Και η ίδρυση του Εμπορικού Συλλόγου με φιλανθρωπική κυρίως δράση
Είναι γοητευτικές πάντα οι νοσταλγικές αναδρομές μέσα από μαρτυρίες του ξεχασμένου χρονογράφου του Ρεθύμνου Ι. Κ. Δεττοράκι, που άλλοτε επωνύμως άλλοτε με το ψευδώνυμο «ο Παλαιός» αναφέρεται στο Ρέθυμνο περιόδου 1880-1940 με περιγραφές που αναδεικνύουν πτυχές της καθημερινότητας που μας είναι άγνωστες.
Αυτός μας δίνει και μια εικόνα της πολιτιστικής ζωής επί Κρητικής Πολιτείας που δείχνουν και την αγάπη των Ρώσων στο θέατρο.
Αναφέρει σχετικά, σε ένα από τα θαυμάσια χρονογραφήματά του, ότι οι Ρώσοι στρατιώτες είχαν στήσει σε παραπήγματα που χρησιμοποιούσαν για αποθήκες σκηνή θεάτρου και έδιναν παραστάσεις για τους ίδιους που παρακολουθούσαν όμως και οι αξιωματικοί τους.
Μορφωμένοι όλοι και κατέχοντες πολιτιστική παιδεία, έδιναν επιτυχημένες παραστάσεις με σοβαρά έργα.
Κάποιος φίλος του Δεττοράκι υπαξιωματικός τον κάλεσε μια μέρα να παρακολουθήσει μια από τις παραστάσεις και μάλιστα του έδωσε και μια θέση μπροστά.
Το έργο συνόδευαν και μουσικά ακούσματα εξαιρετικά. Οι γνώσεις και η πολιτιστική παιδεία βοήθησαν τους Ρώσους να ορθοποδήσουν σε δύσκολες εποχές ιδιαίτερα μετά τη Ρωσική επανάσταση και την επικράτηση των μπολσεβίκων.
Αρκετοί Ρώσοι που κατέφυγαν εδώ ζούσαν με αξιοπρέπεια άλλος διδάσκοντας μουσική, άλλος ζωγραφική, άλλος ασχολούμενος με τη μηχανική και πάει λέγοντας.
Ο Δεττοράκις περιγράφει με νοσταλγία τις θαυμάσιες συναυλίες που είχε απολαύσει το Ρέθυμνο από ένα Ρώσο αξιωματικό και τη σύζυγό του. Εκείνος έπαιζε εξαιρετικό βιολί και η γυναίκα του πιάνο, αλλά τι πιάνο όπως τονίζει ο ίδιος για να δείξει ίσως τη δεξιότητα της κυρίας.
Από τις τελειότερες στον κόσμο ήταν και η στρατιωτική τους μουσική με καλλιτέχνες περιωπής που πλαισίωναν κάθε χοροεσπερίδα με ωραιότατα βαλς.
Ένα μάλιστα που λεγόταν «Τσαρίνα» ήταν πολύ γλυκό και επιβλητικό. Ο Δεττοράκις είχε ενθουσιαστεί τόσο με αυτό που είχε μάθει απέξω ένα μέρος. Δεν σκέφτηκε όμως να κρατήσει τις σημειώσεις του σε ένα πεντάγραμμα για τους επόμενους και σε επόμενα σχετικά χρονογραφήματα μέμφεται στον εαυτό του για την παράλειψη αυτή.
Μας λέει επίσης το εξής χαριτωμένο:Ότι στους χορούς τους οι Ρώσοι είχαν ένα σύστημα. Δεν χόρευαν με μιας πολλά ζευγάρια. Ο κόσμος απολάμβανε τη μουσική πρώτα σαν να ήταν η εσπερίδα καθαρά μουσική συναυλία. Κι όποιος ενθουσιαζόταν με το άκουσμα τότε ζητούσε ντάμα για να κάνει μερικές στροφές.
