Διαβάζουμε και φρίττουμε με την κατάντια της πολιτικής. Δεν είναι τωρινό το φαινόμενο. Και πριν από κάποια χρόνια μας ξάφνιασαν δυσάρεστα παρόμοια γεγονότα. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Και δεν ήταν λίγοι οι Ρεθύμνιοι πολιτικοί που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους με αυταπάρνηση στον τόπο τους χωρίς αντάλλαγμα.
Έτσι λοιπόν για να πάρει μια ανάσα ο νους μας που υποφέρει από τη δυσωδία τόσων σκανδάλων, ας θυμηθούμε τους ανάργυρους πολιτικούς που δικαίωσαν το ρεθεμνιώτικο φιλότιμο. Πολιτικοί όπως αυτοί που θα δούμε παρακάτω.
Νικόλαος Ασκούτσης: Ένας απλός, αλλά σπουδαίος άνθρωπος
Από τους πολιτικούς που πρόσφεραν έργο στο Ρέθυμνο είναι και ο Νικόλαος Ασκούτσης. Γεννήθηκε το 1888 ή, σύμφωνα με άλλες πηγές, το 1890 ή το 1892. Καταγόταν από το Μελιδόνι και ήταν συγγενής της οικογένειας Μοάτσου. Ο πατέρας του Χαρίλαος ήταν από τα εξέχοντα πρόσωπα της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας. Η μητέρα του Όλγα ήταν το γένος Δ. Χιονάκη.
Ήταν μικρό παιδί όταν έπεσε από δέντρο και το χτύπημα του στοίχισε το δεξί του χέρι. Η έλλειψη της κατάλληλης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης εκείνης της εποχής ευθύνεται γι’ αυτό. Με τα μέσα της εποχής αργότερα προσπάθησε να καλύψει αυτή την αναπηρία και να ξεπεράσει με θάρρος αυτή τη δοκιμασία για ένα νέο άνθρωπο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν εκείνος που τον έφερε πολύ κοντά του και τον ενέπνεε ιδεολογικά. Ήταν φυσικό να τον ακολουθήσει από το κίνημα της Θερίσου μάλιστα.
Σπούδασε νομικά και αρχικά δικηγόρησε στο Ρέθυμνο, όπου και διακρίθηκε ως ποινικολόγος. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν τον άφησε όμως να συνεχίσει τη δικηγορία. Θέλησε να τον έχει κοντά του ως κρατικό λειτουργό. Έτσι το 1917 τον διόρισε νομάρχη Λαμίας και στη συνέχεια νομάρχη Ρεθύμνου. Υπηρέτησε επίσης ως Νομάρχης Αττικής.
Άρχισε να πολιτεύεται στο Ρέθυμνο με το κόμμα των Φιλελευθέρων.Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στις εκλογές του 1923. Ήταν υποψήφιος πάλι στο Ρέθυμνο στις εκλογές του 1926, με την Ένωση Φιλελευθέρων αλλά δεν εξελέγη, καθώς συγκέντρωσε 1.893 ψήφους. Ωστόσο, επανεκλέχθηκε στις εκλογές του 1928, του 1932 και του 1933 ξανά με το κόμμα των Φιλελευθέρων.
Υπηρέτησε ως υπουργός-γενικός διοικητής Κρήτης από τις 22 Δεκεμβρίου 1930 ως τις 26 Μαΐου 1932, στην κυβέρνηση Βενιζέλου.
Ο Νικόλαος Ασκούτσης αν και φαινόταν χαμηλών τόνων άνθρωπος έκρυβε μια γενναία ψυχή.
Κατά τη Μάχη της Κρήτης συνελήφθη από τους Ναζί στη Μονή Αρκαδίου, όπου είχε καταφύγει, και μεταφέρθηκε αρχικά στο Ρέθυμνο.
