«…..εκουνήθηκε άξαφνα η γης και εγκρεμίσθηκανε οι τοίχοι….»
Κι όπως ξεφύλλιζα την εφημερίδα ΒΗΜΑ του 1958 μήνα Νοέμβριο, ανακαλύπτω ένα κείμενο που υπογράφει κάποιος Σπύρος Παγανέλης. Ήταν σε συνέχειες οι εντυπώσεις του από ένα προσκύνημα στο Αρκάδι που έκανε 20 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα. Κείμενο εξαιρετικό αλλά σε αρχαΐζουσα. Είχε όμως μεγάλο ενδιαφέρον όπως θα διαπιστώσετε. Κι επειδή έχουμε σε αυτό το κείμενο μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία καλογήρου της Ιεράς Μονής, αποφάσισα να το διασκευάσω και να το επαναφέρω στην επικαιρότητα λόγω και της επετείου.
Αναφέρει λοιπόν ο άγνωστος κατά τ’ άλλα επισκέπτης μας.
«Τα ατμόπλοιο μας αποβίβασε στο Ρέθυμνο, τη Ρίθυμνα των παλαιών χρόνων που περιέργως πως οι σύγχρονοι αποκαλούν «το Ρέθυμνος»
Τρίτη κατά σειρά πόλη της Κρήτης η Ριθύμνη απλώνεται όπως και οι δυο άλλες, στα βόρεια του νησιού και βρίσκεται μεταξύ Χανίων και Ηρακλείου. Ένα φρούριο ζώνει την πόλη που περιβάλλεται από ξηρά Βράχους που έχουν βαφτεί από το αίμα που άφθονο έχυσαν οι Τούρκοι όταν κυρίευσαν το Ρέθυμνο.
Το θέαμα της πόλης είναι ευχάριστο όπως διαπιστώσαμε από μια πρόχειρη περιοδεία. Αν αναλογιστούμε μάλιστα τις περιπέτειες που έζησε αυτή η πόλη και συνεχίζει να ζει. Η βιασύνη μου να επισκεφθώ τη Μονή Αρκαδίου δεν μου επιτρέπει να σταθώ σε λεπτομέρειες από όσα βλέπω γύρω μου. Μου αρκούν όσα γνωρίζω για την έφεση των κατοίκων στα Γράμματα και στις Επιστήμες.
Η νεολαία της Κρήτης μεταβαίνει για σπουδές στην Αθήνα και επιστρέφοντας καλλιεργεί το πνεύμα στο νησί.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας που έφθασα στο Ρέθυμνο ανεχώρησα για τη μονή Αρκαδίου που απέχει τρεις ώρες από το κέντρο. Βγήκαμε από τα τείχη και βαδίζαμε κατά μήκος της θαλάσσιας ακτής που διαδέχονται λόφοι. Αφού τους ανεβήκαμε και αυτούς βρεθήκαμε ανάμεσα σε ελαιώνες και σπαρμένα χωράφια Απερίγραπτα τα αισθήματα που κυριαρχούν μέσα μου καθώς αναλογίζομαι σε ποια χώματα πατώ, πόσο ηρωισμό αποπνέει ο τόπος γύρω μου, ένα θυσιαστήριο αποτεφρωμένο, που περιβάλλεται από λείψανα που μαρτυρούν μεγαλείο οδύνης και κλέους. Σε αντίθεση με τις σκέψεις μου η φύση γύρω μου είναι χαρούμενη. Κάτω από μας φαίνονται κοιλάδες πλατανόφυτοι και ελαιόφυτοι. Εντυπωσιάζει η εναλλαγή του περιβάλλοντος από τους λόφους στη σπαρμένη γη.
Ο ήλιος έγερνε στη δύση του όταν φθάσαμε στην είσοδο του μεγάλου και απόκρημνου φαραγγιού πέρα από το οποίο αντικρίζαμε την Μονή του Αρκαδίου.