Από τα αξέχαστα θεάματα που απόλαυσαν οι Ρεθεμνιώτες της εποχής ήταν οι εμφανίσεις του περίφημου Παναγή των Αθηνών κατά τον Δεττοράκι που δεν ήταν άλλος από τον πασίγνωστο Κουταλιανό (1847-1916).
Αξέχαστο θέαμα ο Κουταλιανός
Να θυμίσουμε ότι ο Παναγής των Αθηνών, που έγινε και λαϊκό άσμα, γεννήθηκε στην Κούταλη Προποντίδας εξ ου και το Κουταλιανός. Ήταν ναυτικός, πολύ χειροδύναμος και έγινε διάσημος στην Αμερική όταν κατανίκησε πολλούς μεγάλους παλαιστές της εποχής. Στους αγώνες φορούσε το δέρμα μιας τίγρης, την οποία είχε στραγγαλίσει σε αγώνα.
Έκανε επιδείξεις λυγίζοντας σίδερα, σπάζοντας αλυσίδες, βράχια και άλλα συναφή. Ένα από τα κατορθώματά του ήταν να κουβαλά τρία κανόνια ένα στους ώμους και δυο στα πλευρά του δεξιά και αριστερά ενώ ο ίδιος τα πυροδοτούσε και παρέμενε στη θέση του ατάραχος.
Από τις προφορικές παραδόσεις γνωρίζουμε ότι ο Κουταλιανός έφυγε από την πατρίδα του, όταν έσκισε στα δυο έναν Τουρκο, που του είχε κλέψει τα ρούχα όταν έκανε μπάνιο στο ποτάμι. Έκτοτε γύριζε κυνηγημένος, από χώρα σε χώρα, και κέρδιζε το ψωμάκι του με τα επικά κατορθώματά του, δείγματα υπερφυσικής δύναμης.
Από τους ανθρώπους που είχαν εντυπωσιαστεί πολύ από τον Κουταλιανό ήταν και ο Κωστής Παλαμάς που αναφέρει για τη συνάντησή τους σε ένα κείμενό του.
Τον θρύλο αυτό αφάνταστης μυϊκής δύναμης πασίγνωστο από την Ινδία μέχρι την Αμερική, είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν και οι Ρεθεμνιώτες. Και γράφει σχετικά ο Ιωάννης Κ. Δεττοράκις:
«Οι μύες του με τας τεχνικάς κινήσεις του εφαίνοντο επί των χειρών του παιζόμενοι κατά βούλησιν σφικτοί και δυνατοί πιστοποιούντες χείρας κορμού γερού στιβαράς ισχυούσας να λυγίζουν ράβδον σιδηρού χόντρους 2-2.5 πόντων αποτυπωμένη επί τους μύς της ολένης της χειρός.
Εστήριζε και κανονάκι αρκετά ευμέγεθες επί τον αυχένα του κρατών το με τας δύο χείρας και ηκούσθη ο κρότος της εκπυρσοκρότησης του ισχυρός με πλήρη αταραξίαν του σώματος Εκλήθη τις από τους θεατάς και του έδωκε φωτειά.
Εσήκωνε βάρη μεγάλα ως να εσήκωνε αντικείμενον τι από χαμέ σαν μια ποδόσφαιρα σημερινήν».
Και εκλεκτοί ηθοποιοί στη ρεθεμνιώτικη σκηνή
Εκτός από τον θρυλικό Κουταλιανό είχε τα Ρέθυμνο την ευτυχία, μας πληροφορεί ο Δετοράκις να δούμε και τον μοναδικό επίσης Παντόπουλον από τις μεγάλες «φίρμες» της εποχής.
Ο Ευάγγελος Παντόπουλος (1860 – 14 Οκτωβρίου 1913) ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός, από τους καλύτερους του 19ου αιώνα.
