Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών ερευνά, χαρτογραφεί και επιχειρεί να προστατεύσει αρχαιολογικούς χώρους χρησιμοποιώντας καινοτόμες τεχνικές, συμβάλλοντας στη διατήρηση και την ανάδειξη της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσα από ένα έργο του ενισχύει τη βιώσιμη ανάπτυξη, συνδυάζοντας ανθρωπιστικές και θετικές επιστήμες
Η παραγωγή ερευνητικού έργου και η συνεισφορά του στην κοινωνία είναι μία διαδικασία, που συνήθως δεν χρήζει μεγάλης ή τουλάχιστον άμεσης εκτίμησης από το ευρύ κοινό, ή ακόμα και από τους κεντρικούς και τοπικούς διοικητικούς φορείς. Η ανάγκη για ταχεία αποτελέσματα, οι μεγάλοι χρηματοδοτικοί πόροι, που συχνά απαιτούνται για την εκπόνηση σημαντικών, ερευνητικών μελετών και τα ενδεχομένως δυσνόητα, «γκρίζα» πεδία του περιεχομένου, των πρακτικών και της μεθοδολογίας των μελετών δημιουργούν ένα χάσμα ανάμεσα στην απόδοση της πραγματικής αξίας των ερευνητικών αποτελεσμάτων και της διάχυσής τους στην κοινωνία και τον κόσμο. Το εργαστήριο Γεωφυσικής Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος, του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, που συμμετέχει στο πρόγραμμα «Η συμβολή των γεωεπιστημών για την ανάδειξη του παράκτιου περιβάλλοντος» (Coastal Zone Environment and Geo-Sciences) είναι ένα ερευνητικό εργαστήριο χαρτογράφησης αστικών, παράκτιων και υποθαλάσσιων περιβαλλόντων, με σκοπό τον εντοπισμό, την ανάλυση και την καταγραφή των θέσεων ιστορικών αρχαιολογικών μνημείων, αλλά και ανάπτυξης ενός σχεδιασμού προστασίας και διαφύλαξής τους από φυσικούς παράγοντες διάβρωσης και αλλοίωσης. Μέσω του ερευνητικού προγράμματος, το εργαστήριο δύναται να υλοποιεί συγκεκριμένες ερευνητικές δράσεις.
Το εργαστήριο, με αφετηρία το 1996 και σε συνεργασία με επιστημονικούς και εταιρικούς φορείς προερχόμενους από τρεις χώρες, αποσκοπεί στη δημιουργία μιας πρότασης διαχείρισης πολιτιστικών χώρων και αρχαιολογικών μνημείων παρέχοντας λύσεις για το πως μπορούν να αναδειχθούν, αλλά και να προστατευτούν. Μέσα από την αξιοποίηση ιδιαίτερων τεχνικών ψηφιακής τεχνολογίας και γεωπληροφορικής, όπως η δορυφορική τηλεπισκόπηση, τα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών και οι γεωφυσικές διασκοπήσεις, το εργαστήριο και τα επιμέρους προγράμματά του συμβάλλουν ενεργά στην παραγωγή ενός μελετητικού έργου, που μπορεί να αποτελέσει κομμάτι της διαδικασίας εκπόνησης μεγάλων κατασκευαστικών έργων, για την υλοποίηση των οποίων απαιτείται μελετητική επάρκεια. Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται, αλλά και τα πληροφοριακά συστήματα που χρησιμοποιούνται μπορούν να αξιοποιηθούν από φορείς της πολιτικής προστασίας, την αρχαιολογική υπηρεσία, ακόμα και από αρμόδια υπουργεία, καθώς πρόκειται για ένα εργαλείο πρόληψης, αλλά κυρίως εκτενής καταγραφής όλων των «αθέατων» χαρακτηριστικών του φυσικού και αστικού περιβάλλοντος.
