Τα χρόνια του μεσοπολέμου σημαδεύονται από γεγονότα που κλείνουν σπίτια, καθώς φυλακίζονται είτε εξορίζονται οι διαφωνούντες πολιτικά.
Πολλά παιδιά περνούν στερημένα Χριστούγεννα με τη σκέψη στον εξόριστο πατέρα και αδελφό. Κι έρχεται η Κατοχή να γεμίσει σκιές και φόβο το γιορταστικό σκηνικό. Η ανέχεια μέσα στην εποχή της μεγάλης πείνας δεν αφήνει ανεπηρέαστη και τη ζωή στην ενδοχώρα. Η ανάγκη να τραφούν τα μέλη μιας οικογένειας έστελνε στην οργή του Θεού και το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια.
Χαρακτηριστική μια ιστορία που μας αφηγείται ο αείμνηστος Νίκος Ορφανός, τόσο διαφορετική από τις εύθυμες ηθογραφίες και τα νάκλια που δημοσίευε κατά καιρούς.
Τον είχε φέρει η παραμονή μιας Πρωτοχρονιάς στο χωριό του, δεύτερο χρόνο της Γερμανικής Κατοχής. Κάνοντας τον περίπατό του στην εξοχή είδε έναν συγχωριανό του από τους πιο ευυπόληπτους να κάθεται στενοχωρημένος σε μια άκρη σαν κάτι να τον βασάνιζε.
Με την άνεση που διέκρινε τους ανθρώπους σε μια μικρή κοινωνία, όταν ο Ορφανός έδειξε ενδιαφέρον να βοηθήσει του εξομολογήθηκε πως είχε χάσει την αίγα που είχε σημισσακή με ένα κουμπάρο του. Και μπορεί να βγήκε στέρφα αλλά είχε να δώσει λόγο στο συνεταίρο του. Τι να του έλεγε; Κι αν αυτός επέμενε πώς να τον αποζημίωνε που δεν είχε μία;
Αφού είπε τον πόνο του και ξαλάφρωσε κάπως θυμήθηκε και το χρέος του σαν φιλόξενος άνθρωπος. Και κάλεσε τον Ορφανό στο σπίτι για ένα μεζέ.
– Μη περιμένεις τίποτα σπουδαίο του είπε. Από ένα κουνέλι θα φάμε συκώτι να πιούμε μια κρασέ.
Ο δάσκαλος – Νίκος Ορφανός – μαγκώθηκε. Πώς να στερήσει έστω κι ένα μεζέ από μια οικογένεια με οκτώ στόματα.
Επειδή ο άλλος επέμενε αναγκάστηκε να ακολουθήσει.
Πράγματι η νοικοκυρά είχε επιμελημένα φροντίσει το μεζέ για να ευχαριστήσει και τον καλεσμένο της. Ο μεζές όμως συνέχεια αυγάταινε καθώς με το που άδειαζε το πιάτο το γέμιζε η νοικοκυρά.
Ο Ορφανός προσπαθούσε να συγκρατήσει την περιέργειά του. Μα πως ήταν δυνατόν ένα κουνέλι να είχε τόσο συκώτι; Και πάνω που αναρωτιόταν μέσα του προσπαθώντας να εξηγήσει το φαινόμενο, βάζει τις φωνές το μικρό κοριτσάκι της οικογενείας γιατί ο κάτης είχε αρπάξει το κεφάλι.
Κάνει δήθεν ο Ορφανός ότι σηκώνεται να παρηγορήσει την τρομαγμένη μικρή και βλέπει το γάτο πράγματι να σέρνει ένα κεφάλι, μόνο που αυτό είχε και …κέρατα.
Ματιές μόνο αντάλλαξε ο δάσκαλος με το νοικοκύρη που είχε γίνει ολοκόκκινος κι έδειχνε πως ψάχνει τρύπα να κρυφτεί από τη ντροπή του.
Μα δεν μίλησε κανείς. Οκτώ στόματα ήταν αυτά.
Την ίδια κατανόηση έδειξε κατά περίεργο τρόπο και ο συνέταιρος όταν ξεκίνησε ο άλλος να του εξηγεί για την δήθεν απώλεια. Από την πρώτη κουβέντα δεν φάνηκε να τον πιστεύει. Μα δεν είπε τίποτα για να μην τον προσβάλει. Άλλωστε κι ο ίδιος είχε επανειλημμένα υποπέσει στον πειρασμό της ζωοκλοπής για να θρέψει την οικογένεια. Πως λοιπόν να φανεί αυστηρός;
Μα δεν ήθελε να φανεί και πως «έχαψε» το παραμύθι.
