Και έθιμα που δεν αναβιώνουν πια τα περισσότερα
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να διαβάζεις χρονογραφήματα περασμένων εορτών, γιατί σου δίνουν την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής.
Όπως για παράδειγμα αυτό της Λουίζας Μύλλερ που δημοσίευσε την Πρωτοχρονιά του 1915.
Για τη Λουίζα Μύλλερ έχουμε και άλλες φορές αναφερθεί, γιατί ήταν μαζί με το «Σείριο», τη Λέλα Κούνουπα δηλαδή, από τις πρώτες γυναίκες που αρθρογραφούσαν στον τοπικό τύπο και μάλιστα σε εποχές εχθρικές στη γυναίκα.
Η «Λουίζα Μύλλερ» κατά κόσμον Αλεξάνδρα Ανδρουλιδάκη, είχε αρχίσει να αρθρογραφεί από το 1914.
Όλα τα περίμεναν οι Ρεθεμνιώτες του 1914, αλλά ότι θα έρθει μια ωραία πρωία και θα αρθρογραφεί γυναίκα σε τοπική εφημερίδα, ούτε που θα μπορούσαν να το φανταστούν. Το γράψιμό της δεν ήταν κακό. Αλλά γυναίκα τώρα να γράφει στην εφημερίδα; Πού ξανακούστηκε; Σε τι εποχές φθάσαμε Θεέ μου… άκουγες από τους καφενόβιους, ενώ τα τς τς τς από τις κυρίες των μεγάλων τζακιών έδιναν κι έπαιρναν.
Απτόητη συνέχιζε η Αλεξάνδρα τη συνεργασία της με τον τύπο κι εκείνη την Πρωτοχρονιά του 1915 έγραφε στην «Κρητική Επιθεώρηση».
«Γελάτε, Γελάτε.
Γελάτε μωράνθρωποι που η ζωή σας είναι ένα όνειρο. Όνειρο που πλέει στην επιπολαιότητα που δεν βυθίζεται στην ουσία για να ψαρεύσει μιαν αλήθεια για να μορφώση μια μυαλωμένη κρίση.
Κατάντησε -το λέει αυτό ο Όσκαρ Ουάιλντ στο De Profuntis του- κατάντησε η σκέψη μου να ‘ναι άλλων γνώμαι και τα πάθη μας ερανίσματα. Τίποτε δικό μας καμμιά σκέψη έμπνευση μας καμμιά αρχή κτήμα μας. Είναι σαν να πάσχουμε από ένα είδος πιθηκισμού που η ιατρική πολυγλωσσία θα τον χαρακτήριζε «κακοήθους μορφής» και έχουμε δεθή σκλάβοι χειμερινών ονείρων που γεννούν τα εξωφρενικώτερα δόγματα… Και έτσι γελάμε γελάμε τρελλά σαν να μας κερνάη μέσα σε αργυροκάλυπτο κροντήρι το ονειροπόθητο μέθυ η ευτυχία.
Πρωτοχρονιά.
Και γελάμε γελάμε σαν τα παιδάκια με τις ολόλευκες ψυχές και τις ελευθερώτριες αφροντισιές που ξεχύνανε απ’ τη χαρά τους χαρά που τους πλημμυρίζει τα μικροσκοπικά μυαλάκια τους στ’ αντίκρυσμα των θείων δώρων που κάνουν το καινούργιο χρόνο φορτωμένα όπως είναι στη νεανική τους ράχη να λυγίζη από το βάρος στ’ αντίκρυσμα ενός μολυβένιου στρατιώτη ή μιας ώμορφης κουκλίτσας ή ενός καραγκιόζη που ίσως βαπτισθή και… Ζαχαρίας και γελάμε.
Και οι χρόνοι έρχονται ραγδαίοι και ο καθένας τους κάτι μας χαρίζει ελάχιστο δείγμα της μεγάλης του ευσπλαχνίας, μια ρυτίδα που θα μας στολίση το μέτωπο ή μια άσπρη τρίχα που θα ξεπετάται αντάρτικα από τις καλλιτεχνικοκαμωμένες μπούκλες των μαλλιών μας ξεσκεπάζοντας -η φλύαρη- ένα θανάσιμο μυστικό που ‘μεις οι γυναίκες κατά προτίμησι το κρύβομε βαθειά στην καρδιά μας σκεπάζοντας το προστατευτικά με το βαθύπυκνο πέμπλο του μυστηρίου…
Ρέθυμνο – Λουίζα Μύλλερ».