Μας εντυπωσιάζει η άγρια μεγαλοπρέπεια του τοπίου. Στο βάθος μιας κοίτης από ογκόλιθους περνά τον χειμώνα ένας ορμητικός χείμαρρος. Από τα γύρω ύψη κρώζουν γεράκια και άλλα όρνεα που ανατριχιάζουμε στη σκέψη πως είχαν τραφεί από τις σάρκες των σφαγμένων γυναικόπαιδων. Από τις κάθετες και απροσπέλαστες πλαγιές φυτρώνουν εύρωστοι κορμοί δέντρων δασύφυλλων και θάμνοι που αρωματίζουν γλυκά τα στενά του φαραγγιού.
Ανάμεσα σε άγριους θάμνους και χλόης αυτοφυούς πρόσεξα ρίζα δάφνης σεμνής που φύτρωνε δειλά από μια σχισμή σύμβολο δόξης που ταίριαζε τόσο στον τόπο αυτό της μεγάλης πατριωτικής θυσίας. Διττά άγιος ο τόπος. Δυο μοναχοί με ακολουθούσαν. Ανεβήκαμε μια μισοφαγωμένη σκάλα και βρεθήκαμε μέσα. Ερημιά και σιωπή επικρατούσε παντού. Στο αμυδρό φως του λυχναριού και της λαμπάδας είδα ένα εικόνισμα μικρό και ένα μαύρο σταυρό κρεμασμένα στον τοίχο.
Διάχυτη η φτώχεια παντού χωρίς να επηρεάζει τη λαμπρότητα του χώρου.
Οι μοναχοί μας δείχνουν στα βάθη των θεμελίων κατακείμενα λευκά, υποκίτρινα, σπασμένα από τα μαχαίρια και τα πυροβόλα κρανία και οστά των πολεμιστών και των γυναικόπαιδων που είχαν κλειστεί στο Μοναστήρι. Αμέσως έρχεται στο νου η φρίκη της έκρηξης που στεφάνωσε την έξοχη θυσία. Νόμιζα ότι ακούω κραυγές παιδιών και κοπετούς, ήχο τηλεβόλων και πάνω στο χώμα γλοιώδεις γραμμές από αίμα, εντόσθια χυμένα βρεφών και γυναικών. Τι να γράψω περισσότερο. Ποιος πανηγυρικός λόγος και ποιο εγκώμιο μπορεί να αποδώσει τη δόξα που φτερουγίζει παντού;
Περάσαμε τη νύχτα με αγρυπνία και με το πρώτο σήμαντρο που καλούσε για τον όρθρο έσπευσα να κατέβω στον περίβολο της μονής.
Είχε αρχίσει να χαράζει. Η πρωινή δροσιά έλουζε το κωδωνοστάσιο, και σαν δάκρυ πονεμένης καρδιάς έσταζε στο ματωβαμένο έδαφος.
Η πρόσοψη της εκκλησίας που είναι καλυμμένη από μικρούς κίονες Κορινθιακού ρυθμού φέρει αναρίθμητα ίχνη από τις σφαίρες των Τούρκων.
Ζήτησα τον μοναχό Γλυκέριο που είχε ζήσει την πολιορκία μέσα στο μοναστήρι και ο ηγούμενος δεν άργησε να μου τον στείλει. Κι εκείνος πρόθυμα ανέλαβε να με ξεναγήσει.
«Ότι βλέπεις» μου είπε προεισαγωγικώς «πρέπει να φαντασθείς ματωμένο. Βάλε εις το νουν σου μικρά παιδάκια εδώ σκοτωμένα και ταις μανάδες των παραπέρα άλλες νεκρές άλλες μισότρελες και άλλες να φωνάζουν και να τραβούν τα μαλλιά τους.
Το μοναστήρι καιγότανε. Ο βρόντος του κανονιού, αι βοές των Τούρκων, αι φωνές και τα κλάματα των γυναικών, αι διαταγαί του Δημακόπουλου και του Ηγουμένου Γαβριήλ προσευχές, προστάγματα πολεμικά, αποτελούν όλα ομου θόρυβον ανέκφραστον και απερίγραπτον».
