Μια δύσκολη τουριστική σεζόν αποδείχτηκε η φετινή, που οδεύει πια προς το τέλος της, για τα εμπορικά καταστήματα του Ρεθύμνου και ακόμα πιο δύσκολος προβλέπεται, κατά γενική ομολογία, να είναι ο χειμώνας που έρχεται. Η τουριστική περίοδος κατά πολλούς εκτιμάται πως – αν και δεν έχει φτάσει προς το τέλος της ώστε να δοθούν ακριβή στοιχεία – σημείωσε αν όχι αρνητικό πρόσημο, τουλάχιστον κυμάνθηκε στα ίδια επίπεδα σε σχέση με πέρυσι για τα ταμεία των εμπορικών καταστημάτων της πόλης, πάρα το γεγονός ότι η τουριστική κίνηση ήταν αυξημένη.
Όπως άλλωστε είχε δηλώσει και στην Τηλεόραση Creta ο Μανόλης Κουμαντάκης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης, αυτή είναι μια γενική εικόνα που εισπράττει ο επιχειρηματικός κόσμος του νησιού καθότι εκτιμάται, ότι σημειώθηκε πτώση στις εισπράξεις της τάξεως του 10-15% σε σχέση με το καλοκαίρι του 2024.
Αυτό όμως επιβεβαιώνουν και οι επαγγελματίες του Ρεθύμνου, με τον γενικό γραμματέας του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, Γιώργο Λιόκαλο, να αναφέρει χαρακτηριστικά στα «Ρ.Ν.»: «Καθώς η φετινή τουριστική περίοδος οδεύει προς το τέλος της, οι έμποροι του νομού επιχειρούν να εξαγάγουν τα πρώτα συμπεράσματα σχετικά με την πορεία της αγοράς. Παρά τη σημαντική τουριστική κίνηση και τις υψηλές πληρότητες των καταλυμάτων, το λιανικό εμπόριο κατέγραψε αισθητή πτώση, η οποία εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 10% και άνω του 20% στις πιο αποκεντρωμένες περιοχές. Το κύριο παράπονο των επιχειρηματιών του κλάδου αφορά τη χαμηλή αγοραστική δύναμη των επισκεπτών, η οποία δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που δημιούργησαν οι υψηλοί δείκτες επισκεψιμότητας. Ως αποτέλεσμα, η φετινή σεζόν άφησε μια αίσθηση επιφύλαξης και προβληματισμού στον εμπορικό κόσμο».
Από την πλευρά του ο Γιώργος Πολιουδάκης, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης, μέλος του ΔΣ του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου και μέλος του ΔΣ του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, δηλώνει στα «Ρ.Ν.» πως οι τουρίστες που ήρθαν στην πόλη δεν στήριξαν ιδιαίτερα την τοπική αγορά, με το 90% του προϋπολογισμού τους να δαπανάται κυρίως σε εισιτήρια και διαμονή: «Δεν ήταν όπως την περιμέναμε τη σεζόν παρότι είχε πολύ κόσμο. Οι τουρίστες που αποφασίζουν να έρθουν μια εβδομάδα διακοπές στην Κρήτη, το 90% του προϋπολογισμού τους πάει σε εισιτήρια και διαμονή, το υπόλοιπο 5-10% πηγαίνει στην τοπική αγορά, με το να πάρουν κάποιο αναμνηστικό ή κάτι που θα τους κεντρίσει το ενδιαφέρον. Εκτιμούμε ότι οι εισπράξεις είναι μια από τα ίδια σε σχέση με πέρυσι, δεν ξέρουμε ακριβώς ακόμα διότι δεν έχει τελειώσει ακόμα η σεζόν, υπολογίζουμε όμως ότι είμαστε στα περυσινά επίπεδα. Τα εμπορικά καταστήματα του Ρεθύμνου δεν είναι ευχαριστημένα, και αλλιώς τα περιμέναμε».
Από την άλλη η Αθηνά Τσικιντίκου, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, αναφέρει πως υπάρχουν και εκείνοι οι καταστηματάρχες που στο Ρέθυμνο «δούλεψαν καλά», παρόλα αυτά «υπάρχουν και καταστήματα που το εμπόρευμα που είχαν πάρει ήταν περισσότερο γιατί περίμεναν την ανάλογη ζήτηση αλλά δεν είναι τόσο ικανοποιημένοι».
Ο χειμώνας που βρίσκεται μπροστά μας αναμένεται να δυσκολέψει τα πράγματα καθότι όπως αναφέρει η κ. Τσικιντίκου, η επισκεψιμότητα θα μειωθεί στο μισό, την ώρα που οι ντόπιοι βιώνουν μεγάλη οικονομική ανασφάλεια και τα κόστη για τις επιχειρήσεις όλο και αυξάνονται, δημιουργώντας ένα γενικότερο κλίμα αβεβαιότητας, το οποίο απειλεί ευθέως τη βιωσιμότητα πολλών εμπόρων. Ο κ. Πολιουδάκης χαρακτηριστικά αναφέρει: «Δεν ξέρω και τον χειμώνα τι θα γίνει τώρα που έρχεται, θα είναι και αυτός δύσκολος. Εύχομαι να μην έχουμε λουκέτα», ενώ ο κ. Λιόκαλος τονίζει: «Όπως συμβαίνει κάθε χρόνο, η απόδοση της χειμερινής περιόδου είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα αποτελέσματα της καλοκαιρινής σεζόν. Συνεπώς, η μείωση του καλοκαιρινού τζίρου αναμένεται να επηρεάσει αναλογικά και τη χειμερινή εμπορική κίνηση».
Επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό, στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στην ποιότητα
Για την επιβίωση των εμπορικών καταστημάτων της πόλης, ο κ. Πολιουδάκης κρούει των κώδωνα του κινδύνου και επισημαίνει πως για όσους επιθυμούν να διαφοροποιηθούν σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, κρίνεται αναγκαία πια η επένδυση στον ηλεκτρονικό κόσμο ο οποίος περιλαμβάνει τόσο ένα ενεργό e-shop όσο και ισχυρή διαδικτυακή παρουσία στα social media. «Οι καταστηματάρχες πρέπει να επενδύσουν στο ηλεκτρονικό εμπόριο για να προσελκύσουν κόσμο εκτός του φυσικού πελάτη. Και να κοιτάξουν να δουν πως να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα ίσως με ανακαινίσεις, ίσως με νέα προϊόντα. Πολλοί αλλάζουν και αντικείμενο τελείως με βάση τον τουρισμό, πάνε προς την εστίαση», τονίζει εκτός των άλλων ο κ. Πολιουδάκης, ενώ ο κ. Λιόκαλος σημειώνει ότι: «Το ηλεκτρονικό εμπόριο συνεχίζει να αναπτύσσεται δυναμικά, προσφέροντας ευκαιρίες αλλά και σημαντικές προκλήσεις. Η δυνατότητα δημιουργίας ενός ηλεκτρονικού καταστήματος είναι πλέον προσβάσιμη σε όλους, ωστόσο ο έντονος ανταγωνισμός και η ανάγκη για σωστή προβολή, ανάρτηση προϊόντων και διαχείριση απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις. Πολλοί επιχειρηματίες επιλέγουν να δραστηριοποιούνται αποκλειστικά διαδικτυακά, αξιοποιώντας τα οφέλη της απουσίας εξόδων ενός φυσικού καταστήματος».
Εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο, ο κ. Λιόκαλος, επισημαίνει πως τα νέα δεδομένα που σχηματίζονται στην αγορά, απαιτούν και ένα κατάλληλα καταρτισμένο προσωπικό, το οποίο θα μπορέσει και να χειριστεί τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες αλλά και θα εκπαιδευτεί κατάλληλα πάνω σε τεχνικές πωλήσεων. Κοινώς το κλειδί για βιώσιμες επιχειρήσεις είναι η επένδυση στο προσωπικό. «Παρά τις δυσκολίες, η αγορά της πόλης διατηρεί θετική εικόνα: Τα καταστήματα είναι προσεγμένα, διαθέτουν πλούσια ποικιλία προϊόντων, επαρκές απόθεμα και ιδιαίτερα ανταγωνιστικές τιμές, συγκρίσιμες ή και ευνοϊκότερες σε σχέση με αντίστοιχες αγορές του εξωτερικού. Οι τοπικοί έμποροι διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία για την προετοιμασία και λειτουργία των επιχειρήσεών τους. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η ενίσχυση της εκπαίδευσης τόσο των επιχειρηματιών όσο και του προσωπικού τους, μέσα από προγράμματα κατάρτισης σε ξένες γλώσσες, τεχνικές πωλήσεων, ηλεκτρονικές πλατφόρμες, αλλά και θέματα ασφάλειας. Η επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί βασικό παράγοντα για τον εκσυγχρονισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη της τοπικής αγοράς».
Για την κ. Πέγκη, υπάλληλο σε εμπορικό κατάστημα το σημαντικότερο πια μια τοπική επιχείρηση που θέλει να εξασφαλίσει την επιβίωσή της είναι η επένδυση τελικά στην ποιότητα του εμπορεύματος, στον αντίποδα της κυριαρχίας των «κινέζικων» προϊόντων που επικρατούν στην αγορά, ειδικά με τη ραγδαία άνοδο που σημειώνουν οι κινεζικοί κολοσσοί του ηλεκτρονικού εμπορίου. «Αυτό που πιστεύουμε και πρεσβεύουμε για μια επιχείρηση το πιο έντιμο πράγμα είναι να σέβεται τους πελάτες της, να φέρνει προϊόντα που είναι «value for money» και να μην φέρνει κινέζικα. Ο πελάτης δεν είναι κουτός, αν δει ότι αυτό που θα έρθει να πάρει μετά από λίγους μήνες πάει στα σκουπίδια δεν θα σε προτιμήσει ξανά. Οπότε για να χτίσεις τους πελάτες σου και να σε εμπιστευτούν πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Να φέρεις κάτι που μπορεί να σηκώσει οικονομικά και να είναι ποιοτικό πράγμα που απαιτεί ψάξιμο, θέλει δουλειά. Και αν είσαι έντιμος με τον πελάτη που έρχεται να σε τιμήσει μετά θα το πει και στους φίλους του, θα ξαναέρθει και ο ίδιος, οπότε χτίζεις ένα δίκτυο».