Ποίηση Καλομενόπουλου
Από το εορταστικό κλίμα δεν έλειπε ποτέ και η ποίηση του Γιώργη Καλομενόπουλου.
Ενδεικτικό το παρακάτω ποίημα με τίτλο «Στο χρόνο που φεύγει».
Με χίλιες γλυκοθώρητες σε είδαμε ελπίδες
στον ερχομό σου ψάλαμε κάθε χαράς παιάνα
και γίνηκαν λαμπρόχρωμες οι θαμπερές ακτίδες
που βλέπαμε χλομόθωρες στην όψι σου ω τιτάνα!
Μας ήρθες ω θεόπεμπτη ευλογημένη ώρα
και στο ανώλιο της σκλαβιάς το χτυπητό σκοτάδι
έλαμψες Συ χρυσόφωτος της λευτεριάς τα δώρα
σκορπίζοντας και διώχνοντας τ’ ανέσπερο το βράδυ.
Διαλύθηκαν οι καταχνιές εις το ροβόλισμά σου
Και λυώσανε στο διάβα σου τα παγερά τα χιόνια
Και ντροπιασμένη μέριασε στο ώρηο πέρασμά σου
η μαύρη άτιμης σκλαβιάς τυράννου – καταφρόνια.
Ονείρατα χρυσόφερτα και πόθοι γαλαζένιοι
πόθοι τρανοί ελευτεριάς που μες στα μαύρα στήθεια
καιρούς και χρόνια αμέτρητα εμένανε κλεισμένοι
στο διάβα σου τρανέψανε και γίνηκαν αλήθεια.
Κι η όψη σου επρόβαλε γιγάντινη πανώρια
Κάποιας ιδέας εφτάχρονης τρισπάναγνη γεννήτρα
αρπάζοντάς της μια γενειά εχύμαξε πελώρια
Ω δόξες – Μυριοδόξαστη τυραννοκαταλύτρα!
Και τώρα φεύγεις μακρυά φορώντας την χλαμύδα
Τη πορφυροχρωμάτιστη της Δόξας, κι ακλουθώντας
Δες τρόπαια πανίερα σου ψάλλει η Πατρίδα
τη δοξασμένη δύση σου ακριβοχαιρετώντας.
Και λέει χρόνιε πούφερες τις ζηλεμένες δόξες
σύρε τρανό καμάρι μου και στάσου ω ζηλεμένα
Λόγια που καρτερούσανε γενειές ν’ ακούσουν τόσες
Στο κωνοστάσι το ψηλό κοντά στο ‘κοσιένα.
Το ξόδι της πρωτοχρονιάς
Με το δικό του ξεχωριστό τρόπο αναφέρεται ο αξέχαστος και πολυγραφότατος Ανδρέας Σταυρουλάκης σε κάποιο «ξόδι» της Πρωτοχρονιάς του 1919.
«Διπλά γιορτάσθηκε Άης Βασίλης εκείνη την Πρωτοχρονιά στη γενέτειρα τ’ Αλέκο. Το 1919 ήταν. Στην τελευταία Δημοτικού φοιτούσε.
Δασκάλα του, η Κατερίνα Γεωρβασάκη. Εφημέριος ο παπά Αντώνης.
Έχουν πεθάνει αμφότεροι. Έδωσαν και πήραν οι χειραψίες, με ανταλλαγή ευχών, μετά την απόλυση της λειτουργίας. Στον περίβολο του ναού Αγίας Ειρήνης.
– Χρόνια πολλά Κυρά Δασκάλα.
– Καλό 1919 παπά Αντώνη.
Δεν έλειπε χωριανός από τη λειτουργία. Όπως πάντοτε κάμποση ώρα συζητούσαν καθ’ ομάδες. Εμείς τα σχολιαρόπαιδα, σκορπισμένα ανάμεσα στους μεγάλους, περιμέναμε να διαλυθούν για να εξορμήσωμε στις γειτονιές για την «καλή χέρα».