Ομολογώ ότι με ξάφνιασε αυτή η αφελής προεισαγωγή «Έλα εδώ» μου είπε ο Γλυκέριος και προπορευόμενος με οδήγησε στη δεξιά ισόγειο σειρά των κελλιών. Στάθηκε στο τέταρτο από το βάθος κελί και δείχνοντάς μου την πόρτα μου είπε: «Εδώ έμενε ο φρούραρχος Δημακόπουλος. Καταφαγωμένοι κι εδώ οι τοίχοι από τις σφαίρες. Αφήνω το Γλυκέριο να συνεχίσει.
«Οι Τούρκοι» μοι είπεν «ήσαν μελίσσι», όλα τα βουνά τριγύρω και ο κάμπος ήτο κόκκινος από τα φέσια. Από καιρό σε καιρό εφωνάζανε.
Ελληνικά: «Ράι βρε, παπάδες και Χριστιανοί στου βασιλειά μας το κεφάλι δεν σας χαλάμε».
Ετόλμησε τότε να βγει έξω από τον τοίχον ένας Χριστιανός. Χιλιάδες σφαίρες έπεσαν επάνω του και τον εσκότωσαν. Τότε εφώναξε φωτιά ο Δημακόπουλος, και όσοι είχαμεν τουφέκια εκάμαμε τον σταυρόν μας και ηρχίσαμεν εκ νεόυ το πυρ. Μα τι να σου πως; Δεν ημπορώ να σου παρατηρήσω το πράγμα τί ήτανε.
Ο μοναχός συνέχισε να μου περιγράφει το χρονικό της φρίκης άλλοτε ασυνάρτητα και άλλοτε με εξαιρετική ευγλωττία ιδιαίτερα όταν αναφερόταν στην ανδρεία των Κρητών και των Εθελοντών, την αφοβία και ψυχραιμία του Δημακόπουλου, το θάρρος του ηγουμένου Γαβριήλ και τον άγιο ενθουσιασμό του.
Όταν τα τηλεβόλα διέσπασαν τις πύλες και τους τοίχους οι Τούρκοι όρμησαν μέσα και ακολούθησαν σκηνές επικού μεγαλείου καθώς τους αντιμετώπιζαν οι έγκλειστοι πολεμιστές Κι όσο γιγάντωνε αυτή η αντίσταση τόσο φούντωνε η λύσσα του εχθρού.
Σαν να ζούσε τις στιγμές έμοιαζε ο Γλυκέριος και μαζί με αυτόν έφριττα κι εγώ όταν έφθασε η διήγηση στο σημείο που οι Τούρκοι πήδηξαν μέσα στον περίβολο του μοναστηριού. Τώρα τα πυροβόλα είχαν σωπάσει και τη θέση τους πήραν οι ξιφολόγχες. Σώμα με σώμα γινόταν η μάχη. Κι ενώ μαινόταν η συγκλονιστική αναμέτρηση κι ο θάνατος είχε στήσει τρανό πανηγύρι γυναικόπαιδα με αλαλαγμούς έτρεχαν προς τη μεριά που σε λίγο θα γινόταν η μεγάλη θυσία.
Ακολούθησα τον Γλυκέριο στο σεπτό τόπο. Ανοίξαμε μια καινουργιοφτειαγμένη πόρτα και μπήκαμε στον ιερό χώρο.