Το κάστρο της Φορτέτζας, το Ενετικό λιμάνι και η πλατεία των Μικρασιατών έχουν αποτελέσει στο παρελθόν μελετητικά αντικείμενα του εργαστηρίου, το οποίο απέκτησε πρόσβαση σε άγνωστα μέχρι εκείνη την ώρα δεδομένα για το γεωπεριβάλλον της πόλης του Ρεθύμνου. «Στην Πλατεία Μικρασιατών πριν γίνει η ανάπλαση είχαμε κάνει χαρτογράφηση ολόκληρης της πλατείας, όπου αποτυπώθηκε το τι υπάρχει στο υπέδαφος της πλατείας, όπου υπάρχουν ολόκληρα κτίρια από την Ενετική ακόμα περίοδο», ανέφερε μεταξύ άλλων, σε συνέντευξή του στα «Ρ.Ν.», ο Νίκος Παπαδόπουλος, διευθυντής Ερευνών και επικεφαλής του Εργαστηρίου Γεωφυσικής Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος.
«Το εργαστήριο κινείται σε τέσσερις βασικές κατευθύνσεις συλλογής και ανάλυσης δεδομένων»
Το εργαστήριο έχει ως βασική ερευνητική κατεύθυνση τον πολιτισμό, δηλαδή την αποτύπωση αρχαιολογικών θέσεων, τόσο σε μεγάλη όσο και σε μικρή κλίμακα, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος του εργαστηρίου τα τελευταία τρία χρόνια. Οι συμμετέχοντες ερευνητές χρησιμοποιούν δεδομένα που συλλέγονται με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους τόσο από δορυφορικές καλύψεις όσο και από γεωφυσικές τεχνικές διερεύνησης του υπεδάφους, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο: «Αρχικά χρησιμοποιούμε δορυφορικά δεδομένα, εικόνες υψηλής ανάλυσης, ιστορικές και πρόσφατες αεροφωτογραφίες για την αποτύπωση του περιβάλλοντος. Στη συνέχεια επεξεργάζονται αυτά τα δεδομένα με διαφορετικούς αλγορίθμους, για να δούμε πως μεταβάλλεται η χρήση γης, το αστικό και φυσικό περιβάλλον, πώς αυξάνεται ο αστικός ιστός και γενικά όλα όσα μπορούν να καταγραφούν για το περιβάλλον διαχρονικά. Το δεύτερο επίπεδο είναι αυτό που δεν βλέπουμε με τα μάτια μας, χρησιμοποιούνται γεωφυσικές τεχνικές, σαν ακτινογραφίες που κάνουν οι γιατροί, για να αντλήσουμε δεδομένα για το τι συμβαίνει κάτω από το έδαφος, για παράδειγμα θαμμένες αρχαιολογικές δομές, μνημεία και πόλεις που βρίσκονται ακόμα και κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας».
Οι ερευνητές μελετούν ιστορικούς χάρτες και αρχειακό υλικό από το παρελθόν, ενώ στο τέλος, προκειμένου να μπορέσουν να επεξεργαστούν αποτελεσματικά όλα αυτά τα δεδομένα που συλλέχθηκαν, αναπτύσσονται κατάλληλα πληροφοριακά συστήματα, όπως επεσήμανε ο κ. Παπαδόπουλος: «Ο τρίτος άξονας είναι ο συνδυασμός των γεωχωρικών πληροφοριών τόσο στο χώρο, όσο και στο χρόνο, μέσω γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών, για την οπτικοποίηση και την ανάλυση αυτών των δεδομένων και για εξαγωγή συμπερασμάτων για την τοποθεσία αρχαιολογικών χώρων και την αξιολόγηση των θέσεών τους, ακόμα και σε σχέση με άλλους αρχαιολογικούς χώρους. Αξιοποιούνται δεδομένα από το παρελθόν, όπως ιστορικοί χάρτες και παλιές πληροφορίες, οι οποίες ενοποιούνται με τα σύγχρονα γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών. Η τέταρτη φάση είναι ουσιαστικά οριζόντια και καλύπτει όλες αυτές τις κατευθύνσεις και ασχολείται με την ανάπτυξη αλγορίθμων και πληροφοριακών συστημάτων, τα οποία έχουν να κάνουν με πολιτιστικές βάσεις δεδομένων και πλατφορμών για την ανάλυση όλων των δεδομένων που συλλέχθηκαν».
