Μέτρα για την πάταξη της αρχαιοκαπηλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1950
Ξεφυλλίζοντας το αρχείο με δημοσιεύματα γύρω από τον αρχαιολογικό μας πλούτο εντοπίσαμε μια εξαιρετικού ενδιαφέροντος μελέτη της Μαρίας Ανδρεαδάκη- Βλαζάκη στην εφημερίδα «Καθημερινή».
Και κρίναμε σκόπιμο να δανειστούμε αποσπάσματα γιατί αναφέρει σημεία που δεν είναι κι ευρύτερα γνωστά καθώς κάνουν μνεία Ρεθεμνιωτών που βρέθηκαν σε άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου και η παρουσία τους έγραψε ιστορία.
Διαβάζουμε λοιπόν:
«Η Ύπαρξη της Αρχαίας αυτόνομης πόλης στην Κρήτη με την ονομασία Ρίθυμνα βεβαιώνεται από τις γραπτές πηγές, όπως τα κείμενα αρχαίων συγγραφέων, τις επιγραφές και τα νομίσματα. Τα ασημένια και χάλκινα νομίσματα της Ρίθυμνας δηλώνουν ακμή της πόλης στην ελληνιστική περίοδο. Στον εμπροσθότυπο φέρουν κεφαλή Απόλλωνα ή Αθηνάς και στον οπισθότυπο θαλασσινά σύμβολα (τρίαινα, δύο δελφίνια). Στην ίδια περίοδο χρονολογείται επιγραφή που αναφέρεται στον Αγέτιμο από το Ρέθυμνο, τον οποίο τιμά η πόλη των Αρκεσινέων στην Αμοργό. Σε άλλη επιγραφή του 3ου αιώνα π.Χ. τιμάται ως πρόξενος στην πόλη Ολούντα ο Κλεωναίος, άλλος Ρεθύμνιος. Σε επιγραφή της Δήλου του 235-234 π.Χ. με κατάλογο αφιερωμάτων στον ναό τους Απόλλωνα αναφέρεται ο Ριθύμνιος Νίκανδρος ενώ το 223 π.Χ. απαριθμούνται Ριθύμνιοι που γίνονται πολίτες της Μιλήτου. Τον 2ο αι. π.Χ. σε δελφική επιγραφή με κατάλογο θεωροδόκων της Κρήτης αναφέρεται ο Επίθετος στη Ρίθυμνα, την οποία τίμησαν με την επίσκεψή τους οι θεωροί των Δελφών.
Τον ίδιο αιώνα ο Κρώτον και ο Τεύφρις Ριθύμνιοι, έγραψαν τα ονόματά τους σε ναό της Πολυρρηνίας ενώ σε επιγραφή της Σάμου των χρόνων των Πτολεμαίων μνημονεύεται ο μισθοφόρος Σωτάδας από τη Ρίθυμνα.
Πριν τους αυτοκρατορικούς χρόνους η Σώτειρα από τη Ρίθυμνα αναφέρεται σε επιτύμβια στήλη της Αθήνας. Ο Πλίνιος, τον 1αι. π.Χ. («φυσική ιστορία»), τοποθετεί τη Ρίθυμνα μεταξύ Αμφιμάλης και Πανόρμου και ο γεωγράφος Πτολεμαίος, τον 2ο αι. μ.Χ. («Γεωγραφική Υφήγηση»), μεταξύ του Παντομάτριου και του Αμφιμάλη Κόλπου. Στον 3αι. μ.Χ. χαρακτηρίζεται ως κώμη από τον Κλάυδιο Αιλιανό (De Natura Animalium») με ναό της Ροκκαίας Αρτέμιδας. Γίνεται, μάλιστα λόγος για τη θεραπεία ψαράδων που δαγκώθηκαν από λυσσασμένο σκυλί με ένα αντιλυσσικό παρασκεύασμα που είχε ως βάση τα σπλάχνα ιππόκαμπου. Τέλος, τον 5ο αι. μ.Χ. την πόλη Ρίθυμνα αναφέρει και ο Στέφανος Βυζάντιος».
