Οι σκληρές συνθήκες εργασίας και η εκμετάλλευση του εργάτη,απoτέλεσαν το προσάναμμα στους κοινωνικούς αγώνες.Tο Ρέθυμνο δεν αποτελούσε εξαίρεση. Ελάχιστοι ήταν οι εργοδότες, αρχές του αιώνα, που πλήρωναν κανονικά το προσωπικό τους και μεταχειρίζονταν τους εργαζόμενους σαν μέλη οικογενείας τους.
Ο Γιώργος Βασσάλος, ο περίφημος «καταβρεχτήρας» πριν καν αναλάβει δουλειά στον δήμο, ζούσε τις δικές του περιπέτειες αναζητώντας δρόμους έντιμης διαβίωσης.Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο αφιέρωμα γεννήθηκε το 1897 στο ιστορικό Μελιδόνι και ανήκε σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια που είχε όμως βαθιές ιστορικές ρίζες.
Σαν τέλειωσε το τετρατάξιο σχολείο του χωριού του, εργάστηκε σαν επιπλοποιός στο Ρέθυμνο και το 1915 πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε, για ένα μικρό διάστημα, σε ξενοδοχείο. Από μικρός δηλαδή είχε δοκιμάσει το πικρό ψωμί του μεροκάματου. Στην Αθήνα γνώρισε και τους πρωτοπόρους των συνδικαλιστικών αγώνων κι άρχισε να καλλιεργείται μέσα του ο σπόρος της ανάγκης για κοινωνική δικαιοσύνη.
Γύρισε στο χωριό του το 1917 και κατετάγη στη Χωροφυλακή. Με τη μεσολάβηση του τότε βουλευτή Νίκου Ασκούτση τοποθετήθηκε στη Στρατονομία της 13ης Μεραρχίας. Έλαβε μέρος στο Μακεδονικό μέτωπο, στην εκστρατεία της Ουκρανίας κι έπειτα πολέμησε στη Μικρά Ασία μέχρι το Καλέ Γκρότο.
Μετά την πτώση του Ελευθερίου Βενιζέλου τον έστειλαν στο Πεζικό, όπου τον βρήκε η κατάρρευση. Από εκεί τον βρίσκουμε στη Θεσσαλονίκη με τον αδερφό του, εργαζόμενο σε αυτοκίνητο. Έτσι έγινε οδηγός. Το 1924 έφυγε για τον Πειραιά, όπου και ξεκίνησε την ενεργό δράση του στο κόμμα που εξέφραζε την ιδεολογία του.
Το 1932 διορίστηκε οδηγός στον καταβρεχτήρα του δήμου και στην Πυροσβεστική. Πρωτοστατεί κι εδώ για την ίδρυση του πρώτου σωματείου οδηγών με πρόεδρο τον ίδιο.
Αυτή τη χρονιά βρίσκει ώριμες τις συνθήκες να ενώσει τους εργαζόμενους σε ένα φορέα που θα υπερασπιζόταν τα δικαιώματά τους. Έτσι φθάσαμε στην ίδρυση του Εργατικού Κέντρου.
Στο όνειρο αυτό βρήκε και άλλους συνοδοιπόρους, έντιμους και αγνούς ιδεολόγους που στο περιθώριο που τους άφηναν οι συνθήκες της εποχής ξεπερνούσαν τον εαυτό τους.
Το πρώτο συμβούλιο του Εργατικού Κέντρου αποτέλεσαν οι:
Πρόεδρος: Γιώργος Βασσάλος, αντιπρόεδρος: Φραγκιάς Βλαχάβας, γενικός γραμματέας: Αντώνης Τσουράκης, ταμίας: Τίτος Ριακωτάκης, έφορος: Μανόλης Στεφάνου και μέλη Γιώργης Παπαδάκης, Σάββας Τσιμπούκας, Χαράλαμπος Κιαγιάς και Νίκος Μπενής.
Για την εποχή βέβαια μια τόσο επίσημη θέση σε κοινωνικά ζητήματα δεν άφηνε χωρίς συνέπειες τους υπογράφοντες. Εκείνοι όμως προχωρούσαν ακάθεκτοι αφοσιωμένοι στο σκοπό τους.
Επίσημο καταστατικό του Εργατικού Κέντρου έχουμε το 1936.
