Αγέρωχος ο παπά Καλλέργης αντίκρισε το εκτελεστικό απόσπασμα
Στη θρυλική μάχη της Κρήτης δεν έλαβαν μέρος μόνον οι εναπομείναντες ικανοί να πολεμήσουν μεσήλικες και ηλικιωμένοι, αφού τα στρατευμένα παιδιά μας δεν είχαν προλάβει όλα να γυρίσουν από το μέτωπο μετά την κατάρρευση.
Είχαν και οι ρασοφόροι κυριευθεί από το πάθος να μην επιτρέψουν βεβήλωση της ιερής αυτής γης. Και παραμερίζοντας τα ιερά τους άμφια, πήραν το όπλο τους κι έσπευσαν στο πεδίο της τιμής.
Για τους περισσότερους υπάρχει μια έκθεση από τον μεγάλο αγωνιστή αλλά άγνωστο στους περισσότερους παπά-Αντώνη Ξυδάκη, αρχηγό αντάρτικης ομάδας και από τους στενούς συνεργάτες του Χρίστου Τζιφάκη. Και μόνο ότι η έκθεση που αξιολογεί τη δράση των ρασοφόρων φέρει την υπογραφή του, αποδεικνύει πόσο σεβαστή ήταν η γνώμη του και πόσο εμπιστευόταν την κρίση του ο αρχηγός του. Σημαντικό είναι επίσης ότι ο παπα-Αντώνης Ξυδάκης εισηγείται και για τα εύσημα που αξίζουν οι ήρωες αυτοί συλλειτουργοί του, ανάλογα με τη δράση που ανέπτυξαν.
Με βάση την έκθεση αυτή αλλά και από άλλες πηγές θα αναλύσουμε την προσωπικότητα και τη δράση ενός εκάστου από τους ήρωες εκείνους λειτουργούς του Υψίστου και αφοσιωμένους υπερασπιστές της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Ο παπά-Μανόλης Καλλέργης
Ας βάλουμε αρχή από τους μάρτυρες ιερείς, με τρανό παράδειγμα τον παπά-Μανόλη Καλλέργη από τη Λούτρα. Αυτός είναι γεγονός ότι από λάθος συνελήφθη. Αυτός που έβλεπαν οι Γερμανοί στα οπτικά ντοκουμέντα που είχαν συγκεντρώσει να τρέχει στη μάχη δεν ήταν ο παπά-Μανόλης αλλά ο Διονύσιος Ψαρουδάκης. Συνδυάζοντας όμως τόπο και ιδιότητα μπερδεύτηκαν και μπαίνοντας στη Λούτρα για τα αντίποινα που ακολούθησαν μετά τη θρυλική μάχη συνέλαβαν αμέσως τον ιερέα.
Θα μπορούσε βέβαια να σωθεί από την εκτέλεση μετά από μια επαναξιολόγηση των στοιχείων που τον ενοχοποιούσαν. Και αυτό φαινόταν εφικτό, μέχρι και την τελευταία στιγμή που έστηναν στον τοίχο τους συλληφθέντες. Για κακή τύχη όμως του παπα-Μανόλη σηκώθηκε το ράσο του όπως βάδιζε και φάνηκε η χακί γκιλότα που φορούσε.
Τότε ο επικεφαλής Γερμανός τον πλησίασε, σήκωσε το ράσο και του είπε ειρωνικά με τα σπασμένα του ελληνικά:«Απ’ όξω μαντάμ κι από μέσα καπετάν;».
Αμέσως μετά οι «ευγενείς ιππότες» κατά τον Ρίχτερ, έπεσαν πάνω στον γενναίο ιερέα κι άρχισαν να του τραβούν τα γένια και να τον χτυπούν. Με σπρωξιές τον έβαλαν και πάλι στη γραμμή και τον εκτέλεσαν μαζί με τους άλλους.
Διονύσιος Ψαρουδάκης
Από τους πρώτους μαχητές ρασοφόρους στη Μάχη της Κρήτης ήταν ο Διονύσιος Ψαρουδάκης.
Γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1880, στο Κεφαλοχώρι της Πηγής κι ήταν το δεύτερο αγόρι της οικογένειας Νικολάου και Χρυσής Ψαρουδάκη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Δημήτρης. Για την εποχή του ήταν ένα παιδί ιδιαίτερα ανήσυχο και ζωηρό. Έδειχνε εκτός από πείσμα και μια περίεργη για την ηλικία του λεβεντιά.
Με τα δεδομένα της εποχής είχε τελειώσει την Δ’ Δημοτικού αλλά η ευστροφία πνεύματος που διέθετε αναπλήρωνε χαρισματικά τις ελλιπείς γραμματικές του γνώσεις.
Από τα παιδικά του χρόνια τον γαλουχούσε το μεγαλείο του Αρκαδίου, λόγω της καλής γειτονίας με τα αδέλφια Ηρακλή και Μανόλη Μανελάκη που είχαν σωθεί από το ολοκαύτωμα.
Ήταν μόλις 17 χρόνων όταν πήρε μέρος στην τελευταία μάχη που έγινε μεταξύ Τούρκων και Κρητικών στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Πηγή, Μέση, Λούτρα, το 1897 υπό τον οπλαρχηγό Μαραγκουδάκη από τη Λούτρα.
Σ’ αυτή τη μάχη έδειξε απαράμιλλο θάρρος, σπάνιο σε μια τόσο νεαρή ηλικία.
Στις 24 Αυγούστου του 1904 εκάρη μοναχός, παίρνοντας το όνομα που του έδωσε ο Μητροπολίτης Διονύσιος Καστρινογιαννάκης. Την επομένη ακριβώς χειροτονείται ιεροδιάκονος, δείγμα και αυτοεκτίμησης του επισκόπου.
Η επανάσταση του Θερίσου φέρνει το Αρκάδι στο επίκεντρο, καθώς ορίζεται από την επαναστατική επιτροπή ως επαναστατικό κέντρο όλης της Κρήτης. Ο Μητροπολίτης Διονύσιος Καστρινογιαννάκης έχει μυηθεί στο μεταξύ στην Επανάσταση από τον ίδιο τον Βενιζέλο. Προβληματίζεται με ποιους να μοιραστεί το μεγάλο μυστικό. Μετά από σκέψη καταλήγει στον Δαμιανό Αποστολάκη, που ήταν αγράμματος και το νεαρό Διονύσιο Ψαρουδάκη που εκτελούσε και χρέη γραμματικού.
Εκτός από αποδέκτης των επαναστατικών μηνυμάτων, ο Διονύσιος γίνεται και υπέρμαχος της ιδέας της Ένωσης, ξεσηκώνοντας με τον πύρινο λόγο του τα χωριά του δήμου Αρκαδίου.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1909 χειροτονείται ιερομόναχος και το 1910 γίνεται μέλος του ηγουμενοσυμβουλίου.
Με την έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα ο Διονύσιος βρίσκεται στο κέντρο των επιχειρήσεων με αρχηγό τον Στυλιανό Κλειδή. Κι όταν αυτός πέφτει ηρωικά, εκτελεί τις εντολές του Χρίστου Μακρή και στη συνέχεια του Νίκου Ψαρρού.
Διακρίνεται για το θάρρος και την απίστευτη γρηγοράδα του. Σαν να είχαν τα πόδια του φτερά.
Αργότερα τον βλέπουμε να ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Βορείου Ηπείρου το 1914 και να ξαναζώνεται τ’ άρματα. Το σπουδαίο στην περίπτωση αυτή είναι ότι προφασίστηκε θέμα υγείας και έφυγε από το μοναστήρι με το πρόσχημα εγχείρισης που πρέπει να κάνει στην Αθήνα. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κι έτσι βρέθηκε να πολεμά για τα ιδανικά της φυλής. Κι όταν υψώθηκε στην Κορυτσά η γαλανόλευκη, ο Διονύσιος Ψαρουδάκης τιμής ένεκεν προέστη της δοξολογίας.