– Πάει καλά, είπε στον άλλο φτωχοφαμελίτη. Πέψε μου μόνο ένα κομμάτι προβέ να κάμω λουρί του σκύλου.
Κι έφυγε ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά όλο σημασία.
Πρωτοχρονιά 1942
Παντού τα πάντα όμως όπως διαπιστώνουμε διαβάζοντας και μνήμες Ρεθεμνιωτών που λόγω επαγγέλματος έζησαν και σε άλλες πόλεις για κάποιο διάστημα.
Για μια πρωτοχρονιά του 1942 αναφέρει τα εξής ο πολυγραφότατος Ρεθεμνιώτης λόγιος, ο αξέχαστος Ανδρέας Σταυρουλάκης. Πρόκειται γι’ αυτή που έζησε στο Γύθειο.
1.1.1942. Η μουσική δεν επαιάνισε το εωθινόν και τα πυροβόλα δεν έδωσαν χαιρετιστήριες βολές στην ανατολή του Νέου Έτους!
– Δεν αισθανθήκαμε την Πρωτοχρονιά. Έλειπε η διάθεση, η χαρά, το γέλιο. Λιγοστοί προσευχήθηκαν στις εκκλησίες. Πολλοί λίγοι πλαισίωναν τα πράσινα τραπέζια να δοκιμάσουν την τύχη τους στα χαρτιά. Ο εφιάλτης της σκλαβιάς, η πείνα, η αθλιότης μάρανε τον εσωτερικό ανθρώπινο κόσμο κι αφαίρεσε τη χαρά της ελπίδας. Τα πρωτοχρονιάτικα τραπέζια με τα ψητά αρνιά ανήκουν στο παρελθόν. Τ’ αντικατάστησαν τα χόρτα χωρίς άρτο. Λίγοι υπήρξαν οι τυχεροί που ευμοίρησαν ν’ ακούσουν την κνίσσα κρέατος και τη μυρωδιά βουτύρου.
Την παραμονή η αστυνομία διένειμε 200 δράμια κρέατος ανά οικογένεια προς 560 δρχ. την οκά. Οι οικονομικώς δυνάμενοι το επρομηθεύθησαν από τη Μαύρη Αγορά προς 1.400 δρχ. πως να το πληρώσουν οι πτωχοί; Την πέρασαν με χόρτα. Ο υποφαινόμενος γευμάτισα κρέας με μακαρόνια στο συσσίτιο της Αστυνομίας χορταστικά. Το βράδυ εδείπνησα χόρτα ως συνήθως. Το απόγευμα περάσαμε στο σπίτι του συμπατριώτη Γ.Ν. Οι κορούλες παίζανε κοντσίνα. Εμείς γύρω στο μαγκάλι ζεσταινόμαστε βυθισμένοι στις σκέψεις. Έξω το κρύο ήτο δριμύ, ξύριζε κυριολεκτικά πάρα τη λιακάδα. Η θερμοκρασία θα’ χε κατέβει στο μηδέν ίσως. Τη νύχτα πέρασα στο δωμάτιο με τον συγκάτοικο Δόβα και τη γριούλα σπιτονοικοκυρά. Ευχηθήκαμε, την επομένη Πρωτοχρονιά να είμαστε ελεύθεροι και κοιμηθήκαμε.
Παιδικές μνήμες μετά τον πόλεμο
Οι παιδικές μνήμες είναι οι καλύτεροι οδηγοί σε ένα οδοιπορικό εορταστική αναφοράς στο διάβα του χρόνου.
Μια εξαιρετική αφήγηση του κ. Γιώργου Τζομπανάκη μας δίνει το χρώμα άλλων εορταστικών εποχών στο Ρέθυμνο. Ας την απολαύσουμε έτσι όπως την παραθέτει:
Στην Κρήτη του παλιού καιρού … τότε που αντί για παράδες φιλεύανε τα κοπελάκια των Καλάντρων ότι βρισκούμενο είχενε το κάθε σπίτι. Μια συλλεκτική φωτογραφία με τα μπετονάκια που κουβαλούσαν μαζί τους τα κοπέλια για να μαζεύουν το λάδι αντί για χρήματα. Ευθύς γινότανε η μοιρασιά. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
Από την προηγούμενη μέρα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στο παλιό Ρεθυμνάκι μικρά παιδιά ετοιμαζόμαστε για τα κάλαντα,σε ποιά σπίτια της παλιάς πόλης θα ξεκινούσαμε, ποιός θα κρατούσε τα δώρα, πως θα τα μοιράζαμε και εάν είχαμε μαζί μας τρίγωνα ή άλλο όργανο για να τα λέμε. Πάντα πήγαινα μονάχος μου και έλεγα τα κάλαντα τόσο των Χριστουγέννων όσο και της Πρωτοχρονιάς στη γιαγιά μου, στον θείο μου Γιάννη, και στον θείο Λάζαρο που έμενε δίπλα της.
