Μια γενική αναφορά στα γεγονότα που στοιχειοθετούν την εποποιία του 1940, τιμά μεν την επέτειο αλλά χωρίς τους πρωταγωνιστές της. Εκείνους που θυσίασαν και τη ζωή τους για την τιμή του έθνους.
Αυτούς πρέπει να μνημονεύσουμε καθώς πλησιάζει η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου και να συνοψίσουμε τα γεγονότα μέσα από τα ημερολόγιά τους.
Ακολουθώντας την πορεία των ηρώων αυτών σταχυολογούμε γεγονότα και συναισθήματα από το πρώτο τρίμηνο του πολέμου. Και κάθε αναφορά στο όνομά τους ανάβει κι ένα κερί στη μνήμη τους.
Αρχή βάζουμε από τον Αριστείδη Παναγιωτάκη που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και ως διοικητής του 44ου Σ.Π.
Γεννήθηκε στα Ρούστικα το 1893 από αρχοντική γενιά. Μετά το γυμνάσιο κατατάχτηκε στον στρατό το 1913. Συνέπεσε η θητεία του με τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της νεότερης ιστορίας.
Τον Απρίλιο του 1913, κατατάχτηκε στο 22 Σύνταγμα της V Μεραρχίας στο Κιλκίς κι έλαβε μέρος στις μάχες Κιλκίς, Λαχανά, Μπέλλες, Στρώμνιτσα, Πατρίτσι, Στενά Κρέσνας, Τσουμαγιά, όπου διακρίθηκε για τη γενναιότητά του.
Στις 17 Ιουλίου 1913, τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι, αλλά χωρίς να δεχθεί περιποίηση στο νοσοκομείο, προχώρησε μέχρι τη Δράμα και εντάχθηκε στο 14ο Σύνταγμα Κρητών. Σημαντική η δράση του και στη Μικρά Ασία όπου και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Ήταν στη μάχη στο Γεντίζ.
Στις 18 Αυγούστου 1922, έγινε υπολοχαγός. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διορίστηκε στρατιωτικός διοικητής λιμένος Πειραιώς. Το 1924 έγινε λοχαγός. Το 1926 μπήκε στη σχολή τυπογραφίας και επί τέσσερα χρόνια υπηρέτησε τη γεωγραφική υπηρεσία για εργασίες πεδίου από τις Σέρρες μέχρι το Καρπενήσι. Γύρισε συνοριακούς τομείς και οχυρώματα ώσπου το 1940 έγινε διοικητής του 44ου Σ.Π.
Μετά την κήρυξη του πολέμου η επιστράτευση του Συντάγματος, σύμφωνα με το σχέδιο επιστρατεύσης, έγινε με ταχύτατο ρυθμό, των Ι και ΙΙ ταγμάτων στην περιοχή Αρμένων Ρεθύμνης, του δε ΙΙΙ τάγματος στην περιοχή Αποδούλου Αμαρίου.
Κατά τις πρώτες μέρες της Επιστρατεύσης διοικητής του Συντάγματος ήταν ο ταγματάρχης Παναγιωτάκης Αρ. Την 4η ημέρα τον διαδέχθηκε ο αντ/ρχης Σέρβος Ι. και την 10η ημέρα ο αντ/ρχης Θειακός Ξεν. Και ως υποδιοικητής του ο αντ/ρχης Κραουνάκης Σταμ. διοικητής του Ι τάγματος ο ταγ/ρχης Παναγιωτάκης Αρ. Διοικητής του ΙΙ τάγματος ο ταγ/ρχης Ινιωτάκης Γεωρ. Διοικητής του ΙΙΙ τάγματος ο ταγ/ρχης Ρολόγης Δημ.
Νοεμβρίου 16: Αναχώρηση του Συντάγματος για τη Σούδα. Κατάλυσε στην περιοχή Νεροκούρου Χανίων.
