Συγκλονιστική η περίπτωση του αξέχαστου παπά Σταύρου Τζαγκαράκη
Η Ανάσταση του Λαζάρου που τιμάται σήμερα από την Εκκλησία μας παραμένει ένας φάρος ελπίδας για όσους προσπαθούν να εμβαθύνουν στο μεγάλο μυστήριο του θανάτου.
Μεγαλύτερο μυστήριο όμως παραμένουν οι νεκραναστάσεις, που πέρασαν στα χρονικά κάθε τόπου. Μπορεί να μην ήταν πολλές, και το φαινόμενο καθόλου συνηθισμένο, αλλά κάποια περιστατικά πέρασαν στα χρονικά του τόπου και στις επόμενες γενιές έστω κι αν φαίνεται να ακουμπούν στις παρυφές του θρύλου.
Το Ρέθυμνο δεν θα μπορούσε φυσικά να αποτελέσει εξαίρεση. Είχαμε κι εδώ περιστατικά αξιομνημόνευτα.
Συγκλονιστική είναι η περίπτωση της νεκρανάστασης ενός βρέφους που έγινε αργότερα ιερέας και από τους πλέον αγαπημένους και αξέχαστους. Η αναφορά μας στον π. Σταύρο Τζαγκαράκη, του υπέροχου λευίτη, που η απώλειά του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Και να πως έχουν τα γεγονότα.
Μια ηλιόλουστη μέρα, η Στυλιανή Τζαγκαράκη η γνωστή μας «Χατζήνα» που στα χέρια της θαυματουργούσε ο Τίμιος Σταυρός, αφού τέλειωσε τις δουλειές του σπιτιού κι ετοίμασε το φαγητό, μετέφερε τη μηχανή της στην ταράτσα του σπιτιού για να γαζώσει.
Από κοντά είχε το αγοράκι της, που θα ήταν περίπου 20 μηνών. Το παιδάκι έπαιζε γύρω από την καπνοδόχο, αλλά σε μια στιγμή παραπάτησε κι όπως η ταράτσα δεν είχε στηθαίο, έπεσε από ύψος τριάμισι περίπου μέτρων και χτύπησε θανάσιμα σε ένα πελέκι.
Αλλόφρων έτρεξε κοντά του η έρμη μάνα. Τι να δει; Το αγοράκι της αιμορραγούσε εκεί στο χώμα από στόμα, μύτη, αυτιά, χωρίς να αναπνέει, χωρίς σημάδια ζωής. Άφωνη παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένη η Στυλιανή.
Οι δικοί της άνθρωποι που προστρέξανε δεν ήξεραν πώς να την αντιμετωπίσουν, όπως την έβλεπαν αδάκρυτη και χλωμή σαν πεθαμένη. Προτίμησαν να την αφήσουν να συνέλθει και ασχολήθηκαν με το παιδί.
Μετέφεραν το άψυχο κορμάκι στο εσωτερικό του σπιτιού, το έβαλαν σ’ ένα καναπεδάκι. Ήρθε ο γιατρός που απλά πιστοποίησε τον θάνατο του μικρού. Ενώ η καμπάνα του χωριού άρχισε να χτυπά πένθιμα, ειδοποιήθηκε ο πατέρας που ήταν στη δουλειά του στο Ρέθυμνο, για το τραγικό συμβάν και του ζήτησαν να κρατά ένα φέρετρο για το παιδί.
Η αυλή άρχισε να γεμίζει κόσμο που ερχόταν να συμπαρασταθεί στο πένθος της οικογένειας. Ορίστηκε και η κηδεία για την επομένη στις 4:00 το απόγευμα.
Και τότε η Στυλιανή θυμήθηκε τον Τίμιο Σταυρό. Πετάχτηκε σαν ελατήριο από τη θέση της. Μάταια προσπάθησαν να τη συγκρατήσουν εκείνοι που νόμιζαν πως πηγαίνει να δώσει τέλος στη ζωή της.
