Και η εθελόντρια Καλλιόπη Γιουλούντα που σκοτώθηκε πάνω στο καθήκον
Δεν μπορεί να γίνει αφιέρωμα στο έπος του ’40 χωρίς έστω μια μικρή αναφορά στον Αριστείδη Παναγιωτάκη. Είναι από τους σημαντικότερους ήρωες και του Μικρασιατικού Μετώπου και του ελληνικού έπους στα Αλβανικά βουνά. Ήταν ο διοικητής του 44ου και συγγραφέας του βιβλίου «Τα Ρούστικα».
Γεννήθηκε στα Ρούστικα το 1893 από αρχοντική γενιά. Η ορφάνια από πατέρα αμαύρωσε τα παιδικά του χρόνια, αλλά του πρόσθεσε αγάπη για τον συνάνθρωπο που έχανε το στήριγμά του.
Τα πρώτα του γράμματα διδάχτηκε στο χωριό του και το Ελληνικό σχολείο το τέλειωσε στο Ζουρίδι.
Ήθελε να προχωρήσει στα γράμματα. Ήρθε στο Ρέθυμνο για τις σπουδές στο γυμνάσιο και παράλληλα εργαζόταν στην «Κρητική Επιθεώρηση» σαν γραφέας στην αρχή κι ύστερα σαν τυπογράφος. Ήταν το 1911. Η κούραση δεν τον πτοούσε και έδειχνε να απολαμβάνει το προνόμιο να κατακτά το μέλλον με τις δικές του δυνάμεις.
Ένας πραγματικός αγωνιστής της ζωής. Η προθυμία του ήταν ονομαστή και παρά το νεαρό της ηλικίας του, όλοι που τον γνώριζαν, έδειχναν σεβασμό και εκτίμηση στο πρόσωπό του.
Μετά το Γυμνάσιο κατατάχτηκε στον στρατό το 1913. Συνέπεσε η θητεία του με τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας.
Τον Απρίλιο του 1913, κατατάχτηκε στο 22 Σύνταγμα της V Μεραρχίας στο Κιλκίς κι έλαβε μέρος στις μάχες Κιλκίς, Λαχανά, Μπέλλες, Στρώμνιτσα, Πατρίτσι, Στενά Κρέσνας, Τσουμαγιά, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του.
Στις 17 Ιουλίου 1913, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι, αλλά χωρίς να δεχθεί περιποίηση στο νοσοκομείο, προχώρησε μέχρι τη Δράμα και εντάχθηκε στο 14ο Σύνταγμα Κρητών. Από τα πιο ευγενικά συναισθήματα του Παναγιωτάκη ήταν ο αγνός πατριωτισμός και το αίσθημα της φιλίας.
Σημαντική η δράση του και στη Μικρά Ασία όπου και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Ήταν στη μάχη στο Γεντίζ.
Στις 18 Αυγούστου 1922, έγινε υπολοχαγός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής λιμένος Πειραιώς. Το 1924 έγινε λοχαγός. Το 1926 μπήκε στη σχολή τυπογραφίας και επί τέσσερα χρόνια υπηρέτησε τη γεωγραφική υπηρεσία για εργασίες πεδίου από τις Σέρρες μέχρι το Καρπενήσι. Γύρισε συνοριακούς τομείς και οχυρώματα ώσπου το 1940 έγινε διοικητής του 44ου Σ.Π.
Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ανέλαβε τη διοίκηση του Ι τάγματος και οδηγήθηκε στον κεντρικό τομέα του Αλβανικού Μετώπου. Στις επιχειρήσεις της Τρεμπεσίνας αρνήθηκε να δεχθεί την επίθεση από το ύψωμα 1923 ως ακατάλληλο και μπροστά στις προτροπές του συνταγματάρχη Κραουνάκη έσχισε τα γαλόνια του. Τέλος επικράτησε η γνώμη του, καταλήφθηκε ο αυχένας και συνελήφθησαν 225 αιχμάλωτοι Ιταλοί με τον μονόχειρα διοικητή τους!