Από μικρός ασχολήθηκε με το θέατρο και με το έμφυτο ταλέντο του ξεχώρισε αμέσως. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους και ηθοποιούς του καιρού του, όπως τον Διονύσιο Ταβουλάρη, και τον Δημοσθένη Αλεξιάδη και δεν άργησε να δημιουργήσει και τον δικό του θίασο. Άφησε εποχή σε όλα τα κωμικά έργα της εποχής του, και πρωτόπαιξε τους πιο διάσημους Έλληνες συγγραφείς του καιρού του. Υπηρέτησε το κωμειδύλλιο από την πρώτη εμφάνισή του και συνέβαλε όσο κανείς στην απήχηση αυτού του είδους στο μεγάλο κοινό.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν στο έργο «Οι Μυλωνάδες» που του έφερε και την αναγνώριση. Μεγάλες επιτυχίες έκανε και στα κωμειδύλλια «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημητρίου Κορομηλά, στον «Μπάρμπα-Λινάρδο» και στη «Λύρα του γερο-Νικόλα» του Δημητρίου Κόκκου.
Ξεχωριστή ήταν και η εμφάνισή του στο πρώτο ανέβασμα του Ίψεν στην Ελλάδα το 1894, στους «Βρυκόλακες» όπου έπαιξε με άρτια τεχνική, τον δραματικό ρόλο του Πάστορα Μάντερς.
Έγραψε και ο ίδιος το πολύ καλό κωμειδύλλιο «Η νύφη της Κούλουρης» αλλά και τον πρώτο κωμικό μονόλογο του θεάτρου μας, τον «Ηθοποιό».
Από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν τα θεατρικά πράγματα άρχισαν να αλλάζουν, ο Παντόπουλος δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις αλλαγές, και σιγά-σιγά περιθωριοποιείται. Συνεχίζει να παίζει, σχεδόν ως το τέλος της ζωής του σε δευτερεύοντα θέατρα επαρχιακών πόλεων και στους Έλληνες ομογενείς.
Στο Ρέθυμνο ο Παντόπουλος ήρθε κατά το 1910.
Ήταν θαυμάσιος μας ενημερώνει ο Δεττοράκις ιδιαίτερα στο έργο «Η θεία του Καρόλου». Στο έργο αυτό ο Παντόπουλος υποδυόταν γυναικείο ρόλο που σε έκανε να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια.
Πρόκειται για τη γνωστή κωμωδία όπου κάποιος εξαπατά την πλούσια θεία του που βρίσκεται στην Αμερική, ότι είναι παντρεμένος, απολαμβάνοντας έτσι τα δώρα και τις επιταγές της. Μέχρι που αυτή αποφασίζει να έρθει στην Ελλάδα να τον συναντήσει.
Και στη δύσκολη αυτή στιγμή ο στενός του φίλος έπρεπε να τον σώσει υποδυόμενος την «σύζυγο». Αυτό τον ρόλο έπαιζε ο Παντόπουλος ξεσηκώνοντας το κοινό. Και ως γνωστόν οι Ρεθεμνιώτες δεν ήταν και το ευκολότερο κοινό.
Στην παράσταση όμως σύμφωνα πάντα, με τον Δεττοράκι οι πάντες εσφάδαζαν από τα γέλια.
Εξαιρετική παράσταση επίσης έδωσε ο Παντόπουλος με την κωμωδία «Μαλλιά κουβάρια» που γράφτηκε από τον Νικόλαο Λάσκαρη και περιγράφει την Αθήνα του 1910.
Τι συμβαίνει όταν ένας ευυπόληπτος παντρεμένος, πρέπει να φύγει για μυστική επιχείρηση, κάτω από τα μάτια μιας ζηλόφθονης συζύγου; Τι ρόλο παίζει η μυστική μάντισσα που διαβάζει τις τρίχες και ανακαλύπτει τις ερωτικές επιθυμίες; Πώς μπλέκουν μαζί τρεις καλοί φίλοι και οι σύζυγοί τους; Και πως ξεδιαλύνεται ένα κουβάρι παρεξηγήσεων μέσα από μια σειρά ξεκαρδιστικών επεισοδίων;
Αυτό ήταν το θέμα του έργου που επίσης διασκέδασε πολύ τους Ρεθεμνιώτες.