Κι ήρθε η Μεταξική δικτατορία ν’ ανακόψει την πλούσια δράση των πρωτοπόρων αυτών συνδικαλιστών και το 1939 συλλαμβάνει 28 από αυτούς. Μετά από φρικτά βασανιστήρια στα κρατητήρια της Ασφάλειας, έστειλε στην εξορία τους Ζώνο, Αναγνωστάκη, Γριντάκη και Σιμιτζή. Οι τρεις πρώτοι πέθαναν στα ξερονήσια και στην Ακροναυπλία από τις κακουχίες.
Στον πόλεμο του ’40 η πατρίδα θυμήθηκε κι αυτά τα παιδιά της, που πλήρωναν το τίμημα της ιδεολογίας τους σε φυλακές και εξορίες.
Ήρθε η Μάχη της Κρήτης να γράψει μια νέα εποποιία. Ο Γιώργης Βασσάλος με τον καταβρεχτήρα του έσπευδε σε κάθε πυρκαγιά και με το τουφέκι στο χέρι πολεμούσε τον εχθρό.
Ακολούθησαν τα χρόνια της Κατοχής. Μέσα στα τόσα της δεινά ήταν και οι αγγαρείες. Ο Βασσάλος επιτάσσεται για να μεταφέρει με την υδροφόρα του δήμου νερό στα Γερμανικά έργα. Ωστόσο είναι από τους πρώτους που οργανώθηκε στην Αντίσταση. Η πρώτη του αποστολή ήταν να καταστρέψει το αυτοκίνητό του για να μη μεταφέρει νερό και άλλα υλικά στα υπό κατασκευή γερμανικά οχυρά. Στην ομάδα του στο μεταξύ είχε προσχωρήσει κι ένας… Γερμανός αντιφασίστας. Με τη βοήθειά του ο Βασσάλος και οι άλλοι προώθησαν στο στρατόπεδο των Ρώσων και άλλων συμμάχων αιχμαλώτων τρόφιμα που είχαν μαζέψει σε εξαιρετικά τολμηρές επιχειρήσεις.
Ο Γιώργος Βασσάλος διακρινόταν για την τόλμη και τη γενναιότητά του. Δεν δίστασε να διαρρήξει το γραφείο του μηχανικού του δήμου, να πάρει το χάρτη του Ρεθύμνου και να τον παραδώσει στην Οργάνωση για να τον στείλει στη Μέση Ανατολή, όπως είχε διατάξει το εκεί στρατηγείο.
Κατακτητές και δοσίλογοι δεν άργησαν να επισημάνουν τη δράση του. Στις 16 Ιουνίου του 1943, συλλαμβάνεται μαζί με τους Γιώργη Γιακουμογιαννάκη, δικηγόρο, Νίκο Ανδρουλιδάκη δικηγόρο, Γιάννη Μαρνιέρο-Δημητρακάκη (Ζαμπράκο), Αντώνη Παπαδάκη, Μανόλη Σπηλιανάκη, Σπύρο Σοφουλάκη, Γιάννη Ευαγγελίδη, επιθεωρητή, Γιώργη Μοράκη, Βασίλη Σπανδάγο, Νίκο Μπιράκη, δικηγόρους, Ματζουράκη και Γιώργη Περακάκη, γιατρό.
Στην ίδια φουρνιά των συλλήψεων ήταν επίσης ο Μύρων Μαθιουδάκης από την Κοξαρέ με άλλους χωριανούς του και από τον Άγιο Σύλα ο Γιάννης Παρασύρης.
Τους μετέφεραν στο Ηράκλειο, χωρίς κανένας να ξέρει ακριβώς ποια θα ήταν η τύχη τους. Εκεί άφησαν τους δικηγόρους Νίκο Μπιράκη και Βασίλη Σπανδάγο, το γιατρό Γιώργη Περακάκη τον επιθεωρητή Γιάννη Ευαγγελίδη και το Γιάννη Μαρνιέρο. Τους άλλους έστειλαν σε γερμανικά στρατόπεδα όπου άφησαν την τελευταία τους πνοή, κάτω από τις γνωστές απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, ο δικηγόρος Γιακουμογιαννάκης, ο Γιάννης Παρασύρης, ο Γιώργης Μοράκης και πολλοί άλλοι πατριώτες.