Την δεκαετία του 60 – 70 από την προηγούμενη ημέρα ετοιμαζόταν τα «όπλα» για την μάχη που ελάμβανε μέρος στον δρόμο του νυφοπάζαρου όπως λέγαμε τον δρόμο από το μουσείο μέχρι τον Άγνωστο Στρατιώτη (οδός Αρκαδίου).
Την δε παραμονή της Πρωτοχρονιάς βέβαια γινόταν ο κακός χαμός η οδός Αρκαδίου γεμάτη από εκατοντάδες Ρεθυμνιώτες και Ρεθυμνιώτισσες που κυκλοφορούσαν με φοβερό κέφι πάνω κάτω στον δρόμο αυτό με πιστολάκια νερού βάραγαν και έβρεχαν ο ένας τον άλλον, πλαστικά ρόπαλα, ενώ οι καραμούζες σε τρέλαιναν με τον θόρυβο που έκαναν. Τα δε μαγαζιά που υπήρχαν στην οδό Αρκαδίου είχαν κίνηση από ψώνια και γλυκά ειδικά το ζαχαροπλαστείο του κ. Ζαμπετάκη! Άσε που το σουβλατζίδικο του κ. Σπανουδάκη δεν προλάβαινε τις παραγγελιές!
Στις λέσχες και ειδικά η λέσχη που οδηγούσε προς τη προκυμαία από το μουσείο γινόταν χαμός με το ζάρι και τα χαρτιά ενώ όλα σχεδόν τα καφενεία είχαν τραπέζια για ζάρια και χαρτιά.
Αξέχαστες, όμορφες και αθώες εποχές τις οποίες τις αναπολούμε εμείς που τις ζήσαμε…Χρόνια πολλά και καλές γιορτές σε όλους και όλες σας! Καλή Χρονιά εύχομαι σε όλο τον κόσμο!
Άλλες εποχές άλλοι καιροί.
Και οι τζογαδόροι
Η Πρωτοχρονιά όμως διαχρονικά έκλεισε και πολλά σπίτια που είχαν κάποια άνεση. Και αφορμή ήταν το πάθος για το τζόγο του αρχηγού της οικογένειας. Καθένας μας θα είχε να πει μια ιστορία για κάποιον γνωστό του που πρώτα «βγήκε η ψυχή του και μετά το χούι του».
Κανένας δεν μπορούσε να φτάσει τον διεθνούς φήμης τζογαδόρο Νίκ τον Έλληνα που έγινε ο θρύλος διεθνώς της πράσινης τσόχας.
O Nick the Greek, κατά κόσμον Νικόλας Δάνδολος με καταγωγή από τη Σμύρνη, γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης, στις 27 Απριλίου 1883. Γόνος εύπορης οικογένειας, με πατέρα έμπορο χαλιών και νονό εφοπλιστή, σπούδασε στο «Ευαγγελικό Ελληνικό Κολλέγιο» Σμύρνης με πτυχίο στη Φιλοσοφία. Δεν ήταν όμως γραφτό του να ακολουθήσει τον δρόμο προς το «Αγαθόν» που δίδαξε ο Πλάτωνας.
Σε ηλικία 18 χρονών ο νονός του τον στέλνει στις ΗΠΑ, πράγμα σύνηθες για τα δεδομένα της τότε εποχής, προκειμένου να αποκτήσει εμπειρίες στον τομέα των επιχειρήσεων. Μετά από έναν αποτυχημένο έρωτα, ο Nick μεταναστεύει στο Μόντρεαλ όπου το 1911 γνωρίζει έναν πασίγνωστο αναβάτη ιπποδρομιών, τον Phil Musgrave. Ο Musgrave, τον φέρνει για πρώτη φορά σε επαφή με τον τζόγο, με τον Nick να κερδίζει περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια σε έξι μήνες στοιχηματίζοντας στον ιππόδρομο. Στη συνέχεια, επέστρεψε στο Σικάγο, όπου έχασε όλα του σχεδόν τα χρήματα στα χαρτιά μην έχοντας ουσιαστικά ιδέα από τυχερά παιχνίδια, δηλώνοντας όμως γοητευμένος από το ρίσκο. Είχε πλέον αποφασίσει ότι θα γινόταν επαγγελματίας τζογαδόρος.
