Από τους πιο σημαντικούς και ο Ολυμπιονίκης Στέλιος Μυγιάκης (Μηγιάκης)
Γέμιζαν οι αλάνες μικρόκοσμο μόλις στέριωνε το καλοκαίρι και στο Ρέθυμνο. Μετρούσαν τα αγόρια τη δύναμή τους κι από τους άτυπους αυτούς αγώνες πότε για άσκηση και πότε για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», ξεπήδησαν άνδρες με εξαιρετική μυϊκή δύναμη αργότερα. Κάποιοι από αυτούς είχαν την ευκαιρία να διαπιστώσουν το σπάνιο χάρισμά τους αυτό, αντιμετωπίζοντας το δυνάστη και κατέκτησαν επάξια μια θέση στη χορεία των ηρώων.
Για παράδειγμα ο Γεώργιος Αποστολάκης από τους Λαμπιώτες. Ήταν ξάδερφος του αγωνιστή Ιωάννου Πετρουλάκη.
Η προφορική παράδοση τον παρουσίαζε σαν πελώριο γίγαντα με τεράστια δύναμη.
Σε μια συμπλοκή, αρχές της Επανάστασης του 21, σε μια τοποθεσία απέναντι από τους Λαμπιώτες, πυροβόλησε έναν Τούρκο και πιστεύοντας ότι τον σκότωσε πλησίασε ανύποπτος. Εκείνος όμως ζούσε και συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του κατάφερε να τραυματίσει τον Αποστολάκη με μια σφαίρα στον μηρό. Ο ήρωας πέθανε λίγες μέρες αργότερα από αιμορραγία.
Στο χωριό του Λαμπιώτες υπάρχει συνοικία που φέρει το όνομά του.
Ξακουστός για τη μυϊκή του δύναμη και ο Μιχαήλ Βαβουράκης που μας γνώρισε η χαρισματική πένα του Γιώργη Μαυροτσουπάκη φιλολόγου.
Ήταν, γράφει, γιος του Κωνσταντή Βαβουράκη (Βαβουροκωνσταντή (1820-1868) από τους σημαντικότερους αγωνιστές των μεγάλων επαναστάσεων.
Είχε τραυματιστεί στη μάχη των Καμαρών το 1866.
Ο Μιχαήλ Βαβουράκης γεννήθηκε το 1849. Από μικρός διακρινόταν για τη λεβεντιά του και όταν ανδρώθηκε προκαλούσε τον ανυπόκριτο θαυμασμό η τεράστια μυϊκή του δύναμη. Ήταν ένας «Ηρακλής» της εποχής του. Άνδρας τολμηρός και αποφασιστικός. Η φυσική του αρετή τον έκανε πιο θαρραλέο. Σε επαναστατικές περιόδους ξεχώρισε για τη γενναιότητά του. Σε περίοδο ειρήνης είχε καθήκοντα τσαούση. Ήταν από τις επίλεκτες διακρίσεις των Τούρκων σε ανθρώπους που είχαν τη δύναμη να επιβάλλονται στους άλλους. Εκπροσωπούσε δηλαδή ο καπετάν Μιχάλης την έννομη τάξη με τον βαθμό του Ενωμοτάρχη.
Όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση ανδρός ρωμαλέου πολλά έχουν αποδοθεί στον Βαβουράκη και ίσως κάποια ακουμπούν στις παρυφές του θρύλου.
Ας απολαύσουμε από μαρτυρίες μερικές από τις διηγήσεις αυτές.
Ένας από τους φοβερότερους Τούρκους χριστιανομάχους είχε διοριστεί κάποτε έπαρχος στο Σπήλι.
Τις εποχές εκείνες αν ο έπαρχος γινόταν στόχος επιθέσεων ή προκαλούσε τη μήνη εκθέτοντας την αυτοκρατορία με την επιπόλαιη συμπεριφορά του μπορούσε να αντικατασταθεί με συνοπτικές διαδικασίες.
