Γεώργιος Ι. Λιονής – Γεώργιος Μελισσουργός
Ο ευλογημένος αυτός τόπος έχει για πολλά παιδιά του να καυχηθεί. Κι όμως σπουδαίοι άνθρωποι χάνονται στην αφάνεια. Το χωριό τους μόνο τους ξέρει και τους τιμά, ενώ μπροστά στο μεγαλείο τους θα μπορούσε να υποκλιθεί η ανθρωπότητα.
Ο Γεώργιος Ι. Λιονής γεννήθηκε το 1916 στο Κάτω Βαλσαμόνερο. Από μικρός έδειχνε μια προσήλωση στις ιστορίες των παππούδων που υμνούσαν την ελληνική λεβεντιά και ένοιωθε μέσα του μια παράξενη ευτυχία ξέροντας πως η γενιά του ήταν από τις πιο μπαρουτοκαπνισμένες του νησιού σε όλες τις επαναστάσεις. Κοιτούσε τα όπλα με ένα ξεχωριστό σεβασμό σαν να έβλεπε τα ιερά και όσια της φυλής. Ο πόλεμος του ’40 τον βρήκε να πολεμά πλάι στον Αριστείδη Παναγιωτάκη, που του έδειχνε μια ιδιαίτερη εύνοια απόλυτα δικαιολογημένη. Είχε εντυπωσιαστεί από το θάρρος του λοχαγού του αυτού που τον είχε συνηθίσει σε πράξεις μεγάλης αποκοτιάς και μεγαλείου ψυχής που σπάνια συναντάς.

Από τα μεγαλύτερα ανδραγαθήματα του Λιονή ήταν η εξουδετέρωση μιας «φωλιάς» Ιταλών που αποτελούσε μεγάλη απειλή για το τάγμα του. Ο συνταγματάρχης Σταμάτιος Κραουνάκης όταν ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση λόγω ασθενείας του Παναγιωτάκη, το πρώτο πράγμα που διέταξε ήταν η εξουδετέρωση της φωλιάς αυτής.

Ο Λιονής στο άκουσμα της διαταγής σαν να το πήρε προσωπική εντολή. Έμενε σιωπηλός σαν κάτι να τον απασχολούσε. Κι ένα βράδυ χάθηκε ξαφνικά. Μάταια τον αναζήτησαν οι συνάδελφοί του. Ήταν σαν να τον κατάπιε η γης. Πέρασαν τα μεσάνυχτα και ο Λιονής ήταν άφαντος.
Άρχιζε να χαράζει όταν το τάγμα με υπολογισμένες κινήσεις, σύμφωνα με τη διαταγή του Κραουνάκη, έκανε τον κυκλωτικό ελιγμό. Περίεργο όμως. Τίποτα δεν ακουγόταν. Ενώ πριν, κάθε κίνηση την υποδεχόταν βροχή σφαιρών και όπλων. Οι φαντάροι προχωρούσαν προσεχτικά, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή καταιγισμό πυρός. Τίποτα όμως.
Τέλος φθάσανε πάνω στη «φωλεά» και πήδησαν μέσα με εφ’ όπλου λόγχην. Τα έχασαν με ό,τι είδαν. Έξι Ιταλοί φαντάροι ήταν ξαπλωμένοι με τσακισμένα τα κεφάλια. Ήταν νεκροί. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Ξάφνου στο βάθος από τα χαρακώματα άκουσαν μια φωνή κι έναν πυροβολισμό. Με τα κιάλια είδανε φαντάρους να κατηφορίζουν.
– Ιταλοί είναι φώναξε κάποιος.
– Να κι ένας δικός μας πρόσθεσε άλλος.
– Είναι ο Λιονής είπαν οι περισσότεροι με μια φωνή.