Αργότερα τον μετέφεραν στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συνέχισε να μένει στην πρωτεύουσα και ήταν μέλος της ΠΕΕΑ (Γραμματέας Συγκοινωνίας) της «Κυβέρνησης του Βουνού» του Αλέξανδρου Βώλου, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του ΕΑΜ στη Βίνιανη της Ευρυτανίας στις 10 Μαρτίου του 1944 και αυτοδιαλύθηκε λίγο πριν την απελευθέρωση, στις 9 Οκτωβρίου 1944. Το 1944 ο Νικόλαος Ασκούτσης, έφυγε στο Κάιρο ως εκπρόσωπος της ΠΕΕΑ.
Ως μέλος του ΚΚΕ ήταν μέλος της εξόριστης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου ως υπουργός Συγκοινωνίας, από τις 2 Σεπτεμβρίου ως τις 18 Οκτωβρίου 1944 και ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων, από τις 23 Οκτωβρίου ως τις 2 Δεκεμβρίου 1944.
Στις εκλογές του 1951 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών εκπροσωπώντας το χώρο της Αριστεράς.
Μερίμνησε ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι στο Ρέθυμνο (όπως ο δρόμος Ρεθύμνου-Αμαρίου) και κτίρια όπως των Φυλακών (σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο), το Τελωνείο και ο Οίκος Παιδείας του γυμνασίου Αρρένων στην πόλη, σημερινό 1ο Γενικό λύκειο.
Πέθανε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1955, έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια, αλλά η κηδεία του έγινε στο Ρέθυμνο, όπου η σορός του μεταφέρθηκε αεροπορικώς
Χαρακτηριστικός ο επικήδειος που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα», στις 13 Νοεμβρίου 1955 και αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Ένας άνδρας με καρδιά και με ανθρωπιά, αυτός ήταν ο Ασκούτσης που έλειψε από χθες από ανάμεσά μας.
Το ήθος είναι εκείνο που προ πάντων τον εστόλιζε. Αγωνιστής από τα μικρά του χρόνια δεν ήταν μόνο ένας δημοφιλής πολιτικός που έκαμε πολλά για τον τόπο του και πέθανε φτωχός, ήταν κάτι περισσότερο από κάτι διάφορο. Αγαπούσε αυτός το λαό με απλότητα και χωρίς επιτήδευση, αλλά τον αγαπούσε αληθινά και βαθειά. Δεν απομακρύνθηκε από κοντά του, τον εσυντρόφεψε στις μαύρες μέρες της Κατοχής, είδε το χάρο με τα μάτια του στις φυλακές της Αγιάς. Εξυπηρέτησε τον λαό όσο μπορούσε, βουλευτής, υπουργός και δεν εβαρυγνώμησε όταν αδικήθηκε.
Με το ένα πόδι στον τάφο ετοιμαζόταν ίσα με προχθές να μπει πάλι στην υπηρεσία του λαού. Κοιτάζοντας μακρύτερα και ακούοντας μόνο την πατριωτική καρδιά του, μη λογαριάζοντας όσες πικρίες μπορούσαν να επακολουθήσουν τράβηξε μια στιγμή έναν άλλο δρόμο.
Και σε ηλικία που οι άνθρωποι γίνονται συνήθως πιο συντηρητικοί ένιωσε το σφρίγος νέων ιδεών. Πάλι από αγάπη προς τον λαό, αλλά κι επειδή είχε έμφυτη την παλικαριά επειδή έτσι είδε το πατριωτικό του καθήκον, επειδή ήταν μεγαλωμένος στη σκιά του Αρκαδιού, επειδή ήταν θρεμμένος από το ριζοσπαστισμό του Βενιζέλου, επειδή αληθινά τον εσυγκινούσε κάθε προοδευτική αντίληψη.
Και πήραμε μαζί το δρόμο του βουνού. Με όσα πέρασε ο Ασκούτσης στα τριάντα τόσα χρόνια της δημόσιας ζωής του, μόνο φωτεινά ίχνη άφησε…».
Αυτός ήταν στη ζωή του ο Νικόλαος Ασκούτσης. Ένας απλός, αλλά σπουδαίος άνθρωπος.
