Ένα πιλοτικό πρόγραμμα, το οποίο έχει τεθεί ήδη σε λειτουργία από τη ΔΕΥΑ Ρεθύμνου, μετατρέπει τα πράσινα απορρίμματα, όπως είναι τα κλαδιά, τα χόρτα, τα υπολείμματα κήπων, τα φύκια της θάλασσας, αλλά και τα οργανικά απόβλητα, σε ένα σπουδαίο εδαφοβελτιωτικό προϊόν με λιπασματικό χαρακτήρα, ικανό να διατεθεί προς γεωργική χρήση.
Η κατασκευή της πρωτοποριακής, για τα δεδομένα της χώρας, Μονάδας Κομποστοποίησης της ΔΕΥΑΡ έχει δημιουργηθεί στον χώρο της εγκατάστασης επεξεργασίας των λυμάτων. Ο λόγος που ξεχωρίζει σε σχέση με άλλες μονάδες κομποστοποιήσης είναι αρχικά επειδή αποτελεί μια δημόσια και όχι ιδιωτική μονάδα, ενώ επίσης είναι η μοναδική στη χώρα που εκμεταλλεύεται και αξιοποιεί τα υπολείμματα από την επεξεργασία των λυμάτων. Οι εργασίες για την υλοποίησή της ξεκίνησαν το 2015 και ολοκληρώθηκαν πέρυσι, με τον συνολικό προϋπολογισμό του έργου να ανέρχεται στα πέντε εκατομμύρια ευρώ.
Πρόκειται στην ουσία για ένα εργοστάσιο, στο οποίο οδηγείται προς επεξεργασία ένα μέρος των κλαδεμάτων της πόλης. Τη μεταφορά έχει αναλάβει η υπηρεσία Πρασίνου του δήμου Ρεθύμνου, η οποία μεταφέρει κλαδιά, χόρτα και υπολείμματα κήπων, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και μεμονωμένοι πολίτες ή επιχειρήσεις μπορούν επίσης να μεταφέρουν στη μονάδα τα οργανικά απορρίμματα από τους κήπους και τα χωράφια τους.
Αφού λοιπόν γίνει η διαλογή από την πηγή, γίνεται η ανάμειξη των υλικών με άλλες πρώτες ύλες, όπως είναι ο ζεόλιθος, ένα ορυκτό υλικό εξαιρετικά χρήσιμο κατά τη διαδικασία της κομποστοποιήσης, αλλά και η ίλυς του βιολογικού καθαρισμού, δηλαδή το υπόλειμμα από την επεξεργασία των λυμάτων, η οποία σε περίπτωση που δεν κομποστοποιηθεί δε μπορεί να χρησιμεύσει κάπου άλλου.
Η διαδικασία της παραγωγής κομπόστ χωρίζεται σε δύο φάσεις. Αφού γίνει η διαλογή των πρώτων υλών, τοποθετούνται σε ειδικά κανάλια κομποστοποιήσης, στα οποία παραμένουν για τρεις μήνες. Στη φάση αυτή, η οποία ονομάζεται ζύμωση, επιτυγχάνεται ο μετασχηματισμός των υλικών, με τη βοήθεια των εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών, οι οποίες προκύπτουν από τη δράση των μικροοργανισμών που ενυπάρχουν μέσα στα υλικά. Στη δεύτερη φάση της ωριμοποιήσης, η οποία επίσης διαρκεί τρεις μήνες, το υλικό απομακρύνεται από τη θερμόφιλη και τοποθετείται σε σορούς, έως ότου να επανέλθει σε θερμοκρασία περιβάλλοντος και να μπορέσει να θεωρηθεί έτοιμο προς χρήση.
Εφόσον το τελικό προϊόν έχει διαμορφωθεί, μπορεί να διατεθεί δωρεάν προς κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη. Το μόνο που έχει να κάνει είναι να έρθει σε επικοινωνία με την υπηρεσία και στη συνέχεια να την επισκεφθεί προκειμένου να το παραλάβει. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι το κομπόστ διατίθεται χύμα και όχι συσκευασμένο.
«Είμαστε πολύ χαρούμενοι που πρωτοποριακά σε όλη την Ελλάδα έχουμε υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα και βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο για να ξεκινήσει να βγαίνει συστηματικά ένα προϊόν που μπορεί να διατεθεί στη γεωργία και να μην καταλήγει σε χωματερές. Τα οφέλη από αυτό το πρόγραμμα είναι πολύ σημαντικά, τόσο για το περιβάλλον, όσο όμως και για τη γεωργία, αφού θα βοηθήσει ειδικά στις ελαιοκαλλιέργειες», επεσήμανε σε δήλωση του ο πρόεδρος της ΔΕΥΑΡ, Βασίλης Θεοδωράκης.
Μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο χημικός μηχανικός και υπεύθυνος Υπηρεσίας Περιβάλλοντος της ΔΕΥΑΡ Μανώλης Βρυλλάκης, εξήγησε διεξοδικά τα βήματα που ακολουθούνται κατά τη διαδικασία της κομποστοποίησης, τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ποιότητα του τελικού προϊόντος, καθώς και τα οφέλη που προκύπτουν από την ενέργεια της συγκεκριμένης μονάδας.
Αρχικά διευκρίνισε ότι παρόλο που για την ώρα η μονάδα δεν είναι σε θέση να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες υλικών, ωστόσο μελλοντικά θα έχει τη δυνατότητα να δεχθεί διπλάσιες και τριπλάσιες μερίδες από κλαδιά και λοιπά υλικά. «Σήμερα απορροφούμε περίπου 5.000 κυβικά ετησίως σε κλαδιά. Προς το παρόν η μονάδα δε μπορεί να απορροφήσει μεγαλύτερες ποσότητες. Μελλοντικά όμως και ανάλογα πάντα με το πως θα εξελιχθεί η υπόθεση της κομποστοποιήσης, επαναχρησιμοποίησης, αξιοποίησης, πράσινης ανάπτυξης, αειφόρου και κυκλικής οικονομίας, τόσο στην Ελλάδα γενικότερα, όσο και στην περιοχή μας ειδικότερα, θα έχει τη δυνατότητα να απορροφήσει διπλάσιες και τριπλάσιες ποσότητες κλαδιών σε σχέση με σήμερα».
Η διαδικασία μετασχηματισμού των υλικών διαρκεί έξι μήνες
Στη μονάδα, εκτός από την Υπηρεσία Πρασίνου του δήμου, η οποία μεταφέρει συστηματικά ένας μέρος από τα κλαδιά, τα χόρτα και τα φύλλα που συγκεντρώνει, μπορούν και ιδιώτες που καθάρισαν τον κήπο τους ή κλάδεψαν τα δέντρα τους να μεταφέρουν τα οργανικά αυτά απορρίμματα, με δικό τους μεταφορικό. Ιδιαίτερη προσοχή συνέστησε ο κ. Βρυλλάκης, αναφέροντας ότι όλα τα υλικά πρέπει να έρχονται καθαρά, χωρίς να έχουν μέσα σκουπίδια. Παραδέχθηκε μάλιστα ότι η συμμετοχή των πολιτών βρίσκεται ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, μιας και η ίδια η μονάδα είναι ακόμη στην αρχή της λειτουργίας της.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγή του κομπόστ, είναι σε μεγαλύτερη ποσότητα τα κλαδιά, ακολουθούν τα φύκια της θάλασσας, τα οποία όπως επεσήμανε αποτελούν ένα άριστο υλικό για τη γεωργία, αφού έχουν ιχνοστοιχεία, θρεπτικά στοιχεία και πολλαπλά οφέλη, ο ζεόλιθος, ο οποίος έχει την ιδιότητα να συγκρατεί το άζωτο ώστε να μην εκπλύνεται ή να εξαερώνεται και να μπορεί να απορροφηθεί επιτυχώς από το φυτό ή το δέντρο, υπολείμματα κήπων και ιλύ του βιολογικού καθαρισμού, η οποία ανεπεξέργαστη είναι και αναξιοποίητη, την ώρα που κομποστοποιημένη αποτελεί ένα εξαιρετικό υλικό για το έδαφος.
Αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείται ο κ. Βρυλλάκης εξήγησε ότι αρχικά γίνεται η θρυματοποίηση των κλαδιών, τα οποία στη συνέχεια ανακατεύονται με συγκεκριμένες αναλογίες από τα υπόλοιπα υλικά, έως ότου να τοποθετηθούν στα ειδικά κανάλια κομποστοποιήσης και να ξεκινήσει η φάση της ζύμωσής τους. «Στην κυρίως φάση της ζύμωσης, αυτόθερμα, από τη δράση μικροοργανισμών που ενυπάρχουν μέσα στα υλικά, ανεβαίνει η θερμοκρασία στους 60-70 βαθμούς Κελσίου. Αυτό που κάνουμε είναι να παρακολουθούμε τη θερμοκρασία, να την ελέγχουμε και την κρατούμε στη σωστή περιοχή. Παρακολουθούμε επίσης, και ρυθμίζουμε καθημερινά, την εργασία του μείγματος, με ανακάτεμα που κάνει μια ειδική μηχανή. Σε αυτές τις υψηλές θερμοκρασίες και κάτω από αυτές τις ενέργειες, γίνεται ο μετασχηματισμός των υλικών και έτσι, το τελικό προϊόν σαν σύνθεση και σαν υφή, δεν έχει καμία σχέση με τις πρώτες ύλες. Τρεις μήνες διαρκεί η κυρίως φάση της ζύμωσης για να ακολουθήσουν άλλοι τρεις μήνες ωριμοποίησης, κατά την οποία βγαίνει το υλικό από τα κανάλια και μένει σε σορούς, οι οποίοι επίσης ανακατεύονται μια φορά την εβδομάδα, με αργότερο όμως ρυθμό. Σταδιακά η θερμοκρασία πέφτει, επανέρχεται το προϊόν σε θερμοκρασία του περιβάλλοντος και αυτό μας δείχνει ότι ωρίμασε και μπορεί να χρησιμοποιηθεί».
