Ανάμεσά τους κι ένας ακόμα δημοσιογράφος
Επέτειος της Εθνικής Αντίστασης και το Ρέθυμνο έχει κάθε δικαίωμα να γιορτάσει και να τιμήσει τους ήρωές της.
Γιατί μόνο αντιστασιακός ανταποκρίνεται στην έννοια ήρωας. Καιρός να το προσέξουμε κι αυτό και να μη μπερδεύουμε αλλότριες καταστάσεις.
Αν θεωρήσουμε ήρωα τον μάρτυρα όμηρο, τον αδικοχαμένο πατριώτη, το άτυχο θύμα παράπλευρης απώλειας πως θα πρέπει να αποκαλέσουμε εκείνον που δοκίμασε στα κολαστήρια του κατακτητή όλη τη δύναμη και τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας; Τιμή σε όλους βέβαια αλλά στον μάρτυρα της Αντίστασης πρέπει κάτι παραπάνω.
Ας αρχίσουμε όμως το αφιέρωμά μας στην Αντίσταση (περιόδου 1941-45) ανασύροντας από τη λήθη μορφές που άξιζαν διαρκές μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.
Και βάζουμε αρχή από το «σινάφι» μας που δεν υστέρησε από κανένα προσκλητήριο αντίστασης κατά του κατακτητή,το Μανόλη Λίτινα.
Ο Μανόλης Λίτινας από τη Γωνιά Ρεθύμνου γεννήθηκε το 1921. Η δημοσιογραφία είναι η κατεύθυνση που τον βοηθά να εκφραστεί όπως ακριβώς ήθελε ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του.28 του Οκτώβρη βρίσκεται έφεδρος ανθυπολοχαγός στην πρώτη γραμμή του μετώπου, κάπου στο Καλπάκι.Για καμιά χαρά της ζωής δεν θα εξαγόραζε την ικανοποίηση να υπερασπίζεται με σθένος και αυτοθυσία την πατρίδα του.
Οι πρώτες νίκες τον γεμίζουν ξέφρενο ενθουσιασμό. Η κατάρρευση του μετώπου τον γεμίζει άγρια αποφασιστικότητα.Γυρίζει στο σπίτι του.Και αλλάζει απότομα η ζωή του.
Ο Μανόλης έδινε την αίσθηση ότι ταξίδευε σε ένα ονειρικό κόσμο. Έφευγε και αργούσε να επιστρέψει. Μερικές φορές έλειπε και ημέρες.Ο νους όμως δεν πήγαινε στο κακό. Νέος ήταν.Ενδιαφέρον τύπος,θα μπορούσε να χαίρεται τη ζωή του. Ο χαρακτήρας του όμως τύπος σοβαρός περισσότερο από όσο θα ’πρεπε στην ηλικία του, κλόνιζε αυτή την παρήγορη σκέψη. Ενώ ήταν επαγγελματίας δημοσιογράφος δεν επιστέφει στην εφημερίδα του. Δεν άντεχε να δουλεύει σε τύπο που ελέγχεται από τον κατακτητή. Η Αντίσταση είναι ο χώρος που ξαναβρίσκει τον εαυτό του. Εντάσσεται στον ΕΔΕΣ.
Η οργάνωση αυτή είχε ιδρυθεί στις 9 Σεπτεμβρίου 1941 από τον απόστρατο συνταγματάρχη Ναπολέοντα Ζέρβα, τον αξιωματικό Λεωνίδα Σπάη, τον δικηγόρο Ηλία Σταματόπουλο, και τον Μιχάλη Μυριδάκη. Η οργάνωση φαίνεται ότι εκινείτο στον βενιζελικό-αντιμοναρχικό πολιτικό χώρο και είχε ανακηρύξει ερήμην ως αρχηγό τον στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα. Το ιδρυτικό καταστατικό του συνδέσμου προέβλεπε «Νὰ ἐγκαθιδρύση εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸ Δημοκρατικὸν πολίτευμα, σοσιαλιστικῆς μορφῆς» ενώ αποκαλούσε τον εξόριστο βασιλέα προδότη («τὴν προδοσίαν τοῦ τέως Βασιλέως Γεωργίου τοῦ Βʹ καὶ τῆς περὶ αὐτὸν σπείρας τῆς αὐτοκληθείσης Δικτατορία τῆς 4ης Αὐγούστου»). Όπως με όλες τις οργανώσεις το διχαστικό κλίμα δεν άργησε να αμαυρώσει και τη δική της αγωνιστική πορεία. Καμιά όμως πολιτική και ιδεολογική διαφορά δεν θα μπορούσε να υποβαθμίσει την προσφορά στην πατρίδα των μελών της. Στον Ε.Δ.Ε.Σ ο Μανόλης Λίτινας οργάνωσε κλιμάκιο για την έκδοση αντιστασιακών εφημερίδων ανάμεσα στις οποίες και η «Δημοκρατική Σημαία» (του ΕΔΕΣ). Ήταν το πρώτο από όλα τα έντυπα και αποτελούσε παράνομο δελτίο ειδήσεων. Δεν απουσιάζει από καμιά δραστηριότητα της διαδικασίας έκδοσης και διανομής.