Νοεμβρίου 22 1940: Αναχώρηση του Συντάγματος για Πειραιά. Νηοπομπή 15 πλοίων συνοδευόμενη από έξι αντιτορπιλικά και δύο αεροπλάνα, έφτασε στον Πειραιά. Κανένα επεισόδιο κατά τον πλουν. Από τον Πειραιά το Σύνταγμα κινήθηκε οδικώς προς την περιοχή Προφ. Ηλία – Δαφνί – Δρομολόγιο: Πειραιεύς – Παλ. Κοκκινιά – Ιερά οδός – Χαϊδάρι.
Νοεμβρίου 25: Αναχώριση Σιδ/κώς από το Σιδ. Σταθμό Ρουφ για Αμύνταιο, μέσω Σιδ. Στ. Πλατύ Θεσ/κης όπου επιβιβάστηκε οδικώς στη Βασιλειάδα, όπου διανυκτέρευσε. Εκεί οδικώς και σταθμεύοντας σε διαφόρους περιοχές – Ολυμπιάδα – Βλαχοκερασιά – Άργος Ορεστικό – Ιεροπηγή, μπήκε στην Αλβανία την 1η Δεκεμβρίου.
Οι κινήσεις του Συντάγματος γίνονταν πάντοτε νύκτα, εν μέσω χιονοθυελλών, βροχών και χιονιών, υπό δραματικές συνθήκες λόγω των παγετώνων και του λασπώδους του εδάφους, εμποδίων που επιδρούσαν στην κίνηση των κτηνών και εν πολλοίς την φθορά των υλικών. Στην περιοχή Λουμπόνιο εξαιτίας των χιονοπτώσεων διακόπηκε η συγκοινωνία και παρουσιάστηκε έλλειψη τροφίμων και δη ψωμιού.
Εμμ. Σταγάκης: «Με την κήρυξη του πολέμου έκλεισα το μαγαζί»
Πως ένοιωθαν όμως οι φαντάροι του Παναγιωτάκη παραμονές του πολέμου και μετά τις πρώτες του μέρες; Γλαφυρότατος ο αείμνηστος Εμμανουήλ Σταγάκης μας πληροφορεί:
Εις τας 25 Αυγούστου το ραδιόφωνο αναφέρει ότι καλούνται οι έφεδροι της κλάσεως 1932 να προσέλθουν για μετεκπαίδευση. Την ημερομηνία της προσκλήσεως ενθυμούμαι γιατί είχα βάφτιση της κόρης μου. Ημέρα παρουσιάσεως δεν ενθυμούμαι.
Μένω εις Ρέθυμνο μα επιστρατεύομαι εις Χανιά και παρουσιάζομαι για μηνιαία μετεκπαίδευση. Από ότι ενθυμούμαι στη θεωρία μας ανέφεραν ως νέο όπλο τους όλμους μα βολές δεν κάναμε. Παρήλθε ο μήνας μα δεν έγινε η απόλυσή μας. Εγώ διατηρούσα ξυλουργικό μαγαζί εις Ρέθυμνο, οδός Γοβατζιδάκη και βγήκα εις την αναφορά μεταθέσεώς μου εις Ρέθυμνο εις το 44ο Σύνταγμα. Μου εδόθη η μετάθεση και έτσι μου εδόθη ευκαιρία να παρακολουθώ το μαγαζί προς εκτέλεση παραγγελιών που εξακολουθούσα να απασχολώ το προσωπικό. Έτσι στην Κήρυξη του πολέμου την 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα στρατευμένος και με την κήρυξη του Πολέμου έκλεισα το μαγαζί γιατί άρχισε η γενική επιστράτευση και άρχισα να παίρνουν μέτρα εκκενώσεως αποθηκών και ο ανθυπολοχαγός Μιχαήλ Μανουράς με προσέλαβε να βοηθώ και μεταφέραμε άλευρα εις το χωριό Απόστολοι να τα αποθηκεύσομε εις το σχολείο και εις την εκκλησία. Μου απέσπασε φρουρά να παραμένομε για φύλαξη. Όταν συγκροτήθηκαν Λόχοι, με απέσπασαν καταρχήν εις 2ον Λόχο με διοικητή λόχου τον Ιωάννη Φουσκάκη που ως κληρωτός ήτον μόνιμος λοχίας, ως επιλοχίας του 2ου λόχου του 14 συν/τος πεζικού που ήτον φίλος μου. Εις αυτόν τον λόχο δεν κάθισα πολύ και πήρα μετάθεση εις 5ον Λόχο ως επιλοχίας του λόχου που ο λόχος έμενε εις την ύπαιθρο εις Μισσίρια. Μετά την ολική επιστράτευση που συγκροτήθηκε το Σύνταγμα, έλαβε διαταγή να μεταβεί εις την Σούδα, όπως και έγινε. Εκεί παραμείναμε εις την θέση Τσικαλαργιά περίπου μια εβδομάδα μέσα σε αντίσκηνα μέχρι που ήρθε διαταγή ολόκληρος ή Μεραρχία να επιβιβασθεί εις τα πλοία με προορισμό τον Πειραιά. Σε 10 πλοία επιβιβασθήκαμε και μας συνόδευσαν δύο αντιτορπιλικά. Έτσι φτάσαμε εις Πειραιά τέλη Νοεμβρίου.
