Πριν λίγες μέρες ψηφίστηκε στη βουλή ένα ακόμα νομοσχέδιο για την πολύπαθη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), με τίτλο «αναμόρφωση του θεσμού του προσωπικού γιατρού». Ενός θεσμού που η ψήφιση του πριν 2,5 χρόνια ( ν.4931/2022) συνοδεύτηκε – ως συνήθως – από τις γνωστές κυβερνητικές μεγαλοστομίες για τη «μεγάλη μεταρρύθμιση» που θα αλλάξει το σύστημα υγείας. Η πραγματικότητα βέβαια τους διέψευσε για άλλη μια φορά. Παρότι τυπικά έχουν εγγραφεί στο σύστημα του προσωπικού γιατρού το 50% περίπου των πολιτών (οι περισσότεροι υπό την απειλή της αυξημένης συμμετοχής στο κόστος εξετάσεων και φαρμάκων), στην πράξη δεν έχει αλλάξει τίποτα στη λειτουργία του συστήματος και στη διαχείριση των ασθενών. Γιατί πολύ απλά οι πολίτες έχουν δηλώσει ένα διαθέσιμο προσωπικό γιατρό, συνήθως μιας δημόσιας δομής ΠΦΥ (Κέντρο Υγείας ή Περιφερειακό Ιατρείο), ο οποίος σχεδόν πάντα είναι πολύ μακριά από την περιοχή που ζουν και εργάζονται και δεν πρόκειται ποτέ να τον συναντήσουν. Άρα, με δεδομένη την πλήρη αποδιοργάνωση του ΕΣΥ και τις μεγάλες αναμονές για ραντεβού, οι πολίτες θα συνεχίζουν να πληρώνουν από την τσέπη τους για τις περισσότερες πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας.
Είναι τόσο το ενδιαφέρον της κυβέρνησης Μητσοτάκη και προσωπικά του Πρωθυπουργού για το ΕΣΥ και έχουν τόση σχέση με τη σύγχρονη αντίληψη για την ΠΦΥ, που έφτιαξαν ένα «προσωπικό γιατρό στα χαρτιά», ο οποίος δεν μπορεί να έχει καμιά προσωπική σχέση με τον ασθενή. Και άρα δεν μπορεί ν΄ αποτελέσει ούτε σημείο πρώτης πρόσβασης του πολίτη με το σύστημα υγείας, ούτε πολύ περισσότερο «σύμβουλο υγείας» του. Το χειρότερο όμως είναι ότι «αναγόρευσαν» σε προσωπικούς γιατρούς τους γιατρούς 10 παθολογικών ειδικοτήτων (μεταξύ των οποίων αιματολογίας, γαστρεντερολογίας, νευρολογίας και παθολογικής ογκολογίας), οι οποίοι δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την γενική – οικογενειακή ιατρική και την κοινοτική φροντίδα. Με τον νέο νόμο η κοροϊδία απογειώνεται: «βάφτισαν» προσωπικούς γιατρούς τους ανειδίκευτους αγροτικούς γιατρούς και τους ειδικευόμενους γενικής ιατρικής! Αυτό αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και είναι σε πλήρη αντίθεση με τις κατευθύνσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ( ΠΟΥ) , με βάση τις οποίες η ΠΦΥ αποτελεί «κλειδί» ολοκληρωμένης φροντίδας και ισότητας στην υγεία και απαιτεί ισχυρές δημόσιες δομές στελεχωμένες από εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας.