Γυρίζει νικητής και τροπαιούχος στο μοναστήρι, αφήνοντας πίσω του τον ηρωικό οπλαρχηγό. Αρχίζει και πάλι να ζει τον ήρεμο μοναχικό βίο ώσπου στις 14 Απριλίου του 1926 εκλέγεται παμψηφεί ηγούμενος μέχρι το 1930 και μετά το 1930 μέλος του ηγουμενοσυμβουλίου και με άλλη μία τετραετία ηγούμενος, εκτός από εκείνη της Γερμανοκατοχής που καθαιρέθηκε με απόφαση του Γενικού Στρατιωτικού Διοικητή Φρουρίου Κρήτης. Επί ηγουμενίας του το Αρκάδι αναγεννάται χάρις στις έντονες δραστηριότητές του.
Η Μάχη της Κρήτης τον βρίσκει να ξεσηκώνει πάλι τα χωριά για ν’ αντισταθούν.
Θέλουμε χώρο άπλετο για να περιγράψουμε όλες αυτές τις ιστορικές λεπτομέρειες που δείχνουν τον ηρωισμό του Διονυσίου. Δεν εξηγείται αλλιώς η λύσσα με την οποία οι Ναζί αναζητούσαν τον ρασοφόρο που έτρεχε στον κάμπο, ανεμίζοντας τα ράσα του κι έκανε τόσο ζημιά στους στρατιώτες τους. Και πλήρωσε ο ιερέας της Λούτρας επειδή ήταν ο μόνος ρασοφόρος πιο κοντά στην περιοχή των πολεμικών επιχειρήσεων. Όλοι οι πατριώτες κράτησαν το στόμα τους κλειστό. Κανένας δεν βοήθησε τους Γερμανούς να φθάσουν μέχρι τον Διονύσιο.
Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης «κοιμήθηκε» γαλήνια στις 8 Δεκεμβρίου του 1972. Την ημέρα της κηδείας του μια βαριά καταθλιπτική ατμόσφαιρα και μια καταχνιά σημάδευε το γεγονός. Αμέτρητα τα δημοσιεύματα και τα τηλεγραφήματα που τόνιζαν το βάθος αυτής της απώλειας. Και το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα:
Ο πρώτος ιερέας αλεξιπτωτιστής
Σειρά έχει ένας θρύλος που κοσμεί το πάνθεον των Ανωγειανών ηρώων. Πρόκειται για τον παπά-Γιάννη Σκουλά, τον πρώτο ιερέα κομάντο.
Γι’ αυτόν, εκτός από τον παπά – Ξυδάκη που τον συμπεριλαμβάνει στην έκθεσή του με τις σχετικές εισηγήσεις για τις τιμές που αξίζει να του απονεμηθούν έχει κάνει μελέτη σε βάθος ο γνωστός εκπαιδευτικός, ερευνητής και συγγραφέας κ. Γιώργος Καλογεράκης από το Ηράκλειο. Από την σπουδαία αυτή μελέτη θα αντλήσουμε στοιχεία.
Ο Παπαγιάννης Σκουλάς γεννήθηκε στο χωριό Ανώγεια Μυλοποτάμου το 1904. Πατέρας του ο Μανόλης Σκουλάς ή Κανόνης από τον οποίο πήρε και το παρώνυμο Κανονόπαπας. Μητέρα του η Μαρία το γένος Καλλέργη. Παντρεύτηκε την Καλλιόπη το γένος Ξυλούρη και απέκτησε εφτά παιδιά. Τον Μιχάλη, τον Γιώργο, την Αγάπη, την Τερψιχόρη, τον Αριστόδημο, τη Ζαφειρένια και τον Ευάγγελο.
Το 1923 χειροτονήθηκε ιερέας στον Ιερό Ναό της Παναγίας στο Περαχώρι Ανωγείων.
Στη μάχη της Κρήτης ο Παπαγιάννης Σκουλάς είναι από τους πρώτους που τρέχει στο πεδίο της τιμής. Ο θάνατος του αδελφού του στο μέτωπο της Αλβανίας οπλίζει το χέρι του και τον γεμίζει ορμή και απερίγραπτη ψυχική δύναμη.