Σπεύδει και κατεβάζει το ιερό κειμήλιο από το εικονοστάσι με τρεμάμενα χέρια. Ασπάζεται ευλαβικά το σύμβολο της πίστης μας και πλησιάζοντας το παιδί της ακούμπησε το ιερό σύμβολο πάνω στην καρδούλα του και το έσφιξε στην αγκαλιά της:
– Τίμιε μου Σταυρέ παρακάλεσε, να ζήσει το παιδί μου, να το βαπτίσω Σταύρο και να το κάνω ιερέα.
Η προσευχή της εισακούσθηκε και το παιδάκι άνοιξε τα ματάκια του απορημένο με τον κόσμο που έβλεπε μπροστά του. Έγινε όπως το έταξε η μητέρα. Και το νεκραναστημένο παιδάκι έγινε μεγαλώνοντας ο εξαιρετικά αγαπητός μας ιερέας, παπά-Σταύρος Τζαγκαράκης, που έχει καταξιωθεί στη συνείδηση όλων μας ως ένας από τους πλέον φωτισμένους μας κληρικούς.
Τύχη βουνό
Από τους ανθρώπους που τον πένθησαν οι δικοί του κι ας ήταν εν ζωή, ήταν ο ηρωικός στρατηγός Παντελής Σαββάκης, που αντίκρισε τόσες φορές τον θάνατο και τον ξεγέλασε.
Από την κούνια μάλιστα άρχισαν οι δοκιμασίες του.
Όταν γεννήθηκε παρουσίασε τα ίδια περίεργα σημάδια επικείμενου θανάτου που είχε παρουσιάσει ένας αδελφός του που είχε πέθανε πριν από δυο χρόνια. Η γιαγιά του, που ακόμα δεν είχε συνέλθει από την προηγούμενη τραγωδία, χωρίς να χάσει καιρό βγήκε στον δρόμο και τον πρώτο άνθρωπο που συνάντησε τον παρακάλεσε να μπει να αεροβαφτίσει το μωρό. Εκείνος πρόθυμα ανταποκρίθηκε. Με πόνο ψυχής η λεχώνα μάνα, που περίμενε από στιγμή σε στιγμή το μοιραίο, για τον γιο της, ζήτησε να τον ονομάσουν Μανούσο που ήταν το όνομα του πεθερού της.
Μια από τις γειτόνισσες όμως, που κατά το συνήθειο είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι να συμπαρασταθούν, πετάχτηκε αποφασιστικά και πρότεινε να το βγάλουν. Παντελεήμονα στη χάρη του αγίου που ήταν και μεγάλος γιατρός. Έτσι μπορεί να γινόταν το θαύμα και το μωρό να ζούσε. Με την ελπίδα αυτή η μάνα συμφώνησε.
Περνούσαν οι ώρες και το μωρό έδειχνε να συνέρχεται. Παίρνει θάρρος η ίδια γυναίκα και προτείνει τώρα να το πάνε στο διπλανό χωριό, που είχε εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα, να το βαφτίσουν κανονικά.
Παγωμένη σιωπή ακολούθησε την πρόταση, ενώ η γιαγιά η μαμή ήταν στα πρόθυρα εγκεφαλικού.
– Μα τι λες χριστιανή μου ξέσπασε. Με το που θα βγει έξω το λεχουδάκι θα ποθάνει. Δεν το βλέπεις;
– Δεν θα το επιτρέψει ο Άγιος Παντελεήμονας επέμενε η ευσεβής γειτόνισσα. Κι ήταν τόση η πίστη της που έπεισε και τις άλλες.
Βρήκαν στα γρήγορα ένα γαϊδουράκι, τοποθέτησαν με μύριες προφυλάξεις το μωρό και κίνησαν για το διπλανό χωριό. Μόλις έφτασαν στην εκκλησία, πάνω που πατούσαν το κατώφλι αρχίζει να κλαίει το βρέφος. Έκαναν όλοι το σταυρό τους και προχώρησαν πιο μέσα. Ξεκίνησε το μυστήριο και την ώρα που η φωνή του παπά ανήγγειλε το όνομα ξεσπά το μωρό σε ένα τόσο γοερό κλάμα που έκανε όλους να σταυροκοπηθούν. Ούτε υγιές βρέφος δεν έκλαιγε έτσι. Το θαύμα είχε επιτελεστεί προς δόξα του Αγίου και επιβράβευση της πίστης που διέκρινε την ευσεβή γειτόνισσα. Όλο το Σπήλι κουβέντιαζε το γεγονός.