Κάποτε με παίρνει το μάτι του μπάρμπα Σύμβουλου. Του άρεσε να με αστειεύεται του μπάρμπα Μιχάλη.
– Αλέκο, μου φωνάζει. Ίντα στέκεις επαδά ακόμη. Αν αργήσης δεν θα φτάξης ούτε την ουρά. Από το πρωί μοιράζει ο μπάρμπας σου Αγγελής.
Σφίξε να προλάβεις μερτικό, αν θέλης να σου κοκκιάση και μαντινάδα.
– Ίντα γίνηκε; Ψόφησε η γαϊδούρα, ρώτησε ο γέρο Λαμπάκης ο Μεντεσές; Ας πάω να αρδινιάσω το σασεπώ.
***
Ημέρες τώρα ψυχαρραγούσε η γαϊδούρα του Αγγελή. Από κρύο και πείνα. Κακή διατροφή και κακή σταύλιση. Ψόφια την βρήκε ο Αγγελής την αυγή. Χωρίς να χάση καιρό ειδοποίησε τους γειτόνους. Για το «ξόδι» είχαν πάει στην εκκλησία. Το είπε στις οικοκυρές που μαγείρευαν.
– Ένα χέρι θα δώσουν να πάμε την «Τριανταφυλλιά» στην κοπράνα.
Πρωτοχρονιά είναι. Δεν κάνει όμως μαρουβά. Ως ταυτέρου (αύριο) θα μυρίση. Σήμερα πρέπει να την κηδέψωμε. Τριανταφυλλιά, έλεγε την γαϊδούρα!
Αφού γευμάτισαν μετά την εκκλησία, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι τ’ Αγγελή: Ο Στελιανός ο χαρκιάς. Ο Μιχάλης ο σύμβουλος. Ο Βιτωροσπυρίδος. Ο Βιτωρομανώλης. Ο Βιτωρογιώργης. Ο Πλαπλαδομανώλης. Κι η Αμπλαούζα, ο Αμερικάνος. Ήταν κι ο ίδιος Αγγελής. Οκτώ το όλον. Δυο βάρδιες. Είχε φτιάξει ένα τελλάρο. Είδος καδελλέτου. (φερέτρου). Τοποθέτησαν κι έδεσαν τη γαϊδούρα επάνω στο τελλάρο. Τη σήκωσαν στους ώμους ανά τέσσαρες. Κίνησαν για την κοπράνα.
Το νεκροταφείο των ζώων. Δεν ήταν μακρυά. Αλλά, πολύ ανηφόρα και κακοτοπιά. Πολλές φορές αντάλλαξαν θέσεις μέχρις ότου έφθασαν στην κορυφή. Εκεί ήταν επίπεδο το μέρος. Και εκτεταμένη θέα. Ιδία προς το Σπήλι. Όταν έφτασε το ψοφίμι βρήκαν εκεί και περίμεναν τους επίσημους. Πήγαν για σεΐρι (ψυχαγωγία). Ο παπάς, η δασκάλα, οι ψάλτες, οι επίτροποι, ο Δήμαρχος, και πολλοί άλλοι. Κυρίως για να ακούσουν τις ρίμες του Αγγελή. Όταν ψοφούσαν οι γάιδαροι των άλλων αυτός σύνθετε τις σκωπτικές ρίμες. Τώρα θα ‘χει κουράγιο να συνθέση;
Για κάθε ενδεχόμενο είχε ετοιμάσει ο άλλος ριμαδόρος ο Δημήτρης Τζώρτζης. Σαν την απόθεσαν με τη σειρά είπε του καθενός τη δική του.
Κανένας, δεν έμεινε παραπονεμένος. Ούτε ο ίδιος ο Αγγελής.
Δεν θυμάμαι τις μαντινάδες. Πλέον του μισού αιώνα είναι από τότε.
Αξίζει μόνο να αναφέρω πως κάθε φορά που ψοφούσε κανένα ζώο διασκέδαζαν με τα αστεία. Έκοβαν μερίδες το σφακτό δήθεν. Κι έπαιρνε ο Άλφα το μηρό. Ο Βήτα την κουτάλα. Ο Γάμα το κεφάλι. Ο Δέλτα τα πόδια. Ο Έψιλον την ουρά κλπ. Το κάθε κομμάτι συνοδευόταν με το ανάλογο δίστιχο…».