Και η «Σάρα Μπερνάρ» της Ελλάδος
Η παρέλαση των αστέρων συνεχίστηκε με την υπέροχη ντίβα της εποχής τη διάσημη Παρασκευοπούλου. Ήταν χωρίς υπερβολή η «Σάρα Μπερνάρ» της ελληνικής θεατρικής σκηνής.
Η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου γεννήθηκε το 1865 και πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1881 στη Χίο. Διακρίθηκε σε δραματικούς ρόλους και μεσουράνησε στο θέατρο την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, αποκαλούμενη από τον τύπο «Η Ελληνίς Σάρα Μπερνάρ». Ιδιαίτερη επιτυχία είχε ως «Κυρία με τας Καμελίας», «Τόσκα», «Γκόλφω», «Φαύστα», «Κοντέσσα Βαλέραινα», ενώ ερμήνευσε με επιτυχία σαιξπηρικούς ρόλους, με αξιομνημόνευτη την ερμηνεία της στον ομώνυμο ανδρικό ρόλο στον «Άμλετ». Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 1938.
Ήταν το αντίπαλο δέος της επίσης μεγάλης ηθοποιού Αικατερίνης Βερώνη. Και οι δυο είχαν μοιράσει το θεατρόφιλο κοινό σε «Παρασκευοπουλιστές» και σε «Βερωνιστές». Είναι γνωστά τα επεισόδια του 1893 για την παράσταση της «Φαύστας» του Βερναρδάκη.
Ο Βερναρδάκης είχε προτιμήσει την Βερώνη για την πρεμιέρα του έργου στο θέατρο «Ολύμπια» αλλά ο Δ. Κοτοπούλης επέλεξε την Παρασκευοπούλου για να ανεβάσει το έργο μία μέρα αργότερα στο θέατρο «Ομόνοια».
Το ενθουσιασμένο κοινό τους, που κάθε βράδυ τις γέμιζε με ανθοδέσμες, απέζευξε τις άμαξες των δυο ηθοποιών από τους ίππους και τις έσερνε το ίδιο υπό μορφή διαδήλωσης στους δρόμους της Αθήνας.
Έτσι οι παθιασμένοι θαυμαστές τους συναντήθηκαν μετά την παράσταση στην Ομόνοια και κατέληξαν σε συμπλοκή.
Η Παρασκευοπούλου το γένος Σκορδίλη έδωσε σπουδαίες παραστάσεις στο Ρέθυμνο με «Τόσκα» «Κυρία με τας καμελίας» όπου ήταν μια εξαιρετική Μαργαρίτα Γκωτιέ. Αν κρίνουμε δε από τους σχολιασμούς του Δετοράκι και οι Ρεθεμνιώτες ήταν εμφανώς «Παρασκευοπουλιστές».
Αναφέρεται και στη Βερώνη ο Δεττοράκις αλλά χωρίς τις λεπτομέρειες που αναφέρει για τις παραστάσεις της Παρασκευοπούλου.
Ο Ιωάννης Δετοράκις εκφράζεται με ενθουσιασμό και για τις εμφανίσεις των θιάσων Κουκουδάκι Χαλκιόπουλου και Κυριακίδη με τα έργα «Οι Βρυκόλακες» του Ίψεν ο ένοχος ο Μέγας Γαλεώτης και φυσικά η «Γκόλφω», «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι», «Μαργαρώ η Μενιδιάτισσα», οι «Άθλιοι» του Βίκτωρα Ουγκώ κι «ο Κουρέας της Σεβίλλης» κωμωδία με δύο πρόσωπα.
Εντυπωσίασε και ένας Ιταλικός θίασος κατά πολύ μελοδραματικός που έδωσε 2-3 παραστάσεις Ιταλικών έργων.
