Οι παραγωγοί πιέζονται από το αυξημένο κόστος παραγωγής και τις χαμηλές τιμές που τους προσφέρονται, την ώρα που οι καταναλωτές συνεχίζουν να πληρώνουν ακριβά το ελαιόλαδο στα ράφια των καταστημάτων
Υποχώρηση της τάξης του 30% καταγράφεται σε σχέση με πέρυσι στις τιμές των παραγωγών για το ελαιόλαδο, με τους ίδιους να θέτουν ζητήματα βιωσιμότητας για το μέλλον. Το υψηλό κόστος παραγωγής, σε συνδυασμό με τις μειωμένες ποσότητες σε ελιές ασκούν έντονες πιέσεις στον ελαιοκομικό κλάδο, ο οποίος βλέπει τις τιμές να κυμαίνονται κοντά στα 5 ευρώ ανά κιλό, σε σύγκριση με τις περσινές τιμές που βρίσκονταν στα 7-7,5 ευρώ. Παρά τις νέες οικονομικές συνθήκες που καθορίζουν τις σχέσεις εμπόρων και παραγωγών, οι τιμές του λαδιού στα ράφια των καταναλωτών παραμένουν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι, γεγονός που θυμώνει και ανησυχεί ακόμα περισσότερο τους ελαιοπαραγωγούς. Η δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου εργατικού προσωπικού, η ενεργειακή κρίση και τα υψηλά μεροκάματα, που πλέον ζητούνται αυξάνουν κατακόρυφα το κόστος παραγωγής, με αποτέλεσμα πολλοί αγρότες να αποθαρρύνονται και να σκέφτονται ακόμα και την απομάκρυνση από τον αγροτικό τομέα.
Η φετινή ελαιοκομική χρονιά για το Ρέθυμνο ξεκίνησε με ελπιδοφόρα μηνύματα, μετά την περσινή, «καταστροφική», από άποψη ποσότητας και ποιότητας, σεζόν. Παρά το γεγονός ότι η ποιότητα των καρπών φέτος είναι υψηλή και οι ποσότητες αυξημένες, οι παραγωγοί θεωρούν ότι αρκέστηκαν σε μία απλώς καλύτερη από την περσινή χρονιά και όχι σε μία παραγωγή που ανταποκρίθηκε στις αρχικές προσδοκίες. Η έναρξη της Ισπανικής ελαιοκομικής περιόδου αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η Ιβηρική χώρα, λόγω των τεράστιων αποθεμάτων ελαιολάδου που παράγει, καθορίζει τις οικονομικές συνθήκες στο ελαιόλαδο σε παγκόσμια κλίμακα, σε μία εποχή μάλιστα που οι εισαγωγές προϊόντων γίνονται ακόμα πιο συχνές.
Την ίδια ώρα, ένα ταμείο αλληλοβοήθειας, για τους πληγέντες ελαιοπαραγωγούς μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φιλοδοξεί να σχηματίσει ο Κώστας Τσιάρας, υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, όπως προανήγγειλε κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην Κρήτη και της συνέντευξης που παραχώρησε στην τηλεόραση CRETA και τη Μίρκα Οικονομοπούλου. «Έχω αναλάβει προσωπικά μία πρωτοβουλία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής επιτροπής, όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος να τονίσω την ανάγκη δημιουργίας και σύστασης ενός ταμείου αλληλοβοηθείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία να μπορεί να ενισχύει, να αποζημιώνει και να στηρίζει οικονομικά κυρίως τους αγρότες», ανέφερε μεταξύ άλλων ο υπουργός.