Ο λαός του Πειραιά μας υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και χειροκροτήματα από όπου περνούσαμε πεζοί για να φθάσομε εις το Δαφνί για διανυκτέρευση.
Φτάσαμε και στήσαμε σκηνές να κοιμηθούμε μα το τσουχτερό κρύο δεν μας αφήνει να κοιμηθούμε. Πρώτη φορά αντικρίζομε τόσο κρύο. Έτσι μείναμε άυπνοι όλη τη νύχτα.
Στον Σταθμό Λαρίσης
Την επόμενη μέρα παίρνομε τσάι και ετοιμαζόμεθα για τον σταθμό Λαρίσης. Εγώ ως επιλοχίας ελλείψει αξιωματικού μου αναθέτουν την Τετάρτη Διμοιρία. Φεύγοντας για το Σταθμό επιβιβαζόμεθα σε βαγόνια μαζί με τα μεταγωγικά στριμωγμένοι στο ένα μέρος του βαγονιού, γιατί στο άλλο μέρος ήσαν τα μουλάρια. Εκεί πολλαπλασιάστηκε η ψείρα και η κόπρος των αλόγων μας προξενούσε ασφυξία. Δύο νύχτες και μια μέρα χρειάστηκε για να φθάσομε στο Αμύνταιον.
Αποβιβαζόμενοι αισθανόμεθα το φοβερότερο κρύο. Η μύτη μας έτρεχε και σχημάτιζε κορδόνι, οι δρόμοι ήσαν παγωμένοι και τα μουλάρια γλιστρούσαν και δυσχεραίνετο η πορεία μας για να φθάσει η δύναμη του τάγματος εις χωριό Φιλιοτά. Εκεί καθίσαμε επάνω από μια εβδομάδα και οι στρατιώτες εις τις ταβερνούλες έτρωγαν και έπιναν, λησμονώντας το συνωστισμό εις τα βαγόνια μα κανείς δεν διεμαρτύρετο. Ήταν μια αρχή δοκιμασίας τόσο εις τα βαγόνια, όπως ήταν και η απόσταση από Αμύνταιο μέχρι τη Φιλιοτά, φιλόδοξοι για τον Αγώνα φωνάζοντας, ζήτω ο πόλεμος. Κανείς δεν σκεπτόταν πως πάμε για σφαγή ως πρόβατα. Εις την ψυχή όλων ήταν η νίκη. Μετά της ημέρες της παραμονής μας εις το χωριό Φιλιοτά άρχισαν οι ημερήσιες και νυχτερινές πορείες για να φθάσομε εις Καστοριά και να μείνομε έξω της πόλεως σε μια ρεματιά ονομαζόμενη Κολοκυνθού.