«Τα γυναικόπαιδα έβραζαν εδώ» συνέχισε την αφήγησή του ο μοναχός «ήτανε κτισμένο μέρος με δυνατούς τοίχους επάνω και κάτω ήσαν δωμάτια μεγάλα γεμάτα από γυναικόπαιδα. Εδώ κάτω, όπου στέκεσαι τώρα, ήσταντε τα βαρέλια με τη μπαρούτη. Απ’ εξω εκεί, (και μοι έδειξε τα προς τον περίβολον της μονής μέρος) εσκοτωνόντουσαν Τούρκοι και Χριστιανοί, απ’ εδώ (και μοι έδειξε τους εκτός της μνοής και του περιβόλου αγρού) οι Τούρκοι ήρχοντο μελίσσι. Μερικοί Τουρκοι με τέτοια ορμή ήρχοντο ώστε μ’ ολο τους ετουφέκιζαν από πάνω. Επρόφθαναν όμως και έβαζαν ταις λόγχαις των μέσα σταις πολεμίστρες, όπου ήταν σαν το χαμηλό μέρος του τοίχου. Με το ξύλο οι αξιωματικοί τους εκτυπούσαν από πίσω αν κανείς εγύριζεν από τον φόβο του τον εσκότωναν.
Έτσι μας επερικύκλωσαν από πανταχού! Ήρχισαν μέσα εις το σπίτι οι προσευχές. Οι φωνές και οι θρήνοι των γυναικόπαιδων δεν περιγράφονται.
Αλλά και πάλιν εγΊνετο σιωπή, και ξαναήρχιζαν τα γυναικόπαιδα να φωνάζουν «Παναγία μου».
Τίποτε άλλο δεν ενθυμούμαι έπειτα, παρά μόνο ότι εκουνήθηκε άξαφνα η γη και εγκρεμίσθηκαν οι τοίχοι.
Φωτιά επετάχθηκε από παντού, ο καπνός επλάκωσε σα θεόρατο σύννεφο και μας έπνιξε. Το σπίτι ξεκαπακώθηκε», μοι είπεν εις την εύγλωτον φράσιν του ο Κρής μοναχός. «Οι Τούρκοι εφώναζαν «λαγούμι» και ήρχισαν να φεύγουν μακριά, και πολύν χρόνον ύστερα εφοβούντο να πλησιάσουν. Τα γυναικόπαιδα και άνδρες ανέβηκαν στα ουράνια»….
Είπε ο Γλυκέριος κι έπειτα σώπασε καταβεβλήμένος από τις αναμνήσεις. Με έκδηλη ταραχή είχε σκύψει το κεφάλι στο έδαφος.
Έμεινα κι εγώ σιωπηλός συλλογιζόμενος αυτά που διαδραματίστηκαν στον ιερό χώρο. Αδιάψευστοι μάρτυρες οστά που ήταν θαμμένα επιπόλαια Έσκαψα λίγο τη γη Μικρό κομμάτι λευκού κρανίου συνάντησε τα δάκτυλά μου και ανθρώπινες πλευρές Ανήκαν σίγουρα σε μικρό παιδί. Τις σκέψεις μου διέκοψε ο Γλυκέριος καλώντας με να επισκεφθώ την τράπεζα. Μπήκαμε στον χώρο που δειπνούσαν οι μοναχοί. Η υγρή αίθουσα φαινόταν πιο μελαγχολική καθώς της έλειπε το φως του ήλιου Εδώ είχαν καταφύγει 36 Έλληνες χριστιανοί συνεχίζοντας την άμυνά τους Πλησιάζοντας οι Τούρκοι τους ζήτησαν ειρήνη και τους υποσχέθηκαν να τους χαρίσουν τη ζωή υπό τον όρο να βγουν από την αίθουσα άοπλοι. Εκείνοι αρνήθηκαν. Έρχεται δεύτερος Τούρκος να επαναλάβει τα ίδια. Ίσως διέθετε μεγαλύτερη πειθώ ίσως πάλι επειδή επικαλέστηκε το Κοράνι τους έπεισε. Έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένοι Πέρασαν τα όπλα τους από το άνοιγμα κάτω από την πόρτα Όταν οι Τούρκοι βεβαιώθηκαν ότι δεν πρόκειται να συναντήσουν άμυνα, έσπασαν την πόρτα με πελέκια και όρμησαν μέσα σφάζοντας όποιον έβλεπαν. Δεν έμεινε κανένας ζωντανός από τους πολιορκημένους «Τουφέκι δεν έπεσε» μου είπε ο Γλυκέριος. Πέρασαν όλοι από το μαχαίρι του Τούρκου».
