Σε μία εποχή που τα υψηλά ενεργειακά και τα λειτουργικά κόστη αποτελούν ένα μεγάλο και διαρκή «πονοκέφαλο» για τις επιχειρήσεις, η στροφή προς ενεργειακές αναβαθμίσεις που αφορούν είτε τις κτιριακές τους υποδομές, είτε τον εξοπλισμό τους είναι τόσο αναγκαιότητα, όσο και μία τάση που καταγράφεται και σε τοπικό επίπεδο, στο πλαίσιο κάλυψης των υφιστάμενων αναγκών εξοικονόμησης ενέργειας. Στο επίκεντρο του δημόσιου και επιχειρηματικού διαλόγου βρίσκονται οι παρεμβάσεις που σχετίζονται με τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, είτε μέσω της χρήσης ανανεώσιμων πηγών (όπως τα φωτοβολταϊκά), είτε μέσω θερμομονωτικών και κτιριακών αναβαθμίσεων, είτε μέσω της εγκατάστασης σύγχρονων συστημάτων διαχείρισης ενέργειας (BMS). Σημαντική κινητήρια δύναμη για την επιτάχυνση αυτών των παρεμβάσεων είναι και τα κρατικά προγράμματα επιδότησης, που ενισχύουν τη μετάβαση των επιχειρήσεων σε πιο βιώσιμα και αποδοτικά μοντέλα λειτουργίας, για τα οποία, κυρίως βιομηχανίες και ξενοδοχειακές μονάδες, που αντιμετωπίζουν υψηλό λειτουργικό κόστος, δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι αποσβέσεις επενδύσεων είναι γρήγορες και τα οφέλη οικονομικά, περιβαλλοντικά και επιχειρηματικά. Όπως είναι λογικό, για τις παραπάνω παρεμβάσεις απαιτούνται επενδύσεις οι οποίες ωστόσο αποτελούν μία συμφέρουσα επιλογή μακροπρόθεσμα, για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας και της ευημερίας μιας σύγχρονης επιχείρησης. Επιπλέον, η εξοικονόμηση ενέργειας δεν περιορίζεται μόνο στον εξοπλισμό αλλά μπορεί ακόμα να επεκταθεί και στη συμπεριφορά του ανθρώπινου δυναμικού, υπογραμμίζοντας τη σημασία της εκπαίδευσης και της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης από τα μέλη μίας επιχείρησης, ως μία εύκολη, ανέξοδη και λιγότερο δημοφιλή λύση εξοικονόμησης ενέργειας. Συνολικά, οι ενεργειακές παρεμβάσεις αναδεικνύονται ως στρατηγική επιλογή για την επιβίωση και την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ενώ συμβάλλουν ουσιαστικά και στη συλλογική προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη και ενεργειακή αυτονομία. Τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια πολλές από τις επιχειρήσεις του Ρεθύμνου έχουν θέσει ως ξεκάθαρη προτεραιότητα την ενεργειακή τους αναβάθμιση, προχωρώντας άλλοτε σε μικρό-παρεμβάσεις στο πλαίσιο των καθιερωμένων ανακαινίσεων, είτε σε ολικό μετασχηματισμό του ενεργειακού τους μοντέλου, αυξάνοντας την ενεργειακή τους κλάση και επιλέγοντας ουσιαστικά πιο βιώσιμα μοντέλα λειτουργίας.