Από τότε και κάθε χρόνο η οικογένεια έκανε άρτο στον Άγιο Παντελεήμονα εις ανάμνηση του μεγάλου θαύματος που της χάρισε τον Παντελή. Πρώτη ξεκίνησε η μητέρα, μετά τον πρόωρη θάνατό της συνέχισε ο πατέρας κι όταν κάλεσε ο Κύριος και αυτόν πήρε τη σκυτάλη ο Παντελής μέχρι το τέλος και της δικής του ζωής.
Το δεύτερο θαύμα έγινε όταν ο Παντελής Σαββάκης μετά την ηρωική του δράση στο μέτωπο του 40 είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και υπό αυστηρή επιτήρηση ταξίδευε με τρένο για κάποιο κολαστήριο σίγουρα. Δεν είχε όμως σκοπό να βρεθεί ξανά σε στρατόπεδο σκλάβων. Κι ενώ το τρένο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αποφάσισε να πηδήξει στο κενό. Μάταια ο Σέρβος συνταγματάρχης που κατάλαβε την πρόθεσή του, να βάλει τέλος στη ζωή του, προσπάθησε να τον κρατήσει. Ο Παντελής πήδηξε στο κενό. Το σώμα του άρχισε να στροβιλίζεται δαιμονισμένα έτσι που και ο ίδιος δεν ήξερε πώς να το κουμαντάρει. Το μόνο που θυμόταν ήταν το κεφάλι του να ακουμπά πότε στο έδαφος, πότε στα χέρια, πότε στα πόδια και πότε στα πλευρά. Και μόνο να φανταστούμε την εικόνα θα συμπεραίναμε πως θα ήταν απίθανο να βγει από την περιπέτεια αυτή σώος. Αν δεν είχε σκοτωθεί, σίγουρα θα είχε χάσει για πάντα την αρτιμέλειά του. Κι όμως κάποια στιγμή που κατάφερε να ισορροπήσει, σηκώθηκε όρθιος έχοντας μόνο κάποιες αμυχές κι άρχισε να τρέχει. Οι φρουροί που είχαν αντιληφθεί την δραπέτευση αλλά κανένας δεν τολμούσε να τον ακολουθήσει γιατί σίγουρα θα σκοτωνόταν, βλέποντάς τον να τρέχει έστρεψαν πάνω του όλα τα πολυβόλα κι άρχισαν να βάλουν δαιμονιωδώς. Μια σφαίρα τον πέτυχε στο πίσω μέρος του κεφαλιού κι έπεσε αναίσθητος. Τώρα ήταν εύκολος στόχος. Κι όμως ενώ τα πίσω βαγόνια περνώντας από πάνω του διευκόλυναν τους Γερμανούς να βάλουν σχεδόν εξ επαφής, κι ενώ είναι γνωστό τοις πάσει ότι το πολυβόλο σκοτώνει άνθρωπο στα 200 μέτρα, η χάρις του Τιμίου Σταυρού όπως αναφέρει ο ίδιος στο ημερολόγιό του τον έσωσε ακόμα μια φορά.
Αργότερα που ο Παντελής Σαββάκης διηγιόταν σε συναδέλφους του την περιπέτεια αυτή κανένας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Μόνο όταν το διάβασαν στο βιβλίο του ανθυπολοχαγού Γ. Καρατζιά, που συνταξίδευε και επικαλείτο και τη μαρτυρία ενός ακόμα αυτόπτη μάρτυρα του ομόβαθμού του Χ. Πλούτση, τότε όλοι πίστεψαν και ομολόγησαν πως επρόκειτο για ένα ακόμα θαύμα.