Παράλληλα συγκροτεί μαχητικές ομάδες, διαμορφώνει δίκτυα στρατολογίας και στέλνει μαχητές στα βουνά.
Μέσα σε σκοτεινά υπόγεια, όπου εύρισκε, τύπωνε τα παράνομα έντυπα της οργάνωσης. Η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή. Εκείνος όμως συνέχιζε τον αγώνα.Αρχές Νοεμβρίου 1943 η Ειδική Ασφάλεια δολοφονεί τον στενό του συνεργάτη, Μήτσο Γιαννακόπουλο.
Ο Μανόλης καταλαβαίνει ότι είναι ο επόμενος στόχος. Αλλά δεν υποχωρεί. Συνεχίζει με ακλόνητο θάρρος, αν και ολομόναχος, τον αγώνα στο μετερίζι του.Στις 7 Απριλίου 1944, συλλαμβάνεται στα γραφεία της Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών.
Οι ναζί μετά τη σύλληψη τον οδήγησαν στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Ο κύκλος απάνθρωπων βασανιστηρίων ανοίγει. Ο Λίτινας μένει ψύχραιμος και περνά με αξιοπρέπεια την οδυνηρή του δοκιμασία που ξεπερνά τις ανθρώπινες αντοχές.
Η αντίστασή του κουράζει τους δημίους του. Άλλωστε τι άλλο μπορούσαν να κάνουν για να κάμψουν το ηθικό του; Είχαν μεταβάλλει τις σάρκες του σε άμορφες μάζες μα εκείνος έδειχνε το ίδιο αγέρωχος.
Τον άφησαν στην απομόνωση, όπου έμεινε για πέντε μήνες.
Εκεί που θα χάραζε η λευτεριά κατάλαβε ότι ήρθε το τέλος. Θα τον πήγαιναν για εκτέλεση. Βρήκε κατά τύχη ένα στραπατσαρισμένο χαρτί και γράφει δυο σημειώματα. Καθώς το καμιόνι προχωρούσε στο μοιραίο του σταθμό βρήκε τρόπο και τα πέταξε τυλιγμένα στα μανικετόκουμπά του.
«Πέφτουμε για τη λευτεριά. Να είστε υπερήφανοι έγραφε το δεύτερο σημείωμα». Και ο λόγος που προτίμησε να γράψει δυο είναι επειδή ήθελε να φτάσουν σίγουρα τα νέα του στην οικογένεια. Όπως κι έγινε. Πάντα συγκροτημένος και μεθοδικός ακόμα και την ώρα αυτή που προχωρούσε στον θάνατο.
Αυτός ήταν ο δημοσιογράφος Μανόλης Λίτινας. Κάτι θα έχουν να ωφεληθούν ηθικά και πνευματικά όσοι προσεγγίσουν τον βίο του και γνωρίσουν τη λαμπρή του αγωνιστική πορεία μέχρι τις 8 του Σεπτέμβρη 1944 που αντίκρισε αγέρωχος με άλλους 71 πατριώτες το εκτελεστικό απόσπασμα.
