Η κυβερνητική εναλλαγή και η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα συνεχίσει τις αντιλαϊκές δεσμεύσεις της χώρας στην ΕΕ και τους δανειστές, και αυτό θα είναι ανάσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, που επιδιώκει την πιο βαθιά ενσωμάτωση του λαού μέσα από την ανασύνθεση του αστικού κομματικού συστήματος, σε μια κρίσιμη στιγμή για τον λαό και το κίνημά του.
Αυτά εκτιμούσε το ΚΚΕ για το εκλογικό αποτέλεσμα, μία μόλις μέρα μετά τις εκλογές του Γενάρη του 2015, που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που θα έσκιζε τα μνημόνια και θα τα καταργούσε με έναν νόμο και ένα άρθρο, ήταν εκείνος που ψήφισε τελικά το τρίτο μνημόνιο των σκληρών αντιλαϊκών μέτρων. Ήταν εκείνος που έκανε την περίφημη κωλοτούμπα στην περιβόητη διαπραγμάτευση. Ήταν εκείνος που κατάφερε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά για το κεφάλαιο, κάνοντας τη δύσκολη δουλειά που δεν είχε την ικανότητα πριν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, λόγω της λαϊκής κατακραυγής.
Το ΚΚΕ δεν χρειαζόταν μαντικές ικανότητες για να προβλέψει την κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή ήταν προδιαγεγραμμένη από τον ίδιο τον χαρακτήρα του και την πολιτική του, από τις δεσμεύσεις που εξάλλου είχε αναλάβει απέναντι στην εγχώρια αστική τάξη και στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, από τις εξετάσεις που είχε δώσει και είχε περάσει ο Αλ. Τσίπρας σε ΕΕ, ΗΠΑ κα, όπως με τη δέσμευση για την προώθηση των σχεδίων επέκτασης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αυτή η κριτική του ΚΚΕ που αποκάλυπτε την αλήθεια, δέχτηκε επίθεση από τον ΣΥΡΙΖΑ και συνολικά από το αστικό πολιτικό σύστημα, όχι μόνο δικαιώθηκε αλλά αποτέλεσε και ασπίδα ώστε ένα κρίσιμο τμήμα λαϊκών δυνάμεων να μην εγκλωβιστεί, να απαγκιστρωθεί από αυταπάτες, να οργανώσει την αντεπίθεση απέναντι στις αντιλαϊκές πολιτικές που ακολούθησαν, να μη βρεθεί πλήρως αφοπλισμένο το εργατικό – λαϊκό κίνημα, να ανασυνταχθεί και να δώσει τις μάχες υπεράσπισης των λαϊκών δικαιωμάτων, απέναντι στις κυβερνήσεις τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ που ακολούθησε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε πραγματικά να δώσει ανάσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, που δοκιμάστηκε εκείνη την περίοδο και υποχρεώθηκε σε ευρεία αναμόρφωση, για να μπορέσει να διαχειριστεί την λαϊκή δυσαρέσκεια.
Η εκδήλωση της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα που ακολούθησαν γέννησαν μεγάλη λαϊκή οργή. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, ως κόμματα που είχαν κυβερνήσει τις προηγούμενες δεκαετίες, δυσκολεύτηκαν να απορροφήσουν τους κραδασμούς της λαϊκής δυσαρέσκειας, δηλαδή θα φόρτωνε τα βάρη στον λαό προς όφελος του κεφαλαίου.
Υπενθυμίζουμε ότι διαδοχικά δοκιμάστηκαν, μετά την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου του ΠΑΣΟΚ, διάφορα σχήματα κυβερνητικών συνεργασιών (συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΛΑ.Ο.Σ. με τον Λ. Παπαδήμο, συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ με τον Αντ. Σαμαρά). Το ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερα υπέστη εκλογική ήττα, φτάνοντας από το σχεδόν 40%, με το οποίο είχε αναδειχθεί στην κυβέρνηση το 2009, να καταγράφει 4,5% το 2015, βρισκόμενο στα όρια της επιβίωσης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνη τη φάση στηρίχθηκε πολύπλευρα από το κεφάλαιο για να παίξει τον βρόμικο ρόλο αναστύλωσης της σοσιαλδημοκρατίας, αναπληρώνοντας το κενό. Μεγάλο μέρος στελεχών και μηχανισμών του ΠΑΣΟΚ, εξάλλου, μετακόμισε σε εκείνη τη φάση στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ως κόμμα, που δεν είχε δοκιμαστεί στην αστική διακυβέρνηση, είχε πλεονεκτήματα για την ενσωμάτωση και τον εγκλωβισμό της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Αυτό δεν συνέβη μόνο στη χώρα μας. Στο έδαφος της καπιταλιστικής κρίσης που χτυπούσε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, ανισόμετρα και με διαφορετική ένταση ασφαλώς σε κάθε χώρα, πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υπέστησαν σημαντικές απώλειες (σε Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Ισπανία κ.α.), ενώ συγκροτήθηκαν πολιτικά κόμματα που γνώρισαν ιλιγγιώδη εκλογική άνοδο, όπως τα «Πέντε Αστέρια» στην Ιταλία και οι «Ποδέμος» στην Ισπανία (τα οποία ακολούθησαν μια πορεία γρήγορης εκλογικής συρρίκνωσης, παρόμοια με του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιδόθηκε σε ένα ρεσιτάλ ψεύτικων υποσχέσεων για να αρπάξει τη λαϊκή ψήφο. Καλλιέργησε αυταπάτες, τάζοντας στον λαό εύκολες λύσεις, χωρίς σύγκρουση με το κεφάλαιο, χωρίς σύγκρουση με την ΕΕ. Ανέσυρε τους κάλπικους διαχωρισμούς των συστημικών πολιτικών δυνάμεων σε «προοδευτικές» και «συντηρητικές», μιλώντας για «μέτωπο των αριστερών δυνάμεων», την ώρα που με την «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνησή του ξεφτίλιζε οτιδήποτε μπορεί να είχε κανείς στον νου του ως «αριστερό» ή «ριζοσπαστικό».