«Το κόστος για μία ενεργειακή αναβάθμιση δεν είναι αποτρεπτικό»
Τοποθέτηση φωτοβολταϊκών συστημάτων ή θερμονωτικών πάνελ και μονώσεων είναι ανάμεσα στις βασικές επιδιώξεις των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια μιας ενεργειακής αναβάθμισης, με στόχο την εξοικονόμηση κόστους από το ηλεκτρικό ρεύμα, ενώ τέτοιου είδους αναβαθμίσεις επιδιώκονται τόσο από βιομηχανικές επιχειρήσεις, όσο και από ξενοδοχειακές μονάδες, σύμφωνα με όσα ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.», η Γεωργία Μανωλίτση, πρόεδρος της Ν.Ε. ΤΕΕ στο Ρέθυμνο. «Το κίνητρο των επιχειρήσεων έγκειται στο να μειώσουν τα ενεργειακά και τα πάγιά τους κόστη. Θα κάνουν μία αρχική δαπάνη, σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτή θα αποσβεσθεί και από εκεί και πέρα θα μπουν στο κομμάτι του κέρδους. Οι πιο αποδοτικές είναι συνήθως οι παρεμβάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με την κατανάλωση της ενέργειας», σημείωσε η κ. Μανωλίτση και στη συνέχεια συμπλήρωσε αναφορικά με τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα που απευθύνονται στις επιχειρήσεις για επεκτάσεις και για εκσυγχρονισμό, ότι αυτά έχουν πολύ αυστηρούς όρους, για τις ενεργειακές καταναλώσεις. Μάλιστα, όπως ανέφερε η κ. Μανωλίτση για το πρόγραμμα της Πράσινης Ανάπτυξης έχει κλείσει πλέον ο κύκλος των αιτήσεων, έχει γίνει η ένταξη των επιχειρήσεων και ξεκινάει από τον Σεπτέμβρη η υλοποίησή τους, ενώ όπως υπογράμμισε έχουν ενταχθεί σε αυτό αρκετές επιχειρήσεις. Παράλληλα, απαντώντας στο κατά πόσο το κόστος για μία τέτοια παρέμβαση θα μπορούσε να αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα, η κ. Μανωλίτση ανέφερε: «Το κόστος για μία ενεργειακή αναβάθμιση σήμερα δεν είναι αποτρεπτικό, γιατί το ισοζύγιο είναι θετικό. Υπάρχει σίγουρα μία πρωτογενής δαπάνη, αλλά από την άλλη το ισοζύγιο είναι θετικό, διότι γίνεται απόσβεση σταδιακά κάθε μήνα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, ιδίως όταν μιλάμε για μία μεγάλη, είτε βιομηχανική, είτε τεχνική εγκατάσταση, είτε για μία ξενοδοχειακή εγκατάσταση, όπου τα κόστη είναι πάρα πολύ μεγάλα, η απόσβεση γίνεται σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα».
Αναφορικά τώρα με το ποιες παρεμβάσεις θεωρούνται περισσότερο αποδοτικές, η κ. Μανωλίτση επίσης επεσήμανε: «Πέρα των συστημάτων των φωτοβολταϊκών και των ηλιακών μέσω αντλιών θερμότητας, που και αυτές εξυπηρετούν το ζεστό νερό, είναι οι μονώσεις του κελύφους, δηλαδή το να μην υπάρχουν απώλειες, ή εισροές – εκροές προς το κτίριο, να υπάρχει μία σχετική μόνωση του κελύφους. Αλλά το νούμερο ένα που υπάρχει σχετικό ενδιαφέρον είναι αυτό καθ’ αυτό το θέμα της ενέργειας, δηλαδή το πώς θα μειωθεί το μηνιαίο κόστος της κατανάλωσης ενεργειακά ενός κτιρίου, το πώς θα καλυφθούν δηλαδή, πέρα από τη σύνδεση με το ρεύμα – τον πάροχο δηλαδή, το πώς θα μπουν στην αυτοπαραγωγή και στην κατανάλωση». Τέλος η κ. Μανωλίτση σημείωσε ότι μεγάλο ενδιαφέρον για αναβαθμίσεις υπάρχει σαφώς πέρα από τις επιχειρήσεις και για τις κατοικίες, είτε πρόκειται για μικρά νοικοκυριά, είτε για επενδύσεις, με πολλές κατοικίες να έχουν ενταχθεί σε προγράμματα κατοικιών και να έχουν υλοποιήσει παρεμβάσεις. «Είμαστε στη φάση που περιμένουμε την υλοποίηση του Εξοικονομώ 2025 και να ανοίξει και το Εξοικονομώ του 2026», κατέληξε.