Γεώργιος Ανδρεδάκης (Ανδρεδής): Υπηρέτησε με ανιδιοτέλεια τον τόπο του
Αν δεν ήταν γιατρός θα μπορούσε να είναι ένας λαμπρός δικηγόρος Γεγονός είναι ότι ο Γεώργιος Ανδρεδάκης ή Ανδρεδής, θα μπορούσε να επωνομαστεί ο «Μπέρναρ Σω» της επιστημονικής κοινότητας του Ιπποκράτη λόγω της ευφυέστατης ετοιμολογίας του με ατάκες που έμειναν ιστορικές. Σαν γιατρός ήταν κορυφαίος στον καιρό του, ανάργυρος ωστόσο και ανθρωπιστής. Σαν πολιτικός παθιασμένος με τα θέματα του τόπου του και άξιος εθνοπατέρας. Ίσως γι’ αυτό και να περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, χωρίς έσοδα, με τη διακριτική βοήθεια του φίλου του Ελευθερίου Βενιζέλου και πέθανε πάμπτωχος.
Ο Κώστας Μαμαλάκης μας τον περιγράφει σαν έναν άνδρα κοντό στο ανάστημα, απλό στους τρόπους, που αν τον έβλεπες μόνο του, χωρίς να μιλά, θύμιζε περισσότερο βιοπαλαιστή μικρονοικοκύρη. Όταν όμως έσμιγε με συναδέλφους του ή όταν έκανε διάγνωση έλαμπε ολόκληρος. Λες και μεταμορφωνόταν. Πότε ο ευγενικός και μειλίχιος αυτός άνθρωπος εκνευριζόταν το καταλάβαιναν όσοι τον γνώριζαν όταν άρχιζε να μιλά με βαριά κρητική προφορά.
Πολιτευόταν στο Αμάρι που υπεραγαπούσε αλλά και οι Αμαριώτες τον λάτρευαν. Είχε πάντα εκείνη την Αμαριώτικη περηφάνια και αρχοντιά που τον έκανε ακατάδεχτο σε πληρωμή ιδιαίτερα αν προερχόταν από άπορο ή μεροκαματιάρη. Εύρισκε τρόπο να αρνηθεί τα χρήματα χωρίς όμως να προσβάλει το φιλότιμο ασθενή. Είχε μια άνεση να εντοπίζει τη ρίζα του προβλήματος σε κάθε περίπτωση ασθενή κι έκανε άριστη διάγνωση. Ήταν στον καιρό του από τους κορυφαίους γιατρούς.
Οι πράξεις του γενικά είχαν κάτι το χαριτωμένα παράδοξο. Πολλές ιστορίες έμειναν να τον θυμίζουν μέσα από την προφορική παράδοση
Λέγεται πως κάποιος χωριανός του και φυσικά ψηφοφόρος του γύρισε από την αιχμαλωσία της Μικράς Ασίας σε κακό χάλι. Συνέφερε κάπως, αλλά το βηχαλάκι του έγινε μόνιμο.Τον άκουσε μια μέρα ο Ανδρεδής καθώς περνούσε δίπλα του και δεν του άρεσε ο βήχας.
Με τη γνωστή του σιγουριά που έδινε θάρρος στην ασθενή του είπε για προληπτικούς λόγους να περάσει από το ιατρείο του να τον ακροαστεί.
Έτσι κι έγινε.Πάει ο ανθρωπάκος στο ιατρείο, γδύνεται όπως του ζήτησε ο γιατρός κι αφέθηκε στην εξέταση που ξεκίνησε με τον κλασσικό τρόπο της επίκρουσης με τα δάχτυλα.
« Ε ….Ας παίξωμενε και μια ουλιά νταμπούρλο συντεκνάκι του είπε για να διασκεδάσει την αγωνία του άλλου.
Κολλά ύστερα τ’ αυτί του στην πλάτη του ασθενούς γιατί ως γνωστόν δεν καταδεχόταν ποτέ να χρησιμοποιήσει ακουστικά έχοντας ακλόνητη εμπιστοσύνη στην ακοή του. Και τον αρχίζει στο βήξε ανάπνεε, βήξε ανάπνεε και ξαναβήξε.