Για καλό και για κακό λοιπόν φρόντιζε κάθε έπαρχος και ιδιαίτερα ο Τούρκος της ιστορίας μας να έχει ισχυρή φρουρά που ήταν διαρκώς σε ετοιμότητα. Όσα μέτρα κι αν πήρε όμως λογάριαζε χωρίς τον Βαβουράκη που είχε καημό να τον ρεζιλέψει. Με ποιο τρόπο όμως;
Δεν άργησε να σκεφτεί κάτι και αμέσως να καλέσει μερικούς ψυχωμένους φίλους του που είχαν το ίδιο πάθος με αυτόν για να ταπεινώσουν τον εχθρό. Αυτοί τον άκουσαν με ενθουσιασμό και δέχτηκαν αμέσως να συμμετέχουν στο σχέδιό του.
Μια βραδιά με καταρρακτώδη βροχή φρόντισε να δανειστεί ρούχα και στιβάνια και κάλεσε τους φίλους του, γιατί έφτασε η μεγάλη στιγμή που από καιρό σχεδίαζαν.
Ο δανεισμός ήταν απαραίτητος για το σχέδιο, γιατί εκείνη την εποχή δεν διέθεταν οι άνθρωποι τη γκαρνταρόμπα των σημερινών δυνατοτήτων.
Πήγαν στο Σπήλι μπαλωτάρησαν καλά καλά το Επαρχείο και μέχρι να καταλάβουν οι φρουροί τι συμβαίνει και να επέμβουν, ο καπετάν Μιχάλης με τους άνδρες του είχαν καταφέρει να διανύσουν την απόσταση των 15 χιλιομέτρων και να επιστρέψουν στην Κρύα Βρύση.
Βοήθησαν οι στενοκοπιές και τα δύσβατα μονοπάτια που ήξεραν καλά οι Κρυοβρυσανοί στο να κλείσουν πίσω τους την πόρτα του σπιτιού τους με ανακούφιση. Γιατί κανένας δεν τους είχε ακολουθήσει.
Η προσβολή στον Έπαρχο δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη και κυρίως ατιμώρητη. Και δεν άργησαν να αντιληφθούν ποιος έκανε την αποκοτιά αυτή. Σάμπως είχαν πολλοί το θάρρος και την τόλμη του καπετάν Μιχάλη Βαβουράκη;
Δεν έχασαν καιρό. Καβάλα στ’ άλογα έσπευσαν στην Κρύα Βρύση και χτύπησαν την πόρτα του ήρωα με την ηράκλεια δύναμη.
Ατάραχος τους υποδέχτηκε αυτός και μάλλον ενοχλημένος για την αναστάτωση. Εκείνοι χωρίς να χασομερήσουν του είπαν το λόγο που τον υποψιάζονταν και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει.
Εκείνος τους κοίταξε με επιτιμητικό ύφος κουνώντας το κεφάλι του με σημασία. Μα ήταν τρελοί; Μπορούσε μια τέτοια νύχτα να κάνει αυτό που τον κατηγορούσαν και να τους υποδέχεται με ρούχα ολόστεγνα που έδειχναν πως δεν είχε βγει ούτε στο κατώφλι του σπιτιού του;
Οι Τούρκοι δεν είχαν καν στοιχεία για να ενοχοποιήσουν επίσημα τον Βαβουρακη. Και γύρισαν πίσω άπρακτοι. Όπως ήταν φυσικό ο έπαρχος όχι μόνο πήρε εκδίκηση για την προσβολή που του έγινε αλλά αντικαταστάθηκε αμέσως.
Κι όμως αυτό το «θηρίο» πέθανε πολύ νέος, μόλις σε ηλικία 37 ετών από πνευμονία.
Ένας λεβέντης αγωνιστής
Γνωστοί και οι Ανωγειανοί για τη μυική τους δύναμη με αντιπροσωπευτική περίπτωση τον ήρωα Σταύρο Νιώτη που μας γνώρισε ο εκλεκτός ιστοριοδίφης κ. Γιώργης Σμπώκος.