Αμέτρητες ήταν οι ηθικές του ανταμοιβές και μόνο για τα ανδραγαθήματά του είχε λάβει 113 παράσημα και μετάλλια.
Το 1948 αρρώστησε από τις κακουχίες των πολέμων και έλαβε ετήσια αναρρωτική άδεια. Στις 21 Φεβρουαρίου 1949 αποστρατεύθηκε ως συνταγματάρχης γεμάτος ιστορία και θρύλο. Έτσι αφού εκπλήρωσε στο έπακρο το χρέος προς την πατρίδα αποφάσισε να αφοσιωθεί στην οικογένειά του δίπλα στην αγαπημένη του Ειρήνη, που του συμπαραστάθηκε με τόση αφοσίωση όλα τα δύσκολα χρόνια, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Ατρόμητη κι εκείνη στις κακουχίες όπως κάθε αληθινή αγωνίστρια της ζωής.
O Κώστας Αντωνάκης
Μου πήρε ώρα να συγκεντρώσω τα στοιχεία που αφορούν έναν ακόμα από τους διαπρεπέστερους δικηγόρους του Ρεθύμνου. Και δικαίωσα απόλυτα τον Κώστα Μαμαλάκη που αναφερόμενος στον Κώστα Αντωνάκη τονίζει:
«Σπουδαίος παράγων του Ρεθύμνου που αποστέργει την προβολή.
Δημοφιλέστατος, τεράστια η επιφάνεια δημοτικότητάς του!».
Και ο γλαφυρός χρονογράφος της σειράς «Ανάλεκτα» προσθέτει:
«Σεμνός, αθόρυβος, ταπεινός και ψυχικά ωραίος, ο δικηγόρος Κώστας Αντωνάκης.
Επιστήμων άριστα καταρτισμένος με βαθιά νομική σκέψη, πνευματικότητα ευρύτητα αντίληψης, ιδέες προοδευτικές, ανθρωπιά, αγάπη απέραντη για τον συνάνθρωπο.
Είμαι βέβαιος, ότι θα προσκρούσω στην εγνωσμένη μετριοφροσύνη του. Και ότι κατά βάθος θα δυσαρεστηθεί από αυτή τη δημοσιότητα…».
Δεν είχε άδικο.
Ο Αντωνάκης καταγόταν από αγροτική, αλλά πατριαρχική οικογένεια του Μυλοποτάμου, με μεγάλη προσφορά στην πατρίδα. Μετά το γυμνάσιο, κατάφερε τον άθλο για τις δυσκολίες της εποχής των σπουδών στο πανεπιστήμιο. Σπούδασε νομικά, εργαζόμενος όπου εύρισκε μεροκάματο. Η δουλειά δεν τον τρόμαξε ποτέ. Ήθελε να είναι αξιοπρεπής και αυτή ήταν η βασική του αρχή, που καθόριζε και τις αποφάσεις του.
Το 1935, επιστρέφει στο Ρέθυμνο και αρχίζει να δικηγορεί. Αν και χαμηλών τόνων ο νεαρός δικηγόρος, πολύ σύντομα αρχίζει να ξεχωρίζει στον χώρο του και να κερδίζει την εκτίμηση βετεράνων συναδέλφων του με την επιστημονική του κατάρτιση, την επιμέλεια και τις ικανότητές του. Ο κύκλος των εργασιών του αρχίζει να διευρύνεται κι εκείνος νιώθει σαν ευλογία Θεού τις πρώτες αυτές επιτυχίες και τη γενική καταξίωση που ακολουθεί.
Η μοίρα του πάντως μεθοδεύει και άλλους τομείς δράσης, γι’ αυτόν, αφού ζει όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής του. Δικτατορία Μεταξά, Μέτωπο στην Αλβανία, Κατοχή, Αντίσταση, Απελευθέρωση, χούντα των συνταγματαρχών, μεταπολίτευση Και εκούσια είτε ακούσια, δεν μένει αμέτοχος.
Ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος λεπτά αισθήματα αν κρίνουμε και από τη θητεία του στην Παιδική Στέγη, όπου ήταν το δεξί χέρι του παπά-Γιάννη Πίτερη.