Κάποτε τέλειωσαν.
– Ε κύριε γιατρέ ν ‘ ακούσομε τώρα και τα χαμπάρια, λέει με μισή φωνή ο ασθενής.
Κι ο Ανδρεδάκης με απόλυτη φυσικότητα.
-Δεν έχεις μπρε συ πράμα. Φθίση έχεις.
Ο ασθενής τάχασε με την αταραξία του άλλου.
-Μα γιατρε δι’ όνομις του χυλού μη με παίζεις. Ιντα χω;
-Φθίση μωρέ δεν άκουσες;
-Και το λες με τόση άνεση;
-Γιάντα μωρέ ξεσπαθώνει ο Ανδρεδής; Δεν είναι πράμα. Μην είσαι «κουρκουζάνης». Θα πας στα ριζά του Ψηλορείτη στο Παρδί, θα πίνεις «χουμά» μπόλικο από το Μιτάτο και σε δυο μήνες θα γενείς παρδί.
Ο ασθενής που ήξερε και γράμματα έφυγε με μαύρη καρδιά από του γιατρού. Εκείνη την εποχή η φυματίωση θέριζε. Έκανε όμως ότι του είπε και πράγματι σε λίγο καιρό ήταν μια χαρά!
Ο Γεώργιος Ανδρεδάκης διέγραψε λαμπρή πολιτική καριέρα πλάι στο Βενιζέλο κι υπηρέτησε με ανιδιοτέλεια τον τόπο του. Δεν απέκτησε ποτέ περιουσία. Κι έμεινε τόσο πτωχός που μέχρι το 1933 που πέθανε τον συντηρούσε διακριτικά ο φίλος του Ελευθέριος Βενιζέλος για να μην προσκρούσει στην παροιμιώδη περηφάνια του. Σημασία έχει πως άφησε μνήμη αγαθή έντιμου πολιτικού, γιατί ανήκε πραγματικά στην κατηγορία των πολιτικών εκείνων που έδιναν κύρος στο ελληνικό κοινοβούλιο προκαλώντας βαθύτατο σεβασμό στους ψηφοφόρους τους.
Γεώργιος Τσουδερός: Παράδειγμα άριστου επιστήμονα και αξιοπρεπούς ανθρώπου
Από τους εκλεκτούς της ιστορικής οικογένειας των Τσουδερών ένας ακόμα Γεώργιος. Αυτός ήταν γιατρός και λαοφιλέστατος.
Είχαν να λένε για τη συνέπεια και την αξιοσύνη του, την επιστημοσύνη και τη φιλανθρωπία του, την καλοσύνη και την αξιοπρέπειά του. Αρκεί να διαβάσει κάποιος στον τοπικό τύπο τα δημοσιεύματα μετά τον θάνατό του για να εκτιμήσει την αξία του ανδρός.
Για τον ανάργυρο γιατρό έγραφαν σχετικά:
«Είναι σπάνιες οι στιγμές που ολόκληρος ο λαός ενός τόπου συγκλονίζεται από μια είδηση. Όπως είναι λίγοι οι άνθρωποι που δένονται τόσο σφιχτά μ’ ένα τόπο.
Και μια τέτοια είδηση ήταν ο θάνατος του Γιώργη Τσουδερού του γιατρού που το μαντάτο του τύλιξε και έσφιξε την καρδιά του κάθε Ρεθεμνιώτη.
Γιατί εκείνος ήταν η ψυχή του Ρεθύμνου. Ο γιατρός του, ο προστάτης και ο παρηγορητής του.
Γοργά το κακό μαντάτο ξαπλώθηκε στον μικρό τόπο.
Πέθανε ο γιατρός Τσουδερός. Και ξεκίνησε ο κόσμος από τα χωριά και τις συνοικίες από τα σοκάκια και τους μαχαλάδες.
Γέροι και νέοι, γριές και μανάδες.
Ήρθαν. Ήρθαν να δουν να μάθουν αν ήταν αλήθεια.
Θρηνεί το Ρέθυμνο τον άδικο χαμό του.