Και η λέξη «Αέρα» για τους Ιταλούς γέμισε την ατμόσφαιρα…
Τι είχε συμβεί. Ο απλός αυτός φαντάρος είχε βάλει σε εφαρμογή ένα δικό του σχέδιο με δική του πρωτοβουλία. Σκαρφάλωσε, όπως ήταν μαθημένος να σκαρφαλώνει τις νύχτες τα βουνά, από την αντίθετη πλευρά της πλαγιάς και βρέθηκε πάνω από τη «φωλεά» χωρίς να γίνει αντιληπτός. Πήδησε μέσα τσάκισε με τον υποκόπανο τα κεφάλια των δύο Ιταλών που βρέθηκαν μπροστά του και με μια φωνή «στον τόπο» με δυο χειροβομβίδες στα χέρια, μη ξέροντας αν τον καταλαβαίνουν ή όχι, έκανε τους άλλους να τα χάσουν. Ένας από αυτούς, ο πιο τολμηρός ετοιμάστηκε να ρίξει χειροβομβίδα. Τότε ο Λιονής, σαν αστραπή πέταξε τη μια από τις δικές του με αποτέλεσμα τέσσερις Ιταλοί να μείνουν στον τόπο. Με μια δεύτερη αγριοφωνάρα «ψηλά τα χέρια» παρέλυσαν από φόβο οι υπόλοιποι που ήταν μπροστά στα πολυβόλα. Ο αιφνιδιασμός τους τρόμαξε τόσο που τα έχασαν κυριολεκτικώς. Τα παράτησαν όλα και σήκωσαν τα χέρια ψηλά.
Τότε ο Γιώργης σαν τσοπάνος που λαλεί τα πρόβατα, τους έβγαλε έναν έναν έξω, κι εμπρός αυτοί πίσω αυτός με το οπλοπολυβόλο του στο χέρι και τ’ ‘άλλα, τη λεία του φορτωμένα σε δυο από αυτούς, τους οδήγησε προς γενική κατάπληξη όλων στην έδρα του συντάγματος.
Το τι έγινε όταν τους παρέδωσε στον Κραουνάκη δεν περιγράφεται. Όλοι οι λόχοι, όλα τα τάγματα, το σύνταγμα και πέρα πέρα τα γειτονικά στρατιωτικά τμήματα, στα οποία σαν αστραπή είχε γίνει γνωστός ο άθλος του είχαν ξεσηκωθεί στο πόδι λες και καθένα από τα φανταράκια μας ήθελε να επαναλάβει την ηρωική, την άφθαστη, την μεγαλόπνοη ηρωική αυτή πράξη του Λιονή.
Το περιστατικό αυτούσιο περιγράφει στο στρατιωτικό περιοδικό «Ο Άρης» (έκδοση 1956) ο υπασπιστής του τάγματος Εμμ. Μουρέλος και μάλιστα γράφει το Λιονής με ωμέγα, λεπτομέρεια που μας δυσκόλεψε να εντοπίσουμε τον ήρωα αμέσως.
Η περιφρόνηση που έδειχνε ο Λιονής στον θάνατο είχε εντυπωσιάσει πολλούς συστρατιώτες του. Κι όταν τον ρωτούσαν σχετικά αυτός απαντούσε με θέρμη πως δεν σκοτώνουν τα τουφέκια ο Θεός σκοτώνει. Η γνωστή ακράδαντη πεποίθηση κάθε πιστού ότι χωρίς το θέλημα του Θεού τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Ο Κρητίκαρος αυτός έγινε θρύλος για το στράτευμα και δεν είναι τυχαίο ότι μετά από τόσα ανδραγαθήματα το Γενικό Επιτελείο Στρατού έδωσε αναφορά «Έλληνες στρατιώτες μιμηθείτε τον λοχαγό Γεώργιο Λιονή».
Για τους δικούς του ανθρώπους το θάρρος που έδειχνε ο Γιώργης τους δεν τους παραξένευε. Πίστευαν πως πριν φύγει για το μέτωπο πήρε την ευχή του Αβάτζου κι ένα αγιοκωνσταντινάτο για φυλακτό, οπότε δεν τον έπιανε σφαίρα εχθρού.
Με την κατάρρευση του μετώπου ο Λιονής αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα του, γιατί ένοιωθε πως ο αγώνας θα έπαιρνε άλλη μορφή κι έπρεπε όλοι να είναι έτοιμοι. Αρκετοί άλλοι τον μιμήθηκαν. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε πια οργανωμένος στρατός. Κι ο κάθε πατριώτης έπαιρνε το θέμα του αγώνα πάνω του.