Καθώς η φήμη του σαν χαρτοπαίκτη μεγάλωνε, τα καζίνο άρχισαν να του προσφέρουν κανονικό μισθό, προκειμένου να σταματήσει να παίζει εναντίον τους και να τους προκαλεί «ζημιές», όμως ο Nick απαντούσε ότι τον ενδιέφερε μόνο το ποντάρισμα και όχι τα χρήματα, με τον ίδιο να έχει χάσει πάνω από 100.000 δολάρια, σε ένα μόνο ποντάρισμα.
Με την εξάπλωση της φήμης του, άρχισαν να διαδίδονται παράξενες ιστορίες σχετικά με το πως έχανε ή κέρδιζε, όπως η ιστορία ότι πάνω από εβδομήντα φορές ξεκίνησε να παίζει ή έφτασε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού χωρίς ούτε ένα δολάριο και έφυγε νικητής. Επίσης πασίγνωστες είναι οι ιστορίες όπου έπαιζε 10 μέρες χωρίς ύπνο, ενώ διαστάσεις θρύλου έχει πάρει η συνομιλία του με τον τότε αρχηγό της μαφίας Κοστέλο, ο οποίος έχοντας χάσει αρκετές χιλιάδες δολάρια αποκάλεσε τον Nick δειλό, με τον Nick τότε να τον προκαλεί να παίξουν 550.000 δολάρια και τον Κοστέλο να αποσύρεται. Αυτό το γεγονός, είχε ως αποτέλεσμα η φήμη του να φτάσει τις διαστάσεις του μεγαλύτερου τζογαδόρου του κόσμου, Johny Moss.
Ο Nick συνδέθηκε με ιστορικές προσωπικότητες της Αμερικής, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Φρανκ Σινάτρα ακόμα και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν, όπου σε μια βραδινή έξοδό του που συνοδευόταν από το μεγάλο φυσικό, έγινε το ακόλουθο περιστατικό: Ο Nick παρ’ όλο που ήθελε όλοι στον κύκλο του να δείξουν επίπεδο και να συμπεριφερθούν στο μορφωμένο φίλο του με σεβασμό γνώριζε πως οι άνθρωποι τους οποίους συνήθιζε να συναναστρέφεται δε γνώριζαν τίποτε από επιστήμες. Έτσι, για να αποφύγει κάποιο τυχόν μπέρδεμα αποφάσισε να τους συστήσει τον Αϊνστάιν ως «ο μικρός Al από το Princeton» (ο Einstein ήταν τότε μέλος του Ινστιτούτου Ανωτέρων Σπουδών στο πανεπιστήμιο αυτό). Τελικά ο Αϊνστάιν το διασκέδασε τόσο που το άλλο πρωί δυσκολευόταν να φύγει για το σπίτι του…
Η μεγαλύτερη παρτίδα πόκερ στον κόσμο – Η έμπνευση για τα World Series.
Το καλοκαίρι του 1949, κι ενώ η πορεία του συνεχιζόταν, ο Δάνδολος πλησίασε τον Benny Binion, έναν ιδιοκτήτη καζίνο και φανατικό λάτρη του πόκερ, με το ασυνήθιστο για τα δεδομένα της εποχής αίτημα να του κλείσει αναμέτρηση με τον καλύτερο μέχρι τότε παίκτη πόκερ, ένα παιχνίδι που θα χαρακτηριζόταν ως «Μαραθώνιος πόκερ». Ο Binion συμφώνησε να οργανώσει την αναμέτρηση μεταξύ του Nick the Greek και του μυθικού Johnny Moss με τον όρο πως το παιχνίδι θα παιζόταν δημοσίως.
Σ’ αυτό το γεγονός μάλιστα, πιστώνεται ευρέως ως η έμπνευση για τη σύγχρονη εποχή του «World Series of Poker», που καθιερώθηκε το 1970.
Το παιχνίδι αυτό, που έμεινε στην ιστορία ως η μεγαλύτερη παρτίδα πόκερ που παίχτηκε ποτέ, ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1949 και τελείωσε τον Μάιο του ίδιου έτους.