Δεν υπάρχει τομέας κοινωνικής δράσης να απουσιάζει ο Κώστας Αντωνάκης. Και ποτέ του δεν πρόβαλε ο ίδιος τις προσφορές του αυτές. Αντίθετα τον ενοχλούσε κάθε αναφορά στο πρόσωπό του.
Αυτός ήταν ο Κώστας Αντωνάκης που γεννήθηκε στις Ρούπες το 1907 και πέθανε στο Ρέθυμνο στις 15 Δεκεμβρίου 1990.
Η τοποθέτησή του ως φρούραρχου Ρεθύμνου με την απελευθέρωση, θεωρούμε ότι συνέβαλε τα μέγιστα στο κλίμα μετριοπάθειας που επικράτησε χωρίς τις εντάσεις στον καταστρεπτικό βαθμό που είχαμε στην άλλη Ελλάδα, όπου ο εμφύλιος σπαραγμός κηλίδωσε την ελληνική ιστορία και τους αγώνες κατά του κατακτητή.
Χάρις στον Κώστα Αντωνάκη πέρασε ανώδυνα σχετικά η δύσκολη αυτή περίοδος και αμέσως μετά τον βλέπουμε να πρωτοστατεί σε κάθε κοινωνικό αγώνα για να μπορέσει η πόλη να σταθεί αναπτυξιακά και να ενταχθεί σε τροχιά προόδου.
Κωστής Μιχελιδάκης
Ήταν κι αυτός ένας από τους νέους που με το χαμόγελο στα χείλη έτρεξαν στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας για την αξιοπρέπεια της φυλής. Ο εχθρός χειμώνας όμως και το βαρύ κρύο του στέρησαν στα 21 χρόνια του το αγαθό της αρτιμέλειας. Εκείνος έστω και χωρίς πόδια, εξακολουθούσε με το ίδιο θάρρος να μας θυμίζει κάθε χρόνο το χρέος στα ιδανικά της πατρίδας, παίρνοντας τη θέση του στις παρελάσεις εκεί που βρίσκονταν και οι άλλοι συναγωνιστές του σύμβολα της θυσίας στο καθήκον.
Στον Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη, ο ήρωας του Αλβανικού Μετώπου Κωστής Μιχελιδάκης κατέθεσε τις εμπειρίες από την περιπέτειά του αυτή. Και μεις τις σταχυολογούμε τιμώντας έτσι και τις δυο πλευρές γιατί πραγματικά αξίζουν και οι δυο αυτή την τιμητική αναφορά. Ας μην ξεχνάμε ότι αν ο Κωστής Μιχελιδάκης έκανε το χρέος του στην πατρίδα, ο Λευτέρης Κρυοβρυσανάκης έκανε με τον ζήλο του, το καθήκον, στην έδρα, λειτούργημα και ακόμα εξακολουθεί να μας διδάσκει με τα εξαιρετικής σημασίας οδοιπορικά του, που μας γνωρίζουν με πλήρη στοιχεία τον τόπο μας. Και με το παράδειγμα της συνέντευξης αυτής αποδεικνύει πόσο καλύτερα μπορεί να γίνεται η διδασκαλία, όταν ο δάσκαλος διαθέτει φαντασία και διάθεση, χωρίς να περιμένει από τους μαθητές μια ξερή αποστήθιση του μαθήματος της ημέρα. Ίσα-ίσα για ένα βαθμό.
Μέσα στα τόσα μαρτύρια που περνούσε ο στρατός μας ήταν και οι ψείρες. Είχε γίνει πια καθημερινή ενασχόληση η προσπάθεια απαλλαγής από αυτές, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Η ζωή των στρατιωτών κρεμόταν από μια κλωστή και πολλές φορές η σωτηρία στάθηκε θέμα τύχης.
Μια μέρα, σε μια ανάπαυλα της μάχης, εκεί που καθόταν ο Μιχελιδάκης στο αντίσκηνο με τους συναδέλφους του και σκότωναν ψείρες, πέφτει ένα Ιταλικό βλήμα πυροβολικού δίπλα στα πόδια τους σε απόσταση δύο μέτρων. Από θαύμα το βλήμα δεν έσκασε και σώθηκαν έτσι δέκα άτομα. Ένας από τους στρατιώτες, σαν πιο ψύχραιμος έπιασε στο βλήμα και το πέταξε στη χαράδρα.