Πώς έγινε τώρα και αναφέρθηκε νεκρός βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του; Αν και προηγήθηκαν φαινόμενα που αγγίζουν τον μυστηριώδη κόσμο της παραψυχολογίας και τα έχουμε περιγράψει σε προηγούμενα αφιερώματα γεγονός είναι ότι οι δυο Γερμανοί που τον φρουρούσαν προφασίστηκαν πως τον σκότωσαν με χαριστική βολή για να αποφύγουν τις συνέπειες. Έτσι δεν βγήκε περίπολος που θα μπορούσε να τον εντοπίσει όπως είχε γίνει σε προηγούμενη απόδρασή του. Και σώθηκε με ένα τραύμα που ευτυχώς δεν είχε ακουμπήσει κάποια αρτηρία ή ζωτικό όργανο.
Βοήθησε ο Τίμιος Σταυρός
Το θαύμα αποδόθηκε αυτή τη φορά στη χάρη του Τιμίου Σταυρού, επειδή το περιστατικό της απόδρασης συνέβη στις 14 Σεπτεμβρίου. Και πάλι το τάμα με αρτοκλασία γινόταν κάθε χρόνο αιώνια ευχαριστία για το δώρο της ζωής.
Πέρασε καιρός κι όλοι πίστευαν τον Παντελή νεκρό. Γιατί τους άφησε στην πλάνη αυτή; Μα επειδή δεν είχε επίγνωση των γεγονότων ο νεαρός τότε αξιωματικός και νομίζοντας ότι θα είναι καταζητούμενος φρόντισε να κρύβεται. Ήξερε πως αν τον έπιαναν Ιταλοί πολίτες θα τον σκότωναν οι Γερμανοί. Πέρασε φρικτές μέρες αλλά και πάλι στάθηκε τυχερός. Το τραύμα του αν και δεν είχε τρόπο να το περιποιηθεί και το βράδυ κοιμόταν στο χώμα δεν μολύνθηκε. Σαν μια αόρατη δύναμη να παράστεκε τον Παντελή. Θαύμα κι αυτό από τον Τίμιο Σταυρό.
Ο Παντελής Σαββάκης πέρασε ακόμα πολλές φορές πλάι από τον θάνατο στα 7,5 χρόνια που βρισκόταν σε διάφορα μέτωπα. Κάθε ώρα, κάθε λεπτό αισθανόταν τη θανατερή ανάσα του χάρου κι όμως πάντα τον ξεπερνούσε.
Χαρακτηριστικά δυο ακόμα παραδείγματα.
Ήταν με τον συνταγματάρχη Ι. Δασκαλόπουλο σε παρατηρητήριο που ήταν στην κορφή ενός λόφου. Ξαφνικά έπεσε δίπλα τους ένα βλήμα που κοιτούσαν παγωμένοι περιμένοντας το τέλος τους, γιατί δεν μπορούσαν να αντιδράσουν. Κι όμως αυτό δεν εξερράγη. Αν γινόταν αυτό θα τους έκανε χίλια κομμάτια.
Κάποια άλλη φορά στο βουνό Χειμαράσι της Ρόδου επικεφαλής τεσσάρων Ιερολοχιτών έτρωγε μαζί τους ανύποπτος. Από την προηγουμένη είχαν εξουδετερώσει τους Γερμανούς κι έτσι μπορούσαν τώρα να απολαύσουν το γεύμα τους και να ξεκουραστούν μέχρι το απόγευμα που είχαν άλλη αποστολή.
Κι εκεί που χαλάρωναν βλέπουν μια βοσκοπούλα να τρέχει προς το μέρος τους αλαφιασμένη.
– Ακολουθείστε με να σας κρύψω σε μια σπηλιά τους είπε λαχανιασμένη. Έρχεται μια γερμανική περίπολος προς τα εδώ.
Έτσι σώθηκε και αυτός και οι στρατιώτες του. Αν δεν προλάβαινε η βοσκοπούλα που την έλεγαν Μαρία να τους κρύψει σίγουρα δεν θα γλίτωναν από τους Γερμανούς.
Ο Επαμεινώνδας Πριναράκης
Νεκρό όμως θεωρούσαν οι δικοί του και τον Επαμεινώνδα Πριναράκη τον γενναίο Αξιωματικό χωροφυλακής.
Ο υποστράτηγος Επαμεινώνδας Πριναράκης, είχε πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο στα πεδία των μαχών από το 1905 μέχρι το 1940.