Στην κόλαση του Ματχάουζεν
Ο Γιώργης Βασσάλος κατέληξε στο φρικτό στρατόπεδο του Ματχάουζεν. Ήταν το κεντρικό από το οποίο και γίνονταν οι μεταγωγές σε άλλα στρατόπεδα. Εκεί μέχρι τις 5 του Μάη 1945 έζησε τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας.
Γύρισε στο Ρέθυμνο ένα ανθρώπινο ράκος, αλλά με ατσάλινη θέληση να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή. Λογάριαζε όμως χωρίς τους μισαλλόδοξους παράγοντες που δεν τον άφησαν να πάρει ανάσα. Το αποκορύφωμα ήταν να τον απολύσουν από τον δήμο το 1948.
Κι όμως παρά το γεγονός ότι το κορμί του υπέφερε ακόμα από τα κατάλοιπα που είχαν αφήσει τα βασανιστήρια, έκανε κουράγιο και με χίλια βάσανα μεγάλωσε τα τρία του παιδιά, τον Νίκο, τη Μαρία και τη Στέλλα του.
Η περηφάνια του Γιώργη Βασσάλου και η τακτική του να μην επιβαρύνει τους ανθρώπους του με τα προβλήματα της ηλικίας, του στοίχισε τη ζωή. Χωρίς να πει σε κανέναν το πρόβλημά του, υπέφερε για μερικές μέρες κι όταν αναγκάστηκε να το αναφέρει ήταν αργά. Πέθανε στις 30 του Μάη 1982, σε ηλικία 85 χρόνων.
Αυτός ήταν ο ήρωας που με σεβασμό υποκλινόμαστε στη μνήμη του.
Αντώνης Τσουράκης
Ο Αντώνης Τσουράκης, από τους συνεπέστερους συναγωνιστές του Γιώργου Βασσάλου,ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν επιδράσει στην εξέλιξη της ζωής μας και του τόπου μας, με το βίο και τη δράση τους, χωρίς να επαίρονται για την προσφορά τους και χωρίς να διεκδικούν ανταμοιβές ή αποκατάσταση της «θυματοποίησής» τους.
Ο Αντώνης Τσουράκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1913. Πατέρας του ήταν ο Κώστας Τσουράκης από το Αμπελάκι και μητέρα του η Αιμιλία Λαμπρινού από το Ρουσσοσπίτι.
Στο σχολειό είχε δάσκαλο το σπουδαίο εκπαιδευτικό και ακούραστο διά βίου πρωτοπόρο της κοινωνικής και πολιτιστικής προόδου της πόλης, Γιώργη Ζανουδάκη, με τον οποίο θα ξανασυναντηθούν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στις γραμμές της εαμικής εθνικής αντίστασης.
Μαθήτευσε ως οπλοδιορθωτής δίπλα στον πατέρα του, που διατηρούσε κατάστημα πώλησης και διόρθωσης όπλων στην οδό Β. Κορνάρου στο ισόγειο της κατοικίας του. Ειδικεύτηκε επίσης, ως μηχανοδηγός, διπλωματούχος οδηγός οδοστρωτήρα, που ήταν το δεύτερο επάγγελμα του πατέρα του.
Στη δεκαετία του 1930 εργάστηκε ως μηχανικός στο ελαιουργείο ΒΙΟ, απ’ όπου απολύθηκε μετά την επιβολή του μεταξικού καθεστώτος.
Νεότατος ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου και, σε ηλικία 22 ετών, γενικός γραμματέας της διοίκησής του, που καθαιρέθηκε από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά.
Από τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής στρατεύτηκε μαζί με τη σύζυγό του Ελευθερία Βαρούχα στην εθνική αντίσταση, στο ΕΑΜ, συνεργαζόμενος με συντρόφους του από το κομουνιστικό κίνημα, μεταξύ άλλων την εξαδέλφη του Ελένη Λαμπρινού, τον κουμπάρο του Βαγγέλη Ζυμβραγουδάκη και τον Γιάννη Κυριακάκη, τον οποίο συναντούσε στην «περιβόλα της Αγγελιδάκαινας», κάτω από τη Φορτέτζα, όπου κρυβόταν ο γνωστός κομουνιστής αγωνιστής πριν συλληφθεί και μεταφερθεί σε χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο Αντώνης Τσουράκης προσέφερε τις υπηρεσίες του σε αντάρτες και των δύο ιδεολογικών κατευθύνσεων για τις επισκευές και τη συντήρηση των όπλων τους. Η παράνομη οργάνωση αντίστασης χρησιμοποιούσε το σπίτι του στην οδό Β. Κορνάρου – ερειπωμένο κατά το ήμισυ, όπως και το όμορο του φαρμακοποιού Κούνουπα, από τους βομβαρδισμούς στη Μάχη της Κρήτης – για την απόκρυψη αντιχιτλερικών στρατιωτικών, κυρίως Αυστριακών και Ιταλών, μέχρι να εξασφαλιστούν συνθήκες ασφαλούς μετάβασής τους στις περιοχές που ελέγχονταν από τους αντάρτες.