Τα πρώτα σημάδια
Με νέα διαταγή το τάγμα του Μιχελιδάκη κατευθύνθηκε στην Κλεισούρα για την ενίσχυση άλλου τάγματος που έκανε επίθεση. Πήρανε τους όλμους με τ’ άλογα και έφυγαν. Κατά την πορεία ο Μιχελιδάκης άρχισε να νοιώθει αφόρητους πόνους στα πόδια. Δεν ήταν η πρώτη φορά αλλά εκείνος απέδιδε το μαρτύριο στην κούραση από τις ατέλειωτες πορείες και δεν έδινε σημασία. Όταν πια δεν είχε κουράγιο να περπατήσει ανέφερε το γεγονός στον λοχαγό του που δήλωσε όμως αδυναμία να του προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Απλά του συνέστησε να καθίσει στο σημείο εκείνο να ξεκουραστεί και μετά να τους συναντήσει στο ύψωμα. Ήταν 15 του Νοέμβρη.
Ο Μιχελιδάκης υποφέροντας από τους πόνους κατάφερε να βρει ένα κατάλυμα σε κάτι εγκαταλειμμένες ιταλικές παράγκες, χωρίς καμιά βοήθεια, ενώ η κατάστασή του χειροτέρευε. Κάθισε μια νύχτα στην ερημιά, μη αντέχοντας άλλο τους πόνους, με μοναδική του συντροφιά τ’ αγρίμια και προσπάθησε να βγάλει τ’ άρβυλά του. Μάταιη προσπάθεια. Στην απελπισία του προσπάθησε με σουγιά να δημιουργήσει άνοιγμα από το πάνω μέρος αλλά μαζί με το δέρμα της αρβύλας, έκοβε και κρέας από τα πόδια του χωρίς να το καταλάβει. Είχε χειροτερέψει και δυστυχώς ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει σε πόσο κρίσιμη κατάσταση βρισκόταν. Κάθισε εκεί δέκα μέρες, χωρίς φαγητό, χωρίς ιατρική βοήθεια και μόνο η πίστη στον Θεό του έδινε θάρρος. Μετά από δέκα μέρες ένας λόχος που περνούσε από κει τον αντιλήφθηκε. Είχε γίνει ένα κουβάρι από τους πόνους, την πείνα και την ταλαιπωρία. Τον περιμάζεψε αλλά χωρίς να μπορεί να τον βοηθήσει περισσότερο.
H αγωγή με αλοιφές που του ξεκίνησαν αργότερα αμέσως δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στο μεταξύ το πλήθος των τραυματιών που έφερναν συνεχώς από το μέτωπο, υποχρέωσε τη μεταφορά και του Μιχελιδάκη σε ένα σχολείο ερείπιο, όπου δεν είχε κρεβάτι και στο πάτωμα, που ήταν αναγκασμένος να ξαπλώσει, είχε να αντιμετωπίσει κρύο και παγωνιά, ενώ το νερό που έμπαινε από την οροφή έκανε το βίο αβίωτο στους δυστυχείς που έμεναν στο παράπηγμα αυτό.
Από εκεί ο Ρεθεμνιώτης τραυματίας μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο Φλώρινας, όπου, εκτός από τα άχρηστα πια πόδια που έτρεχαν συνεχώς πύον, τις ψείρες που τον βασάνιζαν, ήρθε να προστεθεί και το μαρτύριο της δυσεντερίας.
Όταν τη δεύτερη μέρα ο γιατρός του ανακοίνωσε ότι θα του κόψουν τα πόδια έκανε σαν τρελός. Αρνιόταν πεισματικά όσο κι αν τον πίεζαν γιατροί, νοσοκόμοι, ο ίδιος ο διευθυντής. Έβλεπε σε τι χάλι ήταν τα πόδια του αλλά ήταν ανένδοτος στον ακρωτηριασμό. Μέχρι που τον έπεισε ένας γνωστός, που βρέθηκε εκεί, αδελφός του Γιάννη Λέρα, διευθυντή τράπεζας, με τον οποίο ο Μιχελιδάκης συνεργαζόταν όταν δούλευε στον Πετρακάκη στο Ρέθυμνο.