Ο Σταύρος Νιώτης γεννήθηκε στ’ Ανώγεια πιθανότερα το 1795. Το Νιώτης ήταν παρατσούκλι και του δόθηκε για να τονιστεί η ομορφιά του. Ήταν πράγματι ένας λεβέντης και πανέμορφος άνδρας που ξεχώριζε για τα σωματικά και ψυχικά του προσόντα.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την ιδιότητα του οπλαρχηγού είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον αγώνα του ’21. Εκείνο το βράδυ που συνέβη το επεισόδιο με την αδελφή του βρέθηκε κατά σύμπτωση στο χωριό κατεβαίνοντας από το λημέρι. Όταν βρήκε την Αγάπη να κλαίει με αναφιλητά τον κυρίευσε ένα κακό προαίσθημα. Μετά τη μεγάλη επιμονή του να μάθει την αιτία της μεγάλης θλίψης της, η Αγάπη του διηγήθηκε το επεισόδιο με τον Ασάν αγά.
Αυτό πήγαινε πολύ κι ο Σταύρος Νιώτης δεν θα μπορούσε να το αφήσει ατιμώρητο.
Περίμενε πότε θα έρθει ξανά ο Ασάν στο χωριό και μόλις φάνηκε ο Τούρκος και ειδοποίησε να ετοιμάσουν το γλέντι του, ο Νιώτης έβαλε αμέσως σ’ εφαρμογή το σχέδιό του.
Στην κατάλληλη στιγμή βγήκε και κρύφτηκε πάνω στο δώμα του σπιτιού που γινόταν η διασκέδαση, στη μέση του οποίου ήταν ένα πιθάρι, συνηθισμένος φωταγωγός της εποχής εκείνης.
Φρικτό μαρτύριο
Αυτά που είδαν τα μάτια του θόλωσαν το νου του. Οι φήμες, το ελάχιστο μόνο μετέφεραν από όσα γίνονταν εκεί στον οντά της ακολασίας.
Ο Νιώτης μετά βίας κρατιόταν στο θέαμα που αντίκριζε, ακούγοντας όμως το σπαρταριστό γέλιο του αγά δεν μπόρεσε να κρατηθεί περισσότερο. Τράβηξε το μαχαίρι του και πήδησε από το φωταγωγό με σκοπό να σκοτώσει τον αγά. Όμως γλίστρησε πάνω στο ρόβι, έπεσε κι αυτό έδωσε τον καιρό στον αγά και τους καβαζήδες του να τον πιάσουν.
Ο Ασάν αγάς έγινε θηρίο με την αποκοτιά αυτή του Ανωγειανού. Έξαλλος πρόσταξε να τον δέσουν, να ξυραφίσουν όλο του το σώμα και να γεμίσουν τις χαρακιές με μπόλικο αλάτι. Ήθελε να τον σκοτώσει με τον πιο μαρτυρικό τρόπο.
Ο Νιώτης υπέστη με αξιοπρέπεια το μαρτύριο. Όταν οι Τούρκοι τον είδαν να γέρνει μισοπεθαμένος, πήραν το βασανισμένο σώμα του και το πέταξαν σε κάτι χαλάσματα δίπλα στον οντά.
Από κει τον μάζεψαν οι χωριανοί και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να απαλύνουν τον πόνο του.
Με δυσκολία και μετά από αφάνταστες φροντίδες, τα κατάφεραν να τον γλιτώσουν από του χάρου τα δόντια.
Ήταν όμως δυνατός και η τρομερή αντοχή του τον βοήθησε να τα καταφέρει.
Θρυλικός και ο καπετάν Χαρίσος
Θρυλική μορφή και ο Χαρισοξηρούχης που μας γνώρισε ο κ. Γιάννης Ανδρέα Πολυράκης.
Σύμφωνα με τον εκλεκτό ερευνητή το πραγματικό όνομα του ήρωα είναι Ξενοφών Χαρίσος (ίσως Χαρισάκης). Το Ξενοφών στα Σφακιά το έλεγαν τότε Ξηρούχης και από αυτό προέρχεται και το επίθετο Ξηρουχάκης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άϊ- Γιάννη των Σφακιών, υποθέτω στα 1840-45 αλλά εγκαταστάθηκε αργότερα στην Καλή Συκιά. Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα αφιερώματα σε ανδραγαθίες του που τον έκαναν τραγούδι από τη λαϊκή μούσα.