Σε όλη τη διάρκεια της κατοχής εργάστηκε ως οδηγός οδοστρωτήρα στην οδοποιία, με Έλληνα εργολάβο, αλλά με καθημερινή εποπτεία από Γερμανό αξιωματικό. Όταν, κατέρρεε από την ασθένεια – προχωρημένη φυματίωση – κατέφθανε στο σπίτι του Γερμανός, από τους γνωστούς «πεταλάδες», ο οποίος τον υποχρέωνε να τον ακολουθήσει στο εργοτάξιο.
Η αθλιότητα του εμφύλιου σπαραγμού
Μέχρι εδώ ήταν το μεγαλείο. Ακολουθεί η αθλιότητα, απόρροια του εμφύλιου διχασμού που άρχισε να καλλιεργείται πριν ακόμη απαλλαγεί ο τόπος από τον κατακτητή.
Ο Αντώνης Τσουράκης φυγαδεύτηκε στο Μοναστηράκι και εγκαταστάθηκε στο πατρικό σπίτι της συζύγου του, προκειμένου να αποφύγει την καταναγκαστική εργασία και να αντιμετωπίσει την απελπιστική εξέλιξη της υγείας του.
Η παρουσία του εκεί – σε μια περιοχή που ήταν ήδη ελεύθερη, άρα πεδίο σχεδιασμών για τη μοιρασιά της επερχόμενης εξουσίας – θεωρήθηκε ενοχλητική. Εξαπατήθηκε, με την ψεύτικη πληροφορία ότι ένα από τα τέσσερα ανήλικα παιδιά του είναι σοβαρά άρρωστο και πρέπει να σπεύσει στο Ρέθυμνο.
Μόλις έφθασε στην πόλη, αποκαλύφθηκε το ψέμα, αλλά ήταν αργά. Πρωί-πρωί την επόμενη μέρα κατέφθασε ο γνωστός «πεταλάς», με ύφος απόλυτης βεβαιότητας. «Αντώνης κάτω»!
Λίγες μέρες κράτησε το μαρτύριό του, όπως και των υπόλοιπων Ρεθεμνιωτών. Οι Γερμανοί αποχώρησαν προς τα Χανιά, η πόλη ήταν πια ελεύθερη, η καταναγκαστική εργασία σταμάτησε και ο Αντώνης Τσουράκης μεταφέρθηκε σε κακή κατάσταση στο Ηράκλειο για να εισαχθεί επειγόντως στο σανατόριο να φροντίσουν την υγεία του. Δεν στάθηκε δυνατό να εισαχθεί επειγόντως, διότι «Τα νοσοκομεία μας δεν είναι για τσι κουμουνιστές. Αν δεν υπογράψει, δεν μπαίνει». Δεν υπέγραψε, και μπήκε λίγο πριν πεθάνει, για να διαπιστωθεί ο θάνατός του. Που ήταν άλλωστε προδιαγεγραμμένος, ανεξάρτητα από το βαθμό απανθρωπιάς της εξουσίας που διαδέχθηκε την κατοχή.
Η πατρίς τιμά τα παιδιά της
Όλα έγιναν «όπως έπρεπε». Σύνταξη το ΙΚΑ δεν χορήγησε στη σύζυγο και τα τέσσερα ανήλικα παιδιά τους. Η οικογένειά του συνέχισε να κατοικεί στα ερείπια του βομβαρδισμένου σπιτιού. Όταν χορηγήθηκαν νεόδμητα σπίτια και χρηματικές αποζημιώσεις στους βομβόπληκτους, στους δικούς του αναλογούσαν μερικές δεκάδες σανίδες, που έμειναν μέχρι που σάπισαν και πετάχτηκαν μαζί με τα μπάζα, κατάλοιπα του βομβαρδισμού.