Συνεχής κατοίκηση
«Η μεγάλη ομοιότητα που παρουσιάζουν τα ελληνιστικά νομίσματα της Ρίθυμνας με αυτά της κρητικής πόλης Αρσινόη οδηγεί στη υπόθεση ότι Ρίθυμνα ίσως ονομαζόταν και Αρσινόη στα χρόνια των Πτολεμαίων ή ότι οι δυο πόλεις ήταν γειτονικές.
Είναι φυσικό στην προσπάθεια εντοπισμού της θέσης της αρχαίας Ρίθυμνας η προσοχή να συγκεντρώνεται στον χώρο του σημερινού Ρεθύμνου που έχει κρατήσει μέχρι σήμερα ζωντανό το όνομά της. Η αδιάκοπη κατοίκηση του ίσως μαρτυρεί το αμετάθετο της πόλης. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις του Κ. Καλοκύρη στο βιβλίο του «Η Αρχαία Ρίθυμνα»: «Και έχομεν τη γνώμην ότι δεν είναι ριψοκύνδινον να σημειωθεί ενταύθα ότι η Αθηνά και ο Απόλλων, ους έχουν επ’ αυτών ή συμβολίζουν τα νομίσματα της Ρεθύμνης, αποτελούν το «πιστεύω» όλης της ζωής της πόλεως από των χρόνων εκείνων μέχρι των καθ’ ημάς! Ο Απόλλων και η Αθηνά, ήτοι αι Μούσαι και τα γράμματα».
Στηριζόμενος στο κείμενο του Αιλιανού αναφέρεται ναός ή ιερό αφιερωμένο στη Ροκκαία Αρτέμιδα στον λόγο πάνω από την πόλη, εύκολα μπορεί να υποθέσει κανείς ότι ο παραθαλάσσιος λόφος της Φορτέτζας στη βόρεια άκρη της σημερινής πόλης, ταιριάζει θαυμάσια με την παραπάνω περιγραφή. Όμως, οι μέχρι σήμερα έρευνες σ’ όλη την έκταση του λόφου, μέσα στα ερείπια του βενετσιάνικου κάστρου, δεν έχουν αποδώσει στοιχεία ικανά να στηρίξουν την υπόθεση αυτή. Τα ελάχιστα νεολιθικά και μινωικά όστρακα και οι λίγες ταφές και η κεραμική των ελληνιστικών χρόνων είναι πενιχρές μαρτυρίες για μια τεκμηρίωση τέτοιου είδους».
Υπόγειο μνημείο
«Κάτω από τη Φορτέτζα, στα νότια ανατολικά, στον χώρο του Τελωνείου αποκαλύφθηκε το 1931 ψηφιδωτό δάπεδο της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας και στη σημερινή πλατεία Κιουλούμπαση ήρθε στο φως το 1953 τμήμα κρηπίδας και κίονα της ίδιας περιόδου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει πρόσφατο εύρημα που ανασκάπτεται στα νότια του Δημοτικού Κήπου. Πρόκειται για εντυπωσιακό υπόγειο μνημείο με κλιμακωτή πρόσβαση και επιγραφές στα πλάγια τοιχώματα.
(Σ.Σ. Το συγκεκριμένο σημείο εντοπίσαμε τυχαία και με τη συνεργασία του Δημήτρη Αρχοντάκη, καταφέραμε να διαφυλαχθεί).
Τα παραπάνω ευρήματα συνηγορούν στην ύπαρξη εγκατάστασης των ελληνιστικών χρόνων και της περιόδου της ρωμαιοκρατίας στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για ένα οικισμό ευρείας εκτάσεως.
Σίγουρα όμως στην περιοχή του σημερινού Ρεθύμνου άκμασε οικισμός της υστερομινωικής II-III περιόδου, όπως καταμαρτυρούν οι τάφοι που εντοπίστηκαν στις θέσεις Μασταμπάς, Βομβόπληκτοι και κοντά στη Μητρόπολη.