«Η συγκομιδή στο Ρέθυμνο ολοκληρώνεται σε 20 μέρες»
Ικανοποίηση υπάρχει αναφορικά με τη φετινή, υψηλή ποιότητα του καρπού της ελιάς και την απόδοσή του σε ελαιόλαδο, με το αίσθημα αυτό να μετατρέπεται γρήγορα σε προβληματισμό σχετικά με τις μειωμένες ποσότητες και τα χαμένα λίτρα λαδιού που καταγράφηκαν από τους παραγωγούς, όπως σημείωσε μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Γιάννης Γλετζάκης, πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου: «Η χρονιά ξεκίνησε πολύ καλά, είχαμε ποιοτικό λάδι, μία καλή απόδοση και οι ελιές δεν είχαν απορροφήσει νερό, αλλά χάθηκαν μεγάλες ποσότητες λαδιού, ανά δέντρα και ανά ελαιώνες. Αυτό έχει μία σημαντική πτώση στην παραγωγή και σημαίνει ότι δεν θα βγάλουμε τις ποσότητες που βγάζαμε κάποτε. Ήδη η βεντέμα οδεύει προς το τέλος της στην περιοχή μας, κάποιες περιοχές μπορεί να μην έχουν αρχίσει ακόμα, αλλά εμείς στον νομό Ρεθύμνου θα ολοκληρώσουμε τη συγκομιδή, μέσα στις επόμενες 20 μέρες».
«Από 4,80 έως 5,30 οι τιμές των παραγωγών»
Την ίδια ώρα, οι μοναδικοί που μοιάζουν να επωφελούνται από τον οικονομικό κύκλο της ελαιοκομικής διαδικασίας είναι οι μεσάζοντες, από τη στιγμή που οι παραγωγοί δέχονται μειώσεις στις τιμές τους και οι καταναλωτές συνεχίζουν να αγοράζουν το ελαιόλαδο στα ίδια, υψηλά κόστη. Ο κ. Γλετζάκης σημείωσε: «Βλέπουμε μία μεγάλη πίεση στις τιμές του παραγωγού, η οποία δεν ξέρω που οφείλεται και δεν σχετίζεται και με τις τιμές στα ράφια των καταναλωτών, οι οποίες δεν έχουν πέσει. Πρέπει να γίνουν οι κατάλληλοι έλεγχοι από το κεντρικό κράτος, δεν γίνεται να χάνει ο παραγωγός και να χάνει και ο καταναλωτής, κάπου ενδιάμεσα χάνεται η υπεραξία του προϊόντος. Αυτή τη στιγμή οι τιμές των παραγωγών πιέζονται και κάτω από τα 5 ευρώ. Ουσιαστικά κυμαινόμαστε από το 4,80 μέχρι το 5,30. Αυτό δεν ωφελεί ούτε τον καταναλωτή, γιατί δεν διαφοροποιούνται οι τιμές που αγοράζει εν τέλει το ελαιόλαδο. Οι μόνοι που κερδίζουν από αυτήν την κατάσταση είναι οι μεσάζοντες. Πέρσι οι τιμές των παραγωγών ήταν στα 7-7,50 ευρώ, βλέπουμε μία μεγάλη διαφορά λοιπόν από τα σημερινά δεδομένα».
Καλύτερη από την περσινή, αλλά μακριά από το ιδανικό, θα έπρεπε να θεωρείται μέχρι στιγμής η ελαιοκομική χρονιά, με τις ποσότητες να αυξάνονται, αλλά να μην πλησιάζουν το προσδοκώμενο επίπεδο. Οι βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών δεν βοήθησαν στην επαναφορά των καρπών της ελιάς στο φυσιολογικό τους μέγεθος, με την παρατεταμένη λειψυδρία του καλοκαιριού να δημιουργεί αρκετά προβλήματα στα ελαιόδεντρα. Ο κ. Γλετζάκης τόνισε: «Οι ποσότητες της παραγωγής είναι αυξημένες, αλλά όχι στο επίπεδο που ελπίζαμε όλοι. Πέρσι οι ποσότητες λαδιού ήταν πάρα πολύ χαμηλές, ενώ φέτος φαινόταν εξαρχής ότι θα ήταν πολύ καλή χρονιά, αλλά εν τέλει έμεινε ως απλά καλύτερη από πέρσι. Λόγω της λειψυδρίας, τα φυτά ζορίστηκαν πολύ και κάποια από αυτά ξεράθηκαν και θα ξεραθούν στη συνέχεια. Άρα προκύπτουν μειωμένες ποσότητες λαδιού. Ποιοτικά το ελαιόλαδο που έχει βγει βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα, όμως σε ποσότητα δεν βγάλαμε αυτό που θέλαμε. Οι βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών δεν βοήθησαν δυστυχώς, καθώς η έλλειψη νερού τους προηγούμενους μήνες δεν συνέβαλε αρκετά ώστε τα δέντρα να θρέψουν τον καρπό. Σε πολλές περιοχές το αντιμετωπίσαμε αυτό. Η ελιά είχε συρρικνωθεί, ναι μεν υπήρχε αντιστοιχία 4 προς 1, όμως σαν ποσότητα το ελαιόδεντρο, εκεί που ήταν να παράγει 15 κιλά, παρήγαγε 10. Σαν ποσότητα χάθηκαν πάρα πολλά κιλά λάδι».
