Υποτονικός σε σχέση με το τρίμηνο που προηγήθηκε, εντούτοις ικανοποιητικός, χαρακτηρίζεται ο Σεπτέμβρης από τους εμπόρους του Ρεθύμνου. Το φθινόπωρο συνεχίζει να προσφέρει αχτίδες ρευστότητας και αισιοδοξίας στην τοπική αγορά, πολλώ δε μάλλον από τη στιγμή που και η τουριστική σεζόν έχει ακόμα έναν μήνα «ζωής». Ωστόσο, καθώς θα πλησιάζουμε προς τον χειμώνα θα πυκνώνουν τα… σύννεφα της ανασφάλειας, απειλώντας με «κεραυνούς» και «καταιγίδες» τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις! Πολλοί φοβούνται ότι μαζί με την ακρίβεια θα «βρέξει» και λουκέτα!
Οι συσσωρευμένες οικονομικές υποχρεώσεις είναι πολλές και δύσκολα διαχειρίσιμες. Οι καταστηματάρχες προσπαθούν να βάλουν σε μία σειρά τα τρέχοντα έξοδα και τα χρέη που μαζεύτηκαν την περασμένη «νεκρή» διετία της πανδημίας. Το μυαλό τους τριβελίζει, παράλληλα, η σκέψη νέων περιοριστικών υγειονομικών μέτρων, αφότου λήξει η τουριστική περίοδος, σενάριο που σε καμία περίπτωση δεν θέλουν να επαληθευτεί.
Όπως και να’ χει όμως, ο εμπορικός κόσμος αναμένει σημαντική μείωση στην καταναλωτική κίνηση απ’ τον Νοέμβρη και μετά, απόρροια της εξασθενημένης αγοραστικής δύναμης των πολιτών.
Σε γενικές γραμμές, ο πρώτος φθινοπωρινός μήνας πήγε «πάρα πολύ καλά», όπως σημειώνουν έμποροι στα «Ρ.Ν.». Παρατηρήθηκε βεβαίως το αναμενόμενο φαινόμενο, να γίνεται μετακύλιση χρημάτων σε κάποια συγκεκριμένα είδη.
«Κόβονται» τα χαμόγελα
«Λόγω του ανοίγματος των σχολείων, δούλεψαν περισσότερο τα βιβλιοπωλεία, τα μαγαζιά με τα αθλητικά, είχαμε και τους φοιτητές που εφοδίασαν τα σπίτια τους. Προφανώς, έγινε μετακίνηση του οικονομικού στοιχείου κάθε οικογένειας σε πράγματα μεγαλύτερης ανάγκης, πέρα από την κοινωνική έξοδο που είχαμε τους προηγούμενους μήνες» υπογράμμισε στα «Ρ.Ν.» η πρόεδρος του Εμπορικού συλλόγου Ρεθύμνου Αθηνά Τσικιντίκου.
«Θεωρώ ότι η αγορά πήγε καλά και συνεχίζει να πηγαίνει καλά. Οι έμποροι είναι κατηγορίες – κατηγορίες: Άλλοι παραπονιούνται τώρα, άλλοι είναι χαρούμενοι. Το πράγμα λειτούργησε θετικά ως προς αυτά τα είδη» συμπλήρωσε η ίδια.
Και πάνω που ορισμένοι χαμογέλασαν, ήρθαν οι λογαριασμοί, ήταν υπέρογκοι και το κλίμα χάλασε αμέσως!
«Δεν ξέρω τι θα συμβεί και δεν βλέπω κάποια βοήθεια από την κυβέρνηση, ώστε με ουσιαστικό τρόπο να μπουν τα πράγματα σε μία σειρά και με σωστό τρόπο, για να υπάρξει μία τακτοποίηση των οφειλών στις ΔΕΚΟ» σχολιάζει η κ. Τσικιντίκου και εξηγεί: «Να εξασφαλιστεί μία δόση που θα είναι βατή και να μπορεί να αποπληρώνεται. Το να τακτοποιήσεις έναν λογαριασμό σήμερα και αύριο να έρθει ένας άλλος το ίδιο φουσκωμένος, δεν έχει νόημα. Αν δίνεις έναν μισθό σε έναν λογαριασμό δεν θα μπορείς να πληρώσεις την επόμενη δόση. Ο,τι γίνει θα πρέπει να γίνει συνολικά, ειδικά σε ο,τι αφορά την ενέργεια».
Η πρόεδρος του Εμπορικού συλλόγου συνυπολογίζει και κάτι άλλο, βασικό: «Είμαστε νησί, τα κοστολόγια είναι πολύ πιο αυξημένα. Το ισοζύγιο δεν είναι τίμιο» θα πει, αναφερόμενη στην εκτόξευση του μεταφορικού κόστους, συγκρίνοντας το ντεσαβαντάζ που έχει η Κρήτη σε σχέση με την ηπειρωτική Ελλάδα.