Κατά τη διάρκεια του ιδιότυπου αυτού Μαραθώνιου που διήρκεσε πέντε μήνες με διαλείμματα μόνο για ύπνο και φαγητό, οι δύο αντίπαλοι έπαιξαν κάθε παραλλαγή του πόκερ που υπήρχε.
Στο τέλος ο Moss κέρδισε το χαρακτηρισμένο ως «Μεγαλύτερο παιχνίδι της πόλης» κι ένα ποσό που έφτανε τα δύο εκατομμύρια δολάρια.
Όταν ο Nick έχασε και την τελευταία του δεκάρα, σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, κινήθηκε αθόρυβα και είπε τη διάσημη φράση: «Κύριε Μος, θα πρέπει να σας αφήσω να φύγετε».
Ο «τζέντλεμαν της πράσινης τσόχας», πέθανε σε ηλικία 83 ετών, στις 25 Δεκεμβρίου του 1966, από καρδιακή προσβολή, αφού είχε προηγηθεί πνευμονία. Ήταν πλέον πάμφτωχος, αν και έμενε στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο του Λας Βέγκας. Ορισμένοι ονομαστοί φίλοι του συναντήθηκαν και φρόντισαν έτσι ώστε να έχει μια υπερπολυτελή κηδεία που να του αρμόζει, με χρυσό μάλιστα φέρετρο.
Τον έθαψε με μεγάλη πολυτέλεια ο Φρανκ Σινάτρα, ενώ το παρών έδωσαν, ηθοποιοί του Χόλιγουντ, σταρ και μαφιόζοι, και του εναπόθεσαν λουλούδια με τραπουλόχαρτα, κυρίως τον Ρήγα σπαθί, που τον αντιπροσώπευε στο χώρο του τζόγου.
Οι αμερικανικές εφημερίδες το γράψανε πρωτοσέλιδα και του αφιέρωσαν αρκετές σελίδες.
Όπως έλεγε ο Τέλης Σαβάλας, διάσημοι τζογαδόροι επιδιώκανε να βρεθούνε έστω για μια φορά αντίπαλοι του Νικ, για να διηγούνται, όπως στη κηδεία του, πως είχανε παίξει μαζί του, ενώ ο Φρανκ Σινάτρα αποχαιρετώντας τον, είπε: «Νικ, υπήρξες τόσο αγνός και έντιμος, ώστε η μόνη περιουσία που είχες ήταν οι αγαθοεργίας σου».
Δώρισε περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια για φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς, ποσό τεράστιο, όπως είπαμε, για την εποχή εκείνη. Είναι ο μοναδικός Έλληνας που μπήκε (το 1979) στη λίστα «Hall of Fame» των θρύλων του πόκερ μαζί με ακόμη 21 μεγάλους παίκτες πόκερ.
Αυτό που αξίζει να παρατηρήσουμε είναι ότι κανένας τζογαδόρος δεν φάνηκε ποτέ να μετανιώνει πραγματικά σε αντίθεση με άλλους ομήρους διαφορετικών εξαρτήσεων.
Όσο για τη θεά τύχη ευνόησε αρκετές φορές και Ρεθεμνιώτες.
Σε κάποιον εντιμότατο άνθρωπο που είχε χάσει το σπίτι του από μια κακή στιγμή, του το «επέστρεψε» το Λαχείο Συντακτών σαν από θαύμα, πάνω που προβληματιζόταν πως θα στεγάσει την οικογένειά του.
Κάποιον άλλο από τους απόδημους του έλυσε η θεά τύχη το οικονομικό του πρόβλημα δια παντός, αλλά κι εκείνος ομολογουμένως όντας και λογιστής ήξερε να κάνει σωστό κουμάντο. Ευεργέτησε μάλιστα και αρκετό κόσμο.
Κάπως έτσι μπορούμε να σκιαγραφήσουμε τις Ρεθεμνιώτικες Πρωτοχρονιές από το 1900 μέχρι τις μέρες μας. Ας ευχηθούμε οι επόμενες να είναι καλύτερες. Για να τις απολαύσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας.
Καλή χρονιά.
Δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης
Πηγές:
- Μηχανή του χρόνου
- Εφημερίδες: Αναγέννηση- Εφημερίς των συζητήσεων – Αρκάδιον – Κρητική Επιθεώρηση – Βήμα – Ρεθεμνιώτικα Νέα – Ρέθεμνος
- Πολιτιστικό Ρέθυμνο.