Ο Xαρίσος φαίνεται ότι γύρω στα 1870 άφησε τα Σφακιά και αναζήτησε νέο τόπο διαμονής στην περιοχή της σημερινής επαρχίας του Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης. Το 1885 απέκτησε το μοναδικό του γιό, τον Γιάννη. Επίσης έλαβε μέρος και στην επανάσταση του 1889. Μετά από αυτή την επανάσταση κυνηγημένος από τους Τούρκους ακολουθώντας τη μοίρα πολλών επαναστατών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πάλι τον τόπο του και έφυγε στην Αθήνα.
Εκεί συνέδεσε τ’ όνομά του με το θρυλικό κατόρθωμα που «σκότωσε το θεριό» στο Μαραθώνα.
Λέγεται πως όταν ήτανε ο Χαρίσος στη Αθήνα βρέθηκε με παρέα και πίνανε ένα βράδυ ς’ ένα καφενείο κάπου στη Κηφισιά. Κάποια στιγμή ένας στο καφενείο άνοιξε τη κουβέντα ότι φάνηκε πάλι το θεριό στο Μαραθώνα που τρώει τα πρόβατα και τρομοκρατεί τους κατοίκους.
– Και γιάντα δε πάτε να το σκοτώσετε; του λέει ο Χαρίσος.
Και ο τρομοκρατημένος κάτοικος απάντησε ότι είναι πολύ επικίνδυνο και οτι το φοβούνται και πάνω στη συζήτηση κάποιος απευθύνεται στον Χαρίσο και του λέει:
– Και γιάντα δεν πάεις να το σκοτώσεις εσύ;
Και ο επαναστάτης Χαρίσος του αποκρίνεται αμέσως:
– Ε! αύριο κιόλας θα πάω να τον σκοτώσω!
Όταν έφυγε και πήγε στο σπίτι του άρχισε την ετοιμασία, εγέμισε το ντουφέκι του (εμπροσθογεμές) με μπόλικο μπαρούτι, έβαλε μέσα βόλια και μπρόκες. Το πρωί που ξύπνησε σκέφτηκε τι παράτολμο έργο ανέλαβε και ότι το βράδυ που πήρε τη γενναία απόφαση ήτανε και πιωμένος, αλλά είχε δώσει το λόγο του και δεν μπορούσε να τον αρνηθεί. «Οι άντρες φαίνονται από τον λόγο τους» Η διήγηση λέει ότι όταν πήγε στο Μαραθώνα οι κάτοικοι του υπέδειξαν το μέρος που ήτανε το θεριό. Όλο το χωριό ήταν μεζεμένο και παρακολουθούσαν από απόσταση τον Χαρίσο που κατευθυνότανε σε μια πυκνή συστάδα δένδρων και θάμνων για να σκοτώσει το θεριό. Όταν πλησίασε αρκετά άκουσε το σούρσυμό του και ένα τεράστιο και χοντρό φίδι ξεπρόβαλε από τα δένδρα και κατευθυνότανε εναντίον του. Ο Χαρίσος οχυρώθηκε σ’ ένα μεγάλο βράχο και περίμενε το θεριό . Όταν πλησίασε αρκετά με ανοιχτο το στόμα, του άδειασε το ντουφέκι. Το θεριό έπεσε και σπαρταρούσε από τη μια μεριά του βράχου και ο Χαρίσος από την οπισθοδρόμηση του ντουφεκιού έπεσε απο την άλλη. Τότε οι κάτοικοι έτρεξαν να τον γλυτώσουν, γιατί όπως σπαρταρούσε το θεριό τον χτυπούσε με την ουρά του.
Το κατόρθωμα αυτό πήρε τις επόμενες μέρες θρυλικές διαστάσεις στην Αθήνα με αποτέλεσμα να τον καλέσει ο Βασιλιάς (Ο Γεώργιος ο Α’) στο παλάτι.