Πρωτοχρονιάτικες νότες στο Ρέθυμνο
Ο ερχομός ενός νέου χρόνου στο Ρέθυμνο, δεν γιορταζόταν με την ένταση που γνωρίζαμε προ Κορονοϊού.
Αρχές του περασμένου αιώνα και πριν γίνει η πολυπόθητη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα επικρατούσε άκρα ησυχία στον τόπο.
Κάποια παραμονή του 1902, το πέρασμα μιας ομάδας μαθητών στην οδό Τσάρων, με σφυρίγματα και φωνές, έδωσε αφορμή σχολίου στον τοπικό τύπο. Είχε πάντως θετικό πρόσημο και σημειώθηκε σαν ένα γεγονός που πρόσθεσε ζωντάνια στην πόλη.
Η γυναίκα δεν είχε καμιά δουλειά στην αγορά την περίοδο που αναφερόμαστε. Ο νοικοκύρης του σπιτιού έκανε τα ψώνια στο μέτρο των δυνατοτήτων του.
Οι μόνες κυρίες που δεν έπαιρναν ανάσα την παραμονή ήταν τα μέλη του Συλλόγου Κυριών και του Λυκείου των Ελληνίδων.
Είχαν την ημέρα της Πρωτοχρονιάς εκδήλωση για το κόψιμο της πίτας. Κι επειδή όλα περνούσαν από το χέρι τους, αφού τότε δεν υπήρχαν κέντρα να προσφέρουν υπηρεσίες, όπως σήμερα, όλα τα ετοίμαζαν οι ίδιες.
Σε ένα ημερολόγιο που βρέθηκε στα χέρια μου, από τη Μαρία Παπαϊωάννου, αναφερόταν μια συνεδρίαση του Λυκείου των Ελληνίδων, όπου κάποια κυρία αναλάμβανε κι ένα καθήκον. Ποια δηλαδή θα έκανε λυχναράκια, ποια κουραμπιέδες, ποια μελομακάρονα και ποιες θα βοηθούσαν για τις πίτες που ήταν δυο τρεις.
Αν θα ακολουθούσε χοροεσπερίδα τότε είχαν και το μπελά να εμπλουτίσουν το μπουφέ με κρέας. Σε απορία μου πως το διατηρούσαν ο αξέχαστος Λεωνίδας Καούνης μου είχε διηγηθεί την όλη προετοιμασία που ξεκινούσε δυο τρεις μέρες πριν. Οι κυρίες χρησιμοποιούσαν μαρινάδα για το κρέας με υλικά που το βοηθούσαν να συντηρηθεί γιατί τότε που αναφερόμαστε δεν υπήρχαν ψυγεία. Οι νοικοκυρές όμως είχαν αριστεύσει στις μεθόδους συντήρησης και πρόσφεραν το φαγητό που ετοίμαζαν νοστιμότατο, χωρίς καμιά ανησυχία για την υγεία των καλεσμένων.
Οι εκδηλώσεις της πίτας
Οι εκδηλώσεις αυτές για την κοπή της πίτας ξεκινούσαν σχετικά νωρίς. Συνήθως άρχιζαν από τις τρεις το μεσημέρι. Είχε προηγηθεί μια συνεννόηση μεταξύ των σωματείων κι έτσι αν το ένα υποδεχόταν τον κόσμο του από τις τρεις, το άλλο ξεκινούσε την εκδήλωσή του στις πέντε. Και η επιτυχία αξιολογείτο από το πέρας αυτών των εκδηλώσεων. Το ταμείο πάντως γέμιζε και οι κυρίες και των δυο σωματείων εξασφάλιζαν έσοδα για το φιλανθρωπικό τους έργο μέχρι τις απόκριες που θα είχαν τη χοροεσπερίδα τους.