Το υπουργείο Υγείας επίσης διατυμπανίζει ως μεγάλη αναβάθμιση το ότι θεσπίζεται πλέον και προσωπικός παιδίατρος, μια ειδικότητα που η ίδια η κυβέρνηση επέλεξε να μην συμπεριλάβει εξ’ αρχής στο θεσμό του προσωπικού γιατρού. Ούτε έτσι όμως θα βελτιωθεί η δημόσια παιδιατρική φροντίδα, αφού υπάρχουν πολύ λίγοι παιδίατροι στις πρωτοβάθμιες δομές του ΕΣΥ και οι συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ είναι ελάχιστοι. Με άλλα λόγια οι γονείς θα συνεχίσουν να απευθύνονται σε ιδιώτες παιδίατρους και να επιβαρύνονται οικονομικά για την παρακολούθηση των παιδιών τους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, αντί να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την πρώτη σοβαρή και συγκροτημένη μεταρρύθμιση στην ΠΦΥ η οποία είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση με το ν.4486/2017, την «πάγωσε» αρχικά και στη συνέχεια την ανέτρεψε πλήρως. Η μεταρρύθμιση αυτή συνιστούσε πραγματικά «αλλαγή παραδείγματος» στη φροντίδα υγείας και ήταν βασισμένη στον οικογενειακό γιατρό (αυτός είναι ο διεθνώς αποδεκτός όρος), στη διεπιστημονική ομάδα υγείας και στις τομεοποιημένες υπηρεσίες μέσω των τοπικών Μονάδων Υγείας (ΤΟΜΥ). Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακύρωσε για λόγους νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας ένα σχεδιασμό για την ΠΦΥ που είχε προχωρήσει ικανοποιητικά (σε περίοδο μνημονίων και λιτότητας δημιουργήθηκαν 127 ΤΟΜΥ και προσλήφθηκαν 1100 γιατροί και λοιποί επαγγελματίες υγείας στην ΠΦΥ), είχε καλυφθεί το 15% του πληθυσμού με οικογενειακό γιατρό και είχε αξιολογηθεί θετικά τόσο από την ΕΕ και τον ΠΟΥ, όσο και από τους εξυπηρετούμενους πολίτες. Δεν τόλμησε βέβαια εν μέσω πανδημίας να κλείσει τις ΤΟΜΥ, αλλά τις εγκατέλειψε, δεν έκανε καμιά νέα πρόσληψη, δεν άνοιξε ούτε μία νέα δομή και περιμένει να ολοκληρωθεί η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση για να βάλει το οριστικό «λουκέτο». Είναι φανερό λοιπόν ότι δεν ήταν καθόλου «τεχνικοί», όπως είπε στη βουλή ο κ. Μητσοτάκης, αλλά αμιγώς πολιτικοί οι λόγοι της υστέρησης της χώρας στην ανάπτυξη της ΠΦΥ και στο θεσμό του οικογενειακού γιατρού. Ούτε το ΠΑΣΟΚ υλοποίησε την πρόβλεψη του ιδρυτικού νόμου του ΕΣΥ (ν.1397/1983) για Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου, ούτε φυσικά η ΝΔ που έχει «αλλεργία» προς τις κρατικές δομές. Η δημόσια ΠΦΥ στις πόλεις εγκαταλείφθηκε τελείως και εκχωρήθηκε προνομιακά στον ιδιωτικό τομέα και στους επιχειρηματίες υγείας , εξέλιξη που επηρέασε καταλυτικά το διαρθρωτικό πρόβλημα των υψηλών ιδιωτικών δαπανών υγείας.
Με το πρόσφατο νομοσχέδιο επιβεβαιώνεται ότι, αντί για ενίσχυση και αναβάθμιση του ΕΣΥ, έχει αναβαθμιστεί ο εμπαιγμός της κοινωνίας. Οι πολίτες αυτής της χώρας ξέρουν πολύ καλά ότι μόνο αν διαθέτουν χρήματα μπορούν να έχουν αξιοπρεπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Αυτό δεν έτυχε, πέτυχε! Και αποδεικνύει περίτρανα ότι η νεοφιλελεύθερη Δεξιά έχει την ικανότητα να υλοποιεί μόνο μεταρρυθμίσεις που αποδομούν το δημόσιο σύστημα υγείας και ενισχύουν τα μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα (διαγνωστικά κέντρα-ιδιωτικές κλινικές-κέντρα αποκατάστασης-ασφαλιστικές εταιρείες).
Η υπεράσπιση των δημόσιων δομών ΠΦΥ και του ανθρώπινου δυναμικού τους , η επένδυση στην οικογενειακή και κοινωνική ιατρική, στην πρόληψη και προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα ενός αξιόπιστου εναλλακτικού σχεδίου για τη διάσωση του ΕΣΥ και την αναδιοργάνωση της Δημόσιας Υγείας.