«Οι ξενοδόχοι ενδιαφέρονται πολύ για ενεργειακές αναβαθμίσεις»
Σε απόλυτη προτεραιότητα για τις ελληνικές και τοπικές επιχειρήσεις έχει μετατραπεί η ενεργειακή αναβάθμιση, όπως επιβεβαίωσε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Γιώργος Κανελλάκης, μηχανικός παραγωγής και διοίκησης M.Sc, ενεργειακός επιθεωρητής Γ’ τάξης και ενεργειακός ελεγκτής Γ’ κατηγορίας. «Η εξοικονόμηση ενέργειας στις επιχειρήσεις ουσιαστικά έχει στόχο τη μείωση κατανάλωσης ενέργειας και κατ’ επέκταση του κόστους λειτουργίας, ενώ ταυτόχρονα την προστασία του περιβάλλοντος», ανέφερε, την ώρα που όπως επεσήμανε, η πραγματικότητα της ενεργειακής κρίσης έχει καταστήσει τις παρεμβάσεις εξοικονόμησης αναπόφευκτες. «Η εξοικονόμηση ενέργειας από τις επιχειρήσεις πλέον είναι μονόδρομος», υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «με τα ισχύοντα κόστη ενέργειας, όσες επιχειρήσεις δεν προχωρήσουν σε παρεμβάσεις ενέργειας και παραγωγής, δυστυχώς θα έχουν τεράστιο πρόβλημα, το οποίο με την πάροδο των χρόνων θα χειροτερεύει». Η αναβάθμιση αφορά όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων, καθώς «ό,τι είδους και να είναι η επιχείρηση, σίγουρα απαιτεί αρκετά ποσά ενέργειας». Σύμφωνα με τον κ. Κανελλάκη, οι παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν αφορούν «είτε συστήματα κλιματισμού, είτε τον φωτισμό, είτε συστήματα παραγωγής ζεστού νερού χρήσης, είτε διάφορα άλλα, ανάλογα την επιχείρηση».
Σε πιο ενεργοβόρους κλάδους, όπως η εστίαση ή η αρτοποιία, «τα ίδια τα μηχανήματα της παραγωγικής διαδικασίας πρέπει να αναβαθμιστούν», σημείωσε, ενώ γενικότερα η κτιριακή αναβάθμιση παίζει επίσης κομβικό ρόλο στην εξοικονόμηση και τη διαχείριση ενέργειας. «Θερμομόνωση, αντικατάσταση κουφωμάτων, βελτίωση του συστήματος αερισμού και σκίασης» είναι βασικά σημεία παρέμβασης, ενώ παράλληλα, η εγκατάσταση συστημάτων BMS (Building Management Systems) ενισχύει τον έλεγχο και την εξοικονόμηση: «όταν ελέγχεις όλο σου τον εξοπλισμό και τις καταναλώσεις μέσω κεντρικών συστημάτων, μπορείς να τα βελτιστοποιήσεις και να εξοικονομήσεις τεράστια ποσά ενέργειας». Η αυξανόμενη ενεργειακή επιβάρυνση έχει οδηγήσει σε έντονο ενδιαφέρον από επιχειρήσεις κάθε κλάδου, με αιχμή τον τουριστικό τομέα. «Οι ξενοδόχοι που έχουν αρκετά ξενοδοχεία στο Ρέθυμνο και είναι μεγάλο κομμάτι του νομού ενδιαφέρονται πολύ για ενεργειακές αναβαθμίσεις. Αλλάζουν τα συστήματά τους, βάζουν φωτοβολταϊκά και κάνουν διάφορες παρεμβάσεις, με αποτέλεσμα όντως στην πράξη να πέφτει το κόστος και να εξελίσσονται επιχειρηματικά», ανέφερε ο κ. Κανελλάκης, σημειώνοντας επίσης ότι «η τάση είναι εμφανής και στις ανακαινίσεις: μπαίνουν προσόψεις ή ενεργειακά κουφώματα, και από πίσω γίνονται πολλές παρεμβάσεις με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας». Επιπλέον, όπως τόνισε, «μία σχεδόν ανέξοδη μέθοδος είναι η εκπαίδευση του προσωπικού σε πρακτικές εξοικονόμησης ενέργειας», κάτι που ενισχύει και τη συνολική περιβαλλοντική κουλτούρα της επιχείρησης. «Τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια όλες οι επιχειρήσεις κοιτούν πώς να αναβαθμιστούν. Και στο Ρέθυμνο οι επιχειρήσεις που μπορεί να μην το είχαν σαν προτεραιότητα, τώρα το έχουν», ανέφερε και τέλος κατέληξε στο ότι «το ενεργειακό κομμάτι πλέον είναι πολύ σημαντικό για μία επιχείρηση, άρα αν για κάποιον δεν είναι, σε βάθος χρόνου θα έχει πρόβλημα».