Πρόκειται για υπόγειους, θαλαμωτούς τάφους, λαξευμένους στο μαλακό ασβεστολιθικό πέτρωμα που αφθονεί στο Ρέθυμνο. Ανήκουν στον ίδιο τύπο με τους σύγχρονους τους τάφους που έχουν ανασκαφεί στους Αρμένους, στον Αδελιανό Κάμπο και γενικά σε όλον τον νομό και σε όλη την Κρήτη. Ο πρώτος τάφος εντοπίστηκε το 1947 στον Μασταμπά από τον επιμελητή του Μουσείου Ρεθύμνου Δημ. Δαφέρμο και περιείχε πήλινα αγγεία, στα οποία συγκαταλέγονται ένας αμφοροειδής κρατήρας τρεις ψευδόστομοι αμφορείς, μια κύλικα και ένα πινάκιο με φοινικόδενδρα. Χρονολογούνται στην υστερομινωική IIIΒ περίοδο (1300-1200π.Χ.). Από τα παραπάνω αγγεία, δύο είναι προϊόντα του χανιώτικου εργαστηρίου της Κυδωνίας, το ένα είναι εισαγωγή από τις Μυκήνες και ένα ακόμη μιμείται ή είναι κυπριακό προϊόν.
Κατά τις εργασίες διαπλάτυνσης οδού στην περιοχή των Βομβόπληκτων, το 1961-2, αποκαλύφθηκαν και άλλοι τάφοι, από τους οποίους περισυλλέχθηκε αρκετή κεραμική αντιμέσα στην οποία ξεχωρίζει σπάνιου τύπο πήλινο σφαιρικό φλασκί της υστερομινωικής II περιόδου (1400 π.Χ).
Σχετικά με τις αρχαιότητες σε άμεση γειτονιά με της πόλη του Ρεθύμνου ήδη από τον 16ο αιώνα, ο γιατρός Honorio Belli δίδει την πληροφορία για την ύπαρξη ορατών αρχαίων ερειπίων σε λόφο κοντά στο μικρής έκτασης τότε Ρέθυμνο. Τέλος πρέπει ν’ αναφερθεί και ο εκτεταμένος οικισμός των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων που πρόσφατα εντοπίστηκε από την αρχαιολόγο της ΚΕ Εφορείας Νότα Καραμαλίκη στην κοντινή περιοχή της Αγίας Ειρήνης του δήμου Ρεθύμνου».
Νεκροταφείο Αρμένων
Και μετά την τόσο ενδιαφέρουσα αναφορά της Μαρίας Βλαζάκη που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μας να μοιραστεί στα σχολεία, ας σταθούμε σε μια εξίσου σημαντική δημοσίευση του Γιάννη Τζεδάκη Διευθυντή προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ για το Νεκροταφείο Αρμένων.
Ως γνωστόν στα τέλη του 1967, μικροί μαθητές του δημοτικού σχολείου Αρμένων, εντόπισαν στην εξοχή μερικά πήλινα αγγεία που τους παραξένεψαν. Αμέσως τα έδειξαν στον δάσκαλό τους κι εκείνος τα μετέφερε στο μουσείο Ρεθύμνου.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Τζεδάκη «Τα αγγεία, μαζί με ανθρώπινα κόκαλα (όπως αποδείχτηκε στην αυτοψία που ακολούθησε) έφεραν στο φως ασβοί (άρκαλοι τους λένε οι ντόπιοι) στην προσπάθειά τους να αποκτήσουν περισσότερο ωφέλιμο χώρο στις υπόγειες διαδρομές τους».