Πορεία για την Αλβανία
Την επομένη, αφού πήραμε τρόφιμα και μια ρέγκα, ο λοχαγός μου λέει να πάρω έξι στρατιώτες αν ακολουθήσω τον αξιωματικό στρατοπεδάρχη του τάγματος να φύγομε να βρούμε σπίτια να μείνομε. Επρόκειτο για Αλβανικό χώρο. Φεύγομε φορτωμένοι με τους γυλιούς περνούμε το χωριό Ιεροπηγή και εισερχόμεθα στο Αλβανικό έδαφος. Ο τόπος ήταν χιονισμένος και δεν έβλεπες φύλλο δένδρου, όλα καλυμμένα με χιόνι. 15 ώρες βαδίζομε με ξεναγό. Απελπισμένοι τον απειλούσαμε γιατί μας οδηγούσε λάθος. Τέλος φθάσαμε βραδινή ώρα εις το χωριό Κεμπετιστα. Εκεί για πρώτη φορά βλέπομε τη φθορά του πολέμου από εχθρικά λάφυρα εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο κάθε στρατοπεδάρχης προσδιορίζει τα οικήματα που θα μένει ο λόχος. Είχα εξασφαλίσει πέντε οικήματα. Ήρθε ο λόχος και μείναμε το βράδυ. Την επομένη το πρωί, αφού πήραμε το τσάι συνεχίζομε την πεζοπορία νύχτα και μέρα με βροχή και χιόνι, πολλές φορές νηστικοί και χωρίς ψωμί, με λασπωμένους δρόμους και νυχτερινές διανυκτερεύσεις σε δάση για να μη δίνουμε στόχο σε ιταλικά αεροπλάνα, με δύσκολες διαβάσεις και εξαθλιωμένοι από πείνα κούραση και την οδυνηρή ψείρα.
Έτσι βαδίζαμε νύχτα – μέρα και λέγαμε καλαμπούρια να διασκεδάζομε τον πόνο μας και την κούρασή μας που δεν ήταν μόνο η πεζοπορία, αλλά τις περισσότερες φορές αναβαστούσαμε και τα μουλάρια σε δύσβατους και κρυσταλλιασμένους δρόμους, που διχαλώνανε τα πόδια τους. Τα ξεφορτώναμε και τα φορτώναμε και περνούσαμε τους δύσβατους δρόμους και λέγαμε «καλύτερα στην πρώτη γραμμή».
Μια μέρα βαδίζομε σε δύσβατο δρόμο, που ‘πεφταν τα μουλάρια. Εμείς κουρασμένοι χωρίς ψωμί δύο μέρες. Στο τάγμα οι στρατιώτες κάνουν στάση και με φωνές υβρίζον και βλασφημούν. Δεν προχωρούμε, θέλομε ψωμί. Ειδοποιείται ο διοικητής του Συντάγματος και μας βγάζει ενθαρρυντικούς λόγους και μας λέει ο πόλεμος δεν είναι το τουφεκίδι, μα είναι οι κακουχίες, που υποφέρει ο στρατιώτης. Μας ενεθάρρυνε και διέταξε να μας δώσουν μισή κουραμάνα. Έτσι συνεχίζομε την πορεία να φτάσομε σε κανένα χωριό γιατί πλησιάζουν οι γιορτές των Χριστουγέννων.
Αναφέρομαι προσωπικώς σε ό,τι είδα και έζησα εις την εκστρατεία του Αλβανικού μετώπου στον πόλεμο με τους Ιταλούς που όλοι υποφέραμε και ο καθένας μπορεί να αναφέρεται προσωπικά το πώς πέρασε μα εγώ θεώρησα σκόπιμο να τα αναγράψω να διαβάζονται από τους νεώτερους. Οι πορείες μέρα και νύκτα με χιόνια και βροχή, κουρασμένοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι μας έφερνε πολλές φορές σε απόγνωση μα παίρναμε κουράγιο όταν μας έλεγαν για τις νίκες του στρατού και νοσταλγούσαμε να φθάσομε πιο γρήγορα εις την Πρώτη Γραμμή του Πολέμου. Με αυτές τις νυχθημερόν πορείες φθάσαμε εις την πόλη Κορυτσά και διασχίζομε νυχτερινή ώρα την πόλη και πηγαίνομε έξω σε μια κωμόπολη Λεσκοβίστη