Θρηνούν οι άνδρες θρηνούν οι γυναίκες, θρηνούν και τα παιδιά.
Σπαράζουν σαν φιλούν το χέρι που τους χάριζε της παρηγοριάς το χάδι στου πόνου το κρεβάτι.
– Γιατρέ Τσουδερε γιάντα να πεθάνεις;
– Γιατρέ μη σε πικράναμε; Μη σε βαρυκαρδίσαμε;
– Μπορεί Γιατρέ αχάριστα εμείς αν σου φερθήκαμε,
μα πριν από Βουλευτή, σε θέλαμε Γιατρό μας.
Πατέρα και προστάτης μας στον πόνο, στον καημό μας.
– Το κυπαρίσσι έπεσε! Έσβησε και ο φάρος!
– Θρηνεί σήμερα το Ρέθυμνο στο νηοσκαμμένο τάφο!
– Έσβησες, Συ, και έσβησε μαζί σου η ψυχή του.
– Έφυγες και κουτσούρεψες την πιο ψηλή κορφή του.
– Απέθανες και πέθανε μαζί σου η αρχοντιά του.
– Πήρες μέσα στον τάφο σου όλη την ανθρωπιά του.
Ο γιατρός γεννήθηκε το 1896 στα Χανιά, όπου βρισκόταν τότε η οικογένειά του.
Ο πατέρας του ήταν επίσης ιατρός και χρημάτισε γενικός αρχηγός της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, βουλευτής της Κρητικής Πολιτείας και σύμβουλος του Πρίγκηπος Γεωργίου.
Μετά το πέρας των γυμνασιακών σπουδών του, ο Γεώργιος γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Κοντά στο πτυχίο άρχισαν οι περιπέτειες της Ελλάδας στα μέτωπα. Το χρέος αυτό γινόταν στόχος ζωής για κάθε νέο πατριώτη. Έτσι και ο Γεώργιος Τσουδερός μόλις πήρε πτυχίο, κατατάχτηκε στο στρατό και υπηρέτησε ως ανθυπίατρος στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.
Το 1924 με το απολυτήριο στην τσέπη έφυγε και πήγε στο Παρίσι με στόχο την ειδίκευση στην Παθολογία και την Μικροβιολογία. Γύρισε το 1926 και εγκαταστάθηκε πια μόνιμα στο Ρέθυμνο.
Όπως κάθε ενεργός πολίτης ο Τσουδερός δεν έμενε αδιάφορος στα κοινά. Έτσι το 1932 ο ένθερμος ζήλος του για την προώθηση των τοπικών ζητημάτων τον οδηγεί στη πολιτική όπου μαζί με τον Ανδρέα Παπαδάκη και τον Νικόλαο Ανδρουλιδάκη σχηματίζει τον Ανεξάρτητο συνδυασμό Νέων του κόμματος των Φιλελευθέρων.
Σε κείνη την εκλογική αναμέτρηση έχασε για λίγες μόλις ψήφους την έδρα. Κατάφερε να επιβληθεί όμως στον αείμνηστο Ελευθέριο Βενιζέλο, ώστε να τον περιλάβει το 1933 στον επίσημο συνδυασμό του όπου και εκλέγεται ο πρώτος βουλευτής.
Το 1946 εκλέγεται βουλευτής του κόμματος των Φιλελεύθερων, αλλά και κατά τις εκλογές του 1950 και 1951.
Το 1951 η βουλή των Ελλήνων τον ανακηρύσσει Α. αντιπρόεδρό της.Το 1956 και 1958 συνεργάζεται με τον ΕΡΕ.
Πρώτος ανακίνησε το ζητήματα του Κουρταλιώτη και του χαρουποεργοστασίου και ως πρόεδρος της λιμενικής επιτροπής προώθησε το ζήτημα της κατασκευής του λιμένος Ρεθύμνης.
Ιδιαίτερα για τον Κουρταλιώτη είχε τόσο πάθος που συχνά αρθρογραφούσε χρησιμοποιώντας αυτό το ψευδώνυμο.
