρισαν πως πολεμάνε άσκοπα μπροστά σε τόσα εχθρικά ξίφη. Και όμως δεν εγονάτησαν.
Οι 300 του Λεωνίδα ήξεραν τι τους περιμένει κι όμως δεν ελύγισαν.
Οι όμορφες Σουλιωτοπούλες έκαμαν τις τελευταίες στιγμές των χορό, ωσάν την πιο προκλητική περιφρόνηση προς το θάνατο και οι πολιορκημένοι του Αρκαδίου που έβλεπαν τον βέβαιο θάνατο και το χαμό τους στάθηκαν αλύγιστοι με όρθιο το σώμα και τη ψυχή γύρω από το μπαρούτι του Μοναστηριού.
Δοξασμένο γένος. Αθάνατη φυλή. Αδάμαστη Ελλάδα, λεβεντογένα Κρήτη. Πατρίδες των Πατρίδων.
Μα το «ΟΧΙ» δεν τελειώνει εδώ. Ούτε θα τελειώσει ποτέ όσο θα υπάρχει αυτός ο τόπος και όσο θα τον κατοικούν οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Γιατί το ίδιο έγινε και όταν οι ορδές των Ούνων που είχαν Κουρσέψει την υπερήφανη χώρα ήλθον για να σκλαβώσουν το νησί μας.
Το «όχι» πάλι αντήχησε αντρίκια αποφασιστικά και αδίστακτα. «Την Κρήτη μας δεν θα την παραδώσουμε». Κι ακούστηκαν τότε φοβερές οι σάλπιγγες. Μια ιαχή εσπάθισε τον Κρητικό ουρανό και κάποια Θεία δύναμη κέντρισε τις καρδιές.
Το θούριο εδόνησε τον αγέρα φοβερό
Τ’ ανάκρασμα τ’ ακούτε της Αρχαίας Πυθίας;
Νίκη στων ημίθεων τα εγγόνια.
Από την Ίδη ως της Νικαίας τ’ ακρογιάλια ξανανθίζουν αιώνες οι ελιές!
Με τ’ άρματα στα χέρια εμπρός! Τα ύψη των βουνών ας ανέβουμε τους Σαλαμίνικους αντίλαλους ξυπνώντας
Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα Θεία η δάφνη. Μια φορά κανείς δεν πεθαίνει!
Έτριξαν στους τάφους τα κόκαλα των ηρώων από αγαλλίαση και σκίρτησαν στα ουράνια οι ψυχές τόσων μαρτύρων από χαρά και συγκίνηση.
Τα χιονισμένα Λευκά Όρη τίναξαν υπερήφανα την άσπρη χαίτη τους. Από τον Ψηλορείτη αντήχησε σαν βρυχηθμός ένα τραγούδι γνώριμο:
«Από φλόγες οι Κρήτη ζωσμένη τα βαριά της τα σίδερα σπα, και σαν πρώτα χτυπιέται κτυπά και γοργή κατεβαίνει».
Ο Γιαμπουδάκης γελαστός και χαρούμενος και πλάι του ο Γούμενος με υψωμένο το δεξί χέρι ωσάν να ευλογούσε τους πιστούς! Το σύνθημα είχε δοθεί και το πανηγύρι άρχισε.
Νιάτα και γεράματα αντάμα! Γυναίκες και παιδιά . πατέρας και γιος. Νέοι και νέες. Δυνατοί και ανήμποροι μαζί!
Ασπρομάλληδες, γέροι, απομεινάρια των παλιών αγώνων και κυρτωμένες γριούλες- πιστές συντρόφισσες- πλάϊ τους. Μανάδες δίπλα στα παιδιά τους και αρραβωνιαστικιές στο πλάι του καλού των.
Ολοι σαν ένα σώμα και μια ψυχή. Με τον ίδιο πόθο με την ίδια λαχτάρα με το ίδιο ιδανικό.
Στο προσκλητήριο όλοι παρόντες. Όχι παλληκάρια μόνο της Κρήτης αλλά και λεβέντες της Ρούμελης και αετοί του Μωρηά και της Θεσσαλίας. Και από την Ήπειρο και από τη Θράκη και από τη Μακεδονία και από τα γραφικά νησιά μας κι απ’ όλα τα ματωμένα χώματα κάθε ελληνικής γωνιάς.
Ένας βασιλιάς – Θρύλος μπροστά. Ενας Πρωθυπουργός παλληκάρι ο Εμμ. Τσουδερός κι ένας υπουργός Στρατιωτικών ο Στέλιος Δημητρακάκης με λιονταρίσια ψυχή και από ηρωική οικογένεια κι οι δύο στο πλάι του. Και πίσω τους ολόκληρο το Έθνος. Η μοίρα της Ελλάδος έγραφε πάλι μια σελίδα στην ιστορία της.
Και στήνονται τρόπαια, γράφονται έπη, ξυπνάνε Θερμοπύλες ξαναζούνε Μαραθώνες, ζωντανεύουν Αρκάδια, στηλόνωνται Παρθενώνες.
Πυραμίδες κοκάλων, ποταμοί αιμάτων: Μνημεία και τάφοι.
Και όμως οι λίγοι δεν τους δειλιάζουν τους πολλούς κι ας είναι μια φούχτα μπροστά στις σιδηρόφραχτες και ουρανοκατέβατες στρατιές των Σατανάδων.
Αν έχουν τούτοι σίδερο και ατσάλι, αυτοί που υπερασπίζονται την Κρήτη έχουν ψυχή.
Εδώ έχει χρέος η σοφία και ο κανόνας του πολέμου. «Η λογική έχει κλείσει τα μάτια της και η αριθμητική το βιβλίο της» όπως έγραψε τότε κάποια περιγραφή ενός λογοτέχνη.
Και το αίμα που τρέχει άλικο χρωματίζει και πάλι τη πορφύρα του Γένους και μουσκεύει το Κρητικό χώμα από πάνω από το ύψος των υπερήφανων βουνών μας έως κάτω τα δαντελωτά ακρογιάλια μας.
Δικαίωση του ποιητή που έτσι την τραγούδησε την Κρήτη».
Έτσι απλά κάποτε τιμούσαν την επέτειο της Μάχης της Κρήτης και τους αναίτια νεκρούς της. Να ήταν καλύτερα τότε ή σήμερα που κάθε σημείο της μάχης έχει κι ένα μνημείο, με αποτέλεσμα από φυλακής πρωίας να τρέχουν οι αρχές για κατάθεσή στεφάνων μέχρι το απόγευμα; Ο χρόνος και οι απόγονοί μας θα το κρίνουν και οι ιστορικοί του μέλλοντος θα αποφανθούν.