Πήρε κι ο ήρωας αυτός τον δρόμο του γυρισμού και έφθασε στην Αθήνα με την τιμημένη στολή του τσολιά υπό τις ευλογίες του Μεράρχου. Έτσι άρχιζε η νέα σελίδα δράσης του Λιονή στην αντίσταση.
Η θέα των ανθρώπων που πέθαιναν από την πείνα δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Οργάνωνε μόνος του επιδρομές, όπου υπήρχαν αγαθά του εχθρού, έπαιρνα τα τρόφιμα και τα μοίραζε στους πεινασμένους. Ήταν για πολλές οικογένειες ο Ρομπέν των Δασών της Κατοχής. Κάπου 27 ήταν οι οικογένειες που ο γενναίος Κρητικός είχε «υιοθετήσει» και δεν τις άφησε να πεινάσουν. Όπως ήταν φυσικό οι Γερμανοί δεν άργησαν να εντοπίσουν τη δράση του και να τον επικηρύξουν. Ακόμα και τότε ο Λιονής δεν σταμάτησε αδιαφορώντας αν συλληφθεί και εκτελεστεί.
Και μια μέρα συνέβη κι αυτό. Οι Γερμανοί εντόπισαν τον ήρωα και τον συνέλαβαν. Τον έβαλαν σ’ ένα Ντόιτσε Βαν και ξεκίνησαν για τα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Εκείνος όμως ένοιωθε θηρίο στο κλουβί. Και όπως ήταν σε μια διαρκή εγρήγορση βρήκε την κατάλληλη στιγμή μόλις έφθαναν στην Ομόνοια στο ύψος του καφενείου «Μέγας Αλέξανδρος», πήδηξε από το αυτοκίνητο και χάθηκε στην οδό Αθηνάς.
Μάταια ξεχύθηκαν πίσω του οι φρουροί του για να τον πιάσουν. Είχε καταφέρει να διαφύγει. Πάνω στη λύσσα τους οι διώκτες του άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 15 αθώοι άνθρωποι. Αν και σαν λοχαγός ήξερε πως ο πόλεμος έχει και παράπλευρες απώλειες δεν μπόρεσε να ησυχάσει όταν το έμαθε. Η σκέψη ότι χάθηκαν αθώοι εξαιτίας του έγινε καρφί που τριβέλιζε τη σκέψη του. Και τι δεν θα ‘δινε να είχε εκτελεστεί αυτός αντί να πληρώσουν τη δραπέτευσή του αθώοι.
Η Αθήνα άρχισε να τον πνίγει. Δεν μπορούσε να καθίσει πια ούτε λεπτό. Έφυγε για την Ήπειρο κι εκεί αναζήτησε τον Ναπολέοντα Ζέρβα.
Εκείνος τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά, το ίδιο κι άλλοι που τον ήξεραν από τον πόλεμο και τον θαύμαζαν. Ο Λιονής αποδείχτηκε και πάλι ανώτερος των προσδοκιών και έφθασε επάξια στο αξίωμα του Α’ Οπλαρχηγού των Εθνικών Ομάδων Εθνικής Αντίστασης. Να υπενθυμίσουμε ότι ο Ε.Δ.Ε.Σ. (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος) ήταν η αντιστασιακή οργάνωση του Ναπολέοντα Ζέρβα.
Με την απελευθέρωση βρέθηκε στην Αθήνα. Τα γεγονότα του εμφυλίου τον βρήκαν σφόδρα πολέμιο. Κι όπως ήταν αναμενόμενο δεν πήρε ποτέ μέρος στον εμφύλιο. Συνέχιζε να ευαγγελίζεται τα ιδεώδη της φυλής και να καλεί τους Έλληνες σε ενότητα, συναδέλφωση, αλληλεγγύη. Δεν ανεχόταν η πατρίδα του να γίνεται πιόνι στην σκακιέρα των ξένων συμφερόντων.
Η φωτογραφία του κοσμεί τα γραφεία της Παγκρητίου Ενώσεως, όπου πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες χωρίς ποτέ να απαιτήσει το παραμικρό για τον εαυτό του.