Τον Γλυκέριο στη διήγηση διαδέχτηκε ένας άλλος μοναχός ο Νικόδημος.
«Ήμουν δώδεκα χρόνων» μου λέει «Ο πατέρας μου ήταν πληγωμένος. Κι έτσι αγωνιώντα από τους πόνους της πληγής τον έσφαξαν οι Τούρκοι. Αφού παραδοθήκαμε στους τακτικούς ήρθα κι εγώ εδώ μέσα. Το αίμα είχε πήξει. Και οι 36 ήταν σφαγμένοι εδώ που στέκεστε εσείς.
Οι Τούρκοι για να βεβαιωθούν πλησίαζαν μια αναμμένη λαμπάδα στη μύτη των πτωμάτων για να διαπιστώσουν αν υπάρχει κάποιος ζωντανός. Έναν που ανέπνεε ακόμα του κόψανε το λαρύγγι και μετά του ξέσκισαν το στήθος και την κοιλιά. Ήταν μια φρικτή σκηνή. Ακόμα φαίνονται τα ματωμένα ίχνη αυτής της σφαγής.
Κάθε χρόνο τη μέρα της πτώσης μαζεύονται από όλες τις επαρχίες στο μοναστήρι οι Χριστιανοί και κάνουν μεγάλο μνημόσυνο. Βλέπεις και συγγενείς των θυμάτων να πενθούν ακόμα και να μοιρολογούν τους ανθρώπους τους.
Βλέπουν τα οστά, επισκέπτονται τις θέσεις που διαδραματίσθηκαν οι τραγικές σκηνές, ξαναθυμούνται τις σκηνές της ατίμωσης και των σφαγών. Και η φλόγα για γδικιωμό φουντώνει μέσα τους.
Μπαίνοντας στον ναό βλέπω μόνο ένα ανάγλυφο κομμάτι τέμπλου που είχε περισωθεί απεικονίζον την εικόνα της Ανάστασης. Αυτό το κομμάτι φυλάνε με μεγάλη ευλάβεια οι μοναχοί. Σε άλλη γωνιά της εκκλησίας φυλάσσεται το ιερό λάβαρο, η σημαία που κυμάτιζε στο καμπαναριό την ημέρα της πολιορκίας. Αποτελείται από μια λευκή οθόνη μισοκατεστραμμένη από τις τούρκικες σφαίρες. Στο λευκό της οθόνης εικονίζεται η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και ο Άγιος Κωνσταντίνος.
Μετά την πρώτη και την πυρπόληση του μοναστηριού φεύγοντας οι Τούρκοι πήραν μαζί τους τη σημαία αυτής «Παδά πιστεύετε μωρέ γκιαούρη;» είπε ένας από αυτούς στον Γλυκέριο που τραβηούσαν τώρα αιχμάλωτο μαζί με άλλους που είχαν σωθεί από τη σφαγή. Και ασεβείς σαρκασμοί των άλλων συνόδευσαν τα λόγια του.
Αργότερα και με δώρα ακριβά κατάφεραν οι μοναχοί να ξαναπάρουν πίσω το λάβαρο.
Μου είπε πολλά ο Γλυκέριος. Μου μίλησε και για τον Δημακόπουλο. Με την περηφάνια του αξιωματικού υπέστη τις ανακρίσεις των Τούρκων μόλις τον συνέλαβαν. Απαντούσε ψυχρά και με αξιοπρέπεια που ακόμα και οι εχθροί θαύμασαν. Περιμένοντας την τύχη του καθόταν κατάχαμα, φορώντας το πηλήκιό του και εμφανώς καταβεβλημένος από την αϋπνία και τον μόχθο του πολέμου. Κρατούσε ένα τσιγάρο στο στόμα. Οι Τούρκοι τον έβλεπαν από μακριά με περιέργεια και σεβασμό. Κανένας δεν πλησίασε μέχρι που τον πήραν παράμερα και τον τουφέκισαν μαζί με τους άλλους στρατιώτες και εθελοντές που είχαν έρθει από την άλλη Ελλάδα να πολεμήσουν.