Μετά τον ακρωτηριασμό άφησαν τις πληγές ανοικτές να φύγει το μολυσμένο αίμα.
Η εγχείριση έγινε, ενώ ο άτυχος νέος καιγόταν στον πυρετό. Από θαύμα γλίτωσε τη ζωή του. Μετά από ένα μήνα τον μετέφεραν στο στρατιωτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης και από κει στη Δράμα. Έμεινε εκεί δέκα μέρες και στη συνέχεια βρέθηκε σε ένα ορφανοτροφείο της Καβάλας που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο.
Η οδύσσεια του Μιχελιδάκη συνεχίστηκε με συνεχείς μεταφορές σε νοσοκομεία, ενώ οι βομβαρδισμοί άφηναν ερείπια, η πείνα θέριζε και η είσοδος των Γερμανών έκανε την κατάσταση χειρότερη.
Σιγά-σιγά από το καροτσάκι έμαθε να χρησιμοποιεί τα τεχνητά μέλη που του έδωσαν μέχρι την απελευθέρωση. Τελικά έφθασε στην Κρήτη το 1945 μετά από φοβερές περιπέτειες.
Τελειώνοντας τη μαρτυρική του κατάθεση ψυχής στον Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη, εκείνο τον Οκτώβρη του 1992, ο ήρωας Κωστής Μιχελιδάκης πρόσθεσε: «Εύχομαι άνθρωπος να μη γνωρίσει αυτά που γνώρισα και έπαθα εγώ. Ειρήνη και υγεία σε όλο τον κόσμο και ποτέ πια πόλεμος».
Ο Κωστής Μιχελιδάκης έζησε μέχρι τα βαθειά του γεράματα. Η παρουσία του στον χώρο των αναπήρων σε κάθε παρέλαση εθνικής επετείου ήταν το σήμα κατατεθέν ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Η αναπηρία του δεν του έσβησε το χαμόγελο και την ανάγκη της επικοινωνίας και της αίσθησης μιας γόνιμης παρουσίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η εθελόντρια Καλλιόπη Γιουλούντα
Είναι όμως και γυναίκες που άφησαν μνήμη ηρωισμού σε κείνη την εποποιία όπως η Καλλιόπη Γιουλούντα.
Γεννήθηκε στο Γιαννούδι το 1911. Αν και η εποχή της δεν ευνοούσε τις σπουδές των κοριτσιών εκείνη κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο και να μάθει Γαλλικά. Αγαπούσε τη μουσική κι έπαιζε μάλιστα με αρκετή δεξιοτεχνία και μαντολίνο. Από μικρή έδειχνε μια αγάπη στον συνάνθρωπο. Διψούσε για κοινωνική προσφορά. Η Καλλιόπη Γιουλούντα πρώτα έγινε εθελόντρια νοσηλεύτρια του «Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού» και μετά ακολούθησε τη Νοσηλευτική ως κύριο επάγγελμα που το έκανε όμως λειτούργημα.
Ο πόλεμος του ’40 την βρήκε πρόθυμα να οδεύει στο καθήκον για να βοηθήσει τους τραυματισμένους στρατιώτες. Η απόφασή της φανερώνει και τη γενναιότητά της. Γιατί ήταν ως τότε διευθύνουσα του νοσοκομείου «Άγιος Σάββας». Θα μπορούσε ν’ αποφύγει την πρώτη γραμμή του μετώπου. Κανένας δεν την υποχρέωνε να καταταγεί. Η συνείδησή της όμως ήταν εκείνη που της καθόριζε την πορεία της.