Παραμένει όμως το μεγάλο ερώτημα και για την περίπτωσή του πως γίνεται ένας τόσο μεγάλος πατριώτης, ένας λοχαγός που λάμπρυνε με τις ανδραγαθίες του το έπος του 1940, ένας τόσο σημαντικός φιλάνθρωπος που έβαζε τη ζωή του σε κίνδυνο για να σώζει από την ασιτία πατριώτες να μην αναφέρεται πέρα από το site του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού του. Ενός σπουδαίου Κρητικού, που όπως μου ανέφερε ο καλός φίλος και ιστορικός ερευνητής Στρατής Σταυρουλάκης, σε μια εκδήλωση που έγινε πριν από χρόνια στην Αθήνα, μόλις κάποιος αναφέρθηκε στον Γεώργιο Λιονή σηκώθηκε ο μακαριστός Αθηνών Σεραφείμ και φώναξε δυνατά «Που είναι αυτό το παλικάρι» ενθυμούμενος σίγουρα τους κοινούς αγώνες στον ΕΔΕΣ.
Που είναι αυτό το παλικάρι αναφώνησε ο Σεραφείμ σ ‘εκείνη την εκδήλωση.
Που είναι κι άλλα τέτοια παλληκάρια θα αναρωτηθούμε εμείς συνεχίζοντας την προσπάθειά μας να τα εντοπίσουμε και να τα ανασύρουμε από τη λήθη.

Γεώργιος Μελισσουργός
Ήταν από τους ήρωες της Κατοχής ο Γιώργος Μελισσουργός. Αρκετές φορές ο αθηναϊκός τύπος ασχολήθηκε με τα κατορθώματά του. Αναφέρεται μάλιστα και ο θάνατός του με πηχυαίο τίτλο «Έσβησε στα 81 του ο σεμνός ήρωας». Εδώ στον τόπο του όμως δεν άκουσα ιδιαίτερες αναφορές. Και ήταν εντελώς τυχαία η ανακάλυψη για τη ζωή και τη δράση του.
Ο Γιώργος Μελισσουργός γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1909. Η πατρική περιουσία ήταν στου Άη Γιώργη το τσιφλίκι, 17 χιλιόμετρα από την κοσμοπολίτικη γωνιά της Μικράς Ασίας, κοντά στον Τσεσμέ.
Θα ήταν 13 χρόνων όταν ένας Τούρκος που δούλευε στην περιουσία των Μελισσουργών, προειδοποίησε για τη συμφορά που ερχόταν. Κι ο πατέρας χωρίς να χάσει καιρό, πήρε την οικογένεια κι έσπευσε να φύγει. Μέχρι να φτάσουν στα παράλια είχε αρχίσει η καταστροφή. Κατάφεραν όμως να σωθούν οι περισσότεροι.
Εδώ στο Ρέθυμνο ο πατέρας Μελισσουργός, στέριωσε στα Περιβόλια κι έγινε σύντομα με τη σκληρή δουλειά του ένας καλός νοικοκύρης.
Ο Γιώργος τέλειωσε το Γυμνάσιο Ρεθύμνου, πέτυχε στη σχολή Υπαξιωματικών και έφυγε για την Αθήνα.
Ήταν 5 του Οκτώβρη 1941.
Ο Γιώργης Μελισσουργός, υπενωμοτάρχης τότε, ντυμένος με τη στολή του κατηφόριζε την Πατησίων.
Είχε φτάσει έξω από το Ιταλικό στρατόπεδο που βρισκόταν στη Σχολή Χωροφυλακής.
Η καρδιά του ήταν βαριά όπως κάθε φορά που περνούσε από εκεί. Ξαφνικά δυνατές γυναικείες φωνές διαμαρτυρίας τον αιφνιδίασαν που σκέπαζαν βαριά ανδρικά γέλια. Σταμάτησε και κοίταξε γύρω του να δει τί συνέβαινε. Το έλεγε η καρδιά του γιατί σε κείνη την χαλεπή εποχή οι περισσότεροι μόλις έβλεπαν κάτι περίεργο έσπευδαν να εξαφανιστούν για να μην «μπλέξουν».