Νικόλαος Παπαδάκης: Ο θρυλικός καπετάν Λεμονιάς
Στη χορεία των μεγάλων ηρώων της Αντίστασης και ο Νικόλαος Παπαδάκης από τις Καρίνες, ο περίφημος καπετάν Λεμονιάς, αρχηγός του ΕΛΑΣ στο Ρέθυμνο.Για τον μεγάλο αυτό αγωνιστή, ο κορυφαίος της Αντίστασης γιατρός Γιώργης Αγγελιδάκης είχε τονίσει σε μια ομιλία του:
«… Ο αρχηγός του ΕΛΑΣ στο Ρέθυμνο επιλέχτηκε για τη σωφροσύνη του, την παλικαριά, την αγάπη και τη φροντίδα που ένιωθε και έδειχνε για τα παλικάρια του. Αυτή η σεμνότητα ήταν το βασικό κριτήριο που τον ξεχώριζε, συνοδευόμενη από μια ιδιαίτερη ζέση ψυχής. Δεν διέκρινα πάνω του τον αρειμάνιο παλικαριά, τον άνθρωπο των εντυπώσεων, ένας σκλαβωμένος Κρητικός ήταν που έκανε τα πάντα για να αποτινάξει την πολιτική και κοινωνική σκλαβιά από την πατρίδα του και τα παιδιά της. Ο Λεμονιάς θα ζήσει, θα αγωνιστεί και θα πεθάνει με το όραμα μιας δίκαιης Πολιτείας…».
Ο Νικόλαος Παπαδάκης ή Καπετάν Λεμονιάς γεννήθηκε στις Καρίνες Αγίου Βασιλείου το 1901. Γόνος της ιστορικής ιερατικής οικογένειας των Παπαδιανών, οι οποίοι συμμετείχαν στους αγώνες της κρητικής ελευθερίας, ως πρωταγωνιστές και οπλαρχηγοί κατά την Οθωμανική περίοδο (β’ μισό 19ου αιώνα).Παππούς του ήταν ο οπλαρχηγός ιερέας των Καρινών Νικόλαος Παπαδάκης ή Σέρδες, πατέρας του ο Πεντακοσίαρχος κα πρώτος φρούραρχος των προφυλακών του δυτικού Αμαρίου και γενικά οι πρόγονοί του ήταν ένας – ένας διαλεκτοί αγωνιστές.
Σε μεγάλη ηλικία είχε υιοθετηθεί από τον αδελφό του πατέρα του Μιχάλη Παπαδάκη, τον οποίο και κληρονόμησε διαθέτοντας το βιος του στον αγώνα. Ήταν νυμφευμένος με τη Σοφία Χατζηδάκη από τις Καρίνες, με την οποία απέκτησαν ένα παιδί που πέθανε σε νηπιακή ηλικία.
Τον επιούσιο είχε εξασφαλίσει κάνοντας τον γεωργοκτηνοτρόφο και τον κρεοπώλη.
Υπηρέτησε ως εθελοντής στη Μικρασιατική Εκστρατεία μαζί με τον εξάδελφό του Νικόλαο Γεωργίου Παπαδάκη. Από τους πρώτους ήταν που μυήθηκε στο ΕΑΜ. Καθοδηγητής του ήταν ο φλογερός απόστολος της Αντίστασης Κοξαριανός καθηγητής Γιάννης Μαθιουδάκης.
Σύντομα ο Νικόλαος Παπαδάκης αναδείχτηκε σε γενναίο καπετάνιο του Επαναστατικού Λαϊκού Στρατού (ΕΛΑΣ) στρατιωτικού σκέλους του Ε.Α.Μ. την αρχηγία του οποίου παρέλαβε από τον καπετάν Γιάννη Σπιθουλάκη από την Κοξαρέ για τον οποίο και θα γίνει σύντομα ανάλογο αφιέρωμα. Δεν θα εύρισκαν, άλλωστε και καλύτερο για το αξίωμα από τον Νικόλαο που διακρινόταν για τη φιλοπατρία, την τόλμη, την παλικαριά, την ανδρεία, αρετές που τον χαρακτήριζαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Κυρίως όμως μια σεμνότητα ήταν η βασική του αρετή. Η πατρίδα του τον απασχολούσε και όχι η προσωπική του διάκριση και αναγνώριση της προσφοράς του. Μια δίκαιη πολιτεία ονειρευόταν. Και για να υποστηρίξει το όραμά του αυτό αγωνιζόταν.