Δωρεάν η διάθεση του τελικού προϊόντος – Πιστοποιημένη η ποιότητά του
Το τελικό προϊόν διατίθεται για την ώρα δωρεάν σε κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη. «Η όποια διάθεση γίνεται από τη Μονάδα Κομποστοποίησης. Προς το παρόν διατίθεται δωρεάν. Δεν έχει δοθεί σε εμπορική εκμετάλλευση, αυτά είναι επόμενα βήματα, τα οποία θα συζητηθούν μελλοντικά και ανάλογα με το πως θα εξελιχθεί όλη αυτή η υπόθεση», τόνισε ο κ. Βρυλλάκης.
Η χρησιμότητα του τελικού προϊόντος θεωρείται δεδομένη, σύμφωνα με τον ίδιο. «Έχει πολύ σπουδαίο εδαφοβελτιωτικό και λιπασματικό χαρακτήρα και έχει και οργανική ουσία από τον ζεόλιθο», ανέφερε. Παράλληλα, εξήγησε ότι ακολουθώντας την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και τους κανονισμούς που έχουν θεσμοθετήσει συγκεκριμένα όρια στα ανώτατα επιτρεπόμενα μεγέθη βαρεών μετάλλων, έχουν καταφέρει να βρίσκονται πολύ πιο κάτω από τα όρια αυτά. «Επομένως το προϊόν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλέστατο. Υπάρχει αρχείο αναλύσεων που γίνονται σε διαπιστευμένα εργαστήρια του εσωτερικού και του εξωτερικού, επιβεβαιώνοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με τα βαρέα μέταλλα. Επίσης, σε ότι αφορά τους παθογόνους μικροοργανισμούς, αυτοί καταστρέφονται κατά τη διαδικασία της ζύμωσης λόγω των πολύ υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν. Κάθε εβδομάδα γίνονται συγκεκριμένες μικροβιολογικές αναλύσεις και βλέπουμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα ούτε με τους παθογόνους μικροοργανισμούς».
Τα οφέλη της κομποστοποίησης στο περιβάλλον και τη γεωργία
Κλείνοντας, ο κ. Βρυλλάκης εξήγησε ότι τα οφέλη της κομποστοποιήσης είναι πολλαπλά και υπόκεινται σε διαφορετικά επίπεδα. Αρχικά, υπάρχει το περιβαλλοντικό όφελος. «Άχρηστα και επικίνδυνα υλικά, τα οποία όπου και να πάνε δημιουργούν πρόβλημα περιβαλλοντικά, μετατρέπονται σε χρήσιμα υλικά. Για παράδειγμα τα κλαδιά που καίγονται έχουν ως αποτέλεσμα να εκπέμπεται διοξείδιο του άνθρακα και να εντείνεται το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αλλά και να το θάψουμε το κλαδί, από τη ζύμωσή του παράγεται μεθάνιο, το οποίο είναι 20 φορές πιο επιβλαβές από το διοξείδιο του άνθρακα για το περιβάλλον».
Υπάρχει όμως και το όφελος της αξιοποίησης στη γεωργία, αφού οι ανάγκες των ελληνικών εδαφών σε οργανική ουσία είναι τεράστιες, λόγω της πολύ χαμηλής περιεκτικότητας (1%), την ίδια ώρα που ένα μεγάλο ποσοστό κινδυνεύουν να ερημοποιηθούν. «Με την εκτεταμένη χρήση του κομπόστ αντιμετωπίζεται η εντεινόμενη διάβρωση των εδαφών και καταστέλλονται πολλά φυτοπαθογόνα του εδάφους. Παράλληλα, μειώνονται οι εκπομπές του διοξειδίου του άνθρακα και οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, ενώ αποτελεί ασύγκριτα την πλέον οικονομική μέθοδο τελικής διαχείρισης των οργανικών υλικών», κατέληξε ο κ. Βρυλλάκης.