Δεν άργησε να αντιληφθεί τι συνέβαινε. Λίγο πέρα από την πύλη του στρατοπέδου, δύο Ιταλοί στρατιώτες προσπαθούσαν με το ζόρι να πάρουν μαζί τους δυο νεαρά κορίτσια. Τα χέρια τους σύρονταν με αναίδεια στο κορμί των κοριτσιών που κοιτούσαν ολόγυρα ζητώντας βοήθεια. Ξάφνου αντιλήφθηκαν τον νεαρό χωροφύλακα που είχε στο μεταξύ πλησιάσει.
Το ένα από τα κορίτσια τον κοιτούσε σαν να έβλεπε τον Θεό τον ίδιο.
– Σας παρακαλούμε βοηθήστε μας! Φώναξε.
Ο Ιταλός που την κρατούσε θύμωσε και την άρπαξε από το στήθος. Άναψε το πρόσωπο του κοριτσιού από τη ντροπή χωρίς να σταματήσει να φωνάζει.
– Γιατί το κάνετε αυτό; ρώτησε τους Ιταλούς ο Μελισσουργός. Θα θέλατε να κάναμε το ίδιο στις αδελφές σας αν ήμασταν στον τόπο σας;
Άστραψε και βρόντησε ο ένας από τους Ιταλούς. Ενώ ο Μελισσουργός πήδηξε κοντά τους, τον άρπαξε από το χέρι και προσπαθούσε να το λυγίσει ανάποδα. Κάποιοι άλλοι καραμπινιέροι έτρεξαν να βοηθήσουν για τη σύλληψη του «θρασύτατου» Έλληνα.
Τότε ο Γιώργος χωρίς να διστάσει καθόλου τράβηξε το υπηρεσιακό του περίστροφο και πυροβόλησε εξ επαφής τον Ιταλό που τον κρατούσε. Εκείνος σωριάστηκε στα πόδια του νεκρός. Ο Γιώργος τράβηξε και πάλι τη σκανδάλη σκοτώνοντας και τον άλλο.
Αμέσως σαν να τους είχαν προστάξει αόρατες δυνάμεις οι Ιταλοί στρατιώτες άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ο Μελισσουργός έριξε άλλες τέσσερις σφαίρες σημαδεύοντας τρεις στρατιώτες που έφευγαν μαζί. Ο ένας έπεσε σφαδάζοντας στον δρόμο κρατώντας το γόνατό του.
Ο Γιώργος πάτησε πάλι τη σκανδάλη, αλλά το ξερό κλικ που άκουσε και η αίσθηση ότι δεν είχε άλλες σφαίρες σαν να τον ξύπνησε από λήθαργο.
Άρχισε να τρέχει και ήταν καιρός γιατί από το στρατόπεδο έβγαιναν πάνοπλοι Ιταλοί που έριχναν στο «ψαχνό». Οι σφαίρες σφύριζαν δαιμονικά γύρω του. Έστριψε σ’ ένα στενό κι έτρεχε ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια. Κάποιο περαστικό γερμανικό αυτοκίνητο σταμάτησε στο στενό. Ο Ρεθεμνιώτης ήρωας άκουσε ριπές. Πέτρες τινάζονταν και γίνονταν κομμάτια μπροστά στα πόδια του.
Σώθηκε από θαύμα
Και τότε ο Γιώργος άρχισε να προσεύχεται με θέρμη.
– Παναγία μου κάνε να σκοτωθώ. Ας μην πέσω στα χέρια τους. Ποιός ξέρει τί με περιμένει. Παναγία μου βοήθησε με.
Χτύπησε από ένστικτο μια πόρτα που βρήκε μπροστά του. Η πόρτα άνοιξε αμέσως και χέρια τον τράβηξαν μέσα.
Ο νοικοκύρης ονόματι Καλός, όνομα και πράγμα, χωρίς να καθυστερήσει σε άσκοπες κουβέντες έφερε αμέσως ρούχα.
– Πήγαινε ν’ αλλάξεις, του είπε. Γρήγορα μην καθυστερείς. Ακούς τι γίνεται έξω;
Ο Μελισσουργός πήρε τα ρούχα και εκεί που κρατούσε το πηλίκιο πρόσεξε μια τρύπα από σφαίρα. Η Παναγία τον έσωζε από βέβαιο θάνατο για δεύτερη φορά.