Πρώτος σε κάθε εντολή χρέους έδινε ψυχή στα παλικάρια του. Επικεφαλής του 44ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και των τριών ταγμάτων που είχε υπό τις διαταγές του, συμμετείχε στις μάχες Ποταμών, Αγριμοχώραφου, Κρουσανιώτικου Φαραγγιού, και στις 14 Ιουλίου του 43 και της 7ης Αυγούστου του ίδιου έτους. Πολέμησε επίσης στις Αραβάνες, 29 Αυγούστου του 1943 και στην Κοξαρέ τον Αύγουστο του 43.
Ως προς το πολιτικό σκέλος είχε την ευθύνη για τις συναντήσεις και τις διαβουλεύσεις των πατριωτικών οργανώσεων που πραγματοποιούνταν στο κτίριο του δημοτικού σχολείου Καρινών, το οποίο ως γνωστόν λειτουργούσε ως έδρα, τηρουμένων των αναλογιών, βουλευτηρίου του βουνού.
Εκεί έγινε η Παγκρήτια Συνδιάσκεψη του ΕΑΜ παρουσία του στρατηγού και υπουργού στρατιωτικών της Κυβέρνησης του Βουνού, Μανόλη Μάντακα τον Μάρτη του 1943. Εκεί έλαβε χώρα η διάσπασή του και απόσχιση μέρους ανταρτών και δημιουργήθηκε αρχικά η Εθνική Οργάνωση (ΕΟΡ) και μετέπειτα η Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ). Και πώς να εμποδίσει ο αγνός αγωνιστής αυτή την εξέλιξη επιζήμια για το κύρος της Αντίστασης, όταν μεθοδικός υποκινητής η Αγγλία έσπερνε τα ζιζάνια που θα έφερναν τα «Γεναριανά» στο νησί;
Κι ήρθε η ευλογημένη στιγμή να ζήσει ο πρωτοκαπετάνιος την ώρα της λευτεριάς και να μπει καβαλάρης και νικητής στην πόλη του Ρεθύμνου.
Η ψυχή του φτερουγίζει όταν συμμετέχει στην ύψωση της γαλανόλευκης στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη στης Άμμος την Πόρτα.
Πόσο είχε αγωνιστεί για την ιερή εκείνη στιγμή «Νυν απολύεις…» θα μπορούσε να πει. Δυστυχώς όμως δεν χάρηκε τη λευτεριά.
Γενάρη του 1945 δολοφονήθηκε από χέρι αδελφικό μαζί με τον επίσης αγωνιστή Μανούσο Πορτάλιο από την Παντάνασσα, για τον οποίο έχουμε κάνει ειδικό αφιέρωμα στο παρελθόν.
Γιώργης Κατσανεβάκης
Συγκλονιστική η ιστορία που διηγήθηκε ο Γιώργης Αναγνωστάκης στον δάσκαλο Σήφη Δοκιμάκη κι εκείνος μας τη διέσωσε με τον δικό του γλαφυρό τρόπο.
Δεν ήταν λίγα τα παιδιά ηλικίας 14-16 χρόνων που ζητούσαν να ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες για να βοηθήσουν με τις δικές τους δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μια περίπτωση πολύ χαρακτηριστική ο Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Ήταν κι αυτό απόγονος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας Σφακίων.
Εδώ θα δανειστούμε στοιχεία από τον Πάρη Κελαϊδή, για να προσθέσουμε με την ευκαιρία, ότι λίγες οικογένειες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, διαθέτουν επίσημα έγγραφα που να βεβαιώνεται η παλαιότητά τους. Οι περισσότερες στηρίζονται σε οικογενειακές παραδόσεις.
Σε αναφορά πάντως Σφακιανών προς Βενετσιάνο διοικητή Κρήτης το 1594, που είχε στο αρχείο του, υπέγραφε μεταξύ άλλων ο « Καπετάν Κατσανέβας». Αποδεικνύεται με αυτό ότι η συγκεκριμένη Νιμπριώτικη οικογένεια υπήρχε στα Σφακιά, πριν από την παραπάνω χρονολογία.
Παρακλάδι λοιπόν της οικογένειας, για να γυρίσουμε στην αφήγηση Αναγνωστάκη, βρέθηκε και στο Καβούσι κι εκεί αργότερα είδε το πρώτο φως της ζωής και ο Γιώργης.