Ξεχάσανε οι έμποροι τον Άγιο Χαράλαμπο – Η ίδρυση του Εμπορικού Συλλόγου
Τώρα να έφταιγε η προσήλωση σε πολιτιστικά δρώμενα; ποιος ξέρει; Πάντως ο Επίσκοπος Ιερόθεος ιερουργώντας στην εορτή του Αγίου Χαραλάμπους το 1907 εκφράζει τη μεγάλη του απορία, από της Ωραίας Πύλης, κατά την ομιλία του, για την απουσία των εμπόρων από την λειτουργία. Και γιατί αναφέρεται στη συγκεκριμένη αυτή κατηγορία; Γιατί προστάτης των εμπόρων, χρόνια πίσω, ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος.
Μάλιστα ο Ιωάννης Δεττοράκις αναφέρεται με συγκίνηση στο «αρτουλάκι» σήμα κατατεθέν της εποχής που περίμεναν πως και πώς να τους το φέρει ο πατέρας από την εκκλησία. Αναφερόμαστε στα χρόνια προ του 1889.Μέχρι τότε ήταν συνηθισμένο φαινόμενο κάθε φορέας να φέρνει για ευλογία το αρτουλάκι του στη γιορτή του προστάτη του Αγίου.
Για την ετοιμασία των μικρών αυτών άρτων δεν είχαν καμιά ανάμειξη οι φούρνοι. Απλά μαζεύονταν στο σπίτι του προέδρου του σωματείου που γιόρταζε τον προστάτη του άγιο όλη η γειτονιά του αλλά και κυρίες από σωματεία. Ετοίμαζαν λοιπόν αναρίθμητα αρτουλάκια και για το εκκλησίασμα αλλά και για διανομή στην αγορά.
Όταν όμως ήρθαν δίσεκτοι καιροί, επαναστάσεις και άλλα γεγονότα κανένας δεν είχε νου για τις παραδόσεις. Το πόσο είχαν όλοι ξεφύγει το κατάλαβαν από τον «εξάψαλμο» του Ιερόθεου που είχε κι αυτός τα δίκια του να επιμένει στην τήρηση των παραδόσεων.
Η παράδοση αποκαταστάθηκε επί Διονυσίου Καστρινογιαννάκη που επανέφερε τις τελετές με αρτοκλασία που ανέπτυσσε και το αίσθημα της αλληλεγγύης στα διάφορα επαγγελματικά σωματεία της εποχής. Τότε μπήκε και η πρώτη ιδέα για την ίδρυση εμπορικού συλλόγου. Η ιδέα υποστηρίχτηκε έμπρακτα από τον Ιωάννη Δεττοράκι, τον Στυλιανό Χαλκιαδάκη και τον Γεώργιο Χαμαράκι και ευλογήθηκε με θεία λειτουργία με αρτοκλασία με δαπάνη όλων των εμπόρων. Τον επόμενο χρόνο προστέθηκε στους διοργανωτές και ο Τίτος Ζακάκις.
Αποφασίστηκε να γίνει γενική συνέλευση για έγκριση του καταστατικού και εκλογή του πρώτου συμβουλίου. Ενθουσιασμένος ο Διονύσιος είχε δηλώσει την πλήρη του συμπαράσταση στον σύλλογο για την σωστή του εδραίωση.
Το καταστατικό προέβλεπε και ίδρυση εμπορικής λέσχης που οργανώθηκε αμέσως με την επιμέλεια των εμπόρων που προαναφέραμε οι οποίοι φρόντισαν και να την επιπλώσουν περίτεχνα. Η Λέσχη εγκαινιάστηκε με κάθε επισημότητα. Τελέστηκε αγιασμός και ακολούθησε ανάγνωση του καταστατικού. Σύμφωνα με αυτό η επίσημη γιορτή του σωματείου ήταν η 10 Φεβρουαρίου εορτή του Αγίου Χαραλάμπους.