Ο Βασιλιάς ρώτησε τον Χαρίσο τι χάρη θέλει να του κάνει και αυτός του απάντησε:
– Να βαστώ τ’ άρματά μου όπου και να πάω.
Ένας αγαθός γίγαντας
Ήταν τόσο γλυκός , τόσο καλοσυνάτος που δυσκολευόσουν να του αναγνωρίσεις με την πρώτη ματιά τη μεγάλη μυική δύναμη που διέθετε.
Ήταν ο σπουδαίος λαϊκός αθλητής Δημήτρης Φρυγανάκης που σκιαγράφησε περίτεχνα στο βιβλίο του ο καλός συνάδελφος Μανόλης Παντινάκης.
Ο Δημήτρης Φρυγανάκης ήταν κι αυτός ένας από τους ανθρώπους που έκαναν περήφανη την προσφυγιά.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1912. Εύπορη η οικογένειά του έκανε τα πρώτα παιδικά του χρόνια να μοιάζουν παραμυθένια. Δεν του έλειπε τίποτα. Κι ήρθε η καταστροφή του 22 να τυλίξει στη φωτιά μια κοιτίδα πολιτισμού.
Σε κείνο το απελπισμένο ανθρωπομάνι προσπαθούσε να βρει δρόμο σωτηρίας και ο μικρός Δημήτρης με τη μητέρα του και μια αδελφή.
Ο Δημήτρης είχε πνευματικά ενδιαφέροντα αλλά το εκμαγείο που έκρυβε τα δικά του ινδάλματα ήταν στις αρένες όπου η ευγενής άμιλλα δημιουργούσε τους ήρωες που λάτρευε ο παιδόκοσμος. Εκείνα τα χρόνια που μιλάμε, ακόμα κι ο αθλητισμός του δρόμου, της αλάνας, είχε το φιλότιμο και την ευγένεια που σήμερα μάταια αναζητάς ακόμα και στα μεγάλα σαλόνια. Ας είναι.
Ο αθλητισμός ήταν το «περβόλι» που ξεκούραζε τη σκέψη του Δημήτρη και σιγά-σιγά τού απάλυνε τον πόνο από τις ματωμένες μνήμες του μεγάλου διωγμού.
Αν και δεν βρήκε αμέσως συμπορευτές στη στράτα του αθλητικού ιδεώδους δεν πτοήθηκε. Φρόντισε να δημιουργήσει ο ίδιος, διδάσκοντας παράλληλα και τη χαρά του εθελοντισμού.
Στην οδό Ραδαμάνθυος, κοντά στη Μικρή Παναγία δημιούργησε το φυτώριο νέων αθλητών που ο ίδιος προπονούσε.
Κι όταν ο μικρόκοσμος έπεφτε σε πλήξη και μελαγχολία ο Δημήτρης γινόταν ένας εξαιρετικός καραγκιοζοπαίχτης και μέσα από το θέατρο Σκιών έδινε διεξόδους χαράς και κεφιού σε μικρούς και μεγάλους.
Μέσα από τον αθλητισμό που καλλιεργούσε με συνέπεια ο Φρυγανάκης επιδίωκε να δώσει ελπίδα. Ήταν τα χρόνια δύσκολα. Πείνα και κακοπέραση μάστιζαν τους ανθρώπους. Με τις αθλητικές επιδόσεις του ο Μικρασιάτης πρωταθλητής ήθελε να δείξει τη δύναμη που δεν κρύβεται μόνο στο μυϊκό σύστημα.
Αν θυμηθούμε πόσο είχε επιδράσει στον ψυχισμό των νεοελλήνων ο θρίαμβος της Εθνικής μας στην άρση βαρών, πριν από χρόνια, θα καταλάβουμε πόσο ευεργετική ήταν κάθε δημόσια εμφάνιση του Φρυγανάκη που άρχισε να γίνεται θρύλος στη νεολαία και πρότυπο.