Το νεκροταφείο με 300, ίσως και περισσότερους, υπόγειους θαλαμοειδείς τάφους, από τους οποίους έχουν μέχρι σήμερα ανασκαφεί 225, αναπτύσσεται σε ένα χαμηλό λόφο εκτάσεως 50 στρεμμάτων γεμάτο από αγριοβελανιδιές. Η πρώτη δοκιμαστική έρευνα έγινε στα 1969 και ακολούθησαν δώδεκα συστηματικές ανασκαφικές περίοδοι. Η κάθοδος γίνεται με σκάλα σκαμμένη στον Βράχο ή με ανώμαλο κεκλιμένο επίπεδο στον δρόμο του τάφου που οδηγεί στην είσοδο και στον θάλαμο που είναι ελλειψοειδής ή τετράπλευρος.
Στο νεκροταφείο των Αρμένων υπάρχουν επίσης ανακομιδές (μέχρι και 17) με τοποθέτηση των οστών και των λοιπών κτερισμάτων σε μια πλευρά του τάφου (ενδιαφέρον το στοιχείο αυτό δείχνει σεβασμό στη μνήμη των νεκρών προγόνων).
Ένα σημαντικό εύρημα που οδηγεί αναμφισβήτητα σε σκέψεις για σειρά θρησκευτικών τελετουργικών στην κηδεία ή και στην ανακομιδή είναι λάκκοι σε ορισμένα σημεία του νεκροταφείου που βρέθηκαν γεμάτη με άβαφα κύπελλα και κύλικες. Τι ακριβώς γινόταν και πότε είναι άγνωστα. Εικασίες μόνο μπορούμε να κάνουμε και αυτές με τρόπο αναγωγικό από παράλληλες τελετές σε υστερότερες περιόδους.
Η επιφανειακή έρευνα για τον εντοπισμό του οικισμού δεν έδειξε ανθρώπινη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του νεκροταφείου, παρά μόνο κάποια ίχνη της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου και της πρώιμης βυζαντινής.
Το γεγονός αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ΥΜΙΙΙ εγκατάσταση στην οποία ανήκει το νεκροταφείο ιδρύθηκε γύρω στα 1370 και εγκαταλείφθηκε γύρω στα 1200/1180 π.Χ.
Ο οικισμός εντοπίστηκε τελικά σε μικρή απόσταση ΒΑ του νεκροταφείου, η δοκιμαστική έρευνα του 1996 έδειξε την παρουσία ισχυρών τοίχων θεμελίωσης που ανήκουν σε μεγάλα κτίρια και η θέση έχει οπτική επαφή με το νεκροταφείο.
Η δημιουργία, λοιπόν, ενός ισχυρού οικιστικού συνόλου στα μετανακτορικά χρόνια στο γεωγραφικό αυτό σημείο δεν πρέπει, κατά κανένα τρόπο, να είναι τυχαία.
Ένας λόγος θα μπορούσε να ήταν ο έλεγχος των περασμάτων από το Βορρά στον Νότο. Είναι γνωστό ότι ακόμη και σήμερα, η επικοινωνία ανάμεσα στη βόρεια και νότια ακτή του νομού Ρεθύμνης, γίνεται από δύο δρόμους: Τον αμαριώτικο και τον αϊβασιλιώτικο. Είναι όμως λίγο περίεργο που οι Μινωίτες δεν το σκέφτηκαν σε πρωιμότερες περιόδους ακμής της κεντρικής εξουσίας, όπως το εντοπίζουμε σε άλλες περιοχές του νησιού.
Ένας άλλος λόγος είναι η παρουσία στην περιοχή πρώτων υλών πολύτιμων για τους Μινωίτες ιδιαίτερα την εποχή που μας ενδιαφέρει. Σε απόσταση μικρότερη των 4 χιλ. υπάρχει ένα εγκαταλειμμένο ορυχείο χαλκού.
Η πρώτη μικρή έρευνα δεν ήταν δυνατόν να εντοπίσει ούτε καν τη χρονολογική διάρκεια χρήσης του ορυχείου. Είναι γνωστό, ότι τα ορυχεία χαλκού είναι διαχρονικά.