«Στη Νοτιοανατολική Κρήτη υπάρχει χάρτης ανάλυσης της επικινδυνότητας»
Η μεγαλύτερη αξία του έργου και των αποτελεσμάτων που εξάγει το εργαστήριο έγκειται στις κατευθυντήριες γραμμές που μπορούν να παρέχουν τα δεδομένα, τόσο σε εργολάβους και επιχειρηματίες με κατασκευαστικές προθέσεις, όσο και σε φορείς που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος. Ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε: «Πρόσφατα ολοκληρώθηκε το πρόγραμμα «κλεψύδρα», με εφαρμογή στην Νοτιοανατολική Κρήτη, όπου εξετάστηκαν περιοχές κοντά στην Ιεράπετρα, στο Κουφονήσι και το Γαϊδουρονήσι, με πολύ καλά αποτελέσματα στην αποτύπωση των αρχαιολογικών δομών της περιοχής. Έγινε επίσης μία προσπάθεια για εκτίμηση της επικινδυνότητας στο παράκτιο περιβάλλον, από διάφορους παράγοντες, όπως η ανύψωση της στάθμης της θάλασσας, της διάβρωσης, του κυματισμού, των ανέμων, των κατολισθήσεων και πλημμυρών. Ήδη για την Νοτιοανατολική Κρήτη έχει παραχθεί ένας χάρτης ανάλυσης της επικινδυνότητας. Άρα βοηθάει να προτεραιοποιήσουμε το που θα κατευθύνουμε τις δυνάμεις μας».
Ο ρόλος του προγράμματος ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια του Ρεθύμνου, της Κρήτης και της Ελλάδας, με το Ι.Μ.Σ. να βρίσκεται σε άμεση συνεργασία με εταιρείες γεωφυσικής και πληροφοριακών συστημάτων, το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Πανεπιστήμιο του Μπάρι, με τον κ. Παπαδόπουλο να καταγράφει το έργο χαρτογράφησης που ανέλαβε το εργαστήριο εκ μέρους του λιμανιού της Χερσονήσου: «Υπάρχει επίσης μία συνεργασία με τον Δήμο Χερσονήσου και το Λιμενικό ταμείο, όπου έχουμε αναλάβει την χαρτογράφηση στο παλιό λιμάνι της Χερσονήσου, των αρχαιολογικών δομών, κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας. Με βάση τα αποτελέσματα θα γίνει ο σχεδιασμός της ανάπλασης του παραλιακού μετώπου της Χερσονήσου, με σεβασμό στις αρχαιολογικές κατασκευές».
Φορτέτζα, πλατεία Μικρασιατών και Ενετικό Λιμάνι
Όσον αφορά την ενασχόληση του εργαστηρίου με τα μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους του Ρεθύμνου, ο κ. Παπαδόπουλος ανέφερε: «Στο Ρέθυμνο έχουμε κάνει ανάλυση των τειχών του κάστρου της Φορτέτζας, με φωτογραμματικές τεχνικές και τρισδιάστατο σαρωτή λέιζερ, όπου εξετάσαμε αν υπάρχουν μικρομετακινήσεις των τειχών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το πάχος του τείχους είναι μεταβαλλόμενο, μέσα στο κάστρο υπάρχει αυξημένη υγρασία, γεγονός που αποτελεί ένα δείγμα της στατικής επάρκειας του κτιρίου και βρέθηκαν και κάποιοι εγκάρσιοι τοίχοι αντιστήριξης. Στο Ενετικό Λιμάνι έχει γίνει τρισδιάστατη αποτύπωση με drone και βυθομετρικές μετρήσεις με τη συμβολή της αρχαιολογίας. Επίσης στην Πλατεία Μικρασιατών πριν γίνει η ανάπλαση είχαμε κάνει χαρτογράφηση ολόκληρης της πλατείας, όπου αποτυπώθηκε το τι υπάρχει στο υπέδαφος της πλατείας, όπου υπάρχουν ολόκληρα κτίρια από την Ενετική ακόμα περίοδο».