Η βιοπάλη δεν τον γονάτιζε ούτε στο στίβο της ζωής. Ο ιδρώτας του έμεινε σε αμέτρητες διανοίξεις και ασφαλτοστρώσεις δρόμων για 35 και παραπάνω χρόνια. Η εργατικότητά του τον έφερε στα καθήκοντα του εργοδηγού αλλά ποτέ δεν έπαψε να δίνει παραδείγματα στους νεότερους φιλοσοφώντας ακόμα και στις ώρες της πιο σκληρής δουλειάς. Είχε τον τρόπο να εμπνέει τους πάντες, γιατί διέθετε κι αυτή την αρετή εκτός από το χάρισμα του αφηγητή που του είχε προσφέρει αμέτρητες χαρές από ένα φανατικό ακροατήριο μικρών και μεγάλων. Ήταν πάντα κοντά στην πολιτιστική ζωή και πρόθυμος να βοηθήσει σε κάθε μεγάλη διοργάνωση εκδηλώσεων κυρίως του Λυκείου των Ελληνίδων.
Ο Δημήτρης Φρυγανάκης ήξερε να απολαμβάνει ακόμα και τη σκληρή δουλειά εμβαθύνοντας πάντα στην ουσία των πραγμάτων και φιλοσοφώντας πάνω στις αξίες της ζωής.
Ο Στέλιος Μυγιάκης
Ένας ακόμα από τους προικισμένους με ηράκλεια δύναμη Ρεθεμνιώτες ο Στέλιος Μυγιάκης. Σήμερα δεν ακούγεται καν αλλά όταν θριάμβευσε στη Μόσχα μια βδομάδα πανηγύριζε το Ρέθυμνο και τον είχε υποδεχθεί με τιμές ήρωα.
Σύμφωνα με το βιογραφικό του ο Στέλιος Μυγιάκης (Μυγιάκης) γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1952 στο Θρόνος Αμαρίου και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα η οικογένεια όταν ο Στέλιος ήταν δύο ετών.
Ασχολήθηκε με την Ελληνορωμαϊκή από το 1968 ενώ ήδη εργαζόταν.
Το 1970 σε ηλικία 18 χρόνων αναδείχθηκε πρωταθλητής Ελλάδας στην κατηγορία των 52 κιλών. Ακολούθησαν άλλα πέντε χρυσά μετάλλια σε πανελλήνια πρωταθλήματα, το 1974, 1975, 1976, 1978 και 1979 στην κατηγορία των 62 κιλών.
Έλαβε μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1972 (Μόναχο) και 1976 (Μόντρεαλ) χωρίς να διακριθεί.
Η διάκριση ήρθε το 1980 στους Ολυμπιακούς στη Μόσχα όπου κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο και έγινε ο πρώτος Έλληνας χρυσός Ολυμπιονίκης στην Ελληνορωμαϊκή πάλη.
Ακόμη ο Στέλιος Μηγιάκης αναδείχθηκε πρωταθλητής Ευρώπης το 1979, ενώ στην ίδια διοργάνωση κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο το 1972 και 1975. Ήταν 4ος στον κόσμο το 1974, 1979 και 5ος το 1978.
Το 1983 αναδείχθηκε χρυσός μεσογειονίκης και την ίδια χρονιά κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο παγκόσμιο κύπελλο.
Έκλεισε την καριέρα του στην Ολυμπιάδα του 1984 χωρίς να διακριθεί.
Ο Στέλιος Μηγιάκης αγωνιζόταν ως ερασιτέχνης, δεν είχε σπόνσορες και οικονομική υποστήριξη από κανένα.
Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στον ελληνικό αθλητισμό η Πολιτεία του πρόσφερε μια άδεια για βενζινάδικο την οποία εκείνος επέστρεψε αργότερα στην πετρελαϊκή εταιρεία.
Από το 1987 έως το 1990 εργάστηκε στην εθνική ομάδα ως ομοσπονδιακός προπονητής.
Φυσικά δεν είναι μόνο αυτοί από το Ρέθυμνο, που έμειναν στα χρονικά του τόπου μας για την «ηράκλεια» δύναμη που τους χάρισε η φύση Θα επανέλθουμε και σε άλλους δοθείσης ευκαιρίας.