Γεννήθηκε στο Δαμαβόλου, το 1885, κλωνάρι κι αυτός της ιστορικής οικογένειας και ήταν πατέρας του ιστορικού, λογοτέχνη, συγγραφέα, πρώην προέδρου της Παγκρήτιας Ένωσης και τέως διευθυντή της Ασφαλιστικής Εταιρείας ΦΟΙΝΙΞ Μιχάλη Πριναράκη, προέδρου της Πολιτιστικής Εταιρίας Χρωμοναστηρίου.
Ο Επαμεινώνδας ήταν ένα από τα 14 παιδιά του πρώτου γάμου του καπετάν Πριναρο-Μανόλη. Εκεί στου Δαμαβόλου έζησε τα παιδικά του χρόνια και τα πρώτα εφηβικά κι έμαθε τα λιγοστά γράμματά του, ασχολούμενος με τις αγροτοκτηνοτροφικές δραστηριότητες.
Το 1905 κατατάχτηκε ως μαθητής πεζός χωροφύλακας, εις την Χωροφυλακή της Κρητικής Χωροφυλακής.
Τον Αύγουστο του 1916, ενώ βρισκόταν για υπηρεσία στην Αστυνομική Διεύθυνση Σερρών αιχμαλωτίζεται με το Δ’ Σώμα Στρατού από τα Γερμανοβουλγαρικά Στρατεύματα και οδηγείται στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Γκέρλιτς Γερμανίας.
Δραπετεύει όμως από το στρατόπεδο Γκέρλιτς «λόγω της απηνούς καταδιώξεως την οποίαν υφιστάμην παρά των εκεί ευρισκομένων συναδέλφων και προϊσταμένων μου, δια τα φιλελεύθερα φρονήματά μου, κατόπιν ανήκουστων βασάνων και λοιπών κακουχιών, κατόρθωσα να επανέλθω εις την προσφιλή πατρίδα την 25ην Δεκεμβρίου 1918», γράφει σε αναφορά παραπόνων του προς το Αρχηγείο Χωροφυλακής.
Ήταν φυσικό να υφίσταται τόσες ταλαιπωρίες ένας φλογερός οπαδός του Βενιζέλου όταν συγκρατούμενοί του ήταν Βασιλόφρονες και εμάχοντο ανελέητα τους Κρήτες Βενιζελικούς.
Κι ο Επαμεινώνδας με τη στολή της Κρητικής Χωροφυλακής φάνταζε σα μαύρο πρόβατο με τη σκούρα μπλε τσόχινη βράκα, το μεϊτανογέλεκο και τα μαύρα στιβάνια, ανάμεσα στις χακί στρατιωτικές στολές. Οι σχέσεις κατά συνέπεια και η διαβίωση μαζί τους ήταν τέτοιες, ώστε προτίμησε την απόδραση από το να παραμείνει μαζί τους. Κανένας δεν είχε νέα του και στο χωριό του το Δαμαβόλου του είχαν κάνει ήδη το δεύτερο ετήσιο μνημόσυνό του μια και τον θεωρούσαν σκοτωμένο.
Κι όμως. Τα Χριστούγεννα του 1918 έκπληκτοι οι πάντες αντίκρισαν τον Επαμεινώνδα ολοζώντανο. Και το μνημόσυνο έγινε πια δοξολογία για τον αγαπημένο τους που επέστρεφε ολοζώντανος σπίτι του.
Νίκος Ψαρουδάκης (Παπουτσής)
Στο περίφημο βιβλίο του «Τα Πηγιανά» ο αξέχαστος δάσκαλος Σταύρος Βογιατζής αναφέρει κι ένα συγχωριανό του που υπηρετούσε στο τορπιλικό «Έλλη» και μετά το βομβαρδισμό της 15ης Αυγούστου 1940 θα μπορούσε να είναι νεκρός.
Η πληροφορία πολύ ενδιαφέρουσα με έκανε να αναζητήσω αμέσως την πιο αξιόπιστη πηγή μου τον κ. Κώστα Μυγιάκη. Κι από εκείνον έμαθα τα εξής σημαντικά.