που είχε τζαμί και μιναρέ και Ιταλικά εφόδια εγκαταλελειμμένα από τα υποχωρούντα Ιταλικά στρατεύματα. Ο λόχος στεγάζεται σε σπίτια και το επιτελείο του λόχου σε ένα διώροφο σπίτι ελληνικό που ήταν βαμμένο με τα χρώματα της Ελληνικής Σημαίας. Μέσα έμενε μια γυναίκα με δύο κόρες και μας υποδέχθηκε εγκαρδίως και μας ετοίμασε φαΐ με πατάτες. Μας ανέφερε ότι ο άνδρας της είχε πάει εις Βουλγαρία. Αφού φάγαμε μας είπε, απάνω σας έχω στρώσει να βγείτε να βγάλετε τα εσώρουχά σας να τα βάλετε πάνω από το προσκέφαλό σας. Θα έρθω να τα πάρω να τα πλύνω, να τα σιδερώσω να σας τα φέρω πάλι να τα βάλετε το πρωί. Πράγματι έτσι έγινε. Όλη την νύχτα έπλενε και σιδέρωνε με τις δύο της κόρες και το πρωί τα φορέσαμε για λίγο, απαλλαγμένοι από την οδυνηρή ψείρα. Κάναμε μια εβδομάδα για ξεκούραση που μας έμεινε αξέχαστη. Φεύγοντας μας χαιρέτησε με δάκρυα και με ευχή τη νίκη, να γυρίσουμε εις τα σπίτια μας. Ποτέ άλλοτε δεν συναντήσαμε τέτοια φιλοξενία γιατί πολλές φορές που μέναμε σε χωριά ζητούσαμε νερό και μας έλεγαν «σκα» (δεν έχει).
Παντελής Σαββάκης: «Η πιο συγκλονιστική στιγμή»
Σημαντικές είναι και οι πληροφορίες που μας δίνει ο αείμνηστος Παντελής Σαββάκης στο δικό του ημερολόγιο αναφέροντας για το πρώτο διάστημα του πολέμου:
28 Οκτωβρίου 1940
Πόλεμος!
Δευτέρα πρωί. Οι Ευέλπιδες καθισμένοι εις τα γραφεία τους στις μεγάλες αίθουσες των μελετητηρίων της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, αμέριμνοι ασχολούνται, άλλοι μεν με την ολοκλήρωσιν της μελέτης των μαθημάτων της Δευτέρας, άλλοι, με το κεφάλι στηριγμένο στα δύο τους χέρια αναπολούσαν τις ευχάριστες ώρες που πέρασαν τις δυο προηγούμενες μέρες στην «Έξοδο».
Στη δευτέρα κατηγορία ήμουν κι εγώ. Έκανα επιπλέον σχέδια,το πώς θα πέρναγα πιο ευχάριστα την ερχομένη έξοδο, περιλαμβάνοντας εις το πρόγραμμά μου και μια νέα γνωριμία με μία κοπέλα, που είχα κάμει εις ένα πάρτι στο σπίτι του συμμαθητού μου Δημήτρη Κουφαλιτάκη, που γιόρταζε το Σάββατο, κι είχαμε κάμει παρέα την Κυριακή μαζί.
Τα σχέδια, τα προγράμματα και τις αναπολήσεις μου διέκοψε ξαφνικά ένας ασυνήθιστος θόρυβος, ο οποίος εδημιουργείτο από ένα γκρουπ αξιωματικών εις τον διάδρομο των μελετητηρίων.
Τη στιγμή εκείνη που θα τη θυμάμαι εις όλη μου τη ζωή, μπαίνει ο αξιωματικός της υπηρεσίας χλωμός, ταραγμένος, χωρίς το συνηθισμένο του χαμόγελο και ανεβαίνοντας στην έδρα, ενώ εμείς ευρισκόμεθα εις στάσιν προσοχής, μας αναγγέλλει «Η Ελλάς ευρίσκεται από του μεσονυκτίου εις εμπόλεμον κατάστασιν με την Ιταλίαν, κατόπιν ατίμου προκλήσεως των ύπουλων και δειλών Ιταλών. Λεπτομέρεια περί της κηρύξεως του πολέμου και διαταγαί περί του τι θα πράξη έκαστος εξ υμών, θα σας δοθούν εις την αίθουσαν διασκεδάσεως, όπου θα συγκεντρωθή όλη η Τρίτη τάξις των Ευελπίδων».
Εις την τάξιν αυτήν ανήκα κι εγώ.