Εκείνο τον Απρίλη του ’41, λίγο πριν την κατάρρευση του μετώπου η ατμόσφαιρα είχε γίνει ακόμα πιο επικίνδυνη. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε για να δρέψει ψυχές. Τα νοσοκομεία είχαν πλημμυρίσει από τραυματισμένους στρατιώτες. Και το νοσηλευτικό προσωπικό έκανε και τη νύχτα μέρα για να προλάβει να ανταποκριθεί στις πιεστικές ανάγκες που δημιουργούσε ο πόλεμος.
Στο κλίμα αυτό έφθασε το Πάσχα.
Η βραδιά της Ανάστασης κυλούσε μέσα στο ίδιο φοβερό κλίμα της ασυγκράτητης βίας που καταλύει τα πάντα. Σε έναν από τους προθαλάμους του νοσοκομείου, οι φαντάροι ετοίμασαν την Τράπεζα, όπου ο ιερέας θα άπλωνε το άγιο αντιμήνσιο για να λειτουργήσει. Στρατιώτες, αξιωματικοί, αδελφές με τις πάλλευκες στολές τους, γιατροί και τραυματίες παρακολουθούν με κατάνυξη και συγκίνηση την τελευταία ελεύθερη Ανάσταση.
Όταν τέλειωσε η θεία Λειτουργία, η διευθύνουσα Αθηνά Μεσολωρά, νοσηλεύτρια με φλογερή πίστη και ευρεία μόρφωση, διευθύνουσα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού που είχε την ευθύνη όλων των Αδελφών ψέλλισε: «Αύριο θα είμεθα πλέον υπόδουλοι! Χριστός Ανέστη!». Και όλοι μαζί σύσσωμοι απάντησαν «Αληθώς Ανέστη», αφήνοντας τα δάκρυα να τρέξουν από τα μάτια τους για την Ελλάδα που χανόταν.
Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου 1941. Οι αδελφές καλημερίζουν με το «Χριστός Ανέστη» και με το χαμόγελο στο στόμα, προσπαθώντας να κρύψουν τον φόβο τους. Το διαισθάνονται πως κάτι κακό θα συμβεί. Ήδη τα στούκας που σφυρίζουν δαιμονισμένα γεμίζουν τρόμο την ατμόσφαιρα.
Το μεσημέρι με μανία πρωτόγνωρη, άρχισαν να εξαπολύουν βόμβες προς το νοσοκομείο. Ο καθηγητής Κοντιάδης διατάσσει τις αδελφές να κατεβούν στο καταφύγιο. Αυτές αρνούνται, γιατί θα έπρεπε ν’ αφήσουν μόνους τους χειρουργημένους τους. Οι αδελφές μένουν και… μένουν εκεί για πάντα. Το ξαφνικό βρήκε τους γιατρούς να χειρουργούν, τις αδελφές εμπρός στο τραπεζάκι με τα εργαλεία, τους τραυματίες ναρκωμένους και εκείνες τις καημένες που δίπλωναν τις γάζες!
Η Καλλιόπη Γιουλούντα έμεινε καύχημα των νοσηλευτών και έμβλημα των εθελοντριών του ΕΕΣ. Με μεγάλη επισημότητα έγιναν πριν από πολλά χρόνια τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στον αύλειο χώρο του Νοσοκομείου Ρεθύμνου.
Η Καλλιόπη η «Ρεθυμνία Μούσα του Εθελοντισμού» όπως αναφέρει ο Νικολέων Τσουπάκης, τιμήθηκε το Σάββατο 26 Μαΐου του 1981 με τα αποκαλυπτήρια της υπέροχης προτομής της που κοσμεί την αυλή του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνης. Τα αποκαλυπτήρια είχε κληθεί να πραγματοποιήσει ο τότε υπουργός Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελος Αβέρωφ, παρουσία τοπικών βουλευτών, των αρχηγών ΓΕΕΘΑ και Γενικού Επιτελείου Στρατού, την γενικό επιθεωρητή Σώματος Αδελφών «Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού» κ. Παπαμικρούλη και τον διευθυντή ιατρό κ. Μαραγκουδάκη εκ μέρους του Αντικαρκινικού Ινστιτούτου «Άγιος Σάββας» στο οποίο η Καλλιόπη Γιουλούντα υπηρέτησε με μεγάλη συνέπεια.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.