«Οι ενεργειακές αναβαθμίσεις αποτελούν μία αναγκαιότητα επιβίωσης σε βάθος χρόνου για τις επιχειρήσεις»
Στην εγκατάσταση σύγχρονων συστημάτων εξοικονόμησης ενέργειας έχουν προχωρήσει τα περισσότερα ξενοδοχεία του Ρεθύμνου, μέσα από πρόσφατες αναβαθμίσεις και ανακαινίσεις τους, όπως επιβεβαίωσε μιλώντας μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.» ο Χαράλαμπος Μπιρλιράκης, Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Ξενοδόχων Ρεθύμνου, ο οποίος ανέφερε: «Τα περισσότερα ξενοδοχεία στο Ρέθυμνο, που κάνουν μεγάλες αναβαθμίσεις και ανακαινίσεις συνήθως καταλήγουν σε αρκετά σύγχρονους τρόπους ελέγχου της ηλεκτρικής κατανάλωσης. Με αυτόν τον τρόπο στο πέρασμα του χρόνου βλέπουμε ότι μειώνεται το ενεργειακό μας αποτύπωμα». Σύμφωνα με τον κ. Μπιρλιράκη, οι ενεργειακές αναβαθμίσεις αποτελούν μία αναγκαιότητα επιβίωσης σε βάθος χρόνου για τις επιχειρήσεις, ενώ τα πιο σύγχρονα ενεργειακά συστήματα είναι και αυτά που αποδεικνύονται πιο ανθεκτικά και ενεργειακά αποδοτικά. Ο κ. Μπιρλιράκης έθεσε μάλιστα ένα παράδειγμα ενεργειακής αναβάθμισης το οποίο είναι αρκετά δημοφιλές σε τοπικό επίπεδο και έχει εγκαταστήσει και ο ίδιος στις επιχειρήσεις του: «Έχουμε κάνει smart rooms στα δωμάτια, αυτό σημαίνει ότι λειτουργούν όλα με βάση τα ηλεκτρικά πλακίδια και είναι κεντρικά καθοδηγούμενα και ελεγχόμενα τα δωμάτια, όσον αφορά τον ηλεκτρισμό. Δηλαδή αν ο πελάτης φύγει από το δωμάτιο έχει τον έλεγχο να κλείνει ο ηλεκτρισμός στο δωμάτιο. Επίσης ελέγχει το κλιματιστικό και τους βαθμούς που χρησιμοποιούνται, μπορείς να το ανοίξεις και να το κλείσεις πριν έρθει ο πελάτης από το κεντρικό σύστημα». Όπως εξήγησε, η συγκεκριμένη εγκατάσταση προσφέρει μεγάλη εξοικονόμηση ενέργειας, από τη στιγμή που «όπως ξέρουμε οι πελάτες φεύγουν και αφήνουν ανοιχτά τα πάντα, ακόμα και το κλιματιστικό, για να βρουν το δωμάτιο παγωμένο ξανά. Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε αρκετή εξοικονόμηση και ελέγχουμε κατά κάποιον τρόπο την ενέργεια μέσα στα δωμάτια στον βαθμό που μπορούμε», κατέληξε ο κ. Μπιρλιράκης.