Η τοπική κοινωνία δεν είχε να επιλέξει. Θα έπρεπε να περάσει και από τα δυο σωματεία να ευχηθεί. Για το λόγο αυτό μετά την επίσημη δοξολογία στη Μητρόπολη γύριζαν στο σπίτι για το μεσημεριανό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι και μετά θα πήγαιναν στις εκδηλώσεις, αφού βέβαια έκαναν κι ένα πέρασμα από τα σπίτια των εορταζόντων, «να τους πούνε τη γιορτή».
Κι εδώ μας βοηθούν οι μνήμες της Μαρίας Παπαϊωάννου, που μας είχε αφηγηθεί κάποτε, να έχουμε μια εικόνα από την ατμόσφαιρα της μέρας.
Αυτή τη μέρα φαινόταν έντονα και η κοινωνική απόσταση μεταξύ των «τζακιών» και του πλήθους.
Οι φτωχοφαμελίτες δεν είχαν θέση στις μεγάλες φιέστες. Εδώ τα παρεάκια έσμιγαν στα σπίτια, όπου η μπουκιά μοιραζόταν ανάλογα και χωρίς καμιά βαρυγκώμια.
Τα παιδιά των «καλών» οικογενειών είχαν πάρει ήδη τα δώρα τους από έναν γενναιόδωρο Άγιο Βασίλη, ενώ τα άλλα πορεύονταν με μια «φούσκα» στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Γιόρταζαν όλοι όμως με κέφι την έλευση του νέου χρόνου.
Τα Πρωτοχρονιάτικα έθιμα
Τα έθιμα τώρα ετηρούντο με θρησκευτική ευλάβεια κυρίως αυτό της χαρτοπαιξίας που ξεκινούσε μέρες πριν.
Από την αρχή του αιώνα και λίγο πριν, διαβάζουμε την προσπάθεια της αστυνομίας, να περιορίσει το κακό όσο γινόταν. Δυστυχώς όμως οι τζογαδόροι πάντα ήξεραν να κρύβονται.
Τα άλλα έθιμα ήταν τα γνωστά που αρκετά έφτασαν και μέχρι τις μέρες μας.
Από τα πιο παλιά αυτό της «καλής χέρας». Νομίζω πως δεν χρειάζεται επεξήγηση. Απλά δεν ήταν πάντα χρήματα, αφού δεν υπήρχαν. Κι ένα γλυκό εθεωρείτο «χερικό» και τα παιδιά το περίμεναν πως και πως.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς ήταν κι ένας εφιάλτης για τους νοικοκυραίους και το πρώτο χτύπημα της πόρτας προκαλούσε χτυποκάρδι. Ποιος θα έκανε άραγε ποδαρικό; Οι πιο προνοητικοί είχαν κανονίσει να δεχτούν επίσκεψη από κάποιον «γουρλή» από εκείνους που είχαν επισημανθεί και φυσικά ήταν λαοφιλέστατοι.
Πιο παλιά έμπαινε ο νοικοκύρης μετά τη δοξολογία, με μια εικόνα στο χέρι που είχε «αγιαστεί» μέρες πριν στην εκκλησία. Οι πάντες έπρεπε να μπουν με το δεξί.
Σε κάποια αναφορά, της Ιωάννας Καψάλη, που είδα στο διαδίκτυο, αναφέρεται και αυτή η ευχή, που δεν ξέρουμε ποια περίοδο τη συνήθιζαν.
«Σας εύχομαι καλή χρονιά με το δεξί μου μπαίνω,
πράμα μη με κεράσετε, δε θέλω να παχαίνω!
Έτη πολλά να ζήσετε, αφέντες κι αφεντάδες,
τα οζά σας να πληθύνουνε να γίνετε λεφτάδες!».
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς κυρίως στα χωριά, ο άντρας του σπιτιού έσφαζε το χοίρο και στη συνέχεια τα λουκάνικα και τα κρέατα του χοίρου τα κρεμούσαν σε ένα κοντάρι και τα κάπνιζαν σε φωτιά από αρωματικά ξύλα για να στεγνώσουν. Μετά τα κρεμούσαν στον ήλιο για να ξεραθούν καλά και η οικογένεια έτρωγε όλο το χρόνο το κρέας του χοίρου σε διάφορες μορφές, από απάκια, λουκάνικα μέχρι σύγκλινα.