Ένα επίδομα που είχε χορηγηθεί σε όλα τα ορφανά ελληνόπουλα, διακόπηκε για τα παιδιά του, όταν η μάνα τους – τοις κείνου ρήμασι πειθόμενη – φυλακίστηκε γιατί είχε αναβιώσει το ερείπιο ως κρησφύγετο, για διωκόμενο στέλεχος του ΚΚΕ αυτή τη φορά, συνεργάτη της αξέχαστης δασκάλας Βαγγελιώς Κλάδου και της Ελένης Λαμπρινού.
Γι αυτά και για πολλά άλλα συναφή έχει να ντραπεί η σύγχρονη ιστορία.
Ιδιαίτερα στις μέρες μας που και οι ιδεολογίες κυματίζουν πια ξεθωριασμένες σημαίες στο πουθενά. Απλά κυματίζουν.
Σωκράτης Καλλέργης
Θα κλείσουμε για φέτος το αφιέρωμα στην Εργατική Πρωτομαγιά με τον Σωκράτη Καλλέργη γιο του πρώτου σοσιαλιστή.
Είχε δεθεί πολύ με τον πατέρα του και περνούσε ατέλειωτες ώρες στο ισόγειο του σπιτιού, όπου λειτουργούσε ένα μπακάλικο της εποχής. Η ατμόσφαιρα γοήτευε το μικρό Σωκράτη γιατί έβλεπε κόσμο να μπαινοβγαίνει. Άκουγε διηγήσεις στο σωρό. Αυτοί οι άνθρωποι του άνοιγαν κι ένα παράθυρο στον κόσμο. Εκεί διδάχτηκε έμπρακτα τις αρχές του σοσιαλισμού από το έργο και τις ημέρες του πατέρα του.
Όταν μετά τις εγκύκλιες σπουδές του γύρισε στο Χουμέρι διάβασε για μια κίνηση στις εφημερίδες του μακρινού του συγγενή Κουντενχόβε-Καλλέργη από τη Βιέννη που είχε αναπτύξει μια σοβαρή πρωτοβουλία για την «Πανευρώπη». Έγραψε αμέσως δείχνοντας ενδιαφέρον για το θέμα και την επιθυμία του να ασχοληθεί και η απάντηση δεν άργησε. Ο θείος του έστειλε το βιβλίο για την Πανευρώπη και μια θερμή συστατική επιστολή για τον Μιχαλακόπουλο, που ήταν τότε υπουργός των εξωτερικών στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Χάρηκε αφάνταστα ο Σωκράτης. Ήταν ευκαιρία να σμίξει με τα αδέλφια του που έμεναν στην Αθήνα.
Ήταν η εποχή που καλλιεργούνταν το αντιφασιστικό κίνημα. Κι ο Σωκράτης ένιωθε να ξυπνά μέσα του σιγά-σιγά το πνεύμα του πατέρα του. Αυτό που δεν θα τον εγκατέλειπε ούτε κι όταν ανέβαινε τον ένα «Γολγοθά» μετά από τον άλλο.
Με τον καιρό άρχισε να γνωρίζεται και με την Ασφάλεια. Η αρχή έγινε όταν κατελήφθη να αγοράζει το «Νέο Ριζοσπάστη» όπως λεγόταν τότε.
Μετά από μια πρόχειρη ανάκριση τον άφησαν ελεύθερο. Κι εκείνος έσπευσε να ειδοποιήσει στο χωριό να εξαφανίσουν το αρχείο του πατέρα του. Σαν να ήξερε τι θα επακολουθήσει. Με τη δικτατορία του Κονδύλη είχε νέες περιπέτειες. Ήρθαν χωροφύλακες και τον συνέλαβαν. Τον οδήγησαν στην Ασφάλεια της οδού Ζήνωνος για να τον αφήσουν ελεύθερο σε λίγο.