Στόχοι και αποτελέσματα του προγράμματος
Ένα δίχτυ προστασίας για τους αρχαιολογικούς χώρους αποτελούν τα ευρήματα του εργαστηρίου, το οποίο φιλοδοξεί να καταλήξει σε μία ολοκληρωμένη πρόταση διαχείρισης και επίλυσης προβλημάτων για την συντήρηση αυτών των μνημείων πολιτισμού. Ο κ. Παπαδόπουλος σημείωσε: «Όλα αυτά τα δεδομένα είναι το πρώτο επίπεδο καταγραφής της υπάρχουσας κατάστασης, των κινδύνων που διατρέχουν οι αρχαιολογικές παράκτιες, χερσαίες και θαλάσσιες θέσεις, οι οποίες αν δεν καταγραφούν θα χαθούν. Άρα είναι πολύ σημαντικό αυτή η πληροφορία να διαχυθεί στους διοικούντες, ώστε να λάβουν μέτρα διάσωσης αυτών των περιοχών. Ο τελικός σκοπός είναι να γίνει μία πρόταση διαχείρισης ενός πολιτιστικού χώρου ή μίας αρχαιολογικής θέσης και να προκύψουν λύσεις για το πως μπορεί να αναδειχθεί και να προστατευτεί».
Μελετητική επάρκεια και αξιοπιστία τα δύο χαρακτηριστικά του εργαστηρίου, το οποίο χρησιμοποιεί καινοτόμες τεχνικές και οδηγείται σε αποτελέσματα, στα οποία δεν υπήρχε πρόσβαση μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο: «Από τα αποτελέσματα της δικής μας έρευνας θα ανατροφοδοτηθεί η αρχαιολογική υπηρεσία, η κατασκευαστική εταιρεία που αναλαμβάνει ένα έργο και θα αποτραπεί, το να αποτελέσει η πολιτιστική κληρονομιά ενός τόπου, τροχοπέδη από την κατασκευή ενός έργου. Η δική μας συνεισφορά είναι στην ένταξη στο μελετητικό κομμάτι που προκύπτει πριν από την κατασκευή ενός έργου και είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό από τους διοικούντες του τι προσφέρουμε. Δίνουμε αξιοποιήσιμα αποτελέσματα».
«Βάζουμε ένα μικρό λιθαράκι για να μάθουμε το παρελθόν μας»
Το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών επιδιώκει να αποδίδει κοινωνικό πρόσημο στο ερευνητικό έργο που παράγει, συνδυάζοντας ανθρωπιστικές και θετικές – τεχνολογικές επιστήμες, σύμφωνα με τον ερευνητή: «Η σκέψη μας είναι αυτό που κάνουμε να έχει άμεση αξία για το κοινωνικό σύνολο. Τα ευρήματα από το ερευνητικό εργαστήριο μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την πολιτική προστασία, το υπουργείο, τους δήμους ή την αρχαιολογική υπηρεσία και να χαραχθεί μετά μία πολιτική προστασίας ή ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων. Όπως για παράδειγμα στην Ελούντα, όπου η πόλη βρίσκεται κοντά στην ακτή, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι βρίσκεται υποθαλάσσια. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να τεκμηριωθεί η πολιτιστική κληρονομιά και οι βυθισμένες θέσεις των κτιρίων και φυσικά να εξεταστεί αν υπάρχουν και άλλες βυθισμένες κατασκευές».
Τέλος, ο κ. Παπαδόπουλος σημείωσε: «Τα πληροφοριακά συστήματα που κατασκευάζονται κατά τη διάρκεια της βασικής έρευνας είναι άμεσα διαθέσιμα στους φορείς, για να τα αξιοποιήσουν, ακόμα και σε επιχειρησιακά σχέδια, όχι μόνο για τον πολιτισμό, αλλά και για το περιβάλλον και την αγροτική οικονομία. Βάζουμε ένα μικρό λιθαράκι στο να μάθουμε το παρελθόν μας, που βρισκόμασταν, που είμαστε και πως θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε, χαράσσοντας στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες θα ενσωματώνουν τόσο τον πολιτισμό όσο και το φυσικό περιβάλλον, με σεβασμό στον άνθρωπο και την κοινωνία».