Ραγδαία αύξηση στις οικονομικές απαιτήσεις του εργατικού δυναμικού
Ως «δυσβάσταχτο» και στα όρια της επικινδυνότητας, όσον αφορά τη βιωσιμότητα της παραγωγικής διαδικασίας περιγράφει το κόστος παραγωγής ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου, με τα μεροκάματα των αγροτών να έχουν διπλασιαστεί και τα εξειδικευμένα εργατικά χέρια να μην εντοπίζονται πουθενά. «Αυτή τη στιγμή δεν μπορείς να παράγεις λάδι, με τα μεροκάματα που υπάρχουν, το κόστος παραγωγής έχει ανέβει πάρα πολύ. Όταν το μεροκάματο ήταν 40 και 50 ευρώ πέρσι και τώρα ζητάνε 80 και 90 ευρώ, οδηγούν τους ελαιοπαραγωγούς στο να προτιμούν να αφήσουν τις ελιές να πέσουν κάτω από μόνες τους, παρά να πάνε να τις μαζέψουν. Φτάσαμε σε επίπεδα να μην βρίσκουμε εργατικά χέρια, αλλά ακόμα και να υπάρχουν τσακωμοί για το ποιος θα πάρει τους εργάτες. Δεν υπήρχε εργατικό δυναμικό και αυτό που υπήρχε ήταν τελείως ανειδίκευτο και με αυξημένες απαιτήσεις», υπογράμμισε ο κ. Γλετζάκης.
Τέλος, το μέγεθος της Ισπανίας και οι εκατομμύρια τόνοι ελαιολάδου που παράγει κάθε χρόνο επηρεάζουν σημαντικά το τοπίο στη διαμόρφωση των τιμών που εν τέλει θα αγοράσουν οι καταναλωτές το προσφερόμενο προϊόν, όπως κατέθεσε στα «Ρ.Ν.», ο κ. Γλετζάκης: «Όλοι περιμένουν ξεκινήσει η ελαιοκομική περίοδος στην Ισπανία, γιατί η Ισπανία καθορίζει τα πάντα στην παγκόσμια οικονομία λαδιού. Η Ισπανία βγάζει 1.450.000 τόνους ελαιολάδου κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα να έχει υπερθετική παραγωγή σε σχέση με εμάς».
«Ενίσχυση, αποζημίωση και στήριξη των ελαιοπαραγωγών»
Αισιόδοξος πως θα υπάρξουν θετικές εξελίξεις στην πρόταση που έχει καταθέσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη δημιουργία ενός ταμείου αλληλοβοήθειας για τους πληγέντες ελαιοπαραγωγούς σε όλη τη χώρα, εμφανίστηκε χθες μιλώντας στην Τηλεόραση CRETA και τη Μίρκα Οικονομοπούλου, ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Κώστας Τσιάρας, ο οποίος βρέθηκε στο Ηράκλειο, στο πλαίσιο του 2ου Περιφερειακού Συνεδρίου Μεσογειακής Υδατοκαλλιέργειας. Ο υπουργός, όπως δήλωσε, αναγνωρίζει τα μεγάλα προβλήματα της ελαιοπαραγωγής στην Κρήτη και με τη σύσταση του εν λόγω ταμείου, ευελπιστεί ότι θα εμφανιστούν απαραίτητα χρηματοδοτικά εργαλεία, προκειμένου να ανακάμψει η ελαιοπαραγωγή και να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες που έχουν επιφέρει τα φαινόμενα της κλιματικής κρίσης.