Βιομηχανική πόλη
Ίσως, μάλιστα, να έχουμε και ένα συνδυασμό των παραπάνω δυο λόγων, αν και ο έλεγχος του ορυχείου χαλκού, δεδομένης και της γενικής πολιτικοοικονομικής κατάστασης την εποχή εκείνη είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός που καθιστά τη μετανακτορική αυτή εγκατάσταση εξαιρετικά ισχυρή.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η οργάνωση μια βιομηχανικής πόλης, ενός Λαυρίου της εποχής, είναι μια κίνηση απόλυτα φυσιολογική και αναμενόμενη. Για να μην μένουμε όμως στη σφαίρα της θεωρία, θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τα χάλκινα κτερίσματα των ταφών είναι και πολυάριθμα και εξαιρετικής ποιότητας: Μαχαίρια, σπαθιά, πριόνια, αιχμές δοράτων, αγγεία, κοσμήματα, δαχτυλίδια.
Στα ευρήματα, που αρκετά είναι εκτεθειμένα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ρεθύμνου, εκτός από τις επιτύμβιες στήλες και τα χάλκινα, περιλαμβάνεται και ένα σπάνιο σύνολο από πήλινες λάρνακες (Βρέθηκαν είκοσι πέντε ακέραιες ή σε κομμάτια). Δυο απ’ αυτές είναι πολύχρωμες (υπάρχει και μια Τρίτη από τα Δράμια στο Μουσείο Χανίων) και σε μερικές οι παραστάσεις ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα μοτίβα φυτικά ή θαλάσσια και παρουσιάζουν σκηνές θρησκευτικές, πομπές για τελετουργίες, ιερό κυνήγι. Αυτές οι παραστάσεις στις οποίες ο άνθρωπος έχει ενεργό ρόλο, είναι σπάνιες, ιδιαίτερα τη χρονική περίοδο.
Εργαστήρια
Η μελέτη των παραστάσεων στις λάρνακες μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουμε αναπαραγωγή των ίδιων κοσμηματικών θεμάτων αυτά των αγγείων, σε ένα όμως χώρο «αναπεπταμένο» και επίπεδο (εκτός από το κάλυμμα), όπου οι μεγάλες επιφάνειες επιτρέπουν την απεικόνιση με μεγαλύτερη ευκολία και με ιδιαίτερη άνεση, παρατηρείται όμως ο τρόμο του κενού (horror vacui) που στα αγγεία δε είναι πάτα υπαρκτός, αφού ο χώρος είναι μικρότερος.
Η εύρεση πριν από χρόνια, σε πολύ μικρή απόσταση από το νεκροταφείο ιχνών κλιβάνων με πολλά θραύσματα λαρνάκων στον περίγυρο, δηλώνει την ύπαρξη εργαστηρίων σε άμεση σχέση με τα νεκροταφεία. Τώρα αν οι τεχνίτες ήταν ντόπιοι ή μετακινούνται από εγκατάσταση σε εγκατάσταση, είναι προς έρευνα, πιστεύω όμως σ’ αυτή την ερμηνεία. Οι Κρητικοί πιθαράδες που ταξιδεύουν για τον σκοπό αυτό σ’ ολόκληρο σχεδόν το νησί είναι μια διαχρονική επιβεβαίωση.
Η κεραμική αποτελεί την πολυπληθέστερη ομάδα ευρυμάτων. Η εντατική μελέτη μας έδωσε τη δυνατότητα να εντοπίσουμε την προέλευση των αγγείων.