«Να μην περιοριστούμε τέλη Οκτώβρη» εύχεται η κ. Τσικιντίκου, απαντώντας σε ερώτηση για το εάν ανησυχεί για την πιθανότητα επιβολής – επαναφοράς των υγειονομικών πρωτοκόλλων, εφόσον ξεφύγει η διαχείριση της πανδημίας.
«Είμαστε σε αναμονή. Όλα είναι ρευστά: Τη μία μέρα ξυπνάς έτσι, και την άλλη αλλιώς. Θα πρέπει το εμπόριο να δουλέψει ανενόχλητο, όσο γίνεται. Δεν μπορεί να βάλλεται συνέχεια χωρίς να υπάρχει κάποια δυνατότητα βοήθειας από το ελληνικό κράτος» θα τονίσει κλείνοντας η πρόεδρος του Εμπορικού συλλόγου Ρεθύμνου.
Ζητήματα επιβίωσης
«Ο Σεπτέμβρης ήταν πιο κάτω από τον Αύγουστο – και είναι λογικό επειδή έφυγαν πολλοί τουρίστες και οι απόδημοι που έκαναν τις διακοπές τους με το που άνοιξαν τα σχολεία.
Πάντως, ήταν αρκετά καλός μήνας. Σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο ήταν μία καλή περίοδος» διαπιστώνει ο Γιώργος Πολιουδάκης, μέλος της Παγκρήτιας Ομοσπονδίας Εμπορικών συλλόγων και μέλος του Δ.Σ του Εμπορικού συλλόγου Ρεθύμνου.
Και προσθέτει: «Όσο θα προχωράει ο Οκτώβρης, η κίνηση θα είναι όλο και πιο πεσμένη. Το κλείσιμο της σεζόν θα είναι καλό, σε σχέση με τα δύο προηγούμενα χρόνια».
Όπως υποστηρίζει, μιλώντας στα «Ρ.Ν.», «Όλα τα μαγαζιά δούλεψαν, υπήρχε κίνηση. Αυτό οφείλεται στο ότι ο κόσμος είχε ανάγκη να κάνει διακοπές, να ξεσκάσει λόγω του κορονοϊού».
Συνεχίζοντας, θα παραδεχθεί: «Το θέμα είναι τί θα βρούμε μπροστά μας».
Υιοθετεί και διατυπώνει την άποψη, πώς ο χειμώνας που έχουμε μπροστά μας «Θα είναι από τους δυσκολότερους που έχουμε περάσει. Υπάρχει η ενεργειακή κρίση, είναι σε εξέλιξη ο πόλεμος στην Ουκρανία, υπάρχουν τεράστιες αυξήσεις: Κάθε μέρα τα είδη διατροφής και πρώτης ανάγκης βλέπουμε να ανεβαίνουν! Ο πληθωρισμός είναι σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο που έχουμε να το δούμε τουλάχιστον 25 χρόνια. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια την αύξηση των τιμών. Το διαθέσιμο εισόδημα είναι το ίδιο – δεν αυξάνεται, και μακάρι να διατηρήσουν όλοι οι άνθρωποι τις δουλειές τους.
Οι επόμενοι μήνες προβλέπονται δύσκολοι: και οικονομικά, και ενεργειακά».
Την σκληρή πραγματικότητα περιγράφει παραπάνω και αναφωνεί: «Το θέμα είναι πώς θα τη βγάλουμε».
Θα τολμήσει να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, για να αναρωτηθεί: Ο τζίρος και οι εισπράξεις του καλοκαιριού φτάνουν για να περάσουν οι επιχειρήσεις τον χειμώνα;
«Νομίζω ότι δεν αρκούν» αποκρίνεται ο κ. Πολιουδάκης. «Θα υπάρχει πρόβλημα στην αγορά, γιατί όλες οι επιχειρήσεις έχουν πολλές μαζεμένες υποχρεώσεις. Μην ξεχνάμε ότι τα δύο προηγούμενα χρόνια υπήρχε αναστολή πληρωμών, την οποία τη βρίσκουμε μπροστά μας, όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή που ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις να τη γυρνάνε. Συν τις τρέχουσες υποχρεώσεις».
Δεν λησμονεί, επίσης, ότι με τη λήξη της τουριστικής περιόδου θα πέσει κατακόρυφα και ο τζίρος των εμπορικών καταστημάτων – όσων μείνουν ανοικτά. Διότι, οι ντόπιοι θα ιεραρχήσουν τις προτεραιότητές τους. Θα κοιτάξουν να διαθέσουν τα χρήματά τους στις άμεσες ανάγκες τους.