Ο κ. Τσιάρας ανέφερε: «Η Κρήτη έχει μία τεράστια ζημιά σε ό,τι αφορά την παραγωγή στις ελιές και στο ελαιόλαδο σε δεύτερο χρόνο. Αντίστοιχα προβλήματα υπάρχουν και στην Πελοπόννησο, στη Χαλκιδική και την Αιτωλοακαρνανία. Η ελαιοπαραγωγή έχει υποστεί μία τεράστια ζημιά, συνέπεια της κλιματικής κρίσης και αυτό είναι ένα ζήτημα που προφανώς συνδυάζεται και με το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων, λόγω των υψηλών θερμοκρασιών έχουμε ουσιαστικά δει να υπάρχει μία μεγάλη μείωση στην παραγωγή και αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ευρύτερα. Αν το δούμε μέσα από τη μεγάλη εικόνα και επειδή οι πόροι που ενδεχομένως να χρειαστούν, φτάνουν σε πραγματικά δυσθεώρητα ύψη, έχουν γίνει σχετικοί υπολογισμοί για αυτό, έχω αναλάβει προσωπικά μία πρωτοβουλία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο σε επίπεδο ΕυρωπαΪκής επιτροπής, όσο και σε επίπεδο ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος να τονίσω την ανάγκη δημιουργίας και σύστασης ενός ταμείου αλληλοβοηθείας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία να μπορεί να ενισχύει, να αποζημιώνει και να στηρίζει οικονομικά κυρίως τους αγρότες της Μεσογείου μέσα από μία πραγματικότητα που πιθανόν να επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στο μέλλον. Αυτή είναι μία πρωτοβουλία που αναλάβαμε με την Κύπρο, όπου αναδείξαμε το μεγάλο πρόβλημα που υπάρχει και που η κλιματική αλλαγή μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, διαχωρίζοντας και περιγράφοντας δύο ξεχωριστούς άξονες. Ο ένας άξονας αφορούσε σε χρηματοδοτήσεις προκειμένου να γίνουν σημαντικά αρδευτικά έργα, τα οποία θα είχαν και αντιπλημμυρικό χαρακτήρα και ο άλλος άξονας θα ήταν η σύσταση ενός ταμείου αλληλοβοηθείας, ακριβώς για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της μικρής, της κακής ή και της καθόλου παραγωγής ανάλογα με την περίσταση».
Η αποζημίωση των εκατομμύρια ελαιόδεντρων σε όλη την επικράτεια μπορεί να στερείται ρεαλισμού, αλλά ο κ. Τσιάρας κρίνει απαραίτητη και αναγκαία την εύρεση τρόπων και μεθόδων αρωγής των Ελλήνων παραγωγών: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρέπει να βρούμε τρόπο να στηρίξουμε και τους ελαιοπαραγωγούς, αλλά και τους παραγωγούς όλης της Ελλάδας, γιατί αυτή τη στιγμή η μειωμένη παραγωγή καταγράφεται όχι μόνο στις ελιές, αλλά και στο καλαμπόκι, στο βαμβάκι, στα σταφύλια, ακόμα και στο τριφύλλι. Ακόμα και η αλλαγή του κανονισμού του ΕΛΓΑ θα έχει κάποιες πτυχές αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου, αλλά όπως γίνεται αντιληπτό, είναι σχεδόν αδύνατο, όταν στην πατρίδα μας παραδείγματος χάριν υπάρχει μία καταγραφή για 250 εκατομμύρια δέντρα ελιάς, καταλαβαίνετε ότι αν θα έπρεπε κανείς να τα αποζημιώσει με ελάχιστο ποσό 10 ευρώ το κάθε δέντρο, ποιο θα ήταν το ύψος που θα έπρεπε να φτάσουν αυτού του είδους οι αποζημιώσεις και πόσο εύκολα θα μπορούσαν να καλυφθούν από τον προϋπολογισμό, οποιασδήποτε χρονιάς».