Μάθαινε για τους αντάρτες και μια φλόγα σιγόκαιγε μέσα του. Και μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε κρυφά από τους γονείς του ένα γερμανικό τουφέκι, με αρκετά πυρομαχικά και έβαλε ρότα για τις Αραβάνες, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που ήξερε ότι θα συναντήσει αντάρτικες ομάδες.
Για κακή του τύχη, άπειρος καθώς ήταν, έπεσε σε γερμανική ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Γερμανοί τον μετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύμνου και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει το κρησφύγετο των ανταρτών, ποιος του έδωσε το όπλο και ποιος άλλος από το χωριό κρύβει στο σπίτι του οπλισμό.
Αν και τόσο μικρός ο Γιώργης Κατσανεβάκης δεν άνοιξε το στόμα του κι ας ήξερε πράγματα που σίγουρα ενδιέφεραν τους βασανιστές του Υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με θάρρος αξιοθαύμαστο.
Επαναλάμβανε διαρκώς ότι το όπλο το βρήκε μόνος του κι ότι ήθελε να γίνει αντάρτης, για να λευτερώσει την πατρίδα του. Και σαν να μην έφτανε αυτός τους ρωτούσε με τη σειρά του:
– Αν και σας η πατρίδα σας είχε υποδουλωθεί από κάποιο άλλον λαό, το ίδιο δεν θα κάνατε;
Ακόμα και οι Γερμανοί θαύμασαν το θάρρος, τη λεβεντιά και τη φιλοπατρία του.
Αφού το πήραν απόφαση ότι ο μικρός δεν πρόκειται να λυγίσει τον οδήγησαν στον στρατηγό Αντρέ διοικητή του νησιού. Κι εκεί όμως ο νεαρός Γιώργης κράτησε την ίδια στάση, κερδίζοντας την εκτίμηση του Αντρέ, που περιορίστηκε να διατάξει τη μεταφορά του παιδιού στις φυλακές Χανίων.
Δημόκριτος Βοσκάκης ή Κριτός
Από τη Νίθαυρη Αμαρίου ο Δημόκριτος Βοσκάκης, ο ήρωας αυτός που τον έκανε ποίημα, ισάξιο του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου, ο δικός μας σεμνός ποιητής Μανόλης Σιγανός. Όπως ανέφερε και ο ποιητής έκανε με το ποίημα αυτό, που αποτελεί έναν ύμνο με δεκάδες στίχους, ένα μνημόσυνο ιερό, ταπεινό και αιώνιο στη μνήμη το νεκρού συμπολεμιστή – και στη μνήμη όλων των μαρτύρων της Κρήτης, εκείνης της εποχής.
Περισσότερα για τον ήρωα βρήκα σε μια εξαιρετική εργασία του κ. Ζαχαρία Τσουπάκη στην εφημερίδα Ρέθεμνος (Μάιο του 2013) που ανάμεσα στα άλλα ανέφερε για τους Βοσκάκηδες:
«Στο μικρό οικισμό Σάτα της επαρχίας Αμαρίου, στα σύνορα με τον νομό Ηρακλείου, διατηρούσαν περιουσίες οι Βοσκάκηδες και οι Παραδεισανοί από το Βυζάρι. Εκεί πάντα έβρισκαν ασφάλεια οι Βρετανοί απεσταλμένοι του συμμαχικού στρατηγείου Μέσης Ανατολής.
Εκεί από αρχής κατοχής του 1941 παρουσιάστηκαν Άγγλοι κατάσκοποι, ο Τομ και ο Νίκος Σουρής και άλλοι που οργάνωσαν την Αγγλική κατασκοπία στον νομό Ηρακλείου, τη Μεσσαρά και την επαρχία Αμαρίου. Συνεργάστηκαν αμέσως με τους Γιώργη Μ. Βοσκάκη, Δημόκριτο Μ. Βοσκάκη, Ηλία Βοσκάκη και τους Παραδεισανούς από το Βυζάρι, που και αυτοί διατηρούσαν περιουσίες στη Σάτα. Ο Κριτός (Δημόκριτος) ήταν πολύ έμπιστος στην κατασκοπία που τον είχαν αγγελιοφόρο από τα Χανιά μέχρι τη Σητεία».