Την πρώτη μέρα αγωνίζεται στο Ηράκλειο με ένα παλιοτούφεκο. Πολεμά στα περίχωρα (Γάζι, Τσαλικάκι, μετόχι Σφακιανάκη, Ντουράκη) αλλά κάποια στιγμή το ελαττωματικό ήδη όπλο του τον προδίδει.
Επιστρέφει στο χωριό του βρίσκει νέο οπλισμό και χωρίς να πάρει ανάσα, κατεβαίνει με άλλους χωριανούς του στο Λατζιμά όπου γίνονται οι πιο σκληρές μάχες με τους Γερμανούς Αλεξιπτωτιστές. Τη νύχτα της 28ης Μαΐου, μηχανοκίνητες Γερμανικές δυνάμεις, προερχόμενες από το Ρέθυμνο, κυκλώνουν τους μαχητές από τον Πάνω Μυλοπόταμο. Μαζί και ο παπά-Γιάννης Σκουλάς.
Αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν μέχρι τη γέφυρα Μουρτζανών και από κει να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μετά την κατάληψη του νησιού από τους ναζί ο Παπαγιάννης Σκουλάς ασχολήθηκε ενεργά με την περισυλλογή και διάσωση των συμμάχων στρατιωτών που είχαν μείνει πίσω. Για τη σημαντική του προσφορά έλαβε τιμητικό δίπλωμα το 1945 από τον Στρατάρχη Αλεξάντερ.
Η απελευθέρωση τον βρίσκει στην τιτάνια προσπάθεια να επανέλθει η τάξη στο νησί.
Τα ράσα που είχε βγάλει για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του ως κομάντος δεν τα ξαναφόρεσε ποτέ, παρά την παραίνεση του Μητροπολίτη Αθανασίου Αποστολάκη.
Ούτε και ο Επίσκοπος Αρκαδίας και μετέπειτα Κρήτης Ευγένιος κατάφερε να τον πείσει.
Αμέτρητες είναι οι διακρίσεις και τα παράσημα που έλαβε. Η μεγαλύτερη ήταν από τον Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιο τον ΣΤ’, που χορήγησε στον Παπαγιάννη Σκουλά το Αξίωμα του Επίτιμου Μέλους του Πολιτικού Τμήματος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Το παράσημο του παραπάνω αξιώματος απονεμήθηκε στον Παπαγιάννη Σκουλά σε τελετή της Αγγλικής Πρεσβείας στην Αθήνα από τον πρέσβη Νόρτον.
Κι όμως ο λεβεντόκαρδος αυτός παπάς έκανε και κάτι πιο σπουδαίο που δείχνει πόσο αγνός πατριώτης ήταν. Μετά την καταδίκη και τον απαγχονισμό των Κυπρίων Καραολή και Δημητρίου το 1955, επιστρέφει στους Άγγλους όλα τα παράσημα που του είχαν δώσει για τις υπηρεσίες του στον αγώνα.
Παραδίδοντας τα παράσημα αυτά στον ίδιο τον πρόξενο στα Χανιά του είπε:
«Κύριε πρόξενε αγωνιστήκαμε μαζί και εχύσαμε το αίμα μας για την ελευθερία των λαών. Τώρα οι αδελφοί μας Κύπριοι ζητούν από εσάς την ελευθερία τους κι εσείς τους σκοτώνετε και τους κρεμάτε. Αυτός ήταν ο αγώνας μας για την ελευθερία; Αυτά τα παράσημα μου τα έχετε δώσει για αυτό τον αγώνα. Αυτά δεν ανήκουν σε μένα πια και σας τα επιστρέφω».
Και τα βγάνει από την τσέπη του και τα δίνει στον Άγγλο πρόξενο που κάτι πήγε να ψελλίσει καταφανώς αιφνιδιασμένος…
Αυτός ήταν ο Παπαγιάννης Σκουλάς που όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, ήταν «Η προσωποποίηση της τιμιότητος, γενναίος γενναιόδωρος και καλός άνθρωπος και η λεβεντιά του ήταν πηγή εμπνεύσεως για όλους μας σε εκείνες τις σκοτεινές μέρες. Τον τιμούσαν και τον αγαπούσαν όλοι όσοι τον εγνώριζαν».