Ήταν βαριά η προσφορά του στο συνδικαλισμό και στη δημοκρατία και τα τέσσερα χρόνια της Μεταξικής δικτατορίας. Βρέθηκε εξόριστος στη Φολέγανδρο. Από κει όμως κατάφερε να δραπετεύσει και να βρεθεί με άλλους πατριώτες στο Ηράκλειο τη στιγμή ακριβώς που η Κρήτη ανυπεράσπιστη έπρεπε να αντιμετωπίσει τους αλεξιπτωτιστές. Η θρυλική μάχη ξεκινούσε και ο Σωκράτης με τους άλλους έκανε το χρέος του, παρά το γεγονός ότι από μια τυχαία σύμπτωση βρέθηκε ελεύθερος με τους συντρόφους του όταν μια βόμβα έπεσε δίπλα στο κτίριο που τον είχαν κλείσει οι γνωστοί διώκτες του και ο τοίχος που κατέρρευσε του άνοιγε το δρόμο της ελευθερίας. Πολέμησε τον εχθρό με ό,τι μέσον βρήκε. Ατρόμητος και πάντα πρώτος σε κάθε επίθεση. Σαν να αδιαφορούσε για τη ζωή του.
Η δράση του Σωκράτη στην Αντίσταση ήταν σημαντική. Η αείμνηστη αγωνίστρια μέχρι τα βαθειά γεράματα, Κατίνα Σηφακάκη αναφέρει πως ο Σωκράτης Καλλέργης ήταν καθοδηγητής της στο ΕΑΜ.
Αλώνιζε όλο τον νομό μεταλαμπαδεύοντας την πίστη για τη λευτεριά της πατρίδας, αλλά με αγώνα και δύναμη ψυχής.
Σε μια περιοδεία του στην επαρχία Αμαρίου μετά τις επαφές που είχε με πατριώτες στο Άνω Μέρος βρέθηκε το πρωί περικυκλωμένος από Γερμανούς. Και αμέσως μετά συνελήφθη με τους Μιχάλη Παττακό και τον γιατρό Κατσαντώνη. Οδηγήθηκαν στη φυλακή. Τα στοιχεία που αναφέρει χρήζουν μελέτης από ειδικούς ιστορικούς. Είναι συγκλονιστικά γιατί αναφέρεται στην πιθανότητα προδοσίας της ομάδας για να διαλυθεί η οργάνωση του Αμαρίου.
Αυτό κατάλαβε και εστίασε την προσοχή του στην προσπάθεια να αποπροσανατολίσει τους Γερμανούς. Και τα κατάφερε. Βέβαια δεν πέρασε και λίγα.
Με μύριες όσες περιπέτειες βρέθηκε από την Αγυιά στην Αθήνα, προσπαθώντας πάντα να ξεγελάσει τους Γερμανούς, οι οποίοι τον μετέφεραν από υπηρεσία σε υπηρεσία για να διασταυρώσουν στοιχεία. Ο Καλλέργης τους είχε μπερδέψει για τα καλά. Ήταν πανέξυπνος και θαρραλέος.
Μυθιστορηματική η ζωή του Σωκράτη Καλλέργη. Γεμάτη διώξεις, εξορίες, βασανιστήρια. Αλλά εκείνος έμενε πάντα ορθός. Δεν τον άφησαν σε ησυχία ούτε και στη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών. Εκεί έζησε μεταξύ άλλων και το μαρτύριο να έχουν συλλάβει την κόρη του Μαρία, μια θαυμάσια επιστήμονα και να τη βασανίζουν απάνθρωπα.
Ο Σωκράτης Καλλέργης τάφηκε στο χωριό του. Και όπως μου είπε ο γιατρός κ. Μανόλης Καλλέργης που ήταν στην κηδεία του, έβαλαν στο τάφο και δυο φύλλα από το «Ριζοσπάστη». Ίσως να μην ήθελε καλύτερη συντροφιά στον τόπο της αιώνιας γαλήνης.
Πηγή:
Σωκράτη Καλλέργη: «Αναμνήσεις για το Σταύρο Καλλέργη και την οικογένειά του».
Εύας Λαδιά: Σωκράτης Καλλέργης: Συνεπής στον δρόμο που χάραξε ο πατέρας του.
Εύας Λαδιά: Σταύρος Καλλέργης: Σπουδαίος άνθρωπος, αγνός ιδεολόγος.
Εύας Λαδιά: Γιώργος Βασσάλος: Από τους ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου.
Εύας Λαδιά: Αντώνης Τσουράκης: Ένας από τους αγνούς ιδεολόγους.