Δυστυχώς για τον βουλευτή Γεώργιο Τσουδερό εκλεγόταν σε εποχές στείρες δυνατοτήτων για να προωθήσει αποτελεσματικά τα θέματα του νομού. Ήταν όμως ένας δυναμικός εκπρόσωπος του νομού.
Δημοσίευσε πλήθος μελετών και άρθρων στις τοπικές εφημερίδες όπου με αντικειμενικότητα και ρεαλισμό ανέπτυσσε ριζοσπαστικές απόψεις για την επίλυση των τοπικών ζητημάτων και δημιουργία έργων πνευματικής, οικονομικής πολιτιστικής και τουριστικής ανάπτυξης του νομού μας.
Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή. Το βιβλίο του για την καταπολέμηση της ελονοσίας και της ανάγκης Κρατικής Κοινωνικής Πρόνοιας έτυχε θερμής υποδοχής από τον επιστημονικό κόσμο.
Επίσης ενδιαφέρθηκε για την λαογραφία του τόπου του και δημοσίευσε σειρά άρθρων λαογραφικού περιεχομένου.
Ο Τσουδερός είχε μια ευρυμάθεια γνωστή σε όλους και μια δίψα για συνεχή ενημέρωση. Η γνώμη του βάραινε σε κάθε ζήτημα.
Διηγούνται σχετικά ένα περιστατικό που δείχνει πόσο υπολόγιζαν την άποψή του σε κρίσιμα ζητήματα.
Σε μια δίκη κρινόταν η τύχη κάποιων ανθρώπων και η ακροαματική διαδικασία μπέρδεψε περισσότερο τους δικαστές παρά τους διευκόλυνε για να κάνουν σωστή αξιολόγηση των στοιχείων. Επειδή το ζήτημα ήταν επιστημονικού ενδιαφέροντος κάλεσαν αμέσως τον Γεώργιο Τσουδερό για να βοηθήσει.
Εκείνα τα χρόνια οι δίκες δεν είχαν συγκεκριμένη ώρα διακοπής. Προχωρούσαν ανάλογα με τη σοβαρότητα των καταθέσεων.
Ο Γεώργιος Τσουδερός ήταν εκείνη την ώρα στο νοσοκομείο υπηρετώντας το καθήκον στον άρρωστο. Όταν έλαβε την πρόσκληση των δικαστών έσπευσε χωρίς βέβαια να ξέρει την υπόθεση. Έτσι χωρίς καμιά προετοιμασία ζήτησαν να γνωμοδοτήσει. Κι εκείνος έδωσε αμέσως λύση με σαφήνεια και θαυμαστή ικανότητα τεκμηρίωσης της άποψής του αυτής.
Αυτός ήταν ο Γεώργιος Τσουδερός. Ήξερε κυρίως να στέκεται στο ύψος των περιστάσεων.
Οι εκλογές του 1958 του χάρισαν τη μεγαλύτερη πίκρα. Εκείνος όμως όπως το συνήθιζε δεχόταν με μεγάλη αξιοπρέπεια τις κακές στιγμές. Ενώ οι φίλοι του ντρέπονταν και να τον αντικρίσουν εκείνος με πηγαίο χαμόγελο κι «έξω καρδιά» τους επανέφερε στην τάξη. Δεν ήταν και για θάνατο μια εκλογική αποτυχία. Έτσι έκρινε ο λαός. Πάντα ανώτερος ο Γεώργιος Τσουδερός. Και πρότυπο πολιτικής ηθικής.
Εκεί στο καθήκον, Φεβρουάριο του 1963, βρήκε ο θάνατος τον Γεώργιο Τσουδερό, ενώ υπηρετούσε τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Έτσι έφυγε απροσδόκητα σε ηλικία 67 χρόνων ένας πραγματικός ιεραπόστολος στη ζούγκλα της ζωής, όπως τον χαρακτήριζε εύστοχα ο χρονογράφος της εποχής.
Ένα λαμπρό παράδειγμα άριστου επιστήμονα, ανάργυρου γιατρού και αξιοπρεπούς ανθρώπου.