«Οι επιχειρήσεις θα έχουν ένα μεγάλο κόστος, το ενεργειακό, στην πλάτη κι ένα μεγάλο βάρος, των συσσωρευμένων υποχρεώσεων, να επωμιστούν» υπενθυμίζει το μέλος της Παγκρήτιας Ομοσπονδίας Εμπορικών συλλόγων.
Το προβληματίζει ιδιαίτερα το ποιοι απ’ τους συναδέλφους του θα μπορέσουν να τα εξοφλήσουν τα χρέη τους και ποιοι (και πώς) θα μπορέσουν να επιβιώσουν.
«Δυστυχώς, προβλέψεις κάνουν λόγο για μία περίοδο χειρότερη από εκείνη των μνημονίων» σημειώνει ο κ. Πολιουδάκης, εκφράζοντας το παράπονό του: «Βγήκαμε από μία δεκαετή κρίση, πολλοί περιμέναμε ότι η αγορά θα πάει καλύτερα. Μετά ήρθε ο κορονοϊός, έπειτα η ενεργειακή κρίση, ο πόλεμος και πληθωρισμός. Βλέπετε τί γίνεται…».
Το… φάντασμα του (πρόσφατου) παρελθόντος και η προτεινόμενη λύση
Την ανησυχία του, ότι η κοινωνικοοικονομική ατμόσφαιρα των επόμενων μηνών θα είναι πιο ασφυκτική και πιο ζοφερή απ’ τη σκοτεινή δεκαετία της οικονομικής κρίσης, την στηρίζει στο εξής επιχείρημα: «Μην ξεχνάμε ότι τότε δεν είχαμε τόσο πληθωρισμό. Δεν είχαμε την ενεργειακή κρίση για να ανεβαίνουν τόσο πολύ τα καύσιμα. Μακάρι να διαψευστώ και να μην γίνουν έτσι τα πράγματα. Ειδάλλως, θα έχουμε λουκέτα» προειδοποιεί.
Ακόμη και στο Ρέθυμνο, όπου το οικονομικό κραχ, όπως διατείνεται, την εποχή των μνημονίων ήταν σαφώς πιο ήπιο, σε αντιπαραβολή με την υπόλοιπη Ελλάδα.
«Φοβάμαι ότι εφέτος, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα έχουμε πολλά κλεισίματα» επαναλαμβάνει ο κ. Πολιουδάκης, βλέποντας κιόλας ότι «Δεν υπάρχει κάτι να αντιστρέψει αυτή την αρνητική πορεία».
Ουδείς γνωρίζει πότε θα κλείσει επιτέλους ο υπάρχων κύκλος της ακρίβειας.
«Ο κόσμος φοβάται. Και λίγα χρήματα να έχει στην άκρη, θα τα κρατήσει για μία ώρα ανάγκης, γιατί δεν ξέρει τί του ξημερώνει» συμπεραίνει το μέλος του Εμπορικού συλλόγου Ρεθύμνου, λέγοντας ότι με μαθηματική ακρίβεια οι ντόπιες επιχειρήσεις θα ζοριστούν, μια κι έχουν πολλές και μαζεμένες οικονομικές εκκρεμότητες.
«Λίγες επιχειρήσεις δανείζονται κι όσες δανείζονται το κάνουν με πολύ μεγαλύτερα επιτόκια» επισημαίνει ακόμα ο κ. Πολιουδάκης.
Και θα αναφέρει το προφανές: Κανένας έμπορος δεν μπορεί να ανεβάσει τα ύψη τις τιμές του, «Γιατί στο τέλος δεν θα ψωνίζει ο κόσμος. Δεν θα μπαίνει άνθρωπος στα μαγαζιά».
Η λύση βρίσκεται αλλού, σύμφωνα με τον ίδιο: στη μείωση της φορολογίας!
Αυτή είναι η πάγια θέση του: Μείωση της φορολογίας και φοροαπαλλαγές. Αν δεν συμβεί αυτό, «Δεν υπάρχει περίπτωση να επιβιώσουν οι επιχειρήσεις» δηλώνει και καταλήγει: «Το θέμα είναι το κράτος να μπορέσει να βοηθήσει (τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις) για τη θέρμανση και τα καύσιμα. Να δώσει κάποια επιδόματα και κάποιες παραπάνω επιχορηγήσεις στις επιχειρήσεις για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν και να διατηρήσουν τους υπαλλήλους τους. Εμείς εξάλλου ζητάμε επιδότηση της εργασίας και όχι της ανεργίας».