Γαβριήλ Κλάδος
Κατά το έτος 1910 γεννήθηκε στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Μυλοποτάμου ένα αγόρι, που οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα Αντώνης.
Ήτανε ο Αντώνης ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου, που είχε ριζώσει σαν αγριοκυπάρισσος εκεί στα Λιβάδια, μέλος αξιόλογο κι αυτός της μεγάλης γενιάς των Κλάδων, που μέχρι και σήμερα, στον κάθε ιστορικό σταθμό της πατρίδας μας, δεν παρέλειψε να δώσει κι εκείνη αξία το παρόν της.
Γράμματα ο Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε στο σχολείο, γιατί μόλις που είχε αρχίσει να πηγαίνει ένας δάσκαλος που μόνο αφελή μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς, τον ανάγκασε κάποια μέρα να πει μια λέξη που στη γλώσσα του δεν έστρωνε. Στο άκουσμά της, τα παιδιά όλα του σχολείου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και μαζί τους και ο δάσκαλος.
Ο μικρός Αντώνης μπροστά σε τέτοιο «ξεγιβέντισμα» πήδησε από το παράθυρο, έφυγε σαν άλλος Πατούχας στα βουνά, με την απόφαση κι εκείνος να μην ξαναδιασκελίσει το κατώφλι του σχολείου.
Κι αλήθεια στο σχολείο δεν ξαναπάτησε, βρήκε όμως αργότερα τρόπο, να μάθει μόνος του να διαβάζει, και κάποιος φίλος μου που έτυχε να τον γνωρίσει κάποιο πρωινό που ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι κι ακούσαμε τις απόψεις του σε γενικά και ειδικά θέματα και έμαθα αργότερα πως στο σχολείο δεν είχε πάει, μου είπε χαρακτηριστικά:
– Γιατί να μην έχει πάει μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου για να κυβερνά σήμερα την Ελλάδα!!!
Και ο υψηλών προδιαγραφών επιστήμονας φίλος μου πίστευε απόλυτα στα λόγια του.
Ο νεαρός λοιπόν Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Μα σάμπως είναι και ο μόνος αυτή την εποχή;
Εξάλλου το επάγγελμα του βοσκού που διάλεξε μόνο του, δεν είχε και τόση ανάγκη από γράμματα. Τον έφτανε μόνο εκείνο που από τα χαρακτηριστικά και μόνο μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τα δικά τους αιγοπρόβατα, να αρμέγει και να τυροκομά από τότε που ήτανε ακόμα μικρός, να ρίχνει στο σημάδι και να μένει ανίκητος στο πάλεμα, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του.
Δεν ξέρουμε αλήθεια ποιοι παράγοντες συντελέσανε για να σκεφτεί και να αποφασίσει ο Αντώνης τη μοναχική ζωή. Φαίνεται όμως πως κοντά στ’ άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό και η μνήμη κάποιου ήρωα, που ο μικρός Αντώνης ένοιωθε την τραγική μορφή του να πλανάται μέσα και γύρω από το σπίτι τους, κι ας μη τον είχε γνωρίσει εκείνος ποτέ.
Πρόκειται για τον θείο του Γαβριήλ Κλάδο ηγούμενο του Αρσανίου, που στις 5 Μαρτίου 1897 έπεσε πολεμώντας ηρωικά στην πολυθρύλητη μάχη του Μαρουλά.
Πήγε λοιπόν κι ο Αντώνης Κλάδος στο ιστορικό Αρκάδι, φόρεσε το τζουμπέ του μοναχού και πήρε καλογερικό όνομα, το όνομα του θείου του Γαβριήλ (Γαβρίλης), που για το Αρκάδι δεν πάει να είναι και το όνομα του θρυλικού Ηγούμενου – Πυρπολητή στην επανάσταση του 1866 Γαβριήλ Μαρινάκη.