Άλλη βιβλική μορφή ο Γαβριήλ. Έφερε σκούφο μαύρο στο κεφάλι και είχε περιδέσει το μέτωπο με μαντήλι στο σημείο που είχε τραυματιστεί ελαφρά από σφαίρα. Ο Γλυκέριος τον θυμόταν να κρατά από τη μια τον σταυρό και από την άλλη το μαχαίρι του ακολουθώντας το Δημακόπουλο στη μάχη. Ευλογούσε με τον σταυρό που έδινε στους πολεμιστές να φιλήσουν και να πάρουν ευλογία και ενθάρρυνε τα γυναικόπαιδα που συναντούσε. Κάτω από το ράσο του φορούσε κρητικά ενδύματα για να είναι πιο ελεύθερος στις κινήσεις του.
«Σαν να τον βλέπω να περπατεί» πρόσθεσε ο Γλυκέριος «είχε δυο πιστόλες εις την μέσην του και εκρατούσε γιαταγάνι εις τα χέρια του ήτο πολύ θεωρατικός».
Ο Γλυκέριος μου μίλησε για ένα κοριτσάκι βυζανιάρικο την Ελένη που ενώ είχε τιναχτεί πολλές οργές ψηλά δεν σκοτώθηκε. Το βρήκαν οι νιζάμηδες στα χωράφια και το έφεραν μισοκαμένο, και γυμνό. Ο πατέρας του που ζούσε το αναγνώρισε και κλαίγοντας άρχισε να το φιλεί. Του έκανε ρουχαλάκια όπως μπορούσε. Τώρα είναι παντρεμένο στην Αμνάτο και ονομάζεται Ελένη Λουκοπούλα.
Έπειτα ο μοναχός θυμήθηκε ένα άλλο περιστατικό.
Μετά την καταστροφή ένας Τούρκος ανέβηκε στο καμπαναριό να πάρει την καμπάνα και να την πουλήσει «Εμείς, συνεχίζει ο Γλυκέριος, τον βλέπαμε και προσευχόμαστε να τον ρίξει κάτω ο Θεός. Εκεί ανακάλυψε ένα χριστιανό που είχε κρυφτεί μετά τη σφαγή. Κάλεσε και άλλους που σέρνοντας από τα πόδια τον Χριστιανό τον γκρέμισαν από το καμπαναριό. Κι όταν έπεσε κάτω τον μαχαίρωσαν μέχρι που ξεψύχησε. Έξω τώρα από τον περίβολο της μονής είχαν υψώσει ως τρόπαια οι Τούρκοι ανθρώπινα κεφάλια. Και δεν ήταν οι μοναδικές αυτές εικόνες αγριότητας.
Δεν σεβάστηκαν ούτε τους άγραφους νόμους του πολέμου ιδιαίτερα οι άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες. Με μίσος πρωτοφανές επιτέθηκαν και στους αιχμαλώτους. Τους έπαιρναν παράμερα και τους έσφαζαν για να μην γίνουν αντιληπτοί πυροβολώντας. Οι καημένοι οι αιχμάλωτοι ακολουθούσαν ζητώντας συγχώρεση από τους άλλους αιχμαλώτους και κάνοντας το σημείο του σταυρού πριν να πέσουν σφαγμένοι στο έδαφος …».
Πιστεύω να συμφωνήσετε ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να ανασύρονται από τη λήθη και να επικαιροποιούνται. Ιδιαίτερα για το Αρκάδι υπάρχουν αρκετοί θησαυροί που αξίζει να τους αναδείξουμε με την ευκαιρία της μεγάλης επετείου.