Πρόκειται για ντόπια, χανιώτικα, κνωσιακά, μυκηναϊκά από την κυρίως Ελλάδα ή ντόπιες μιμήσεις τους, που μας δίνουν μια εξαιρετικά σαφή εικόνα της διακίνησης προϊόντων και ανθρώπων την περίοδο αυτή στην Κρήτη, όπου η Κεντρική Κνωσιακή Εξουσία έχει αντικατασταθεί από ανεξάρτητα τοπικά κέντρα που συνεχίζουν, στο μέτρο του δυνατού, τις εμπορικές ανταλλαγές και εξαγωγές. Ο Ψευδόστομος αμφορέας με το όνομα Wi-Na – Jo αποτελεί μια μοναδική εξαίρεση αφού η γραμμική γραφή Β΄ κοσμεί αγγεία που βρίσκονται σε οικισμούς. «Αδελφά» αγγεία με το ίδιο όνομα και πιθανότατα από το ίδιο κεραμικό εργαστήρι (Ρέθυμνο ή Αρμένοι) βρέθηκαν στην Κνωσσό και στα Δέντρα της Αργολίδας.
Σπουδαίο ψηφιδωτό στην Επισκοπή
Φεβρουάριο του 1959 ένα έγγραφο της Υδραυλικής Υπηρεσίας (Μάλλον η ΔΕΥΑΡ της εποχής) φέρνει στην Επισκοπή τον Έφορο Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης Κωνσταντίνο Καλοκύρη. Ο περίφημος αυτός Ρεθεμνιώτης και επιστήμονας μετά από δοκιμαστική ανασκαφή βρέθηκε στα ίχνη σπουδαίας ανακάλυψης. Συνεχίζοντας πια συστηματικά την έρευνα στη θέση «Φοντάνα» ανακάλυψε σε βάθος δύο μέτρων κάτω από χωράφι που καλλιεργείτο μέγα ψηφιδωτό δάπεδο εξαιρετικής σπουδαιότητας. Το εύρημα αποτελούμενο από πολύχρωμες ψηφίδες παρίστανε διατεμνόμενους κύκλους μέσα στους οποίους υπήρχαν σταυροί και άλλα σύμβολα.
Σύμφωνα με τον Καλοκύρη ήταν δάπεδο παλαιοχριστιανικού ναού (5ου-6ου αιώνα) του οποίου βρέθηκαν και τεμάχια της μαρμάρινης ορθομαρμαρώσεώς του.
Μετά τη σπουδαία αυτή ανακάλυψη δεν έμενε παρά να συνεχιστεί η ανασκαφή για την εύρεση και άλλων ίσως αντικειμένων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Μέτρα προστασίας
Φαίνεται όμως ότι οι ανακαλύψεις αυτές προκάλεσαν το ενδιαφέρον των αρχαιοκάπηλων που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους σε σημεία που είχαν αναφερθεί ως εξαιρετικού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.
Δεν είναι γνωστό πόσο επωφελήθηκαν από τους έρευνές τους, αυτό που ενδιαφέρει είναι ότι τον Μάρτιο του 1959, η Εισαγγελία Ρεθύμνου παράγγειλε έρευνα προς όλες τις αρμόδιες αρχές με αυστηρές οδηγίες για την πρόληψη και καταστολή των εγκλημάτων που είχαν αρχίσει να διαπράττονται με ένταση τόσο σε αρχαιότητες και καλλιτεχνικούς θησαυρούς όσο και σε σπήλαια.
Και στις σχετικές εγκυκλίους τονιζόταν με έμφαση ότι κάθε τι που είχε δημιουργηθεί προ του 1830 αποτελούσε εθνική κληρονομιά και όσοι τολμούσαν να το βεβηλώσουν θα έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες.
Στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονευθούν άνθρωποι όπως ο Εμμανουήλ Καούνης, ο Χρίστος Μακρής, ο Δημήτρης Αρχοντάκης, ο Δημήτρης Ιερωνυμάκης που με προσωπικό αγώνα διέσωσαν αρκετό από τον αρχαιολογικό μας πλούτο. Και δεν τους αναγνωρίστηκε η προσφορά τους όσο θα έπρεπε.
Αλήθεια η φωτογραφία του Εμμανουήλ Καούνη που ήταν παλιά αναρτημένη στο Μουσείο που βρίσκεται τώρα; Χρόνια περιμένουμε απάντηση αλλά δεν παραιτούμεθα. Η υπομονή μας δεν έχει ακόμα εξαντληθεί.