Όπως αναφέρει ο κ. Τσουπάκης ο Δημόκριτος που έπαιζε και ωραία λύρα μέχρι τον πόλεμο ήταν ένα γενναίο και άφοβο παλικάρι, που έτρεχε σαν αστραπή. Για τον λόγο αυτό και του ανέθεταν επείγουσες αποστολές επικίνδυνες πάντα. Κι εκείνος ακούραστος δεν σκέφτηκε ούτε μια φορά ν’ αρνηθεί.
Τον έλεγαν αετό και ο κ. Τσουπάκης μας εξηγεί πως και γιατί τον ονόμασαν έτσι:
«Ήτανε μαζεμένοι στο μιτάτο του Λαντζουραλέξη Άγγλοι αντάρτες. Μια στιγμή φτάνει ο Δημόκριτος, τους βλέπει ανάστατους και του λέει: «Τι συμβαίνει βρε παιδιά;» Κριτέ αυτό το σήμα πρέπει να πάει στα Ανώγεια σε τρεις ώρες. Τότε αρπά το γράμμα και εξαφανίστηκε σαν αετός. Επήγε στα Ανώγεια σε δυόμιση ώρες! Τότε οι Άγγλοι τον ονόμασα Αετό.
Και να σκεφτεί κάποιος ότι από το μιτάτο του Λαντζουραλέξη να πάει στα Ανώγεια ένας νέος σαλευτής, θα κάμει το λιγότερο εννιά ώρες!!!».
Ο Κριτός, γράφει ο κ. Τσουπάκης, έφερε τον μεγάλο αξιωματικό της Αγγλικής κατασκοπίας, τον Νίκο Μόντη, με το μουλάρι του Πετρακογιώργη, φορτωμένο με τον πρώτο ασύρματο που ήρθε στην επαρχία.
Τον έφερε στις 12:00 στις 20 Ιουλίου. Δυστυχώς προδόθηκε από κάποιον που ήταν χωροφύλακας στο Ηράκλειο. Τον πιάσανε τον πήγανε στις φυλακές της Αγιάς. Στρούσια που δε λέγονται. Αυτά διηγούνταν αυτοί που ήσαν μαζί στη φυλακή. Ο Δημόκριτος έπαιρνε σιγά-σιγά θέση στο πάνθεον των ηρώων μαρτύρων:
Από αυτά που θυμίζουν τον μεγάλο πατριώτη Δημόκριτο Βοσκάκη, που ύμνησε ο Σιγανός, ήταν και τα γράμματά του. Συγκλονιστικό αυτό που έστειλε στη μάνα του ο πατριώτης αυτός πριν από το τέλος. Μοιάζει να αντιπροσωπεύει όλους τους πατριώτες που έζησαν τη φρίκη της Αγιάς πριν από την εκτέλεση:
«Μάνα μου βρίσκεσαι μακριά και πώς να σου μιλήσω
να ’φτάνε το χεράκι μου να σ’ αποχαιρετήσω.
Να έπαιρνα με την ευχή κι ένα φιλί στο στόμα
να το βαστώ συμβόλαιο στο μαυρισμένο χώμα.
Μην κλαις γλυκιά μανούλα μου πως βρίσκομαι μακριά σου
για δε θα ξανασμίξομε μόνο στα όνειρα σου.
Μια χάρη μάνα σου ζητώ κι αν θέλεις την εκάμε,
το γάλα που μου τάισες χαλάλι μου το κάμε….
Έτσι επάξια χαρακτηρίστηκε ψυχή του αντιστασιακού αγώνα ο Δημόκριτος Βοσκάκης ή Κριτός, που λίγο πριν εκτελεστεί στις φυλακές της Αγιάς, έγραψε: «Όταν θα μάθετε τον τραγικό θάνατό μου, θέλω να γλεντάτε κι όχι να στενοχωριέστε…».
Το αφιέρωμα μας συνεχίζεται …
Πηγές
Εύας Λαδιά: Δημόκριτος Βοσκάκης.
Εύας Λαδιά: Μανόλης Λίτινας ο ήρωας δημοσιογράφος.
Σταύρου Φραγκιουδάκη: Καπετάν Λεμονιάς (ομιλία).
Γιώργη Αγγελιδάκη: Καπετάν Λεμονιάς (ομιλία).
Εύας Λαδιά: Μικροί ήρωες στην Αντίσταση.