Οι ρέκτες που πρωτοστάτησαν στην ίδρυση του συλλόγου είχαν καθιερώσει και επίσημο δείπνο για τη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των μελών. Έτσι δόθηκε ακόμα μια αφορμή για να βγει η πόλη από την μιζέρια διάθεσης και να γεμίσει ελπίδα για καλύτερες μέρες.
Το καταστατικό επίσης είχε προβλέψει την εβδομάδα των Απόκρεω να γίνεται έρανος ή εσπερίδα υπέρ των πτωχών Και αυτό το άρθρο του καταστατικού τηρήθηκε και εφαρμόστηκε με συνέπεια Αφορμή για να «κλέψουν και μια του χάρου» με τρικούβερτο γλέντι.
Αν και ετεροχρονισμένα, όπως τα παραθέτει ο Δετοράκις, οι επίσημες εκδηλώσεις του σωματείου ξεκίνησαν Πρωτοχρονιά με ένα σπουδαίο χορό που ο χρονογράφος της εποχής περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες. Και αυτός έγινε στην αίθουσα των Τριών Ιεραρχών που ακόμα τότε λεγόταν αίθουσα Πρίγκιπος Γεωργίου. Σε εκείνη την εκδήλωση η αίθουσα είχε στολιστεί φαντασμαγορικά. Σε εξέδρες που είχαν τοποθετηθεί αριστοτεχνικά κάθονταν οι κυρίες τις οποίες πλησίαζαν με άνεση οι καβαλιέροι να τις καλέσουν για ένα χορό.
Κι ήταν όλα τα ζευγάρια, προσθέτει ο χρονογράφος, «χάρμα του ειδέσθαι» υπέρκομψα μέσα στις τουαλέτες τους οι κυρίες και στις λιβρέες τους οι κύριοι.
Το πρόγραμμα του χορού αναγραφόταν σε πίνακα και ο Δεττοράκις με άλλους δυο τρεις είχαν τη φροντίδα για την εφαρμογή του προγράμματος και την άνεση παραμονή όλων των καλεσμένων. Στη διαλείμματα που τα έλεγαν «γκράν ρεπό» κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα λειτουργούσε πλουσιότατος μπουφές με ορεκτικά, παστά, σαλάτες, ενώ στα τραπέζια που είχαν τοποθετηθεί σε σχήμα Π, περίμεναν ορεκτικότατα αρνάκια και γουρουνόπουλα που είχαν ετοιμαστεί στη σούβλα. Το Ρεθεμνιώτικο κρασί έρρεε άφθονο αλλά κυκλοφορούσε και μπύρα ( ΦΙΞ και Κλωναρίδη Αθηνών).
Πρόθυμοι σερβιτόροι ήταν αφοσιωμένοι στην περιποίηση των καλεσμένων και η όλη ατμόσφαιρα θύμιζε περισσότερο οικογενειακή γιορτή παρά πολιτιστική εκδήλωση. Εκείνος που έπαιρνε τα εύσημα για την ωραία διακόσμηση ήταν ο Ιωάννης Δ. Γοβατζιδάκις.
Μια αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια ήταν η παρουσία και Ρώσων στη βραδιά που μάλιστα είχαν φροντίσει οι διοργανωτές να τηρηθεί το πρόγραμμα διατροφής τους. Γιατί οι Ρώσοι τηρούσαν με μεγάλη επιμέλεια το ρητό «το πρωί τρώγε σαν βασιλιά, το μεσημέρι σαν άρχοντας και το βράδυ σαν ζητιάνος».
Κι ενώ οι δικοί μας απολάμβαναν τους μεζέδες τους οι Ρώσοι περιορίζονταν αδιαμαρτύρητα στο τσαγάκι τους με μια φέτα λεμόνι και λίγα βουτήματα πλάι σε εκλεκτό κονιάκ.
Ποια τραγούδια διασκέδαζαν τους χορευτές; Πάντως όχι αυτά που έχουμε συνηθίσει. Ο Δεττοράκις τα αναφέρει και αυτά λεπτομερώς αλλά κάποια άλλη φορά θα μας απασχολήσουν.