Αργότερα του ανατέθηκε από το «Ηγουμενικό συμβούλιο» η αρμοδιότητα του «κουραδονόμου» δηλ. του καλόγερου εκείνου που έπρεπε να φροντίζει για τα κοπάδια του μοναστηριού (φύλαξη των ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, προώθηση για πούληση τυριών και ζώων).
Η έντονη προσωπικότητά του, οι αμέτρητες γνωριμίες του, οι τόσοι και τόσοι φίλοι του κι εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που διαπερνούσε τη σκέψη κι έβρισκε ολοκάθαρη την αλήθεια, αδιάφορο από τι του έλεγε όποιος συνομιλούσε μαζί του, προστάτεψαν χρόνια και χρόνια τα κοπάδια του μοναστηριού.
Μα ο αγράμματος υποτίθεται Γαβρίλης γίνεται με το καιρό διάσημος. Το ανάστημά του, η λεβεντιά του, το αρρενωπό παράστημά του, κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα του εντυπωσιάζουν. Όποιος φτάσει στο μοναστήρι κι έχει κάτι ακούσει για λόγου του, επιθυμεί να τον γνωρίσει.
Κι εκείνος με ευχέρεια Ευρωπαίου διπλωμάτη δέχεται τους πάντες και συνομιλεί με υπουργούς και πρωθυπουργούς, με βιομηχάνους και εφοπλιστές, με λόγιους και συγγραφείς με την ίδια ευκολία που, κουβεντιάζει με τους απλούς χωρικούς, τους άλλους καλόγερους, τους βοσκούς του μοναστηριού.
Είχανε ισχυρισθεί πολλοί απ’ εκείνους που τον είχανε γνωρίσει από κοντά πως ο φόβος και η δειλία ήτανε αισθήματα άγνωστα σε κείνον.
Τα χρόνια περνούσαν, η πείρα πρόσθετε μέρα με τη μέρα στη μάθησή του, και η δυνατή αντίληψη του ήτανε έτοιμη στην κάθε περίπτωση να κρίνει και να διαλέξει το σωστό. Ο ορθολογισμός που οι άλλοι αποκτούνε με πολύχρονες μελέτες και μεγάλες προσπάθειες, είχε γίνει κτήμα δικό του από κάποια θεία φύση.
Έζησε στο μοναστήρι πάνω από μισό αιώνα. Γνώρισε κόσμο και κόσμο, απόκτησε φίλους, από ανθρώπους άσημους κι απλοϊκούς, μέχρι διάσημους και πολυτάλαντους κι όλους αυτούς τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε. Πίστευε πως για τον καθένα οι φίλοι είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας.
Πηγές:
Εύας Λαδιά: Οι Κατσαντώνηδες του Άνω Μέρους
Γιώργη Καλογεράκη: Ιστορική έρευνα με απόλυτα τεκμηριωμένα στοιχεία για τη δράση των Ανωγείων στην Αντίσταση και ιδιαίτερα του Παπαγιάννη Σκουλά.
Δημήτρη Κλάδου: Ο μοναχός Γαβριήλ Κλάδος (εφημερίδα Μυλοποταμίτικα Νέα).
Έκθεση Αντωνίου Ξυδάκη ιερέως για τους ρασοφόρους στην αντίσταση (αρχείο του εγγονού του Αντωνίου Ξυδάκη
Politistiko-rethymno.org Ενότητα Μάχη της Κρήτης)
Μαρτυρία Γιώργη Σμπώκου, πρώην δημάρχου Ανωγείων για τον Παπαγιάννη Σκουλά, στην ομώνυμη ταινία της Εύας Λαδιά «Η Μάχη της Κρήτης- Απάνθισμα Μεγαλείου».
Έκθεση Αντωνίου Ξυδάκη ιερέως αγωνιστή εθνικής αντίστασης (αρχείο Αντώνη Ξυδάκη εγγονού του ήρωος).
Κώστα Μυγιάκη: Διονύσιος Ψαρουδάκης (αναλυτική βιογραφία)
Εύας Λαδιά: Διονύσιος Ψαρουδάκης ο «ντουφεκόπαπας»