Ο Νικόλαος Ψαρουδάκης ή Παπουτσής, το 1940 υπηρετούσε ως ναύτης στο πολεμικό πλοίο «Έλλη». Το πλοίο αυτό ήταν καταδρομικό. Πήρε το όνομά του από την ναυμαχία της Έλλης που είχε λάβει χώρα στην διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, στην οποία η Ελλάδα ήταν νικήτρια. Υποβλήθηκε σε μετασκευή ευρείας κλίμακας στη Γαλλία το 1927, η οποία άλλαξε ριζικά τον ρόλο και την εμφάνιση του πλοίου. Από ελαφρύ καταδρομικό σε Ελαφρύ καταδρομικό.
Στις 15 Αυγούστου του 1940 στις 08:25′, λίγο πριν τη λιτάνευση της ιερής εικόνας της Παναγίας Τήνου, και ενώ στη προκυμαία υπήρχε ήδη πολύς κόσμος, το ιταλικό υποβρύχιο «εν καταδύσει» πλησίασε τον θαλάσσιο χώρο εξαπολύοντας τρεις τορπίλες κατά του πλοίου «Έλλη» ενώ ήταν αγκυροβολημένο έξω από τον λιμένα της Τήνου όπου και συμμετείχε στις εκδηλώσεις του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από τις νάρκες μια προκάλεσε έκρηξη στο μηχανοστάσιο και πυρπόληση των δεξαμενών πετρελαίου, με εννέα νεκρούς και 24 τραυματίες.
Ανάμεσα στους τραυματίες αυτούς ήταν ο Ψαρουδάκης. Ο βαρύτατος τραυματισμός του έκανε πολλούς να αμφιβάλλουν για τη σωτηρία του ενώ οι δικοί του τον θεωρούσαν νεκρό. Εκείνος όμως κατάφερε να σωθεί και παρά την εμπειρία του αυτή, το πρώτο που έκανε μόλις αποθεραπεύτηκε ήταν να ενταχθεί στο πλήρωμα άλλων πολεμικών πλοίων ακόμα και συμμαχικών. Η γενναιότητα και η ηρωισμός του δεν έμειναν χωρίς αναγνώριση. Και το υπουργείο Στρατιωτικών και ο δήμος Τήνου τον είχαν τιμήσει.
Δεν ξέχασε όμως ποτέ το χωριό του και σ’ αυτό πέρασε τα στερνά του. Συνήθιζε μάλιστα σε κάθε παρέλαση να συμμετέχει με τις διακρίσεις του. Κι ήταν η μοναδική φορά που καμάρωνε για τις εμπειρίες του στον πόλεμο. Προτιμούσε να σωπαίνει θεωρώντας ότι είχε κάνει απλά το καθήκον του.
Ως «Λαζάρους» επίσης είχαν υποδεχθεί στο Ρέθυμνο τους ελάχιστους που επέστρεψαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως ήταν ο Κώστας Ξεξάκης και ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης.
Ο Γιάννης Κυριακάκης που επίσης έζησε τη φρίκη των στρατοπέδων αυτών μου έλεγε ότι ήταν τόσες οι ταλαιπωρίες που βίωναν όλοι αυτοί οι έγκλειστοι που εκείνον που πέθαινε τον μακάριζαν γιατί είχε λυτρωθεί επιτέλους.
Η επιστροφή τους όμως για τους οικείους που λαχταρούσαν για την τύχη τους ήταν σαν μια νεκρανάσταση όπως αυτή του Λαζάρου.
Παρόμοιες καταστάσεις είχε ζήσει το Ρέθυμνο και μετά την τραγωδία του «Ηράκλειον». Η έλλειψη ενημέρωσης εκείνη την εποχή πρόσθετε νέο μαρτύριο στους συγγενείς που περίμεναν μια αχτίδα ελπίδας για τους ανθρώπους τους. Και έμοιαζε επίσης με νεκρανάσταση η εμφάνιση εκείνων των ελάχιστων που αρχικά τους θεωρούσαν χαμένους κι ετοιμάζονταν να τους πενθήσουν, αλλά από θαύμα είχαν διασωθεί κι επέστρεψαν στα σπίτια τους.