Η τέχνη της υφαντικής στο Ρέθυμνο και στην Κρήτη γενικότερα, έχει μια ιδιαίτερη και πλούσια παράδοση, που συνδέεται στενά με την ιστορία και τον πολιτισμό του νησιού. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η υφαντική υπήρξε σημαντικός τομέας της καθημερινής ζωής, καθώς τα υφαντά χρησίμευαν όχι μόνο για τη δημιουργία ρούχων και οικιακών αντικειμένων, αλλά και για την έκφραση της τοπικής αισθητικής και κουλτούρας. Αποτελούσε μια λαϊκή έκφραση, όπου ο αργαλειός συναντιόταν σε κάθε σπίτι και σήμερα στο Ρέθυμνο, η παράδοση αυτή γίνεται μία προσπάθεια να αναβιώσει. Τα «Ρ.Ν» συνομίλησαν με εμπειροτέχνες και πολιτιστικούς φορείς που μέσα από τις δράσεις τους προσπαθούν να μυήσουν, ιδίως τους νέους, στην τέχνη της υφαντικής. Αξιοσημείωτο, μάλιστα, αποτελεί το γεγονός πως το ενδιαφέρον των νέων είναι υψηλό με τη μεγαλύτερη πρόκληση να αποτελεί το πως θα μπορέσει η τέχνη αυτή μέσα από τη δημιουργική διαδικασία να εξελιχθεί και να συμβαδίσει με τις απαιτήσεις της εποχής.
«Δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε αργαλειό»
Το πόσο σημαντική θέση κατείχε στην κρητική κοινωνία η τέχνη της υφαντικής παλαιότερα, διαφαίνεται και μέσα από τα λεγόμενα του κ. Μανόλη Κουράτορα. Ο ίδιος – παλιός κλωστοϋφαντουργός, πτυχιούχος εργοδηγός, με πολλά χρόνια εμπειρίας και ενασχόλησης με το κρητικό υφαντό και ένας από τους πρώτους που έκαναν προσπάθεια να συνδέσουν την παράδοση της υφαντικής με τη σύγχρονη αισθητική και τις απαιτήσεις της αγοράς, ήδη από τη δεκαετία του 1980, όπου σήμερα μεταδίδει τις γνώσεις του στα εργαστήρια υφαντικής που οργανώνει κατά διαστήματα ο πολιτιστικός φορέας «Ρόδακας», στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου – εξηγεί χαρακτηριστικά πως δεν υπήρχε σπίτι που να μην διέθετε αργαλειό: «Ελάχιστα ήταν τα σπίτια τα οποία δεν είχαν αργαλειό μέσα. Αν μια κοπέλα δεν είχε υφαντά, είδη προικός υφαντά, δεν θεωρούνταν «προκομένη», να το πούμε έτσι. Επικρατούσε αυτή η νοοτροπία. Βγάζανε υφαντά για το στόλισμα του σπιτιού και για ενδυμασίες. Πάρα πολλά είδη που αφορούσαν αυτές τις χρήσεις τα φτιάχνανε στον κρητικό αργαλειό. Από κει επικράτησε μια τεχνοτροπία της Κρήτης. Σχετικά με τις πρώτες ύλες ανέκαθεν χρησιμοποιούνταν το μαλλί και το βαμβάκι και κατά μικρότερη ποσότητα το τεχνητό μετάξι».
Ο κ. Μανόλης εξηγεί ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’80, σε πολλές περιοχές της Κρήτης ακόμα υπήρχε ο αργαλειός σε πολλά σπίτια, όμως με την εκβιομηχάνιση των προϊόντων και την επέλαση των οικονομικών υπερδυνάμεων στις τοπικές αγορές, αυτό έπαψε να υφίσταται.
Σήμερα, σημειώνει, πως στα εργαστήρια του Ρόδακα όπου γίνονται εκπαιδεύσεις κατά καιρούς, το ενδιαφέρον του κόσμου είναι υψηλό όπου, μάλιστα, έρχονται από όλα τα μέρη της Ελλάδας: «Κατεβαίνουν από όλη την Ελλάδα, πράγμα που δείχνει ότι ενδιαφέρονται. Το ευχάριστο είναι πως έρχονται νέες γυναίκες. Γύρω στα 25 χρονών».
Πάντως, ο κ. Μανόλης Κουράτουρας, τονίζει, δίνοντας μεγάλη έμφαση σε αυτό, πως για να γίνει μετάβαση στη σύγχρονη εποχή και να αναβιώσει τελικά αυτή η τέχνη, να «παντρευτει», όπως χαρακτηριστικά λέει, η παράδοση με τη σύγχρονη αισθητική, αυτό θα κατορθωθείς μονάχα με «οργανωμένη προσπάθεια, με ανθρώπους που έχουν τεχνικές γνώσεις αλλά και υποδομές. Οργανωμένη προσπάθεια είναι αυτό που γίνεται στα Ανώγεια και είναι μια ευκαιρία. Μακάρι να πέτυχει».
Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον αργαλειό
Tο «Αndroidus Aργαστήρι» αποτελεί έναν πολιτιστικό οργανισμό που δραστηριοποιείται στα Ανώγεια και σκοπό έχει αξιοποιώντας τα σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία να διασώσει την άυλη πολιτιστική κληρονομιά του τόπου. Ο Γιώργος Καλομοίρης, αρχαιολόγος -πολιτιστικός διαχειριστής και ιδρυτικό μέλος του πολιτιστικού οργανισμού «Αndroidus Aργαστήρι», εξηγεί στα «Ρ.Ν.» πως η τέχνη της υφαντικής αν και αποτελεί μια βαθιά ριζωμένη παράδοση στην τοπική κουλτούρα, με τα χρόνια χάθηκε. Ο Οργανισμός, προσπαθεί μέσα από τις δράσεις του, τα ψηφιακά και τεχνολογικά μέσα που διαθέτει, να διασώσει την παράδοση αυτή: «Οι τελευταίες υφάντρες είναι μιας μεγάλης ηλικίας, δεν έχουν δώσει τον «σπόρο» στις επόμενες γενιές και έτσι εμείς έχουμε αναλάβει έναν ρόλο να διασώσουμε κάποια πράγματα σχετικά με την τέχνη αυτή όπως οι τεχνικές, τους τρόπους με τους οποίους υφαίνουν, διάφορα μυστικά του επαγγέλματος, να τα καταγράψουμε ψηφιακά και να τα βγάλουμε μέσα από νέες μορφές τέχνης και ψηφιακής αναμετάδοσης. Και φυσικά μέσα από τη σχολή υφαντικής των Ανωγείων στην οποία πρωταγωνιστήσαμε για να την έχουμε εμείς εδώ και να ξαναμπεί η υφαντική σε μια νέα τροχιά, νέας εκμάθησης σε νέες υφάντρες πια».
Ο κ. Καλομοίρης σημειώνει πως μπορεί η τέχνη αυτή να μην μεταδόθηκε ενεργά από γενιά σε γενιά και να χάθηκε από πολλά σπίτια, την τελευταία πενταετία παρόλα αυτά μοιάζει το ενδιαφέρον των νέων να επαναφέρεται και να στρέφεται ιδίως στο πως μπορεί να αξιοποιηθούν στοιχεία της παλιάς υφαντικής στη νέα εποχή: «Είχε υπάρξει για κοντά 30 χρόνια μπορώ να πω τρομερή κάμψη και τρομερή απόσυρση ενδιαφέροντος. Δεν υπήρχε ενδιαφέρον για τους αργαλειούς. Τους έχουν συνδυάσει όλοι – μέχρι και πριν λίγα χρόνια – με τη γιαγιά, την παράδοση και τον πολύ κόπο. Υπήρξαν όμως κάποιες πολύ σπουδαίες προσπάθειες, γυναικών κυρίως, οι οποίες συνδύασαν την υφαντική με τη μόδα, αυτό άρχισε να ξαναστρέφει το ενδιαφέρον περίπου την τελευταία πενταετία προς τον αργαλειό, την υφαντική και νέα πράγματα που μπορεί αυτή να δώσει. Δεν έχει κάνει, δηλαδή, τον κύκλο της. Μπορεί να απευθυνθεί και στην εποχή που ζούμε, να συνδυάσει δηλαδή την παράδοση με την καινοτομία. Εμάς ο στόχος μας είναι αυτός: πως παίρνεις αυτή την κληρονομιά από τον χρόνο, από τους παλαιούς και την κάνεις επένδυση σε μια καινοτομία. Δεν πιστεύω ότι θα ξαναβγούν οι μπαντανίες, τα βαριά υφαντά, οι παλιές κουβέρτες κ.λπ. αλλά υπάρχουν τρομερά σύμβολα και μοτίβα εκεί μέσα που μπορούμε να τα δούμε σε φορέματα, σε τσάντες, μπορούμε να τα δούμε σε βούριες. Αυτό πιστεύω: στους συνδυασμούς, πως παίρνεις πράγματα από το παρελθόν και τα επαναφέρεις στο μέλλον, στις σύγχρονες απαιτήσεις».