Μόλις άλλαξε πήρε ο Καλός τα ρούχα του και τα εξαφάνισε. Τότε πρόσεξε ο Γιώργος δυο κοπέλες στο σπίτι. Ήταν οι κόρες του Καλού.
– Για δύο κοπέλες που κινδύνευαν το έκανα απολογήθηκε στον σωτήρα του.
– Άφησε για αργότερα τις διηγήσεις τον έκοψε εκείνος.
Χωρίς να σπαταλήσει χρόνο τον έκρυψε στην καπνοδόχο. Ο Μελισσουργός έμεινε στην κρυψώνα του αυτή για δυο μέρες.
Στο μεταξύ ο Καλός ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό γιατί οι Ιταλοί είχαν επικηρύξει τον νεαρό που έκρυβε με το ποσόν των 500.000 δρχ.
Καθημερινά οι κατακτητές αλώνιζαν το στενό αποφασισμένοι να βρουν τον δραπέτη που είχε σκοτώσει δυο από αυτούς και είχε τραυματίσει έναν τρίτο.
Ο Δαμασκηνός ειδοποίησε τον Τσιγάντε κι εκείνος φρόντισε να φύγει ο Μελισσουργός για τη Μέση Ανατολή.
Με οικογένεια
Εκεί έμεινε μέχρι την απελευθέρωση και μετά επέστρεψε στην Αθήνα στην υπηρεσία του. Η γνωριμία του με την Ερατώ, κάπου από την Αίγινα ήταν καθοριστική για τη ζωή του. Παντρεύτηκαν κι ήταν ευτυχισμένοι.
Η Ερατώ όμως συχνά χτυποκαρδούσε εξ αιτίας της αθυροστομίας του συζύγου της που δεν χάριζε στους βασιλικούς, καθώς ήταν Βενιζελικός μέχρι το μεδούλι.
Κι είχε κάθε λόγο η καημένη να ανησυχεί, καθώς ήταν βαφτιστήρα γνωστής κυρίας των τιμών στο Παλάτι.
Για την αφοσίωσή του στο κόμμα των Φιλελευθέρων μας διηγείται ο ανιψιός του γνωστός επιχειρηματίας του Ρεθύμνου κ. Γιάννης Μελισσουργός.

«Πηγαίναμε με τον θείο στην Αίγινα στο σπίτι του, όπως γινόταν συχνά. Μικρό παιδί εγώ περίμενα να φτάσουμε καθισμένος στο κέντρο του καραβιού που είχε επιλέξει ο θείος. Εκείνος έπινε τον καφέ του κι εγώ απολάμβανα το μπισκότο μου.
Κάποια στιγμή τον πρόσεξε συνάδελφός του που καθόταν σε πιο αναπαυτική θέση δεξιά μας και τον κάλεσε να πάει κοντά.
«Όχι να σε χαρώ του φώναξε ο Μελισσουργός. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Εδώ στο Κέντρο».
Η μεγαλύτερη χαρά του μεγάλου πατριώτη ήταν η τοποθέτησή του στην Τήνο για επτά χρόνια. Ήταν γι’ αυτόν δώρο Θεού να υπηρετήσει στο νησί της Παναγίας.
Ο Γιώργος Μελισσουργός δεν αξιώθηκε να αποκτήσει παιδιά. Έδωσε την αγάπη του στ’ ανίψια του.
Σε βαθιά γεράματα κατάλαβε τον θάνατο να πλησιάζει. Τον παίδεψε κανένα μήνα πριν του παραδοθεί τον Ιανουάριο του 1990.
Ολόκληρη η Αίγινα τον έκλαψε. Ήταν αγαπητός σε όλους.
Ο ίδιος ποτέ δεν αναφερόταν στην εθνική του δράση. Είχε κάνει το καθήκον του. Και του ήταν αρκετό.
Πηγές:
Γ. Μαρμαρίδης: «Έσβησε στα 81 του ο σεμνός ήρωας».
Εύας Λαδιά: «Παιδιά στο απόσπασμα στη Μάχη της Κρήτης» – Μαρτυρία Βασίλη Παπαδόπουλου.
Αρχείο Γιάννη Μελισσουργού.