Απαραίτητα θα κρεμούσαν και την ασκελετούρα (το σκυλοκρέμμυδο ή κρεμύδα (Scilla maritima) που η μεγάλη της ζωτική ενέργεια θα έφερνε ευλογία και αγαθά στο σπίτι.
Κι ήρθαν μετά τα νεροπίστολα.
Ένα έθιμο που καθιέρωσε η νεολαία μετά τον πόλεμο κι ήταν ένα μέσον εκτόνωσης στην εποχή που οι κώδικες ηθικής περιόριζαν πολύ τις σχέσεις των ανθρώπων.
Από τη δεκαετία του 60 η Παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε αποκτήσει άλλη σημασία στο Ρέθυμνο και τούτο χάρις στην Περιηγητική Λέσχη που φρόντιζε να κάνει και τη μέρα αυτή ξεχωριστή. Αυτές τις μοναδικές στιγμές που έζησα θα ήθελα να περιγράψω, για τους νεότερους, που το μόνο επίγειο Παράδεισο που γνωρίζουν είναι αυτός που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία.
Ο Κώστας Καννάς, με ενημέρωνε συχνά για τη δράση της Περιηγητικής Λέσχης. Όταν με κάλεσε Δεκέμβρη μήνα, στη αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου να δω το άρμα του Άι Βασίλη, έμεινα εκστατική. Σαν μέλισσες δούλευαν τα μέλη του σωματείου για να κάνουν το άρμα όσο γίνεται πιο εντυπωσιακό. Αργότερα που θα παρακολουθούσα και την κατασκευή των αποκριάτικων αρμάτων θα καταλάβαινα από ποια εμπειρία είχαν αποκτήσει τόση δεξιοτεχνία όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι που γνώρισα Κώστας Μανουράς, Όλγα Δασκαλάκη, Γιάννης Πρινιωτάκης και φυσικά ο Κώστας Καννάς. Το πάθος αυτού του ανθρώπου με είχε κατασυγκινήσει. Λάτρευε την Περιηγητική. Οι περισσότερες ιδέες, όπως καταλαβαίνω τώρα, ήταν δικές του. Ποτέ δεν μου μίλησε όμως γι’ αυτές. Ούτε φυσικά μου είπε ποτέ πως το άρμα του Άι Βασίλη ήταν κι αυτό δική του ιδέα.
Το άρμα ξεκινούσε από την αίθουσα του Αγίου Φραγκίσκου και έκανε το γύρο της πόλης. Θυμάμαι τις περισσότερες χρονιές τον Μανόλη Αγγελογιαννάκη από τα πιο «πολύτιμα» χέρια της Περιηγητικής να αναλαμβάνει το ρόλο του Άι Βασίλη. Σε όλη τη διαδρομή μοίραζε σοκολάτες και μικροπαιχνιδάκια στον κόσμο που δημιουργούσε το αδιαχώρητο. Εκείνος με σταθερό χέρι πετούσε με τη χούφτα τις σοκολάτες, ενώ δεκάδες χέρια υψώνονταν να πιάσουν ότι προλάβαιναν μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χαράς. Δεν θα ξεχάσω τον ενθουσιασμό της Ρένας μου όταν έπεφτε προς τη μεριά μας η μεγαλύτερη «φουρνιά» από τις σοκολάτες.
Μπορεί και το κόψιμο της πίτας της Περιηγητικής Λέσχης να ήταν ένα γεγονός με τα πλούσια δώρα για τα παιδιά και τις όμορφες στιγμές που χάριζε στους μεγάλους αλλά το μεγάλο γεγονός ήταν το άρμα του Άι Βασίλη.
Ο Κώστας Καννάς έσβησε Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2008. Πριν κλείσει όμως τα μάτια του ζήτησε να μάθει αν βγήκε το άρμα. Κι όταν του το βεβαίωσαν τότε πέταξε η ψυχή του αναπαυμένη. Ποτέ δεν θα ξεχαστεί αυτός ο άνθρωπος που ήξερε να δίνει χρώμα τις γιορτινές μέρες στο Ρέθυμνο μέσα από τις δράσεις της Περιηγητικής Λέσχης.
Καλή Χρονιά!