Παρόλο το ενδιαφέρον, όμως, ο κ. Καλομοίρης παραδέχεται πως οι προκλήσεις ακόμα είναι πολλές: «Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι όταν δεν έχεις την πρώτη ύλη, φτάνει σε ένα τέλμα όλο αυτό. Είναι πολύ σημαντικό να κάνεις όλο τον κύκλο του μαλλιού. Δηλαδή να έχει το μαλλί, να μπορείς να το επεξεργάζεσαι και από αυτό να μπορείς να δημιουργείς. Ακόμα υπάρχουν πρώτες ύλες στη χώρα, ελάχιστες, αλλά υπάρχουν. Στην Κρήτη δεν έχουμε και ίσως αυτό να είναι μια άμεση πρόκληση για το μέλλον. Αλλά ας διαφυλάξουμε πρώτα την τεχνική, δηλαδή ότι κάποιοι άνθρωποι θα συνεχίσουν να βλέπουν πως λειτουργεί ο αργαλειός και να καταλάβουν τη σημασία του και μετά ως δεύτερο βήμα περνάμε και στην πρώτη ύλη».
Η σχολή υφαντικής στα Ανώγεια
Η σχολή Υφαντικής στα Ανώγεια αποτελεί μια προσπάθεια αναβίωσης της παράδοσης αυτής, ιδίως στην περιοχή του Ρεθύμνου. Πρόκειται για μια σχολή που λειτουργεί από το υπουργείο Πολιτισμού με το ΚΕΔΙΒΙΜ του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Είναι ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα που εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης Δράσης του υπουργείου Πολιτισμού με τίτλο: «Αναζωογόνηση των τοπικών χειροτεχνικών μονάδων ως κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης» του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας Ελλάδα 2.0.
Το πρόγραμμα, όπως εξήγησε στα «Ρ.Ν.» η κ. Ζωή Παπαδάκη, εκπαιδεύτρια υφαντικής, έχει θεωρητική και εργαστηριακή κατάρτιση και στόχο έχει να προσφέρει στους συμμετέχοντες θεωρητικές γνώσεις σε τομείς που αφορούν στην ιστορία της υφαντικής, την επεξεργασία των πρώτων υλών αλλά και σε τομείς που αφορούν γενικότερα σε θέματα επιχειρηματικότητας και διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στο εργαστηριακό κομμάτι του προγράμματος οι συμμετέχοντες γνωρίζουν τις διάφορες τεχνικές ύφανσης, επεξεργασίας των πρώτων υλών και μεθόδους βαφικής.
Η σχολή υφαντικής στα Ανώγεια αποτελεί ένα εγχείρημα το οποίο στοχευμένα τοποθετήθηκε στην περιοχή όπου η παράδοση εδώ στα υφαντά είναι μεγάλη. Μάλιστα, όπως τόνισε η κ. Παπαδάκη, το ενδιαφέρον των αιτούντων στο πρόγραμμα ήταν πολύ υψηλό, πράγμα που αποδεικνύει την ανάγκη του κόσμου όχι μόνο να μάθει την παράδοση του τόπου του αλλά και να την αξιοποιήσει προχωρώντας στη συνέχεια σε καινοτόμα επιχειρηματικά εγχειρήματα. Στα εργαστηριακά μαθήματα, σύμφωνα με τη Ζωή Παπαδάκη, έρχεται κόσμος από όλη την Κρήτη και όλων των ηλικιών, ενώ το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στα μαθήματα είναι ιδιαίτερα ελπιδοφόρο και δημιουργικό.
Η κ. Παπαδάκη αναφέρει: «Έχουμε 15 συμμετοχές, εκ των οποίων κάποιες κυρίες είναι και από τα Ανώγεια. Που αυτό είναι πολύ σημαντικό καθώς στη συνέχεια ίσως αυτό αποτελέσει μια «μαγιά» για την αναβίωση της υφαντικής. Οι αιτήσεις συμμετοχής ήταν πολύ περισσότερες, πάνω από 45 άνθρωποι έδειξαν ενδιαφέρον, απλά υπήρχαν κάποια κριτήρια στην προκήρυξη των θέσεων για την τελική επιλογή. Με τη φοίτηση, δίνεται αυτή η ευκαιρία σε κάποιες γυναίκες να μάθουν αρκετά πράγματα και να τα αξιοποιήσουν στο μέλλον και επαγγελματικά. Έχουμε συμμετέχοντες με ηλικίες από 22-23 μέχρι 45-50 ετών. Ο κόσμος που έρχεται το θέλει πάρα πολύ γιατί έρχονται από τη Σητεία, το Ηράκλειο, το Ρέθυμνο. Έχει φτιαχτεί μια πολύ δημιουργική ομάδα με πολύ κέφι και ενθουσιασμό, παρά τις δυσκολίες».