Εις την συγκέντρωσιν αυτή με περίμενε μια δυσάρεστος ανακοίνωσις. Μας ανηγγέλθησαν τα όπλα εις τα οποία βγήκε ο καθένας και εγώ εβγήκα στο Πεζικόν, παρά την επιθυμία μου να βγω στο Πυροβολικό.
Μετά την αναγγελίαν των όπλων, εις τα οποία έβγαινε ο καθένας μας, εξηγήθησαν τα προηγηθέντα μεταξύ Ιταλικής κυβερνήσεως και της δικής μας προ της κηρύξεως του πολέμου. Τα λόγια του αξιωματικού ηκούσθησαν με νεκρική σιγή και μόλις τελείωσε, το τι έγινε δεν περιγράφεται.
Φωνές, ζητωκραυγές και βρισιές εναντίον των Ιταλών διά τον άνανδρον, ύπουλον, και άτιμον τρόπον, με τον οποίο επροκάλεσαν την Ελληνικήν κυβέρνησιν διά να την ωθήσουν μέχρι πολέμου, εγέμισαν την ατμόσφαιρα όλης της σχολής. Οι Ευέλπιδες ΙΙΙ, εξερχόμενοι της «αίθουσας διασκεδάσεως», έδιδαν εντύπωσιν χειμάρρου με δαιμονισμένο θόρυβο, ο οποίος ξεχύθηκε και εγέμισε όλη τη σχολή. Η σχολή τώρα είχε χάσει, τη συνηθισμένη της όψιν, η οποία εκαθορίζετο από τη ζωή των Ευελπίδων, οριζομένη με ακρίβεια δευτερολέπτων στην εντέλεια κάθε των εργασίαν. Στη σχολή σήμερα έβλεπες άλλους να μεταφέρουν κιβώτια, άλλους να κάνουν ουρές, για να πάρουν λεπτά, ή να παραδώσουν ρουχισμό, βιβλία, κ.λπ.
Τελικώς, το μεσημέρι μας εδόθηκαν τα Φύλλα Πορείας, εις τα οποία εγράφετο το πού θα πήγαινε και σε ποιά Μονάδα θα παρουσιασθεί έκαστος. Εγώ επήγαινα στη Θεσσαλονίκη.
Μετά τρίωρον άδεια που θα μας επιτρέπετο να αποχαιρετήσομεν τους οικείους μας, ήτο η διαταγή άπαντες να συγκεντρωθούν εις την Πλατείαν της σχολής, όλοι να επιβιβασθούν των αυτοκινήτων, διά τη μετάβασιν εις Σιδηροδρομικόν Σταθμόν Λαρίσης,προς επιβίβασιν εις τους Σιδηρόδρομους.
Η επιβίβασις στα αυτοκίνητα κι η μετάβασίς μας εις τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Λαρίσης έδιδε την εντύπωσιν ότι πηγαίναμε σε πανηγύρι.
Άμα νύκτωσε έγινε η επιβίβαση στο Σιδηρόδρομο, για να μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη.
Το γεγονός της επιβιβάσεως ήταν το πρώτο που μου έκαμε να φέρω στη μνήμη μου τις ιστορίες που είχα ακούσει από τον πατέρα μου για μεταφορές στρατευμάτων κατά τον Μικρασιατικό Πόλεμο και για τη μαρτυρική πολλές φορές κατάσταση των μεταφερομένων.
Έτσι και στη δική μας την περίπτωση τώρα. Είχαμε στριμωχτεί σε κάθε βαγόνι, τόσοι που μόλις και μετά βίας κατορθώναμε να πατάμε χάμω. Όρθιοι και στριμωγμένοι περάσαμε όλη την πρώτη νύκτα της πρώτης ημέρας του πολέμου, χωρίς να κοιμηθούμε και έτσι εφθάσαμε στη Θεσσαλονίκη τας πρωϊνάς ώρας της επομένης.
Το αφιέρωμα συνεχίζεται
Πηγές:
Αρχείο Πολιτιστικού Ρεθύμνου: 28η Οκτωβρίου 1940.
Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες στην εποποία του 1940 (υπό έκδοση).